Αναγνωριστική αγωγή κυριότητας επί ακινήτου και διόρθωσης εσφαλμένης κτηματολογικής εγγραφής ως προς αναγκαίες γεωμετρικές μεταβολές σε αυτό. Αποχή του τεκμηρίου κυριότητας του Δημοσίου κατά το άρθρο 10 παρ. 1 του Ν. 3208/2003 από την προβολή δικαιωμάτων κυριότητας σε δάση, δασικές εκτάσεις και εκτάσεις των περιπτώσεων α’ και β` της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του άνω νόμου για τις οποίες το Ελληνικό Δημόσιο δε διαθέτει τίτλους ιδιοκτησίας ή άλλα επαρκή στοιχεία απόδειξης της κυριότητάς του. Δεκτή η αγωγή – αναγνωρίζεται η ενάγουσα ως κύρια του ακινήτου που φερόταν ως κυριότητας του Δημοσίου λόγω του τεκμηρίου ως δασική έκταση (αρ. αποφ. 348/2025 Μ.Π.Ρόδου δημοσιευμένη στην ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ)

Αναγνωριστική αγωγή κυριότητας επί ακινήτου και διόρθωσης εσφαλμένης κτηματολογικής εγγραφής ως προς αναγκαίες γεωμετρικές μεταβολές σε αυτό. Αναγκαία προδικασία για το παραδεκτό της συζήτησης αγωγής διόρθωσης εσφαλμένης κτηματολογικής εγγραφής ακινήτου κατά το άρθρο 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998. Βασικά έγγραφα που απαιτείται να προσκομίζονται κατά την συζήτηση αυτής ιδίως αν αφορά απαιτούμενες γεωμετρικές μεταβολές επί ακινήτου. Κύρωση δασικού χάρτη κατά την κείμενη νομοθεσμία. Για τα ακίνητα που καταχωρούνται στους άνω χάρτες ως δασικά, παράγεται τεκμήριο κυριότητας υπέρ του ελληνικού δημοσίου. Αποχή του τελευταίου κατά το άρθρο 10 παρ. 1 του Ν. 3208/2003 από την προβολή δικαιωμάτων κυριότητας σε δάση, δασικές εκτάσεις και εκτάσεις των περιπτώσεων α’ και β της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του άνω νόμου για τις οποίες το Ελληνικό Δημόσιο δε διαθέτει τίτλους ιδιοκτησίας ή άλλα επαρκή στοιχεία απόδειξης της κυριότητάς του. Για την εφαρμογή της άνω ρύθμισης απαιτείται ταυτόχρονα οι διεκδικούντες την έκταση ιδιώτες να διαθέτουν τίτλους ιδιοκτησίας, οι ίδιοι ή οι δικαιοπάροχοί τους, που έχουν συνταχθεί μέχρι τις 1.7.2001 έστω και αν μεταγράφηκαν μετά την άνω καταληκτική ημερομηνία. Από τις αποδείξεις προέκυψε πως η η ενάγουσα - λόγω προσαύξησης της νομής των δικαιοπαρόχων της - διέθετε τίτλους ιδιοκτησίας για το επίδικο ακίνητο συνταχθέντες και μεταγραφέντες μέχρι την 1η Ιουλίου 2001 κατά το άρθρο 152 Ν.4819/2021. Κατλα συνέπεια η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ ουσίαν. Δέχεται αγωγή.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 348/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Αναπληρώτρια Κτηματολογική Δικαστή, Αλεξάνδρα Βλασακούδη, Πρωτoδίκη, η οποία ορίστηκε από τη Διευθύνουσα το Πρωτοδικείο Πρόεδρο Πρωτοδικών, και από τη Γραμματέα, Ιωάννα Γιαννοπούλου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 14 Νοεμβρίου 2024, για να δικάσει τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………. /26-2-2024 αναγνωριστική της κυριότητας και διόρθωσης ανακριβούς εγγραφής στο κτηματολογικό βιβλίο, αγωγή, μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ………. ………. του ………. , κατοίκου Η.Π.Α. , ………. ………. ………. , ………. ………. ………. , ………. , ………. , Α.Φ.Μ. ………. , η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Γεώργιο Λαμπαδάκη (ΑΜΔΣΡοδ 414), ο οποίος δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσε προτάσεις και το υπαριθ. .......... /18-12-2023 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών κι ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Ρόδου, και μετά από κλήση του Δικαστηρίου μέσω της Γραμματείας του κατάρθρο 227 ΚΠολΔ, το υπ`αριθ. ………. /30-6-2025 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών κι ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Ρόδου.

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξούσια ΝΣΚ, Θ. Ι. (AM 590), η οποία δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσε προτάσεις.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, που προσδιορίσθηκε, μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο με πράξη της Προέδρου Πρωτοδικών Ρόδου, με την οποία ορίσθηκε η σύνθεση του Δικαστηρίου για την εκδίκαση της υπόθεσης, και εγγράφηκε στο πινάκιο με αριθμό ………. , οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως αναφέρεται παραπάνω, και η υπόθεση συζητήθηκε χωρίς την παρουσία των ιαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, και οι διάδικοι ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προκατατεθείσες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ

Η ενάγουσα προκατέθεσε προτάσεις στις 17-6-2024, και το εναγόμενο στις 13-6-2024, ήτοι νομίμως και εμπροθέσμως. Μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, με την Πράξη της Προέδρου Πρωτοδικών Ρόδου, ορίσθηκε η σύνθεση του παρόντος Δικαστηρίου και δικάσιμος για τη συζήτηση της υπόθεσης αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και ακολούθως η υπόθεση εγγράφηκε στο πινάκιο (αριθμός ………. ), της εγγραφής αυτής επέχουσας θέση νόμιμης κλήτευσης. Προσκομίσθηκε, επίσης εμπροθέσμως το από 26-2-2024 πληρεξούσιο της ενάγουσας προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, το οποίο φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής, κατά τα άρθρα 96 παρ. 1 και 237 παρ. 1 εδ. β` ΚΠολΔ.

Σημειώνεται ότι η ενάγουσα παραιτήθηκε του δικογράφου της με αριθμό κατάθεσης ………. /16-02-2024 αγωγής της, ασκηθείσας ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με την υπό κρίση αγωγή, νομίμως επιδοθείσα στο εναγόμενο.

Με την υπό κρίση από αγωγή της η ενάγουσα εκθέτει ότι δυνάμει των υπαριθ. .......... /07-10-2005 και .......... /19-10-2005 συμβολαιογραφικών πράξεων δωρεάς και πώλησης αντιστοίχως της συμβολαιογράφου Ρόδου, .......... .......... , νομίμως μετεγγραμμένων στο Υποθηκοφυλακείο .......... στις 04-07-2006 στον τόμο .......... και με αριθμούς .......... και .......... αντίστοιχα, η .......... .......... του .......... , της μεταβίβασε κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή (με τη μεν πρώτη συμβολαιογραφική πράξη το 1/2 εξ αδιαιρέτου, με τη δε δεύτερη το λοιπό 1/2 εξ αδιαιρέτου) έναν αγρό (και εν μέρει οικόπεδο) συνολικής επιφάνειας 6.028 τ.μ. , που βρίσκεται στη θέση «Εμποριός ή Νημποριός» Σύμης, όπως περιγράφεται στο προσαρτώμενο στα ως άνω συμβόλαια και επισυναπτόμενο με το προσκομιζόμενο κτηματογραφικό διάγραμμα βανάρτησης και ΚΑΕΚ ………. , το οποίο η δικαιοπάροχός της, ………. ………. του ………. , είχε αποκτήσει δυνάμει του υπαριθ. .......... /1979 συμβολαίου αποδοχής δωρεάς της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, που είχε μεταγράφει νομίμως στο Υποθηκοφυλακείο ..... στις 25-5-1979 στον τόμο .......... με αριθμό ...., και κατόπιν της υπαριθ. ………. /1987 διορθωτικής πράξης της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου που είχε, επίσης, μεταγράφει νομίμως στο Υποθηκοφυλακείο ……… στις 02-04-1987 στον τόμο ………. με αριθμό ………. , με τη σημείωση ότι στη συγκεκριμένη διορθωτική πράξη το επίδικο ακίνητο φερόταν να έχει έκταση 5.877,25 τ.μ. , όπως εμφανιζόταν στο από 23-7-1985 συνημμένο στη διορθωτική πράξη τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού, ………. με στοιχεία γωνιών (Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Η, Θ, I, Κ) και να συνορεύει βόρεια με οικόπεδο αγνώστων και θαλάσσια περιοχή όρμου Νημποριού, ανατολικά με οικόπεδο ………. ………. , δυτικά με περιβόλι θυγατέρων ………. ………. και ………. ………. και ξηροπόταμο και νότια με ιδιοκτησία οικογένειας ………. ………. ………. . Ότι από τότε που απέκτησε το ακίνητο με τον προαναφερόμενο τρόπο, το νεμόταν και το κατείχε διανοία κυρίου, με τους τρόπους που αναφέρει αναλυτικά στην αγωγή. Ότι καίτοι έτσι είχε η κατάσταση του ακινήτου, όπως προέκυπτε από το συνημμένο κτηματογραφικό διάγραμμα της βανάρτησης, με μεγάλη της έκπληξη όταν δημοσιεύθηκαν, οι πρώτες εγγραφές, προέκυψαν τα ακόλουθα: Α) Εγγράφηκε αποκλειστικά επονόματί της κατά πλήρη κυριότητα μόλις ένα μικρό τμήμα του παραπάνω ακινήτου, εμβαδού 974,37 τ.μ. (κατά στρογγυλοποίηση στο κτηματολογικό φύλλο φαίνεται η έκταση ως 974 τ.μ. , ωστόσο στην κτηματολογική βάση περιγράφεται επακριβώς 974,37), το οποίο βρίσκεται εντός της οριογραμμής του οικισμού του Δήμου Σύμης, όπως αυτό περιγράφεται με στοιχεία κορυφών 1-2-3-4-5-31-32-33-34-35-36-37-38-39-40-41-1 στο συνημμένο από 16-9-2023 τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών του τοπογράφου μηχανικού, ………. ………. , λαμβάνοντας το ήδη υφιστάμενο ΚΑΕΚ ………. Β) Τμήμα του παραπάνω ακινήτου εκτάσεως 3.661,24 τ.μ. , το οποίο βρίσκεται εκτός της οριογραμμής του οικισμού του Δήμου Σύμης και περιγράφεται με στοιχεία κορυφών 5-6-7-8-9-10-11-12-13-14-15-16-17-18-19-20-21-22-23-24-25-26-27-28-29-30-31-5 στο συνημμένο από 16-09-2023 τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών του τοπογράφου μηχανικού, ………. ………. , φαίνεται εγγεγραμμένο κατά πλήρη κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο λόγω του τεκμηρίου της δασικής έκτασης και έχει λάβει ΚΑΕΚ ………. (κατά στρογγυλοποίηση στο κτηματολογικό φύλλο φαίνεται η έκταση ως 3.661 τ.μ. , ωστόσο στην κτηματολογική βάση περιγράφεται επακριβώς 3.661,24) . Γ) Ένα μικρό εναπομείναν τμήμα του παραπάνω ακινήτου εκτάσεως 418,02 τ.μ. εγγράφηκε σε διάφορους ιδιοκτήτες γειτονικών μερίδων, χωρίς όμως αυτό να ενδιαφέρει εν προκειμένω, αφού δεν το διεκδικεί με την παρούσα αγωγή της. Ότι μετά από ενδελεχή έρευνά της προέκυψε ότι το εν λόγω επίδικο τμήμα με ΚΑΕΚ ………. εκτάσεως 3.661,24 τ.μ. που φέρεται πλέον εγγεγραμμένο κατά το στάδιο των αρχικών εγγραφών στο Ελληνικό Δημόσιο και βρισκόταν εκτός της οριογραμμής του οικισμού Σύμης, φαινόταν με την ένδειξη Δ-Δ (δασική έκταση) στους δασικούς χάρτες που είχαν αναρτηθεί στον Δήμο Σύμης, ενώ το υπόλοιπο τμήμα με ΚΑΕΚ ………. εμβαδού 974,37 τ.μ. βρισκόταν εντός της οριογραμμής του οικισμού, και εκ του νόμου δεν μπορούσε να κηρυχθεί δασικό, έτσι εντέλει ενεγράφη στο όνομά της κατά πλήρη κυριότητα κατά το στάδιο της αρχικής εγγραφής. Ότι λόγω απουσίας της στο εξωτερικό δεν είχε ενημερωθεί για τους αναρτημένους δασικούς χάρτες στον Δήμο Σύμης, με αποτέλεσμα να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία, προσβολής τους για το επίμαχο τμήμα των 3.661,24 τ.μ. και να κυρωθεί ο δασικός χάρτης του συνόλου της περιοχής αρμοδιότητας της Διεύθυνσης Δασών Δωδεκανήσου (ΦΕΚ 907Δ/29-11-2022) χωρίς να προβάλει ένσταση για το επίμαχο τμήμα. Ότι ουσιαστικά, ενώ διέθετε νόμιμο τίτλο για όλο το τμήμα των 4.635,61 τ.μ. , που περιλαμβανόταν στις υπαριθ. .......... /07-10-2005 και .......... /19-10-2005 ως άνω συμβολαιογραφικές πράξεις, το επίδικο τμήμα έκτασης 3.661,24 τ.μ. που βρισκόταν εκτός οικισμού «αποσπάσθηκε» με βάση το -υποτιθέμενο - τεκμήριο κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου λόγω του χαρακτήρα του ως δασικής έκτασης και εγγράφηκε με νέο ΚΑΕΚ .......... , όπως αποτυπώνεται στο συνημμένο από 16-09-2023 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού, .......... .......... , με στοιχεία κορυφών (1-2-3-4-5-6-7-8-9...... - 42-1), το οποίο συνορεύει βόρεια με το ΚΑΕΚ .......... , δυτικά με ΚΑΕΚ .......... , .......... και .......... , νότια με ΚΑΕΚ .......... και ανατολικά με ΚΑΕΚ .......... . Ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο ουδέποτε άσκησε καμία διακατοχική πράξη επί του ακινήτου με ΚΑΕΚ .......... ούτε φέρει κάποιο νόμιμο τίτλο ιδιοκτησίας ή παραχωρητήριο, παρά μόνο φαίνεται κύριο της επίμαχης έκτασης δυνάμει του τεκμηρίου της δασικής έκτασης. Ότι πέραν του γεγονότος ότι ήδη κινεί διαδικασίες για τον αποχαρακτηρισμό της επίμαχης έκτασης ως δασικής, μία διαδικασία ωστόσο που λόγω της κύρωσης των δασικών χαρτών ναι μεν προβλέπεται, ωστόσο αναμένεται να είναι μακροχρόνια και δαπανηρή, ακόμη κι αν η έκταση τελικά παραμείνει ως έχει (δασική), μπορεί να παραμείνει στην κυριότητά της ως ιδιωτικό δάσος και κακώς εγγράφηκε στο όνομα του Ελληνικού Δημοσίου λόγω του τεκμηρίου, το οποίο για την υπό κρίση περίπτωση δεν ισχύει, επικαλούμενη το πρώτο εδάφιο του άρθρου 110 Ν. 4821/2021 που τροποποίησε το άρθρο 62 Ν. 998/1979 και την περ. IV της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 3208/2003 (Α303), η οποία προστέθηκε με το άρθρο 152 Ν.4819/2021. Ότι κατά συνέπεια, με βάση την ως άνω παρατεθείσα νομοθεσία συνάγεται ότι εσφαλμένως ενεγράφη το επίδικο τμήμα με ΚΑΕΚ ………. , εκτάσεως 3.661,24 τ.μ. στο Ελληνικό Δημόσιο με το τεκμήριο του χαρακτήρα της έκτασης ως δασικής, δεδομένου η ενάγουσα ως διεκδικούσα το επίδικο ακίνητο διαθέτει τίτλους ιδιοκτησίας από το 2005, ωστόσο οι τίτλοι της δικαιοπαρόχου της, ………. ………. , χρονολογούνται τουλάχιστον από το 1979 άλλως από το 1987 (το υπαριθ. .......... /1979 συμβόλαιο αποδοχής δωρεάς της τέως συμβολαιογράφου .......... .......... , που είχε μεταγράφει νομίμως στο Υποθηκοφυλακείο ........ στις 25-5-1979 στον τόμο .......... με αριθμό .......... , και κατόπιν της υπαριθ. ………. /1987 διορθωτικής πράξης της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου που είχε, επίσης, μεταγράφει νόμιμα στο Υποθηκοφυλακείο ………. στις 02-04-1987 στον τόμο ………. με αριθμό ….), ήτοι έχουν συνταχθεί προγενέστερα της 1ης-7ου-2001 που θέτει ως προϋπόθεση η περ. IV της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 3208/2003, και ότι πρέπει επιπλέον να συνυπολογιστεί και το γεγονός ότι το Ελληνικό Δημόσιο δε διαθέτει τίτλους ιδιοκτησίας ή άλλα επαρκή στοιχεία απόδειξης της κυριότητάς του. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί να γίνει δεκτή η παρούσα αγωγή, να αναγνωριστεί για τους λόγους που αναφέρονται στο ιστορικό η κυριότητα της στο παραπάνω ακίνητο με ΚΑΕΚ ………. , όπως αποτυπώνεται στο συνημμένο από 16-09-2023 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού, ………. ………. με στοιχεία κορυφών (5-6-7-8-9-10-11-12-13-14-15-16-17-18-19-20-21-22-23-24-25-26-27-28-29-30-1-5), το οποίο συνορεύει βόρεια με το ΚΑΕΚ ………. , δυτικά με ΚΑΕΚ ………. , ………. και ………. , νότια με ΚΑΕΚ ………. και ανατολικά με ΚΑΕΚ ………. , εκτάσεως 3.661,24 τ.μ. , να διορθωθεί μετά ταύτα η ανακριβής πρώτη εγγραφή που καταχωρίσθηκε στο οικείο κτηματολογικό βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου Σύμης και να διαταχθεί η γεωμετρική μεταβολή που περιγράφεται στο από 16-09-2023 συνημμένο τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών του τοπογράφου μηχανικού, ………. με την ενοποίηση του ΚΑΕΚ ………. στο ΚΑΕΚ ………. , έτσι ώστε να εμφανίζεται ως αποκλειστική κυρία του όλου ενιαίου ακινήτου με ΚΑΕΚ ………. (μετά την ενοποίηση, συνάθροιση και συμπερίληψη του ΚΑΕΚ ………. εκτάσεως 3.661,24 τ.μ.) με στοιχεία κορυφών 1-2-3-4-5-6-7-8-9-10-11-12-13-14-15-16-17-18-19-20-21-22-23-24-25-26-27-28-29-30-31-32-33-34-35-36-37-38-39-40-41-42-1 συνολικής εκτάσεως 4.635,61 τ.μ. και με τίτλο κτήσης τις υπ. αριθ. ………. /07-10-2005 και ………. /19-10-2005 συμβολαιογραφικές πράξεις της συμβολαιογράφου Ρόδου, ………. ………. , καθώς και να καταδικαστεί το εναγόμενο στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή – η παραδεκχώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος καθύλην και κατά τόπον αρμόδιου Δικαστηρίου (άρθρο 6§2 Ν. 2664/1998 και 29 ΚΠολΔ) κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία. Έχει, δε, τηρηθεί η νόμιμη προδικασία, καθώς η αγωγή ασκήθηκε εμπροθέσμως, αντίγραφό της έχει εγγράφει εμπροθέσμως στα οικεία κτηματολογικά φύλλα (προσκομίζονται το με αριθμ. πρωτοκ. .......... /05-03-2024 πιστοποιητικό καταχώρισης της ως άνω αγωγής στο Κτηματολογικά Γραφείο Σύμης και στα δύο ΚΑΕΚ-τόσο ΚΑΕΚ της ενάγουσας όσο και στο επίδικο ΚΑΕΚ που φέρεται να ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο, καθώς και το υπαριθ. πρωτ. ………. /15-03-2024 για την καταχώριση της εγγραπτέας διαδικαστικής πράξης (αγωγής διόρθωσης κτηματολογικής εγγραφής και μεταβολής γεωμετρικών στοιχείων) για τούς ΚΑΕΚ ………. και ………. στο Κτηματολογικά Γραφείο Σύμης, το απόσπασμα του προσωρινού κτηματολογικού διαγράμματος Βανάρτησης για τον ΚΑΕΚ .......... και το απόσπασμα ηλεκτρονικού κτηματολογικού διαγράμματος που έχει αναρτηθεί για τον ΚΑΕΚ .......... , όπου φαίνεται η ένδειξη Δ-Δ, δηλαδή ότι αποτελεί δασικό τμήμα, και επιπλέον το από 16-9-2023 συνημμένο τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών του τοπογράφου μηχανικού .......... .......... , για τους αριθμούς ΚΑΕΚ .......... και ΚΑΕΚ .......... , στο οποίο αποτυπώνεται η επερχόμενη με την αιτούμενη διόρθωση γεωμετρική μεταβολή και ότι η αιτούμενη μεταβολή είναι τεχνικά εφαρμόσιμη, και τέλος προσαρτάται το υπαριθμ. ………. /4-11-2023 αποδεικτικό υποβολής του ηλεκτρονικού διαγράμματος με ΚΗΔ ………. . Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται για το παραδεκτό της αγωγής, κατά τη διάταξη του άρθρου 54Α παρ. 5 του Ν. 4174/2013, η προσκόμιση πιστοποιητικού ΕΝ.Φ.ΙΑ, καθώς, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τυχόν τέτοια απαίτηση έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τα άρθρα 17, 20 και 25 Συντάγματος, καθώς και με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, διότι δε θα μπορούσε μια καθαρά φορολογικού χαρακτήρα διάταξη, που δεν αφορά στην προστασία των συναλλασσόμενων σε σχέση με τα ακίνητα ούτε επιδιώκει την παροχή δικαστικής προστασίας, να αποτελεί ειδική διαδικαστική προϋπόθεση μιας εμπράγματης αγωγής και προαπαιτούμενο προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας (βλ ΟλΣΤΕ 601/2012 ΝΟΒ 2012.376, ΟλΣΓΕ 3087/2011, ΟλΕλΣυν 2006/2008, ΑΠ 293/2014) . Περαιτέρω, η αγωγή τυγχάνει ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 6, παρ. 2 Ν. 2664/1998, 974,1033 επ. , 1192 ΑΚ, άρθρου 10 παρ. 1, περ. IV. Ν. 3208/2003, άρθρο 152 Ν.4819/2021, 70, 176, ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από την από 10-4-2024 ένορκη βεβαίωση του ………. ………. του ………. ενώπιον του Δικηγόρου Ρόδου, ………. ………. του ………. , η οποία ελήφθη μετά από νόμιμη κλήτευση του εναγομένου (βλ. τη με αριθμό ………. /01-03-2024 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………. ………. . ………. ήτοι προ τουλάχιστον δύο εργάσιμων ημερών, κατά τα άρθρα 421 ΚΠολΔ, από όλα τα έγγραφα, τα οποία νομίμως προσκομίζουν κι επικαλούνται οι διάδικοι, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν του είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339, 395 ΚΠολΔ), χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω κι αν δε γίνεται ρητή μνεία σε καθένα από αυτά, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: δυνάμει των υπ. αριθ. ………. /07-10-2005 και ………. /19-10-2005 συμβολαιογραφικών πράξεων δωρεάς και πώλησης αντίστοιχα της συμβολαιογράφου Ρόδου, ………. ………. , νομίμως μετεγγραμμένων στο Υποθηκοφυλακείο …….. στις 04-07-2006 στον τόμο ………. και με αριθμούς ………. και ……..αντίστοιχα, η ………. ………. του ………. , μεταβίβασε στην ενάγουσα κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή (με την μεν πρώτη συμβολαιογραφική πράξη το 1/2 εξ αδιαιρέτου, με τη δε δεύτερη το λοιπό 1/2 εξ αδιαιρέτου) έναν αγρό (και εν μέρει οικόπεδο) συνολικής επιφάνειας 6.028 τ.μ. , που βρίσκεται στη θέση «Εμποριός ή Νημποριός» Σύμης, όπως περιγράφεται στο προσαρτώμενο στα ως άνω συμβόλαια και προσκομιζόμενο κτηματογραφικό διάγραμμα βανάρτησης και ΚΑΕΚ .......... . Το παραπάνω ακίνητο η δικαιοπάροχός της, .......... .......... του .......... , είχε αποκτήσει δυνάμει του υπαριθ. ………. /1979 συμβολαίου αποδοχής δωρεάς της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, που είχε μεταγράφει νομίμως στο Υποθηκοφυλακείο ………. στις 25-5-1979 στον τόμο ………. με αριθμό ………. , και κατόπιν της υπαριθ. .......... /1987 διορθωτικής πράξης της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου που είχε, επίσης, μεταγράφει νομίμως στο Υποθηκοφυλακείο .......... στις 2-4-1987 στον τόμο .......... με αριθμό .......... . Στη συγκεκριμένη διορθωτική πράξη το επίδικο ακίνητο φερόταν να έχει έκταση 5.877,25 τ.μ. , όπως εμφανιζόταν στο από 23-7-1985 συνημμένο στη διορθωτική πράξη τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού, .......... με στοιχεία γωνιών (Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Η, Θ, I, Κ) και να συνορεύει βόρεια με οικόπεδο αγνώστων και θαλάσσια περιοχή όρμου Νημποριού, ανατολικά με οικόπεδο .......... .......... , δυτικά με περιβόλι θυγατέρων .......... . .......... και .......... .......... και ξηροπόταμο και νότια με ιδιοκτησία οικογένειας ........ Από τότε που απέκτησε το ακίνητο με τον προαναφερόμενο τρόπο, το νεμόταν και το κατείχε διανοία κυρίου. Ειδικότερα, το επισκεπτόταν συχνά, όταν βρισκόταν στην Ελλάδα (η μόνιμη διαμονή της είναι στις Η.Π.Α.), το καθάριζε, είχε βοηθούς νομής, κατοίκους Σύμης, ενόσω απούσιαζε στο εξωτερικό για να το επιβλέπουν, και το προστάτευε από σφετεριστικές ενέργειες τρίτων. Ωστόσο, καίτοι έτσι είχε η κατάσταση του ακινήτου, όπως προέκυπτε από το συνημμένο κτηματογραφικό διάγραμμα της β ανάρτησης, όταν δημοσιεύθηκαν οι πρώτες εγγραφές Α) Εγγράφηκε αποκλειστικά επονόματι της ενάνουσας κατά πλήρη κυριότητα μόλις ένα μικρό τμήμα του παραπάνω ακινήτου, εμβαδού 974,37 τ.μ. (κατά στρογγυλοποίηση στο κτηματολογικό φύλλο φαίνεται η έκταση ως 974 τ.μ. , ωστόσο στην κτηματολογική βάση περιγράφεται επακριβώς 974,37), το οποίο βρίσκεται εντός της οριογραμμής του οικισμού του Δήμου Σύμης, όπως αυτό περιγράφεται με στοιχεία κορυφών 1-2-3-4-5-31-32-33-34-35-36-37-38-39-40-41-1 στο συνημμένο από 16-9-2023 τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών του τοπογράφου μηχανικού, .......... .......... , λαμβάνοντας το ήδη υφιστάμενο ΚΑΕΚ .......... 8) Τμήμα του παραπάνω ακινήτου εκτάσεως 3.661,24 τ.μ. , το οποίο βρίσκεται εκτός της οριογραμμής του οικισμού του Δήμου Σύμης και περιγράφεται με στοιχεία κορυφών 5-6-7-8-9-10-11-12-13-14-15-16-17-18-19-20-21-22-23-24-25-26-27-28-29-30-31-5 στο συνημμένο από 16-9-2023 τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών του τοπογράφου μηχανικού. .......... .......... φαίνεται εγγεγραμμένο κατά πλήρη κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο λόγω του τεκμηρίου της δασικής έκτασης και έχει λάβει ΚΑΕΚ .......... (κατά στρογγυλοποίηση στο κτηματολογικό φύλλο φαίνεται η έκταση ως 3.661 τ.μ. , ωστόσο στην κτηματολογική βάση περιγράφεται επακριβώς 3.661,24) . Γ) ‘Ενα μικρό εναπομείναν τμήμα του παραπάνω ακινήτου εκτάσεως 418,02 τ.μ. εγγράφηκε σε διάφορους ιδιοκτήτες γειτονικών μερίδων, χωρίς όμως αυτό να ενδιαφέρει εν προκειμένω, αφού δεν είναι επίδικο. Μετά από έρευνα της ενάγουσας προέκυψε ότι το εν λόγω επίδικο τμήμα με ΚΑΕΚ ..........…..εκτάσεως 3.661,24 τ.μ. που φέρεται πλέον εγγεγραμμένο κατά το στάδιο των αρχικών εγγραφών στο Ελληνικό Δημόσιο και βρισκόταν εκτός της οριογραμμής του οικισμού Σύμης φαινόταν με την ένδειξη Δ-Δ (δασική έκταση) στους δασικούς χάρτες που είχαν αναρτηθεί στον Δήμο Σύμης. Το υπόλοιπο τμήμα με ΚΑΕΚ .......... εμβαδου 974,37 τ.μ. βρισκόταν εντός της οριογραμμής του οικισμού και, εκ του νόμου, δεν μπορούσε να κηρυχθεί δασικό, έτσι τελικώς ενεγράφη στο όνομα της ενάγουσας κατά πλήρη κυριότητα κατά το στάδιο της αρχικής εγγραφής. Λόγω απουσίας της στο εξωτερικό δεν είχε ενημερωθεί για τους αναρτημένους δασικούς χάρτες στον Δήμο Σύμης, με αποτέλεσμα να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία προσβολής τους για το επίμαχο τμήμα των 3.661,24 τ.μ. και να κυρωθεί ο δασικός χάρτης του συνόλου της περιοχής αρμοδιότητας της Διεύθυνσης Δασών Δωδεκανήσου (ΦΕΚ 907Δ/29-11-2022) χωρίς να προβάλει ένσταση για το επίμαχο τμήμα. Ουσιαστικά, δηλαδή, ενώ διέθετε νόμιμο τίτλο για όλο το τμήμα των 4.635,61 τ.μ. , που περιλαμβανόταν στις υπαριθ. ………. /07-10-2005 και ………. /19-10-2005 ως άνω συμβολαιογραφικές πράξεις, το επίδικο τμήμα έκτασης 3.661,24 τ.μ. που βρισκόταν εκτός οικισμού «αποσπάσθηκε» με 3άση το φερόμενο τεκμήριο κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου λόγω του χαρακτήρα του ως δασικής έκτασης και εγγράφηκε με νέο ΚΑΕΚ ………. , όπως αποτυπώνεται στο από 16-9-2023 τοπογραφικό διαγραμμα του τοπογράφου μηχανικού, …………… με στοιχεία κορυφών (1-2-3-4-5-6-7-8-9……. – 42-1), το οποίο συνορεύει βόρεια με το ΚΑΕΚ ………. , δυτικά με ΚΑΕΚ ………. , ………. και ………. , νότια με ΚΑΕΚ ………. και ανατολικά με ΚΑΕΚ ………. . Το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο προσκομίζει το με αρ. πρωτ. ………. /10-6-2024 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών Δωδεκανήσου, σύμφωνα με το οποίο το τμήμα 3 του γεωτεμαχίου με εμβαδόν 3.529,54 τ.μ. κυρώθηκε ως διαχρονικά δασικού χαρακτήρα έκταση (ΔΔ) και δεσμεύεται από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, και ισχυρίζεται ότι το τμήμα 4 του γεωτεμαχίου, εμβαδού 62 τ.μ. , εμπίπτει εντός πολυγώνου (ΔΔ), στο οποίο εντάσσονται οι διαχρονικά δασικού χαρακτήρα εκτάσεις που δεσμεύονται από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας. Πλην όμως δεν αποδεικνύεται ότι άσκησε διακατοχικές πράξεις επί του ακινήτου με ΚΑΕΚ ………. ούτε φέρει κάποιο νόμιμο τίτλο ιδιοκτησίας ή παραχωρητήριο, ενώ φέρει το ίδιο το βάρος απόδειξης κατά το άρθρο 110 Ν. 4821/2021. Επίσης, σύμφωνα με την περ. IV της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 3208/2003, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 152 Ν.4819/2021, το Δημόσιο δεν προβάλλει δικαιώματα κυριότητας σε δάση, δασικές εκτάσεις και στις εκτάσεις των περιπτώσεων α’ και βτης παραγράφου 5 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου που περιλαμβάνονται σε περιοχές του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 62 του ν. 998/1979, για τις οποίες το Ελληνικό Δημόσιο δε διαθέτει τίτλους ιδιοκτησίας ή άλλα επαρκή στοιχεία απόδειξης της κυριότητάς του, όπως πράξεις μίσθωσης, παραχώρησης ή άλλης εκμετάλλευσης, αξιοποίησης και προστασίας της έκτασης ως δημόσιας και, συγχρόνως, οι διεκδικούντες την έκταση διαθέτουν τίτλους ιδιοκτησίας, οι ίδιοι ή οι δικαιοπάροχοί τους, οι οποίοι έχουν συνταχθεί μέχρι την 1η.7ου.2001 το αρνότερο, έστω και εάν έχουν μεταγράφει μεταγενέστερα, και επομένως η ενάγουσα διαθέτουσα τίτλους ιδιοκτησίας από το 2005 στο όνομά της, στον χρόνο νομής της οποίας προσμετρώνται οι τίτλοι της δικαιοπαρόχου της, .......... .......... , χρονολογούνται τουλάχιστον από το 1987 (το υπαριθ. ………. /1979 συμβόλαιο αποδοχής δωρεάς της συμβολαιογράφου, ………….. , είχε μεταγραφεί νόμιμα στο Υποθηκοφυλακείο ………. στις 25-5-1979 στον τόμο ………. με αριθμό ………. , και κατόπιν της υπαριθ. .......... /1987 διορθωτικής πράξης της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου που είχε, επίσης, μεταγράφει νομίμως στο Υποθηκοφυλακείο .......... στις 2-4-1987 στον τόμο .......... με αριθμό .......... ), ήτοι έχουν συνταχθεί προγενέστερα της 1ης Ιουλίου 2001 που θέτει ως προϋπόθεση η περ. IV της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 3208/2003. Μετά ταύτα, αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα-λόγω προσαύξησης της νομής των δικαιοπαρόχων της - διέθετε τίτλους ιδιοκτησίας συνταχθέντες και μεταγραφέντες μέχρι την 1η Ιουλίου 2001, κατά το άρθρο 152 Ν.4819/2021, και επομένως η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατουσίαν. Κατακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει δεκτή και ως βάσιμη κατουσίαν, και να αναγνωριστεί η κυριότητα της ενάγουσας στο παραπάνω ακίνητο με ΚΑΕΚ ………. , όπως αποτυπώνεται στο συνημμένο από 16-09-2023 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού, ………. ………. με στοιχεία κορυφών (5-6-7-8-9-10-11-12-13-14-15-16-17-18-19-20-21-22-23-24-25-26-27-28-29-30-1-5), το οποίο συνορεύει βόρεια με το ΚΑΕΚ ………. , δυτικά με ΚΑΕΚ ………. , ………. και ………. , νότια με ΚΑΕΚ ………. και ανατολικά με ΚΑΕΚ ………. , εκτάκτως 3.661,24 τ.μ. , να διορθωθεί μετά ταύτα η ανακριβής πρώτη εγγραφή που καταχωρίσθηκε στο οικείο κτηματολογικό βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου Σύμης και να διαταχθεί η γεωμετρική μεταβολή που περιγράφεται στο από 16-09-2023 συνημμένο τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών του τοπογράφου μηχανικού, ………. ………. με την ενοποίηση του ΚΑΕΚ ………. στο ΚΑΕΚ ………. , έτσι ώστε να εμφανίζεται ως αποκλειστική κυρία του όλου ενιαίου ακινήτου με ΚΑΕΚ ………. (μετά την ενοποίηση, συνάθροιση και συμπερίληφη του ΚΑΕΚ ………. εκτάσεως 3.661,24 τ.μ.) με στοιχεία κορυφών 1-2-3-4-5-6-7-8-9-10-11-12-13-14-15-16-17-18-19-20-21-22-23-24-25-26-27-28-29-30-31-32-33-34-35-36-37-38-39-40-41-42-1 συνολικής εκτάσεως 4.635,61 τ.μ. και με τίτλο κτήσης τις υπ. αριθ. ………. /07-10-2005 και ………. /19-10-2005 συμβολαιογραφικές πράξεις της συμβολαιογράφου Ρόδου, ………. ………. . Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί το εναγόμενο λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, πλην όμως μειωμένων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22§ 1 Ν. 3693/1957, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………. /26-2-2024 αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ η κυριότητα της ενάγουσας στο παρακάνω ακίνητο με ΚΑΕΚ ………. , όπως αποτυπώνεται στο συνημμένο από 16-09-2023 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού, . ………. με στοιχεία κορυφών (5-6-7-8-9-10-11-12-13-14-15-16-17-18-19-20-21-22-23-24-25-26-27-28-29-30-1-5), το οποίο συνορεύει βόρεια με το ΚΑΕΚ ………. , δυτικά με ΚΑΕΚ ………. ………. , ………. και ………. , νότια με ΚΑΕΚ ………. και ανατολικά με ΚΑΕΚ ………. , εκτάσεως 3.661,24 τ.μ..

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ μετά ταύτα να διορθωθεί η ανακριβής πρώτη εγγραφή που καταχωρίσθηκε στο οικείο κτηματολογικό βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου Σύμης και να διαταχθεί η γεωμετρική μεταβολή που περιγράφεται στο από 16-09-2023 συνημμένο τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών του τοπογράφου μηχανικού, ………. . ………. με την ενοποίηση του ΚΑΕΚ ………. στο ΚΑΕΚ ………. , έτσι ώστε να εμφανίζεται ως αποκλειστική κυρία του όλου ενιαίου ακινήτου με ΚΑΕΚ ………. (μετά την ενοποίηση, συνάθροιση και συμπερίληφη του ΚΑΕΚ ………. εκτάσεως 3.661,24 τ.μ.) με στοιχεία κορυφών 1-2-3-4-5-6-7-8-9-10-11-12-13-14-15-16-17-18-19-20-21-22-23-24-25-26-27-28-29-30-31-32-33-34-35-36-37-38-39-40-41-42-1 συνολικής εκτάσεως 4.635,61 τ.μ. και με τίτλο κτήσης τις υπ. αριθ. ………. /07-10-2005 και ………. /19-10-2005 συμβολαιογραφικές πράξεις της συμβολαιογράφου Ρόδου, ………. ………. .

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τη δικαστική δαπάνη εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, την οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων ενενήντα τριών (293) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΗΚΕ και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στη Ρόδο, στις 30 Ιουνίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων. Και θεωρήθηκε αυθημερόν.

Αγωγή αξίωσης στα αποκτήματα μεταξύ συζύγων. Ορισμός αποκτήματος που συνδέεται με την αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου συζύγου μεταξύ του χρόνου τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία) και του χρόνου γέννησης της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα (τελική περιουσία).Για την εξεύρεση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων σε χρήμα, κρίσιμος είναι ο χρόνος της άσκησης της αγωγής. Τεκμήριο συμβολής του δικαιούχου στο 1/3 της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου. Δυνατότητα ανταπόδειξης κατ’ αυτού από έκαστο των διαδίκων αντίστοιχα. Μορφές συμμετοχής του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου. Δέχεται έφεση. Υποχρεώνει τον σύζυγο να καταβάλει στην ενάγουσα-σύζυγο το χρηματικό ποσό των €130.000 με τους νόμιμους τόκους (αρ. αποφ. 86/2025 Εφετείου Δωδεκανήσου δημοσιευμένη στην ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ)

(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Αγωγή συμμετοχής στα αποκτήματα μεταξύ συζύγων. Η άνω αξίωση μπορεί να ασκηθεί επί αμετάκλητης λύσης ή ακύρωσης γάμου αλλά κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 1400 ΑΚ και επί συμπλήρωσης υπερδιετούς διάστασης της εγγάμου συμβιώσεως των συζύγων. Στοιχεία βασίμου αξίωσης. Ορισμός αποκτήματος που συνδέεται με την αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου συζύγου μεταξύ του χρόνου τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία) και του χρόνου γέννησης της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα (τελική περιουσία). Στην άνω αύξηση δεν εντάσσεται ότι απέκτησε ο υπόχρεος σύζυγος κατά την διάρκεια του γάμου από δωρεά, κληρονομιά και κληροδοσία αντίστοιχα. Επίσης εξαιρούνται από την έννοια του αποκτήματος ότι ανήκε στον υπόχρεο προ του γάμου αλλά και απαιτήσεις που εισέπραξε διαρκεία του γάμου αλλά από έννομες σχέσεις που προυπήρχαν αυτού. Κατ’ εξαίρεση απόκτημα αποτελούν τα κέρδη που εισέπραξε ο υπόχρεος σύζυγος βάσει επωφελέστερης αξιοποίησης στοιχείων της αρχικής του περιουσίας με την συνεισφορά του δικαιούχου συζύγου. Η ύπαρξη αρχικής περιουσίας δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της αγωγής αλλά ένσταση του υπόχρεου συζύγου. Ο τελευταίος δύναται επίσης να αιτηθεί την αφαίρεση εκ της τελικής περιουσίας του αντίστοιχου παθητικού αυτής. Κρίσιμος χρόνος υπολογισμού της τελικής περιουσίας επί λύσης ή ακύρωσης του γάμου άλλως επί υπερδιετούς διαστάσεως. Για την εξεύρεση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων σε χρήμα, κρίσιμος είναι ο χρόνος της άσκησης της αγωγής. Τεκμήριο συμβολής του δικαιούχου στο 1/3 της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου. Δυνατότητα ανταπόδειξης κατ’ αυτού από έκαστο των διαδίκων αντίστοιχα. Μορφές συμμετοχής του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου. Μεταξύ αυτών η παροχή υπηρεσιών εντός της οικογενειακής στέγης αλλά και επιμέλειας και ανατροφής των τέκνων στο βαθμό που αυτές υπερβαίνουν την υποχρέωση συνεισφοράς των συζύγων στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών. Διαδικασία χρηματικής αποτίμησης των άνω υπηρεσιών που απαιτείται μόνο όταν βάση της αγωγής είναι η πραγματική και όχι η τεκμαρτή συμβολή του ενάγοντος συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου. Ορισμένο αγωγής σε εκάστη των περιπτώσεων. Σφάλμα του πρωτόδικου δικαστηρίου που έκρινε αόριστη την αγωγή ως προς την πραγματική συμβολή της ενάγουσας, δέχθηκε ως βάσιμη την ένσταση αφαίρεσης του παθητικού της τελική περιουσίας και επιδίκασε στην ενάγουσα μειωμένο ποσό. Απορρίπτει έφεση εναγομένου. Δέχεται έφεση εκκαλούσας – ενάγουσας και εξαφανίζει την 78/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου. Κρατεί και δικάζει. Δέχεται εν μέρει αγωγή.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
86/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Κατέχη, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος Εφετών Δωδεκανήσου και από τη Γραμματέα Δέσποινα Μαυροειδή.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 8 Μαρτίου 2024, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας : ……….. του ………., κατοίκου …….. Ρόδου, με ΑΦΜ ……. ΔΟΥ …….., την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιός της δικηγόρος Γεώργιος Λαμπαδάκης (AM ΔΣ Ρόδου 414) βάσει δηλώσεως.

Του εφεσιβλήτου: ……….. του …….., κατοίκου Ρόδου, οδός ………., με ΑΦΜ …….. ΔΟΥ …….., ο οποίος εμφανίστηκε στο ακροατήριο με την πληρεξούσιά του δικηγόρο Α.Κ. (AM ΔΣ Ρόδου 542).

Του εκκαλούντος: ………. του ………, κατοίκου Ρόδου, οδός …….., με ΑΦΜ …… ΔΟΥ ……, ο οποίος εμφανίστηκε στο ακροατήριο με την πληρεξούσιά του δικηγόρο Α.Κ. (AM ΔΣ Ρόδου 542).

Της εφεσίβλητης: ……… του ……, κατοίκου …….. Ρόδου, με ΑΦΜ ……. ΔΟΥ ……., την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιός της δικηγόρος Γεώργιος Λαμπαδάκης (AM ΔΣ Ρόδου 414) βάσει δηλώσεως.

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη ζήτησε να γίνει δεκτή η από 4/2/2022 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ειδικής πινακίου μονομελές οικογενειακών – περιουσιακών διαφορών …./4-2-2022. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 78/2023 απόφασή του, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Ήδη, α) η εκκαλούσα με την από 31/7/2023 έφεσή της, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../31-7-2023 και ακολούθως προσδιορίστηκε προς συζήτηση από τη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου (…../2023) για τη δικάσιμο της 8/12/2023, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο και β) ο εκκαλών με την από 23/11/2023 έφεσή του, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/8-1-2024 και ακολούθως προσδιορίστηκε προς συζήτηση από τη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου (…/2024) για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο, προσβάλλουν την απόφαση αυτή.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο παραστάθηκε μόνο η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσιβλήτου-εκκαλούντος, η οποία κατέθεσε προτάσεις και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτές, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας-εφεσίβλητης δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσε στις 6/3/2024 τις προβλεπόμενες από το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ με ίδια ημερομηνία δύο (2) μονομερείς δηλώσεις και προκατέθεσε προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες εφέσεις και δη : Α) η πρώτη από 31/7/2023 (αρ. κατ. …../31-7-2023) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας πρωτοδίκως ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας-εφεσίβλητης και Β) η δεύτερη από 23/11/2023 (αρ. κατ. …/8-1-2024) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος πρωτοδίκως εναγομένου και ήδη εφεσιβλήτου-εκκαλούντος κατά της υπ’ αριθμ. 78/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, αντιμωλία των διαδίκων επί της από 4/2/2022 (αρ. κατ. …/4-2-2022) αγωγής, αρμοδίως φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατ’ άρθρο 19 περ. α’ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 ν. 3994/2011, αφού αυτές ασκήθηκαν, δηλαδή κατατέθηκαν από τους εκκαλούντες στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, στις 31/7/2023 και 8/1/2024, αντίστοιχα, όπως προκύπτει από τις παρά πόδας των εφετήριων δικογράφων υπ’ αριθμ. …../2023 και …/2024 εκθέσεις της γραμματέως του δικαστηρίου αυτού (Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου) και πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας (άρθρο 524 παρ. 1 εδ. α’ σε συνδ. με άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ), ως στρεφόμενες κατά της αυτής απόφασης και υπαγόμενες στην ίδια ως άνω ειδική διαδικασία, η δε διαφορά τους πηγάζει από την αυτή έννομη σχέση και η συνεκδίκασή τους επιβάλλεται, ώστε να επιταχυνθεί η διεξαγωγή της δίκης και να επέλθει μείωση των εξόδων, κυρίως όμως για να αποτραπεί η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων (ΑΠ 1843/2007, ΜΕφΑΘ 1483/2016, ΜΕφΘεσ 742/2016, ΜΕφΠατρ 105/2016, ΕφΠειρ 810/2009, ΕφΛαμ 69/2007, ΕφΚρητ 114/2009, ΕφΔωδ 6/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 5190/2000 ΑρχΝ 2001. 239). Έχουν ασκηθείνομοτύπως και εμπροθέσμως σύμφωνα μετά άρθρα495, 511, 513 παρ. 1 εδ. α’ στοιχ. β’, 516 παρ. 1, 517 εδ. α’, 518 παρ. 2 σε συνδ. με άρθρ. 144επ., 520 παρ. 1 και 591 ΚΠολΔ και, συνεπώς, παραδεκτώς κατ’ άρθρο 532 ΚΠολΔ, καθόσον από τα στοιχείατης δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης υπ’ αριθμ. 78/2023 απόφασης, ενώ εξάλλου μέχρι την άσκηση των εφέσεων (στις 31/7/2023 και 8/1/2024, αντίστοιχα) δεν παρήλθε η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ [όπως η διάταξη αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 (ΦΕΚ 87/τ.Α’/23-7-2015 με έναρξη ισχύος από 1/1/2016 για τα κατατεθειμένα από 1/1/2016 ένδικα μέσα κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του ν. 4335/2015)] καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης υπ’ αριθμ. 78/2023 απόφασης (2/3/2023). Σημειώνεται ότι κατά το χρόνο άσκησης των εφέσεων η υποχρέωση καταβολής παράβολου, σύμφωνα με την παρ. 3 εδ. τελευτ. του άρθρου 495 ΚΠολΔ [όπως ισχύει μετά την τροποποίηση και αντικατάσταση του άρθρου αυτού (495) με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο ν. 4335/2015 (ΦΕΚ 87/τ.Α’/23-7-2015), που σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του ίδιου νόμου εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από 1/1/2016 ένδικα μέσα και αγωγές και με τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 ν. 4446/2016 (ΦΕΚ 240/τ.Α/22-12-2016) με έναρξη ισχύος από 23/1/20.17], δεν ίσχυε για τις οικογενειακές διαφορέςτου άρθρου 592 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, μεταξύ των οποίων και αυτές που αφορούν στην αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, υπαγόμενη στις περιουσιακές διαφορές που απορρέουν από τη σχέση των συζύγων (άρθρο 592 παρ. 3 περ. δ’ ΚΠολΔ), όπως η προκειμένη περίπτωση (ΑΠ 236/2024 ΝΟΜΟΣ). Πρέπει επομένως, οι ανωτέρω ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν, ήτοι ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 522 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως πρωτοδίκως ειδική διαδικασία.

Κατά την παρ. 1 του άρθρου 1400 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 του ν. 1529/1983, “Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέλαβε με οποιονδήποιε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή» και κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου «Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομιά ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες». Ο λόγος είναι προφανής, αφού στις τελευταίες αυτές περιπτώσεις δεν υπάρχει συμβολή του άλλου συζύγου. Λαμβανομένου δε υπόψη του σκοπού της πιο πάνω διάταξης, ως δωρεά πρέπει να νοηθεί οποιαδήποτε απόκτηση οφέλους από χαριστική αιτία (ΑΠ 362/2022 και 588/2020 https://www.areiospagos.gr). Όμως αν μετά την απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων από τον έναν των συζύγων ο άλλος σύζυγος συμβάλλει στην κερδοφόρα αξιοποίησή τους, πρέπει στην έκταση αυτή τα σωζόμενα κέρδη να συνυπολογιστούν στην τελική περιουσία του υπόχρεου συζύγου ως απόκτημα οφειλόμενο στη συμβολή του δικαιούχου συζύγου (ΑΠ 817/2013 https://www.areiospagos.gr). Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου «Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων που διάρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια». Ως αύξηση νοείται όχι μία συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου (αρχική περιουσία) και κατά το χρόνο που γεννάται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα (τελική περιουσία). Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγομένης σε τιμές του χρόνου της έγερσης της αγωγής, θα κριθεί αν υπάρχει αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Προς υπολογισμό της τελικής περιουσίας, με την έννοια του καθορισμού των περιουσιακών στοιχείων που την αποτελούν, κρίσιμος χρόνος θεωρείται, στη μεν περίπτωση της τριετούς διάστασης (κατά την οποία προϋποτίθεται ότι ο γάμος δεν έχει ακόμη λυθεί ή ακυρωθεί), ο χρόνος της συμπλήρωσης της τριετούς διάστασης (ΑΠ 1548/2022, ΑΠ 1646/2018 https://www.areiospagos.gr), στη δε περίπτωση λύσης ή ακύρωσης του γάμου με δικαστική απόφαση, ο χρόνος κατά τον οποίο η απόφαση αυτή έγινε αμετάκλητη. Για την περαιτέρω όμως αναγωγή σε χρήμα των περιουσιακών αυτών στοιχείων, δηλαδή για την εξεύρεση της αξίας τους σε χρήμα, κρίσιμος, σε κάθε περίπτωση, είναι ο χρόνος της παροχής έννομης προστασίας, ήτοι ο χρόνος άσκησης της αγωγής (ΑΠ 1284/2021, ΑΠ 526/2015 https://www.areiospagos.gr). Ειδικότερα, για το στοιχείο της αύξησης λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής κατάστασης του υποχρέου, ώστε, από τη σύγκριση αυτής κατά το χρονικό σημείο τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία) προς εκείνη που υφίσταται κατά το χρονικό σημείο γέννησης της αξίωσης (τελική περιουσία), να προκύπτει αύξηση (ΑΠ 1316/2017, ΑΠ 492/2017 https://www.areiospagos.gr). Η τυχόν ύπαρξη αρχικής περιουσίας ή στοιχείων που την διαφοροποιούν, αποτελεί βάση ένστασης, που προβάλλεται και αποδεικνύεται από τον εναγόμενο. Έτσι, δεν αποτελεί απόκτημα με την προαναφερθείσα έννοια οτιδήποτε αποκτήθηκε από το σύζυγο πριν από την τέλεση του γάμου, ή, κατά τη διάρκεια μεν αυτού, από αιτία όμως που προϋπήρχε, όπως αυτό συμβαίνει σε περίπτωση είσπραξης από το σύζυγο διαρκούντος του γάμου μιας απαίτησης, η αιτία της οποίας είχε γεννηθεί πριν από την τέλεσή του. Ο δικαιολογητικός λόγος της προαναφερόμενης εξαίρεσης είναι ο ίδιος που αποκλείει τον υπολογισμό στα αποκτήματα των αποκτηθέντων από δωρεά, κληρονομιά ή κληροδοσία και συνίσταται στο ότι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχει συμβολή του άλλου συζύγου. Εάν όμως ένα περιουσιακό στοιχείο που απέκτησε ο σύζυγος από προϋπάρχουσα του γάμου αιτία, αξιοποιήθηκε κατά τη διάρκεια αυτού, θεωρείται απόκτημα και εφόσον ο άλλος σύζυγος συνέβαλε στην εν λόγω αξιοποίηση, έχει, συντρεχουσών και των λοιπών προβλεπομένων από την προαναφερθείσα διάταξη προϋποθέσεων, αξίωση συμμέτοχης στην εκ μέρους της επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου (ΑΠ 1697/2018 https://www.areiospagos.gr). Σε ό,τι αφορά τις τιμές υπολογισμού των περιουσιακών στοιχείων (π.χ. ενός ακινήτου), όταν αυτό υπάρχει στην (αρχική) περιουσία και στο χρόνο γέννησης της αξίωσης (τελική περιουσία), για να αποφεύγονται οι τιμαριθμικές και πλασματικές αυξήσεις, γίνεται δεκτό ότι υπολογίζονται, τα ακίνητα κυρίως, με τις ίδιες τιμές που υπολογίζονται και στην τελική περιουσία ή δεν υπολογίζονται καθόλου, εφόσον δεν συγκαταλέγονται στην αύξηση (περιουσιακό στοιχείο κατά την τέλεση του γάμου και κατά τη λύση του γάμου)(Α. Κοτζάμπαση, Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου, έκδ. 3η, 2023, παρ. 13, σελ. 112 σε sakkoulas-online). Κατά το χρόνο δε γέννησης της αξίωσης απαιτείται να διατηρείται η αύξηση της περιουσίας που έγινε με τη συμβολή του δικαιούχου συζύγου (ΑΠ 182/2021, ΑΠ 3/2016 https://www.areiospagos.gr), ενώ οι ενδιάμεσες μεταβολές της αρχικής περιουσίας του υπόχρεου συζύγου δεν επιδρούν προσδιορισμό της τελικής περιουσίας και συνακόλουθα του αποκτήματος 363/2022, ΑΠ 804/2020, ΑΠ 1478/2017 https://www.areiospagos.gr). Η συμβολή του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, υπό την έννοια των διατάξεων του άρθρου 1400 ΑΚ, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών αποτιμώμενων σε χρήμα, ακόμη και υπηρεσιών, οι οποίες παρέχονται στον συζυγικό οίκο για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την κατά τα άρθρα 1389 και 1390 ΑΚ υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κατά το οποίο ο υπόχρεος σύζυγος έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του σε συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του (ΑΠ 1550/2018, ΑΠ 1978/2014 https://www.areiospagos.gr). Συγκεκριμένα, κατά τη διάταξη του άρθρου 1389 ΑΚ οι σύζυγοι έχουν την υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας και η συνεισφορά αυτή γίνεται με οποιοδήποτε τρόπο, όπως με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματά τους και την περιουσία τους, και κατά τη διάταξη του άρθρου 1390 του ιδίου Κώδικα στην υποχρέωση του προηγούμενου άρθρου περιλαμβάνονται η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή τους, η κοινή υποχρέωση για διατροφή των τέκνων τους και γενικά η υποχρέωση για συμβολή τους στη λειτουργία του κοινού οίκου. Το μέτρο της υποχρέωσης προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωσή της γίνεται με τον τρόπο που επιβάλλει η έγγαμη συμβίωση (ΑΠ 182/2021 https://www.areiospagos.gr). Η αποτίμηση όμως των υπηρεσιών του ενάγοντος, με τις οποίες αυτός συνέβαλε στην επελθούσα αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου συζύγου του, δεν είναι αναγκαία για το ορισμένο και νόμιμο της αγωγής, όταν αυτή ερείδεται επί της εξ 1/3 τεκμαρτής συμβολής του στα αποκτήματα του συζύγου του ή σε μικρότερο ποσοστό, όπως αντιθέτως απαιτείται όταν η αγωγή στηρίζεται επί της υπερβαίνουσας την τεκμαρτή, πραγματικής συμβολής (ΑΠ 182/2021, ΑΠ 1473/2019 https://www.areiospagos.gr). Μόνο στην τελευταία περίπτωση, για να ληφθούν υπόψη και να υπολογιστούν αυτού του είδους οι υπηρεσίες ως συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, απαιτείται να γίνεται η κατά το μέρος που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών μέτρο χρηματική αποτίμησή τους ή η αποτίμηση των δυνάμεων που εξοικονόμησε από την παροχή τους ο υπόχρεος σύζυγος, εάν προβάλλεται ότι η εξοικονόμηση αυτή συνέβαλε κατά διαφορετικό από την αποτίμηση των υπηρεσιών ποσό στην αύξηση της περιουσίας του υποχρέου, που διαφορετικά δεν θα επιτυγχανόταν χωρίς αυτήν (ΑΠ 1092/2021, ΑΠ 1473/2019, ΑΠ 43/2015, ΑΠ 1280/2014 https://www.are.ospagos.gr). Κατά συνέπεια, οι υπηρεσίες αυτές πρέπει να προσδιορίζονται κατ’ είδος και αξία, τόσο στην αγωγή, όσο και στην απόφαση, μόνο όταν και κατά το μέρος που υπερβαίνουν το μέτρο το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες (ΑΠ 588/2020, ΑΠ 1059/2014, ΑΠ 566/2014 https://www.areiospagos.gr). Εάν ως συμβολή προβάλλεται η διάθεση κεφαλαίου, δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής και το πώς αποκτήθηκε το κεφάλαιο αυτό, αλλά τούτο θα εκτιμηθεί ως στοιχείο κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού είναι προφανές ότι εάν αποδειχθεί ότι καμία πηγή εισοδημάτων και γενικά απόκτησης κεφαλαίου δεν είχε εκείνος που αξιώνει συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου συζύγου, δεν μπορεί να εξαχθεί αποδεικτικό πόρισμα ότι αυτός διέθεσε κεφάλαιο για την αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου (ΑΠ 1316/2017 https://www.areiospagos.gr). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι προϋποθέσεις της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα του ενός συζύγου από τον άλλο με βάση το άρθρο 1400 ΑΚ είναι: α) η λύση ή ακύρωση του γάμου ή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, β) η αύξηση της περιουσίας του ενός των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου, γ) η συμβολή του άλλου συζύγου στην αύξηση αυτή με οποιονδήποτε τρόπο, περιλαμβανομένης και της υπερβαίνουσας το μέτρο της συνεισφοράς του ενάγοντος συζύγου συμβολής του στις τρέχουσες οικογενειακές δαπάνες, με χρηματικές εισφορές ή εισφορές χρήσης ακινήτου για στέγαση της οικογένειας ή με παροχή προσωπικών υπηρεσιών στην αντιμετώπιση των οικογενειακών εν γένει αναγκών και δ) η αιτιώδης σχέση της συμβολής αυτής προς την αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου συζύγου (ΑΠ 804/2020, ΑΠ 492/2017 https://www.areiospagos.gr). Η αντίστοιχη αγωγική αξίωση είναι δυνατόν να στηρίζεται είτε κυρίως, είτε και επικουρικώς σε σχέση με τις αξιώσεις από την παρ. 1 -ου άρθρου 1400 ΑΚ και στην τεκμαρτή συμβολή από την παρ. 1 εδ. β’ του άρθρου 1400 ΑΚ, δηλαδή στο νόμιμο τεκμήριο, οπότε μοναδική προϋπόθεση έχει την επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου, την οποία και μόνον ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει, προσδιορίζοντας την τυχόν αρχική κατά την τέλεση του γάμου περιουσία του εναγόμενου και την τελική κατά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου ή την άσκηση της αγωγής επί τριετούς διάστασης περιουσία του, καθώς και την σε χρήμα αξία αμφοτέρων κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγός, οπότε η συμβολή του τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο 1/3 της περιουσιακής επαύξησης, που προκύπτει με την αφαίρεση της αρχικής περιουσίας από την τελική. Άρα, στην περίπτωση αυτή ο ενάγων σύζυγος δεν βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη ούτε της συμβολής του καθεαυτής ούτε του ποσοστού της, υπό την προϋπόθεση βέβαια της επίκλησης και απόδειξης τέτοιας αύξησης της περιουσίας του άλλου συζύγου (ΑΠ 955/2022, ΑΠ 182/2021, ΑΠ 1550/2018 https://www.areiospagos.gr). Επίσης στην περίπτωση αυτή, ο ενάγων σύζυγος δεν βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη, ούτε και του ποσού της οφειλόμενης συνεισφοράς του, αν έχει συμβάλει με παροχές που συνιστούν εκπλήρωση της υποχρέωσης για συνεισφορά στις ανάγκες της οικογένειας, ούτε της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ αυτής και της περιουσιακής επαύξησης του εναγομένου (ΑΠ 421/2022, ΑΠ 1155/2017 https://www. areiospagos.gr). Δεν είναι επίσης αναγκαίο για το ορισμένο της αγωγής αυτής να αναφέρεται ότι η συμμετοχή του ενάγοντος συζύγου υπερέβαινε την υποχρέωσή του για συνεισφορά στις ανάγκες της οικογένειας αναλόγως των δυνάμεών του, όπως αυτή (η συνεισφορά) προσδιορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 1389 ΑΚ και τις συνθήκες ζωής των διαδίκων, ούτε να προσδιορίζονται οι οικογενειακές ανάγκες, οι δυνάμεις του και συνακολούθως η υποχρέωσή του για συνεισφορά σ’ αυτές και να συγκρίνονται με την επίσης προσδιοριστέα συνολική συμβολή τους, ώστε να προκύπτει διαφορά υπέρ της τελευταίας (συνολικής συμβολής) (ΑΠ 1646/2014 https://www.areiospagos.gr). Ωστόσο, ο εναγόμενος, ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου η περιουσία φέρεται ότι αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου, μπορεί να προβάλει, μεταξύ άλλων, και στις δύο περιπτώσεις του άρθρου 1400 ΑΚ, ότι η συμβολή του ενάγοντος ήταν κάτω από το ένα τρίτο ή ότι δεν υπάρχει κάποια συμβολή. Για να γίνει όμως δεκτή η ανυπαρξία συμβολής που αποκλείει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, θα πρέπει ο εναγόμενος σύζυγος, να επικαλεστεί και αποδείξει ότι ο δικαιούχος της αξίωσης συμμετοχής σύζυγος, είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων είτε δεν ήθελε να συμβάλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο στον ίδιο (ΑΠ 1451/2022, ΑΠ 421/2022 https://www.areiospagos.gr). Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, ενόψει του ότι το καθιερούμενο από το άρθρο 1400 ΑΚ τεκμήριο της συμβολής συμμετοχής στα αποκτήματα κατά το 1/3 ενεργεί και ως προς τους δύο συζύγους, συνιστά, ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου, ένσταση (ΑΠ 492/2017, ΑΠ 1899/2014, ΑΠ 1646/2014 https://www.areiospagos.gr), ενώ όσον αφορά τον πραγματικό υπολογισμό αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής (ΑΠ 1526/2022, ΑΠ 182/2021, ΑΠ 804/2020, ΑΠ 566/2014 https://www.areiospagos.gr). Δηλαδή, το καθιερούμενο από τη διάταξη του άρθρου 1400 εδ. β’ ΑΚ ως άνω μαχητό τεκμήριο ότι η συμβολή του δικαιούχου συζύγου ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης της περιουσίας του υποχρέου, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή, λειτουργεί αμφιμερώς και υπέρ των δύο διαδίκων, με την έννοια ότι αν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του ποσοστό της αύξησης που αντιστοιχεί σε μεγαλύτερη του 1/3 συμβολή, αυτός υποχρεούται να αποδείξει το μεγαλύτερο του τεκμαρτού ποσοστό της συμβολής του, ενώ ο εναγόμενος μπορεί να προβάλει και να αποδείξει ότι ο ενάγων είχε μικρότερη της τεκμαιρόμενης ή και καμία συμβολή (ΑΠ 182/2021, ΑΠ 588/2020 https://www.areiospagos.gr). Με την ανωτέρω διάταξη δεν καθιερώνεται ιδιαίτερος τρόπος υπολογισμού της αξίωσης σε σχέση με το ποσοστό του τεκμηρίου, αλλά απλώς γίνεται κατανομή του βάρους της απόδειξης με βάση μαχητό τεκμήριο, ενώ η αξίωση συμμετοχής στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου είναι μία και ενιαία, οποιοδήποτε ποσοστό (μεγαλύτερο ή μικρότερο του τεκμαιρόμενου) συμμετοχής και αν ζητεί με την αγωγή ο δικαιούχος σύζυγος (ΑΠ 1451/2022, ΑΠ 955/2022, ΑΠ 182/2021, ΑΠ 588/2020 https://www.areiospagos.gr). Συνεπώς, εάν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του μεγαλύτερο του τεκμαιρόμενου ποσοστό και δεν απέδειξε καμία πραγματική συμβολή του με τους τρόπους και κατά την αξία που εκθέτει στην αγωγή, η αγωγή δεν απορρίπτεται εξ ολοκλήρου, αλλά μόνο κατά το πλέον του ενός τρίτου ποσοστό της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, ενώ κατά το αντίστοιχο με το ένα τρίτο ποσό, που καλύπτεται από το τεκμήριο, γίνεται δεκτή, εφόσον ο εναγόμενος δεν επικαλέστηκε ή, εάν επικαλέστηκε, δεν απέδειξε ότι το ποσοστό συμβολής του ενάγοντος στην αύξηση ήταν μικρότερο ή ότι δεν υπήρξε καμία συμβολή του ενάγοντος στην αύξηση της περιουσίας αυτού (εναγομένου). Στην περίπτωση αυτή, ο ενάγων σύζυγος, κατ’ επιτρεπτή ανταπόδειξη, μπορεί να επικαλεστεί και αποδείξει την οποιαδήποτε συμβολή έστω και αν είναι μικρότερη από το 1/3 (ΑΠ 362/2022 https://www.areiospagos.gr). Στον ανωτέρω ισχυρισμό του εναγόμενου συζύγου περί μηδενικής συμβολής, εμπεριέχεται, κατά νομική και λογική αναγκαιότητα, και ο ισχυρισμός ότι η συμβολή του ενάγοντος συζύγου ήταν κάτω από το 1/3 (ΑΠ 182/2021 https://www.areiospagos.gr), αφού ο τελευτάς ισχυρισμός είναι λιγότερο επωφελής για τον εναγόμενο από τον ισχυρισμό του για μηδενική συμβολή του ενάγοντος (ΑΠ 1548/2022 https://www.areiospagos.gr). η ‘ περιουσία του υποχρέου κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία) δεν αποτελεί στοιχείο της βάσης της αγωγής (ΑΠ 825/2015 https://www. areiospagos.gr), ώστε να καθίσταται αυτή αόριστη από την παράλειψη αναφοράς ύπαρξης τέτοιας περιουσίας και των στοιχείων της. Εάν, όμως, ο δικαιούχος σύζυγος εκθέτει στην αγωγή ότι κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου ο υπόχρεος είχε περιουσία, αποτελούμενη από ακίνητα, είναι απαραίτητη η αναφορά της κατά το χρόνο αυτό αξίας τους, ανεξαρτήτως του αν αυτή είναι μεγάλη ή μικρή, καθόσον δεν νοείται “μηδενική” αξία αυτών (ΑΠ 1165/2015 https://www.areiospagos.gr). Η τυχόν ύπαρξη αρχικής περιουσίας ή στοιχείων που την διαφοροποιούν, αποτελεί, όπως προεκτέθηκε, βάση ένστασης, που προβάλλεται και αποδεικνύεται από τον εναγόμενο (ΑΠ 3/2016, ΑΠ 1357/2015 https://www.areiospagos.gr). Έτσι, εάν μεν στην αγωγή αναφέρεται ότι δεν υπήρχε κατά την τέλεση του γάμου των διαδίκων αρχική περιουσία του υπόχρεου συζύγου, ή δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σχετικά με την αρχική περιουσία αυτού, ο τελευταίος, μπορεί κατ’ ένσταση να επικαλεστεί την ύπαρξη περιουσιακών του στοιχείων κατά την τέλεση του γάμου, ώστε με τον υπολογισμό τους και την αφαίρεση από την τελική περιουσία, να εμφανιστεί μειωμένο ποσό διαφοράς των δύο περιουσιών και συνεπώς μικρότερο ποσό στο οποίο θα υπολογιστεί το τυχόν δικαίωμα αποκτημάτων. Με τον ίδιο σκοπό, ο υπόχρεος, στην περίπτωση που ο δικαιούχος ενάγων αναφέρεται στην ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του υποχρέου, τα οποία αποτελούν αρχική περιουσία αυτού, μπορεί να ισχυριστεί κατ’ ένσταση ότι αντικείμενα της αρχικής περιουσίας δεν είναι μόνο τα αναφερόμενα στην αγωγή, αλλά και άλλα, τα οποία αυτός περιγράφει στον ισχυρισμό του. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, εάν ο δικαιούχος σύζυγος, στην περί αποκτημάτων αγωγή του, αναφέρει την ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων στον υπόχρεο σύζυγο κατά την τέλεση του γάμου τους, ήτοι την ύπαρξη αρχικής περιουσίας, το δικαστήριο, για να σχηματίσει την κρίση του ως προς το ζήτημα της αύξησης της περιουσίας του υποχρέου κατά τη διάρκεια του γάμου, θα λάβει υπόψη του την ύπαρξη της επικαλούμενης αρχικής περιουσίας αυτού, ανεξάρτητα από την προβολή ισχυρισμού από τον εναγόμενο υπόχρεο σχετικά με την ύπαρξη αρχικής περιουσίας, ή διαφοροποίησης των στοιχείων αυτής που περιλαμβάνονται στην αγωγή (ΑΠ 1841/2017 https://www.areiospagos.gr).

Επίσης, ο εναγόμενος στην εν λόγω αγωγή μπορεί κατ’ ένσταση να ζητήσει, προκειμένου να εξευρεθεί η τελική καθαρή αύξηση της περιουσίας, να αφαιρεθεί το παθητικό αυτής, το οποίο υπάρχει κατά το χρόνο παροχής έννομης προστασίας, δηλαδή κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής (ΑΠ 363/2022, ΑΠ 588/2020, ΑΠ 1316/2017 https://www.areiospagos.gr). Η αξίωση του κάθε συζύγου συμμετοχής στα αποκτήματα είναι καταρχήν ενοχή αξίας (ΟλΑΠ 28/1996), δηλαδή χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της περιουσιακής αύξησης του υπόχρεου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή του δικαιούχου άμεση ή έμμεση. Ο κανόνας, όμως, αυτός δεν αποκλείει την εξουσία του δικαστή να διατάξει, δεχόμενος σχετικό αίτημα του ενός ή του άλλου συζύγου, ενοχικώς δε πάντοτε, την απόδοση του ποσοστού της συμβολής του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου με αυτούσια απόδοση είτε ανάλογου ποσοστού συγκυριότητας επί των αποκτημάτων είτε ορισμένου ή ορισμένων πραγμάτων ίσης αξίας προς το ποσοστό της συ μμετοχής του δικαιούχου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου (ΑΠ 1499/2021, ΑΠ 1478/2017 https://www.areiospagos.gr) [ΑΠ 676/2024 https://www,areiospagos.gr].

Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη άσκησε την από 4/2/2022 (αρ. κατ. …/2022) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου σε βάρος του εναγομένου και ήδη εφεσιβλήτου-εκκαλούντος, με την οποία εξέθετε ότι με τον εναγόμενο τέλεσε νόμιμο θρησκευτικό γάμο κατά τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στην ……… Ρόδου στις 25/11/2007, από τον οποίο απέκτησαν δύο (ανήλικα) τέκνα, τον ………. και την ……….., που γεννήθηκαν στις 27/3/2008 και 8/10/2012, αντίστοιχα, ενώ η ενάγουσα είχε ήδη από τον προηγούμενο γάμο της ένα ακόμη τέκνο, την …….., που γεννήθηκε στις 27/6/2001. Ότι ο γάμος τους λύθηκε δυνάμει της υπ’ αριθμ. 85/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, που κατέστη αμετάκλητη στις 13/2/2020. Ότι κατά το χρόνο τέλεσης του μεταξύ τους γάμου ο εναγόμενος είχε τα λεπτομερώς περιγραφόμενα στο αγωγικό δικόγραφο περιουσιακά στοιχεία, συνολικής αξίας 57.479,87 ευρώ, ενώ κατά το χρόνο αμετάκλητης λύσης αυτού, η περιουσία του είχε αυξηθεί ειδικότερα : 1) με την ανοικοδόμηση τριώροφης κατοικίας στη ……. Ρόδου, σε οικόπεδο, όπως προέκυψε μετά από συνένωση, που ήδη ο εναγόμενος εν μέρει κατείχε πριν από το γάμο τους και εν μέρει απέκτησε μετά από αυτόν, που αποτέλεσε την οικογενειακή στέγη, 2) με την απόκτηση ακινήτου, με τα εντός αυτού κτίσματα, στη …… Ρόδου (πλατεία ……), το οποίο συνενώθηκε με το ήδη πριν από το γάμο ευρισκόμενο στην κυριότητα του εναγομένου όμορο ακίνητο, που αποτέλεσε αρχικώς τη συζυγική οικία, 3) με την απόκτηση ακινήτου με τον εντός αυτού πρόχειρο αποθηκευτικό χώρο/χώρο στάθμευσης στη ……… Ρόδου, 4) με την απόκτηση δύο όμορων ακινήτων στη ……. Ρόδου, τα οποία δεν έχουν συνενωθεί, 5) με την ανακαίνιση διαμερίσματος, που ήδη πριν από το γάμο είχε στην κυριότητά του ο εναγόμενος στις εργατικές κατοικίες Ρόδου-περιοχή ………, 6) με την απόκτηση καταστήματος-ηλεκτρολογείου στην πόλη της Ρόδου, επί της οδού ………, όπου στεγάζεται η επιχείρηση του εναγομένου, κατά τα επίσης λεπτομερώς περιγραφόμενα στην αγωγή, συνολικής αξίας 580.000 ευρώ, η οποία δεν διαφοροποιείται κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής και, συνεπώς, αφού αφαιρεθεί από αυτήν η αξία ολόκληρης της αρχικής περιουσίας του, η αποκτηθείσα περιουσία του εναγομένου κατά τη διάρκεια του γάμου αυξήθηκε κατά το ποσό των 522.520 ευρώ. Ότι, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους, ο εναγόμενος εργαζόταν ως ηλεκτρολόγος αυτοκινήτων και σκαφών, λειτουργώντας κατάστημα παροχής των υπηρεσιών του, αλλά και πώλησης ανταλλακτικών και μπαταριών παντός τύπου, εργασία από την οποία αποκέρδαινε μηνιαίως περίπου το ποσό των 2.000 ευρώ κατά μέσον όρο, ενώ επιπλέον μίσθωνε κατά καιρούς διάφορα ακίνητά του, αποκερδαίνοντας μηνιαίως το ποσό των 500 ευρώ περίπου. Ότι η ίδια εργαζόταν εποχικά κατά τη θερινή τουριστική περίοδο (Απρίλιος-Οκτώβριος) ως ξενοδοχοϋπάλληλος (σερβιτόρα), λαμβάνοντας τους υπόλοιπους μήνες επίδομα ανεργίας, οπότε τα μέσα μηνιαία καθαρά εισοδήματά της από την εργασία της, συνυπολογιζομένων των δώρων και λοιπών επιδομάτων, ανέρχονταν κατά μέσον όρο στο ποσό των 875 ευρώ, ενώ επιπλέον μίσθωνε ένα διαμέρισμα 30τ.μ. επί της οδού ……, στον …….. Αττικής, το οποίο απέκτησε από κληρονομιά, αντί μηνιαίου μισθώματος 150 ευρώ. Ότι η ίδια συνέβαλε στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου κατά ποσοστό 50% και επικουρικώς κατά ποσοστό 1/3, όσο και το τεκμήριο έκτου άρθρου 1400 ΑΚ και δη, όπως ειδικότερα προσδιορίζεται στην αγωγή η συμβολή της και σε κάθε επιμέρους περιουσιακό στοιχείο της τελικής περιουσίας του εναγομένου που αποκτήθηκε από αυτόν κατά τη διάρκεια του γάμου, με τις αποτιμητές σε χρήμα υπηρεσίες της ως συζύγου και μητέρας, συμβολή συνολικού ύψους 215.000 ευρώ, που ξεπερνά την εκ του νόμου υποχρέωση συνεισφοράς της στις οικογενειακές δαπάνες και συγκεκριμένα με τις υπηρεσίες που προσέφερε στη συζυγική οικία και τη φροντίδα και ανατροφή των τέκνων τους, τις οποίες αποτιμά σε 800 ευρώ μηνιαίως και με την απασχόλησή της κατά τους μήνες Νοέμβριο έως Μάρτιο κατά τις πρωινές ώρες και ορισμένες φορές, τους θερινούς μήνες, τις απογευματινές ώρες, στην επιχείρηση του εναγομένου, καθώς και με την απασχόλησή της στον καθαρισμό των ακινήτων που μίσθωνε ο εναγόμενος, υπηρεσίες από τις οποίες ο τελευταίος εξοικονομούσε μηνιαίως το ποσό των 675 ευρώ, και, επίσης, και με την παροχή κεφαλαίου, συνολικού ύψους 130.000 ευρώ, το οποίο προερχόταν από δωρεά της μητέρας της προς την ίδια και το οποίο η ενάγουσα σταδιακά μεταβίβασε στον εναγόμενο και ο τελευταίος το ανάλωσε αυξάνοντας την περιουσία του. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 261.260,06 ευρώ, επικουρικώς δε το ποσό των 174.173,37 ευρώ, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που δίκασε την αγωγή αντιμωλία των διαδίκων, με την εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 78/2023 οριστική απόφασή του, δέχθηκε την αγωγή εν μέρει ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των 89.840,04 ευρώ, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι εκκαλούντες με τις κρινόμενες εφέσεις τους και ειδικότερα: α) η εκκαλούσα [της πρώτης (αρ. κατ. ……/2023)] έφεσης και για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το μέρος που απέρριψε την αγωγή της, προκειμένου η τελευταία να γίνει δεκτή εξ ολοκλήρου και β) ο εκκαλών [της δεύτερης (αρ. κατ. …/2024)] έφεσης και για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το μέρος που δέχθηκε την αγωγή της αντιδίκου του, προκειμένου η τελευταία να απορριφθεί στο σύνολό της.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2,118 εδ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής, πρέπει, το δικόγραφο αυτής να περιέχει με ποινή απαραδέκτου, εκτός από τα άλλα στοιχεία, : α) σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου (ιστορική βάση της αγωγής), β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Καθιερώνεται έτσι ως ουσιώδες και απαραίτητο στοιχείο της αγωγής η ιστορική βάση, δηλαδή η ευκρινής έκθεση όλων των πραγματική γεγονότων, όσων κατά νόμο είναι αναγκαία του αξιούμενου δικαιώματος, πραγματικά περιστατικά πρέπει να είναι τόσα, όσα απαιτούνται για τη θεμελίωση της αξίωσης, να αναφέρονται δε αυτά με τέτοια σαφήνεια, ώστε να μην αφήνεται αμφιβολία για την αξίωση του ενάγοντα που απορρέει από αυτά, αλλά και τέτοιο τρόπο, ώστε ο εναγόμενος να έχει τη δυνατότητα άμυνας με ανταπόδειξη ή ένσταση κατά της αξίωσης του ενάγοντα, το δε δικαστήριο να έχει τη δυνατότητα ελέγχου του κατά νόμο και κατ’ ουσίαν βάσιμου αυτής. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχοντα όλα τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας, το απαράδεκτο δε αυτό ερευνάται κατ’ ένσταση, αλλά και αυτεπαγγέλτως από το δικαστή, ως αναγόμενο στην προδικασία, η οποία αφορά στη δημόσια τάξη. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να θεραπευτεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με την παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 367/2020, ΑΠ 1073/1993 ΕλλΔνη 35. 1582, ΑΠ 1408/1983 ΝοΒ 32. 1343, ΜΕφΠειρ 304/2023, ΜΕφΑθ 687/2023, ΕφΑΘ 175/2021 ΝΟΜΟΣ).

Με τον πρώτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα [της πρώτης (αρ. κατ. …../2023) έφεσης] παραπονείται για την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας ως προς την πραγματική συμμετοχή της στην επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου. Ωστόσο, υπό τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, κατά το μεν μέρος που η συμβολή συνίσταται στην παροχή κεφαλαίου, δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής και το πώς αποκτήθηκε το κεφάλαιο αυτό, το οποίο άλλωστε και αναφέρεται στην αγωγή, κατά το δε μέρος που η συμβολή συνίσταται στην παροχή υπηρεσιών αποτιμώμενων σε χρήμα, προσδιορίζεται στην αγωγή η κατά το μέρος που υπερβαίνουν το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών μέτρο χρηματική αποτίμησή τους και η αποτίμηση των δυνάμεων που εξοικονόμησε από την παροχή τους ο εναγόμενος, ως υπόχρεος σύζυγος και δεν απαιτείται ούτε να εκτίθενται τα εισοδήματα της ενάγουσας από την εργασία της ανά μήνα και έτος, όπως και τα εισοδήματα του εναγομένου, ούτε το ποσό κατά το οποίο η ενάγουσα ήταν υποχρεωμένη να συνεισφέρει με βάση τις δυνάμεις της στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε την αγωγή αόριστη κατά τούτο, έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου, η δε αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 346, 1389, 1390, 1440 ΑΚ, ερευνητέα περαιτέρω κατ` ουσίαν, αφού, όπως αναφέρεται στη μείζονα σκέψη, δεν καθιερώνεται ιδιαίτερος τρόπος υπολογισμού της αξίωσης και η αξίωση συμμετοχής στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου είναι μία και ενιαία, οποιοδήποτε ποσοστό συμμετοχής και αν ζητεί η ενάγουσα.

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ……… του ………, που εξετάστηκε με επιμέλεια του εναγομένου πρωτοδίκως, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από 30/9/2022, 30/9/2022, 30/9/2022 και 7/10/2022 ένορκες βεβαιώσεις των ………. συζύγου ……… το γένος ……, ……….. του …….., …….. του ……… και ……… του ………, αντίστοιχα, που δόθηκαν με πρωτοβουλία της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας-εφεσίβλητης ενώπιον της δικηγόρου Ρόδου ………, κατ’ άρθρο 74 παρ. 6 ν. 4690/2020, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγομένου και ήδη εφεσιβλήτου-εκκαλούντος (άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. …….Β/27-9-2022 οι τρεις πρώτες και …….Β/4-10-2022 η τελευταία εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Δωδεκανήσου με έδρα στο Πρωτοδικείο Ρόδου, …….., τις υπ’ αριθμ. ……/30-9-2022 και ……/10-10-2022 ένορκες βεβαιώσεις των …… του …….. και …….. του ………, αντίστοιχα, που δόθηκαν με πρωτοβουλία του εναγομένου και ήδη εφεσιβλήτου-εκκαλούντος ενώπιον του συμβ/φου Ρόδου …….., κατόπιν νόμιμης και εκπρόθεσμης κλήτευσης της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας-εφεσίβλητης (άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. ………Β/27-9-2022 και ……..Β/5-10-2022 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Δωδεκανήσου με έδρα στο Πρωτοδικείο Ρόδου, ………, αντίστοιχα, και όλα τα προσκομισθέντα μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους έγγραφα, είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339, 395 και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων και i) οι προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ. 1 περ. γ’, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ) και ii) οι προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από τον εφεσίβλητο-εκκαλούντα υπ’ αριθμ. …./2019, …../2019, …./2019 και …./2019 των ………. του …….., ……… του …….., ……….. του ………. και ………. του …….., ενώπιον της Ειρηνοδίκη Ρόδου, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για έμμεση απόδειξη προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, δεδομένου ότι λήφθηκαν στο πλαίσιο άλλης δίκης μεταξύ των ίδιων διαδίκων (ΟλΑΠ 8/2016, ΑΠ 1405/2019, ΑΠ 774/2019 ΝΟΜΟΣ) και δεν προκύπτει ότι έχουν ληφθεί επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν και στην προκειμένη δίκη για την οποία κρίνεται η διαφορά, συμπεριλαμβανομένου και του από 24/7/2015 ιδιωτικού συμφωνητικού που συνήφθη μεταξύ του εναγομένου και του Πρωτοπρεσβύτερου …….., το οποίο προσκομίζει μετεπικλήσεως η ενάγουσα, η γνησιότητα του οποίου δεν αμφισβητήθηκε από τον εναγόμενο {απορριπτομένου έτσι του αιτήματός του να μη ληφθεί αυτό υπόψη, αφού αποτελεί πλήρη απόδειξη ότι οι δηλώσεις που περιέχονται σ αυτό προέρχονται από τους ως άνω συμβληθέντες στη σύνταξή του (άρθρα 443,445,457 και 458 ΚΠολΔ)[σημειουμένου ότι άλλο είναι το ζήτημα της τυχόν εικονικής δήλωσης που αυτό εμπεριέχει, το οποίο θα ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν]}, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο θρησκευτικό γάμο κατά τους Κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στην ....... Ρόδου στις 25/11/2007 (υπ’ αρ. ...../2007 ληξιαρχική πράξη γάμου του Ληξιάρχου ...... Ρόδου), από τον οποίο απέκτησαν δύο τέκνα, τον ...... και την ........., που γεννήθηκαν στις 27/3/2008 και 8/10/2012, αντίστοιχα, ενώ η ενάγουσα είχε ήδη από τον προηγούμενο γάμο της ένα ακόμη τέκνο, την ........., που γεννήθηκε στις 27/6/2001. Από την έναρξη του έγγαμου βίου τους, οι διάδικοι εγκαταστάθηκαν στη ........ Ρόδου, στην κατοικία του εναγομένου στην πλατεία ......., για την οποία γίνεται ειδικότερα λόγος κατωτέρω, μέχρι το έτος 2011, οπότε και μετεγκαταστάθηκαν στη μεζονέτα, επίσης κυριότητας του εναγομένου, που αυτός ανήγειρε σε έτερο ακίνητο στον ίδιο οικισμό, για την οποία επίσης γίνεται λόγος κατωτέρω, όπου και διέμειναν μέχρι την αμετάκλητη λύση του γάμου τους, εξακολουθεί δε να διαμένει σ’ αυτήν η ενάγουσα με τα τέκνα των διαδίκων. Δυνάμει της υπ’ αριθμ. 85/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου (ειδικής διαδικασίας οικογενειακών διαφορών), η οποία κατέστη αμετάκλητη στις 13/2/2020 [μετά από παραίτηση των διαδίκων από το δικαίωμά τους άσκησης κατ’ αυτής όλων των τακτικών και έκτακτων ενδίκων μέσων (υπ’ αρ. .../13-2-2020 έκθεση παραίτησης από τα ένδικα μέσα του Πρωτοδικείου Ρόδου)], απαγγέλθηκε η λύση του γάμου τους, ο οποίος, επομένως, λύθηκε αμετακλήτως στις 13/2/2020. Κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης οι διάδικοι δεν είχαν επιλέξει το σύστημα της κοινοκτημοσύνης (άρθρα 1403επ. ΑΚ). Ο εναγόμενος ήδη από πολύ νεαρή ηλικία εργαζόταν ως ηλεκτρολόγος αυτοκινήτων και σκαφών. Κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου τους λειτουργούσε κατάστημα παροχής των υπηρεσιών του αυτών και πώλησης ανταλλακτικών και μπαταριών παντός τύπου. Λόγω των γνώσεων του αντικειμένου του και των ικανοτήτων του η επαγγελματική του πορεία υπήρξε επιτυχημένη και κερδοφόρα, ιδιαίτερα σε σχέση με τις υπηρεσίες που παρείχε σε σκάφη. Έτσι, αρχικώς ασκούσε τη δράστηριότητά του σε μισθωμένο χώρο επί της οδού .......... στη Ρόδο, ενώ ήδη από το έτος 2017 στεγάζει την επιχείρησή του σε ιδιόκτητο χώρο συνολικής επιφάνειας 186,70τ.μ., επί της οδού ......... στην πόλη της Ρόδου, κατά τα όσα θα αναφερθούν ειδικότερα κατωτέρω. Στην επιχείρησή του αυτή απασχολούσε ανέκαθεν τουλάχιστον δύο εργαζόμενους, όπως επιβεβαιώνει και η μητέρα του στην υπ’ αριθμ. ......../2022 ένορκη βεβαίωσή της. Λαμβανομένων υπόψη των παραπάνω σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, του γεγονότος ότι αυτός έχει πολύ καλή φήμη στις επαγγελματικές του ικανότητες, του ότι η δραστηριότητά του καλύπτει και σκάφη αναψυχής και της αξίας της ακίνητης και κινητής περιουσίας που αυτός απέκτησε από την τέλεση του γάμου μέχρι και την αμετάκλητη λύση του, για την οποία λεπτομερής αναφορά θα γίνει κατωτέρω, αποδείχθηκε ότι τα πραγματικά εισοδήματα του εναγομένου από την εργασία του από το χρόνο τέλεσης του γάμου και εφεξής ανήλθαν μηνιαίως κατά μεν τα έτη 2008 (οικονομικό έτος 2009), 2009 (έτος 2010), 2010 (οικονομικό έτος 2011) σε 2.200 ευρώ, 2.350 ευρώ και 2.500 ευρώ, αντιστοίχως, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά σημειώματα της ΔΟΥ ......., κατά δε τα υπόλοιπα έτη σε τουλάχιστον 2.000 ευρώ και όχι στα σαφώς χαμηλότερα ποσά που δήλωνε στις ετήσιες φορολογικές δηλώσεις του, οι οποίες, άλλωστε, δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο, ενόψει του ότι δεν αποδείχθηκε ότι έχει γίνει έλεγχος της περιουσιακής του κατάστασης και έτσι δεν συνιστούν αψευδές τεκμήριο περί των εισοδημάτων από την επιχειρηματική του δραστηριότητα (ΜΕφΑιγ 92/2019, ΜΕφΑΘ 493/2018 ΝΟΜΟΣ). Η ενάγουσα καθόλη τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων εργαζόταν εποχικά κατά τη θερινή τουριστική περίοδο (Απρίλιος-Οκτώβριος) ως ξενοδοχοϋπάλληλος (σερβιτόρα). Από την εργασία της αυτή εισέπραξε το έτος 2007 6.633,51 ευρώ, το έτος 2008 5.527,50 ευρώ, το έτος 2009 7.911,97 ευρώ, το έτος 2010 7.767,12 ευρώ, το έτος 2011 5.262,19 ευρώ, το έτος 2012 7.835,84 ευρώ, το έτος 2013 5.950,58 ευρώ, το έτος 2014 8.330,76 ευρώ, το έτος 2015 8.597,41 ευρώ, το έτος 2016 9.135,27 ευρώ και το έτος 2017 6.759,50 ευρώ, παρόμοιο δε ήταν το ύψος της αμοιβής της από την εργασία της και κατά τα έτη 2018 και 2019 (μη προσκομιζομένων σχετικών εκκαθαριστικών σημειωμάτων). Κατά τους μήνες που η ενάγουσα δεν εργαζόταν, ελάμβανε επίδομα ανεργίας και ειδικότερα έλαβε το έτος 2014 1.492,20 ευρώ, το έτος 2015 1.740,96 ευρώ, το έτος 2016 2.040,48 ευρώ και το έτος 20171.609,92ευρώ, ενώ παρόμοιο ποσό έλαβε και κατά τα έτη 2018 και 2019 (μη προσκομιζομένων σχετικών εκκαθαριστικών σημειωμάτων). Κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου τους, η ενάγουσα δεν είχε στην κυριότητά της ούτε ακίνητη, ούτε κινητή περιουσία, πλην μίας ισόγειας οικίας στην Δ.Κ. .......... Ρόδου. Αντίθετα, ο εναγόμενος πριν από την τέλεση του γάμου των διαδίκων είχε αποκτήσει αιτία πωλήσεως από τον ............ του ........, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ....../18-7-2003 συμβολαίου πώλησης της συμβ/φου Ρόδου ......., νομίμως καταχωρισθέντος στο Κτηματολόγιο Ρόδου (υπ’ αριθμ. ....../23-7-2003 εγγραφή), κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα ένα ακίνητο, με κτηματολογικά στοιχεία Μερίδα Οικοδομών (Μ.Ο.) ......., τόμος ..., φύλλο ... και φάκελος ... του Κτηματολογίου Ρόδου και ειδικότερα μία λιθόκτιστη μονώροφη οικοδομή, χρησιμοποιούμενη ως κατοικία, αποτελούμενη από ένα δωμάτιο, καλυμμένης επιφάνειας 59,75τ.μ. με αυλή επιφάνειας 21τ.μ., εντός του οικισμού της κτηματικής περιφέρειας του Δημοτικού Διαμερίσματος ...... του Δήμου Πεταλούδων Ρόδου, αντί τιμήματος 9.240,14 ευρώ. Ακολούθως, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 6/2010 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ρόδου, νομίμως καταχωρισθείσα στο Κτηματολόγιο Ρόδου (υπ’ αριθμ. ...../15-7-2010 εγγραφή), δυνάμει της οποίας αναγνωρίστηκε ότι συμπληρώθηκε στο πρόσωπο του εναγομένου ο νόμιμος χρόνος κτητικής παραγραφής για την απόκτηση κυριότητας με χρησικτησία σε ένα ακίνητο και δη κτίσμα, επιφάνειας 50,85τ.μ. με ακάλυπτο χώρο 50τ.μ., που βρίσκεται στον ίδιο οικισμό, με κτηματολογικά στοιχεία Μερίδα Οικοδομών ............, τόμος ...., φύλλο .... και φάκελος ... του Κτηματολογίου Ρόδου. Στην ως άνω μερίδα .... προσαρτήθηκε, συνεπεία ενοποιήσεως, η μερίδα .. (υπ’ αριθμ. ...../26-7-2010 εγγραφή του Κτηματολογίου Ρόδου), καθότι όμορή της, οπότε η συνολική έκταση του (ενιαίου πλέον) ακινήτου ανήλθε σε 181,60τ.μ.. Η αξία του ακινήτου με Μ.0. ..., πριν τη συνένωση της μερίδας αυτής με τη Μ.Ο. ...., ανερχόταν σε 10.000 ευρώ, όπως αποτιμάται και από την ενάγουσα, η οποία δέχεται ότι η επαύξηση αυτή έλαβε χώρα χωρίς τη δική της συμβολή. Ωστόσο, η απόκτηση του ακινήτου με Μ.Ό. ...... και η συνένωση της μερίδας αυτής με τη Μ.Ό. .... επαύξησε την αξία του ακινήτου, και δη χωρίς τη συμβολή της ενάγουσας. Και τούτο διότι δημιουργήθηκε ένα ενιαίο και μεγαλύτερο ακίνητο, έκτασης 181,60τ.μ., με άλλες πλέον δυνατότητες δόμησης και εν γένει εκμετάλλευσης, οπότε, λαμβανομένης υπόψη και της μερικής ανακαίνισής του ήδη πριν από την τέλεση του γάμου, η αρχική αξία του ακινήτου ανέρχεται σε 35.000ευρώ, δεκτού γενομένου ως εν μέρει βάσιμου κατ’ ουσίαν του σχετικού ισχυρισμού του εναγομένου ως προς την αξία της αρχικής του περιουσίας, που αποτελεί νόμιμη ένσταση. Σημειώνεται ότι ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι το ακίνητο με Μ.0. ...., πριν τη συνένωση της μερίδας αυτής με τη Μ.0. ...., αποτελεί προϊόν αγοραπωλησίας, που υποκρύπτεται στην εικονικώς ασκηθείσα αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αρ. 6/2010 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ρόδου, ουδόλως επηρεάζει την κρίση του Δικαστηρίου ως προς την αξία της αρχικής περιουσίας το εναγομένου, εφόσον η ίδια η ενάγουσα δέχεται τη μη συμβολή της στην απόκτηση του περιουσιακού αυτού στοιχείου. Η πραγματική κατάσταση του ακινήτου κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων διαφέρει από τα αναφερόμενα στους τίτλους και τα κτηματολογικά στοιχεία. Ειδικότερα, δεν υπάρχουν πλέον δύο κτίσματα, ένα στην αρχική μερίδα ...., επιφάνειας 59,75τ.μ. και ένα στην αρχική μερίδα 63, επιφάνειας 50,85τ.μ., συνολικού εμβαδού 110,60τ.μ., αλλά μία ισόγεια κατοικία, επιφάνειας 64,58τ.μ., που διαθέτει στεγασμένη βεράντα με κεραμοσκεπή, που καταλήγει στο βατό δώμα, στη δυτική της όψη, και ένας μικρότερος ισόγειος χώρος στη δυτική της όψη, επιφάνειας 5,50τ.μ. περίπου, ο οποίος συνδέεται λειτουργικά εσωτερικά με την κατοικία, κτισμένα στην αρχική μερίδα ...., ενώ εντός των αρχικών ορίων της μερίδας .... δεν υπάρχει πια κανένα κτίσμα, αλλά το τμήμα αυτό αποτελεί ακάλυπτο χώρο της ισόγειας οικοδομής που υφίσταται εντός της αρχικής μερίδας ..... Το κτίσμα αυτό δεν εξαντλεί το συντελεστή δόμησης του ακινήτου, αλλά επιτρέπεται η δόμηση επιπλέον 111,52τ.μ., ενώ δεν αποδείχθηκε ότι το ακίνητο έχει τακτοποιηθεί πολεοδομικά με την υπαγωγή του στο ν. 4495/2017 ή στους προηγούμενους ισχύσαντες. Το ακίνητο αυτό αποτέλεσε την κατοικία της οικογένειας από την έναρξη του έγγαμου βίου των διαδίκων μέχρι το έτος 2011, έκτοτε δε ο εναγόμενος εκμεταλλευόταν τούτο με την εκμίσθωσή του σε τρίτους, έχοντας προβεί σε περαιτέρω ανακαίνισή του τόσο για τη διαμονή της οικογένειας όσο και για την εκμίσθωσή του. Η εμπορική αξία της κατοικίας ανέρχεται κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων, αλλά και κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, χωρίς να διαφοροποιείται η αξία της στα εν λόγω χρονικά σημεία, στο ποσό των 60.000ευρώ, λαμβανομένων υπόψη των διδαγμάτων της κοινής πείρας, σε συνδυασμό με το είδος της χρήσης του ακινήτου (κατοικία), την επιφάνεια και παλαιότητά του, τη μέτρια ποιότητα κατασκευής του, τη θέσης του στο χωριό ........ (μικρό ορεινό οικισμό με οικιστικό χαρακτήρα, χωρίς ιδιαίτερο οικιστικό ενδιαφέρον, σε απόσταση 15χλμ. από την πόλη της Ρόδου στο δυτικό τμήμα του νησιού και 2,5χλμ. περίπου από τον αερολιμένα «ΔΙΑΓΟΡΑΣ» της Ρόδου και σε μεγάλη σχετικά απόσταση από το παραλιακό μέτωπο), στο κέντρο του οικισμού, απέναντι από την πλατεία ......., με πρόσωπο σε δύο δημόσιες οδούς και πρόσβαση από το νότο, συνεκτιμωμένων των οικονομικών συνθηκών στη χώρα και των τιμών πώλησης έτερων ακινήτων στην ίδια περιοχή, που αναφέρονται ως συγκριτικά στοιχεία στην προσκομιζόμενη από την ενάγουσα υπ’ αρ. ...../2022 έκθεση του πολιτικού μηχανικού .......... (πιστοποιημένου εκτιμητή του Υπουργείου Οικονομικών), με θέμα τη μελέτη εκτίμησης αγοραίας αξίας του ως άνω ακινήτου, σημειουμένου όμως ότι δεν πρόκειται για τετελεσμένες αγοραπωλησίες, αλλά μόνο για προτάσεις σύναψης πώλησης, χωρίς να προκύπτει αγοραστικό ενδιαφέρον για την ολοκλήρωσή τους, ενώ οι λοιπές αγγελίες που έλαβε υπόψη του ο ως άνω μηχανικός δεν αποτελούν πρόσφορα συγκριτικά στοιχεία για την εκτίμησή της, πρωτίστως διότι αυτά βρίσκονται σε άλλους οικισμούς. Επίσης, κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου των διαδίκων ο εναγόμενος είχε στην πλήρη και αποκλειστική του κυριότητα δύο όμορα ακίνητα και δη δύο ισόγειες ερειπωμένες κατοικίες, επιφάνειας 36,90τ.μ. με αυλή 6τ.μ. και 32,40τ.μ. με αυλή 8τ.μ., αντίστοιχα, στον οικισμό της κτηματικής περιφέρειας του Δημοτικού Διαμερίσματος ……... του Δήμου Πεταλούδων Ρόδου, με κτηματολογικά στοιχεία το μεν πρώτο Μερίδα Οικοδομών ........, τόμος ..., φύλλο ... και φάκελος ..., το δε δεύτερο Μ.Ο. ......., τόμος ..., φύλλο ... και φάκελος .... στο Κτηματολόγιο Ρόδου, τα οποία απέκτησε με αγορά από τη ........ σύζυγο ........... το γένος ........., αντί συνολικού τιμήματος 10.000ευρώ, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ........./23-1-2007 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβ/φου Ρόδου ..........., νομίμως καταχωρισθέντος στο Κτηματολόγιο Ρόδου (υπ’ αριθμ. ........./14-2-2007 εγγραφή). Ακολούθως, και κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, προσαρτήθηκε, λόγω ενοποίησης, η μερίδα ... στην μερίδα ... (υπ’ αριθμ. ..../24-3-2009 εγγραφή του Κτηματολογίου Ρόδου) και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ..../17-9-2019 άδεια οικοδόμησης της Δ/νσης Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Δωδεκανήσου για την αντικατάσταση στέγης και προσθήκης πρώτου ορόφου. Δυνάμει της υπ’ αριθμ. 120/2011 απόφασης του Ειρηνοδικείου Ρόδου, νομίμως καταχωρισθείσας στο Κτηματολόγιο Ρόδου, αναγνωρίστηκε ότι συμπληρώθηκε στο πρόσωπο του εναγομένου ο νόμιμος χρόνος κτητικής παραγραφής για την απόκτηση κυριότητας με χρησικτησία σε ένα οικόπεδο έκτασης 23τ.μ., που βρίσκεται στον ίδιο οικισμό, με κτηματολογικά στοιχεία Μ.Ο. .........., τόμος ..., φύλλο ... και φάκελος ... του Κτηματολογίου Ρόδου. Η ως άνω μερίδα ... προσαρτήθηκε επίσης, συνεπεία ενοποιήσεως, στη μερίδα ... (υπ’ αριθμ. ....../6-9-2011 εγγραφή του Κτηματολογίου Ρόδου), καθότι όμορη δυτικά αυτής, οπότε η συνολική έκταση του (ενιαίου πλέον) ακινήτου ανήλθε σε 106,30τ.μ., εκ των οποίων τα 37τ.μ. ήταν ο ακάλυπτος χώρος του. Η αξία του ακινήτου με Μ.Ο. ..., πριν τη συνένωση της μερίδας αυτής με τη Μ.Ο. ...., ανερχόταν σε 2.000 ευρώ, όπως αποτιμάται και από την ενάγουσα, η οποία δέχεται ότι η επαύξηση αυτή έλαβε χώρα χωρίς τη δική της συμβολή. Ωστόσο, η συνένωση των μερίδων ... και ... και ακολούθως η απόκτηση του ακινήτου με Μ.Ο. ... και η συνένωση και της μερίδας αυτής στη Μ.0. ... επαύξησαν έτι περαιτέρω την αξία του ακινήτου και δη χωρίς τη συμβολή της ενάγουσας. Και τούτο διότι δημιουργήθηκε ένα ενιαίο και μεγαλύτερο ακίνητο, έκτασης 106,30τ.μ., με άλλες πλέον δυνατότητες δόμησης και εν γένει εκμετάλλευσης, οπότε και η αρχική αξία του ακινήτου ανέρχεται σε 25.000 ευρώ, δεκτής γενομένης ως εν μέρει βάσιμης κατ’ ουσίαν της συναφούς νόμιμης ένστασης του εναγομένου ως προς την αξία της αρχικής του περιουσίας. Σημειώνεται ότι ο τρίτος λόγος έφεσης του εκκαλούντος κατά το μέρος που παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αναγνώρισε στην ενάγουσα δικαίωμα στη μερίδα Μ.Ο. ..., αφού είχε αποκτήσει αυτήν με τα προσόντα της χρησικτησίας είναι απορριπτέος, καθόσον το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (αλλά και το παρόν) ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο και εκτιμώντας τις αποδείξεις, συνυπολόγισαν το ακίνητο αυτό στην αρχική περιουσία του εναγομένου και δεν το εξαίρεσαν ως μη αποκτηθέν δια χρησικτησίας και μάλιστα το παρόν Δικαστήριο αποτίμησε την αξία του περιουσιακού αυτού στοιχείου σε μεγαλύτερο ύφος λόγω της συνένωσής του με τη Μ.Ο. .... Ο εναγόμενος προχώρησε στη σταδιακή ανοικοδόμηση του ακινήτου και συγκεκριμένα κατασκεύασε τριώροφη οικοδομή αποτελούμενη από ισόγειο επιφάνειας 76,17τ.μ., που περιλαμβάνει μία ανεξάρτητη κατοικία (η οποία λόγω υψομετρικής διαφοράς στη νότια πλευρά της οικοδομής φαίνεται ως ημιϋπόγεια) και ενιαία κατοικία (μεζονέτα) πρώτου και δεύτερου ορόφου, επιφάνειας του μεν α’ ορόφου /6,17τ.μ.» του δε β’ ορόφου 49,32τ.μ., πλέον ημιύπαίθριου χώρου επιφάνειας 17,11τ.μ., στον δε ακάλυπτο χώρο της οικοδομής, κάτω από την ανοιχτή κλίμακα ανόδου προς τον α’ όροφο υπάρχει βοηθητικός χώρος (εκτός του περιγράμματος του ισογείου), επιφάνειας 3τ.μ., ενώ δυτικά της οικοδομής, όπου βρισκόταν η άλλοτε Μ.Ο. ..., το ακίνητο παρέμεινε αδόμητο και χρησιμοποιείται ως χώρος στάθμευσης. Η κατασκευή ολοκληρώθηκε περί τα τέλη του έτους 2011 και όχι το έτος 2010, οπότε και ηλεκτροδοτήθηκε η οικοδομή, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο εναγόμενος. Και τούτο διότι ναι μεν στις 26/11/2010 συνήφθη μεταξύ του εναγομένου και της ΔΕΗ ΑΕ συμβόλαιο παροχής ηλεκτρικού ρεύματος για οικιακή χρήση (με αριθμό παροχής .........), πλην όμως κατά το χρόνο εκείνο δεν είχε αποπερατωθεί η κατασκευή της, αφού το κτίριο ανοικοδομήθηκε σταδιακά κατ’ ορόφους. Τούτο άλλωστε προκύπτει και από το έντυπο Ε2 του έτους 2011 (οικονομικό έτος 2012) που υπέβαλε ο εναγόμενος στη ΔΟΥ ....., απ’ όπου προκύπτει ότι η ως άνω οικοδομή ήταν ακόμη υπό ανέγερση. Η οικοδομή κατασκευάστηκε καθ’ υπέρβαση της εκδοθείσας οικοδομικής άδειας, που επέτρεπε ανέγερση α’ ορόφου ολικής επιφάνειας 72,75τ.μ., αυθαίρετο δε τμήμα της κατασκευής β’ επιπέδου α’ ορόφου, εμβαδού 40,86τ.μ., υπήχθη οριστικώς στο ν. 4178/2013 στις 21 /3/2019, όπως προκύπτει και από τη σχετική υπ’ αρ. πρωτ. ......../16-1-2014 βεβαίωση περαίωσης της διαδικασίας υπαγωγής του Υπουργείου Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, πλην όμως δεν αποδείχθηκε ότι το ακίνητο έχει κατά τα λοιπά τακτοποιηθεί πολεοδομικά με την υπαγωγή του στο ν. 4495/2017 ή στους προηγούμενους ισχύσαντες. Η μεζονέτα αποτέλεσε από το έτος 2011 την κατοικία της οικογένειας, ενώ την ισόγεια κατοικία ο εναγόμενος εκμίσθωνε έκτοτε σε τρίτους. Η εμπορική αξία του ακινήτου ανέρχεται κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων, αλλά και κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, χωρίς να διαφοροποιείται η αξία του στα εν λόγω χρονικά σημεία, στο ποσό των 170.000 ευρώ, λαμβανομένων υπόψη των διδαγμάτων της κοινής πείρας, σε συνδυασμό με το είδος της χρήσης του ακινήτου (κατοικία), την επιφάνεια και παλαιότητά του, την καλή ποιότητα κατασκευής του, τη θέση του στο χωριό ........, κατά τα προαναφερθέντα, στο κέντρο του οικισμού, με πρόσωπο σε δύο δημόσιες οδούς, μία δημοτική διαστρωμένη αμαξιτή οδό νότια και μία δημοτική οδό με βαθμίδες (σκαλιά) δυτικά, σε περιοχή με ανισόπεδο έδαφος και υψομετρικές διαφορές, συνεκτιμωμένων των οικονομικών συνθηκών στη χώρα και των τιμών πώλησης έτερων ακινήτων στην (δια περιοχή, που αναφέρονται ως συγκριτικά στοιχεία στην προσκομιζόμενη από την ενάγουσα υπ’ αρ. .../2022 έκθεση του μηχανικού .............., με θέμα τη μελέτη εκτίμησης αγοραίας αξίας του ως άνω ακινήτου, σημειουμένου όμως ότι δεν πρόκειται για τετελεσμένες αγοραπωλησίες, αλλά μόνο για προτάσεις σύναψης πώλησης, χωρίς να προκύπτει αγοραστικό ενδιαφέρον για την ολοκλήρωσή τους, ενώ οι λοιπές αγγελίες που έλαβε υπόψη του ο ως άνω μηχανικός δεν αποτελούν πρόσφορα συγκριτικά στοιχεία για την εκτίμησή του, πρωτίστως διότι αυτά βρίσκονται σε άλλους οικισμούς. Επίσης, ο εναγόμενος, πριν από την τέλεση του γάμου του με την ενάγουσα, είχε αποκτήσει, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ........../7-2-2007 συμβολαίου πώλησης οριζόντιας ιδιοκτησίας του συμβ/φου Ρόδου, .......... του .........., νομίμως καταχωρισθέντος στο Κτηματολόγιο Ρόδου (υπ’ αριθμ. ......../15-2-2007 εγγραφή), αιτία πωλήσεως, από τη ......... χήρα ........., κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα ένα ακίνητο και ειδικότερα το ισόγειο διαμέρισμα με στοιχείο Γ1 της πολυκατοικίας με στοιχείο 1/3-Π, που αποτελείται από δύο δωμάτια, έχει επιφάνεια 49,70τ.μ. και επιφάνεια εξωστών 4,95τ.μ., αποτελεί δε οριζόντια ιδιοκτησία κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 1002 και 1117 AK και του ν. 3741/1929 και έχει ποσοστό συνιδιοκτησίας 43,12°/οο στο όλον οικόπεδο, που κείται στην τοποθεσία ....... της πόλης της Ρόδου, με κτηματολογικά στοιχεία Μερίδα Γαιών Ρόδου ......., τόμος ..., φύλλο .. και φάκελος ...... του Κτηματολογίου Ρόδου, νομικής φύσεως μουλκ. Το διαμέρισμα, που φέρει κτηματολογικά στοιχεία Μερίδα Γαιών (Μ.Γ.) Ρόδου ....../β, τόμος ..., φύλλο ... και φάκελος ......../β του Κτηματολογίου Ρόδου, αγόρασε ο εναγόμενος αντί τιμήματος 26.239,73 ευρώ, η οποία και αποτελεί την αρχική αξία του ακινήτου, αφού η εμπορική του αξία δεν διαφέρει ουσιαστικά από την αξία κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου. Το ακίνητο αυτό ανακαινίστηκε εσωτερικά και εξωτερικά πριν από το γάμο των διαδίκων, όπως βασίμως ισχυρίζεται ο εναγόμενος με τη σχετική νόμιμη ένστασή του, με την εμπορική αξία του να ανέρχεται τόσο κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου των διαδίκων όσο και κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του, αλλά και κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, χωρίς να διαφοροποιείται η αξία της στα εν λόγω χρονικά σημεία, στο ποσό των 35.000 ευρώ, δεκτής γενομένης ως εν μέρει κατ’ ουσίαν βάσιμης της αντίστοιχης νόμιμης ένστασης που προέβαλε ο εναγόμενος, λαμβανομένων υπόψη των διδαγμάτων της κοινής πείρας σε συνδυασμό με το είδος της χρήσης του ακινήτου (κατοικία), την επιφάνεια και παλαιότητά του, τη μέτρια ποιότητα κατασκευής του, τη θέση του σε ήσυχη, αλλά σχετικά υποβαθμισμένη περιοχή (στις εργατικές κατοικίες Ρόδου, στην περιοχή "............"), εντός του σχεδίου πόλεως της Ρόδου, με πρόσοψη επί των οδών ..........., στο βόρειο τμήμα του νησιού, σε απόσταση 1,5χλμ. περίπου από το κέντρο της πόλης και 600μ. περίπου από τη ........, σε περιοχή που βρίσκεται σε ήδη ανάπτυξη, είναι πυκνοδομημένη με κτίρια κατοικίας δύο έως τεσσάρων ορόφων συνοικιακά καταστήματα στο ισόγειο, κατασκευής κατά τις δεκαετίες 1970 και 1980, πλησίον και άλλων συγκροτημάτων εργατικών κατοικιών, συνεκτιμωμένων και των οικονομικών συνθηκών στη χώρα και των τιμών πώλησης έτερων ακινήτων στην ίδια περιοχή, που αναφέρονται ως συγκριτικά στοιχεία στην προσκομιζόμενη από την ενάγουσα υπ’ αρ. ......./2021 έκθεση του μηχανικού .........., με θέμα τη μελέτη εκτίμησης αγοραίας αξίας του ως άνω ακινήτου, σημειουμένου όμως ότι δεν πρόκειται για τετελεσμένες αγοραπωλησίες, αλλά μόνο για προτάσεις σύναψης πώλησης, χωρίς να προκύπτει αγοραστικό ενδιαφέρον για την ολοκλήρωσή τους, ενώ οι λοιπές αγγελίες που έλαβε υπόψη του ο ως άνω μηχανικός δεν αποτελούν πρόσφορα συγκριτικά στοιχεία για την εκτίμησή του, πρωτίστως διότι αυτά βρίσκονται σε άλλους οικισμούς. Περαιτέρω, διαρκούσης της έγγαμης συμβίωσής του με την ενάγουσα, ο εναγόμενος απέκτησε κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ../24-7-2015 πρακτικού συμβιβαστικής επίλυσης διαφοράς που επικυρώθηκε από τον Ειρηνοδίκη Ρόδου, νομίμως μεταγεγραμμένου στο Κτηματολόγιο Ρόδου (υπ’ αρ. ..../23-10-2015 πράξη εγγραφής),: α) ένα ακίνητο και δη αγρό, έκτασης 70τ.μ., τμήμα ευρύτερου ακινήτου συνολικής επιφάνειας 39.700τ.μ., που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια ......... στη θέση «.......», νομικής φύσης αρζιμιρί και ήδη μουλκ, με κτηματολογικά στοιχεία Μερίδα Γαιών ......, τόμος ..., φύλλο ....... και φάκελος ........ του Κτηματολογίου Ρόδου, καθώς και β) έτερο ακίνητο και δη οικόπεδο, εμβαδού 16,35τ.μ., που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια ......., με κτηματολογικά στοιχεία Μερίδα Οικοδομών ........, τόμος ..., φύλλο ... και φάκελος ... του Κτηματολογίου Ρόδου. Το πρακτικό αυτό συντάχθηκε κατόπιν συμβιβασμού μεταξύ του εναγομένου και του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ιερός Ορθόδοξος Ναός «.........» ......., όπως νομίμως εκπροσωπούνταν, επί της από 24/6/2015 (αρ. κατ. ...../9-7-2015) αγωγής που είχε ασκήσει ο εδώ εναγόμενος σε βάρος του Ναού ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ρόδου, αιτούμενος να αναγνωριστεί ότι συμπληρώθηκε στο πρόσωπό του ο νόμιμος χρόνος κτητικής παραγραφής για τη με χρησικτησία απόκτηση της κυριότητας των ως άνω ακινήτων. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε από το από 24/7/2015 «ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΠΩΛΗΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΣΤΟ Τ.Δ. ......... [Μ.Γ. .... ΚΑΙ ΜΌ. ...] ΣΥΝΟΛΙΚΟΥ ΤΙΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΧΙΛΙΑΔΩΝ ΕΥΡΩ (4.000,00) ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΠΛΗΡΟΥΣ ΕΞΟΦΛΗΣΗΣ», που μετ’ επικλήσεως προσκομίζει η ενάγουσα σε αντίγραφο, ο εναγόμενος κατέβαλε στο Ναό το συνολικό ποσό των 4.000 ευρώ για την κτήση των δύο αυτών ακινήτων, ο δε Ναός ανέλαβε την υποχρέωση να υπογράψει δια των νομίμων εκπροσώπων του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου το πρακτικό συμβιβαστικής επίλυσης επί της ως άνω αγωγής, που, όπως προεκτέθηκε, συντάχθηκε, δεκτού γενομένου ως κατ’ ουσίαν βάσιμου του ισχυρισμού της ενάγουσας ότι για την απόκτηση του πρώτου ακινήτου καταβλήθηκε προς το εκεί εναγόμενο νομικό πρόσωπο το ποσό των 3.000 ευρώ και για την απόκτηση του δεύτερου ακινήτου καταβλήθηκε στο ίδιο νομικό πρόσωπο το ποσό των 1.000 ευρώ. Τούτο άλλωστε επιρρωνύεται και από το ότι και ο ίδιος ο εναγόμενος ομολόγησε με την προσθήκη των προτάσεων που κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (τελευταία παράγραφος 6ης σελίδας-αρχή 7ης σελίδας αυτής) ότι πράγματι έδωσε ένα χρηματικό ποσό στην εκκλησία και συντάχθηκε το συμφωνητικό, το ότι δε το ποσό αυτό είναι, κατά τον ισχυρισμό του εναγόμενου, συμβολικό και ως εκ τούτου δεν αντιστοιχεί στην αξία των ακινήτων, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν επιβεβαιώθηκε, ενώ εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι το συμφωνητικό αυτό περιήλθε στην κατοχή της ενάγουσας με παράνομο τρόπο, αλλά είχε λάβει γνώση αυτού και διατηρούσε αντίγραφό του ήδη από το χρόνο του γάμου της με τον εναγόμενο κατά τον οποίο υπήρχε αμοιβαία μεταξύ τους εμπιστοσύνη, ήτοι είχε αποκτήσει τούτο με τη συναίνεσή του και, επομένως, δεν αποτελεί παράνομο αποδεικτικό μέσο, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του εναγομένου ως κατ ουσίαν αβάσιμου. Επομένως, απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος είναι ο τρίτος λόγος της [δεύτερης (αρ. κατ. …/2024)] έφεσης του εκκαλούντος κατά το μέρος που αυτός παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων λόγω συνυπολογισμού του ακινήτου αυτού ως στοιχείου που επαύξησε την περιουσία του. Εντός του πρώτου ακινήτου ο εναγόμενος ανήγειρε πρόχειρη καλή κατασκευή από λαμαρίνα, εμβαδού 23 τ.μ. περίπου, που χρησιμοποιείται ως αποθηκευτικός χώρος. Από όλα τα παραπάνω στοιχεία, λαμβανομένων υπόψη και των διδαγμάτων της κοινής πείρας σε συνδυασμό με το είδος της χρήσης των ακινήτων (αγρού και οικοπέδου, αντίστοιχα), την ιδιαίτερα μικρή έκτασή τους για την αντίστοιχη χρήση, τη θέση τους, του μεν πρώτου με πρόσοψη σε ασφαλτοστρωμένη οδό, του δε δεύτερου με πρόσοψη σε τρεις οδούς σε επικλινή περιοχή του οικισμού με υψομετρικές διαφορές μεταξύ των πλευρών των ορίων του, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες από την ενάγουσα υπ’ αρ. …… και …../2022 εκθέσεις του μηχανικού ………., με θέμα τη μελέτη εκτίμησης αγοραίας αξίας των ως άνω ακινήτων, αντίστοιχα, συνεκτιμωμένων και των οικονομικών συνθηκών στη χώρα, η εμπορική αξία τους, σημειουμένου ότι οι αγγελίες που έλαβε υπόψη του ο ως άνω μηχανικός δεν αποτελούν πρόσφορα συγκριτικά στοιχεία για την εκτίμησή τους, πρωτίστως διότι διαφέρουν σε έκταση με τα επίμαχα, ενώ δεν προσδιορίζονται άλλα χαρακτηριστικά τους, είτε βρίσκονται σε άλλους οικισμούς, ανέρχεται κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων, αλλά και κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, χωρίς να διαφοροποιείται η αξία τους στα εν λόγω χρονικά σημεία, στο ποσό των 8.000 ευρώ για το πρώτο ακίνητο (Μ.Γ. …..) και στο ποσό των 1.000 ευρώ για το δεύτερο ακίνητο (Μ.Ο. …). Επίσης, ο εναγόμενος, διαρκούσης της έγγαμης συμβίωσής του με την ενάγουσα, απέκτησε αιτία πωλήσεως από τους …….. του ……, ……….. του …….. και ……… του ………, κατά κυριότητα σε ποσοστό 7/8 εξ αδιαιρέτου, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………./7-10-2013 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβ/φου Ρόδου …….. του ………, νομίμως μεταγεγραμμένου στο Κτηματολόγιο Ρόδου, ένα ακίνητο και δη μία παλαιό λιθόκτιστη ερειπωμένη ισόγεια οικία, συνολικής επιφάνειας (καλυμμένου και ακάλυπτου οικοπέδου) 50τ.μ., που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια της Δ.Κ. ….. της Δημ. Ενότητας Πεταλούδων Ρόδου, με κτηματολογικά στοιχεία Μερίδα Οικοδομών ………, τόμος …, φύλλο ….. και φάκελος … του Κτηματολογίου Ρόδου, νομικής φύσης μουλκ, αντί τιμήματος 4.200 ευρώ. Πρόκειται για ερειπωμένο ασκεπές κτίσμα, που δεν είναι κατοικήσιμο. Το ακίνητο αυτό είναι όμορο του ανωτέρω περιγραφέντος ακινήτου της Μ.Ο. …, πλην όμως η από 23/5/2016 αίτηση του εναγομένου προς το Κτηματολόγιο Ρόδου για την ενοποίηση των δύο ιδιοκτησιών απορρίφθηκε, καθόσον αυτός δεν ήταν αποκλειστικός κύριος της Μ.Ο. …. (υπ’ αριθμ. …../2-6-2016 πράξη). Από όλα τα παραπάνω στοιχεία, λαμβανομένων υπόψη των διδαγμάτων της κοινής πείρας σε συνδυασμό με το είδος της χρήσης του ακινήτου (κατοικία), την ιδιαίτερα μικρή έκτασή του, η οποία, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη από την ενάγουσα υπ’ αρ. …./2022 έκθεση του μηχανικού …….., με θέμα τη μελέτη εκτίμησης αγοραίας αξίας του ως άνω ακινήτου, έχει πραγματική επιφάνεια 64,41τ.μ. περίπου, και ως εκ τούτου διαφέρει από τα αναφερόμενα στον τίτλο κτήσης και τα κτηματολογικά στοιχεία, την κατάσταση εγκατάλειψή του, τη θέση του με πρόσοψη σε τρεις οδούς σε επικλινή περιοχή του οικισμού με υψομετρικές διαφορές μεταξύ των πλευρών των ορίων του, συνεκτιμωμένων και των οικονομικών συνθηκών στη χώρα, σημειουμένου ότι οι αγγελίες που έλαβε υπόψη του ο ως άνω μηχανικός δεν αποτελούν πρόσφορα συγκριτικά στοιχεία για την εκτίμησή του, πρωτίστως διότι είτε δεν προσδιορίζεται η θέση τους σε σχέση με το επίμαχο ούτε αναφέρονται άλλα χαρακτηριστικά τους, είτε αυτά βρίσκονται σε άλλους οικισμούς, η εμπορική αξία του ως άνω ακινήτου ανέρχεται κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων, αλλά και κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, χωρίς να διαφοροποιείται η αξία του στα εν λόγω χρονικά σημεία, στο ποσό των 8.000 ευρώ. Τέλος, ο εναγόμενος, κατά τη διάρκεια του γάμου του με την ενάγουσα, απέκτησε κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……/22-3-2017 συμβολαίου της συμβ/φου Ρόδου ………. (υπ’ αριθμ. …/2017 κτηματολογικής πράξης), με αγορά από τους …………. του ……. και ……… του …….., ένα ακίνητο και ειδικότερα το υπ’ αριθμ. …. εργαστήριο-κατάστημα, που αποτελεί αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία κατά τις διατάξεις των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ και του ν. 3741/1929, όπως συμπληρώθηκε από το ν.δ. 1024/1971 και περιλαμβάνει : α) το καθαυτό ισόγειο κατάστημα, καθαρής επιφάνειας 135,70 τ.μ. και β) το υπό το κατάστημα υπόγειο, ίδιας επιφάνειας, με αναλογία 1/76 εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου που βρίσκεται στην οδό ……., εντός της πόλης της Ρόδου, με κτηματολογικά στοιχεία Μερίδα Οικοδομών Ρόδου ……., τόμος …., φύλλο …. και φάκελος ……. του Κτηματολογίου Ρόδου, με εσωτερικό πατάρι επιφάνειας 37,38τ.μ. και διαφορετική διαστρωμάτωση που υπήχθησαν στις διατάξεις του ν. 4178/2013 και κοινόχρηστο κλιμακοστάσιο 9,37τ.μ., με τα κτηματολογικά στοιχεία Μερίδα Οικοδομών Ρόδου ….., υπ` αριθ. ….. εργαστήριο-κατάστημα τόμος …., φύλλο ….. και φάκελος ……. του Κτηματολογίου Ρόδου, αντί τιμήματος 65.000 ευρώ. Σ’ αυτό το εργαστήριο-κατάστημα ο εναγόμενος έχει εγκαταστήσει την ατομική του επιχείρηση, ήτοι ηλεκτρολογείο αυτοκινήτων και σκαφών. Το ακίνητο αυτό ανακαινίστηκε πλήρως εσωτερικά και εξωτερικά, με την εμπορική αξία του να ανέρχεται κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων, αλλά και κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, χωρίς να διαφοροποιείται η αξία του στα εν λόγω χρονικά σημεία, στο ποσό των 100.000 ευρώ, λαμβανομένων υπόψη των διδαγμάτων της κοινής πείρας σε συνδυασμό με το είδος της χρήσης του ακινήτου (εργαστήριο-κατάστημα), την επιφάνεια και παλαιότητά του, την ανακαίνισή του, το είδος κατασκευής του (συνήθης), τη θέση του εντός του σχεδίου πόλεως της Ρόδου, κοντά στο λιμάνι και τη ………, σε απόσταση 1,4χλμ. (σε ευθεία) από το κέντρο της Ρόδου (………), σε πυκνοδομημένη περιοχή οχλούσας βιομηχανίας-βιοτεχνίας, χωρίς ιδιαίτερο οικιστικό ενδιαφέρον, όπου υπάρχουν κυρίως ισόγεια και διώροφα καταστήματα, αποθήκες, συνεργεία αυτοκινήτων, εκθεσιακοί χώροι κλπ, με δυσκολία στη στάθμευση και χωρίς πρόβλεψη για ιδιαίτερη ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια, συνεκτιμωμένων και των οικονομικών συνθηκών στη χώρα και των τιμών πώλησης έτερων ακινήτων στην ίδια περιοχή, που αναφέρονται ως συγκριτικά στοιχεία στην προσκομιζόμενη από την ενάγουσα υπ’ αρ. ……../2021 έκθεση του μηχανικού ………., με θέμα τη μελέτη εκτίμησης αγοραίας αξίας του ως άνω ακινήτου, σημειουμένου όμως ότι δεν πρόκειται για τετελεσμένες αγοραπωλησίες, αλλά μόνο για προτάσεις σύναψης πώλησης, χωρίς να προκύπτει αγοραστικό ενδιαφέρον για την ολοκλήρωσή τους, ενώ εσφαλμένα ο ως άνω εκτιμητής υπολογίζει ίδια την τιμή ανά τ.μ. τόσο για το ισόγειο όσο και για το πατάρι και τον υπόγειο όροφο του ακινήτου, αφού κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η αξία του τετραγωνικού μέτρου του υπογείου και του παταριού είναι σαφώς κατώτερη σε σχέση με αυτή των λοιπών ορόφων. Σημειώνεται ότι το αίτημα του κατηγορουμένου για διενέργεια τεχνικής πραγματογνωμοσύνης για την εκτίμηση της εμπορικής αξίας των ακινήτων κρίνεται απορριπτέο ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο, καθόσον από τα προσκομιζόμενα με νόμιμη επίκληση ως άνω αποδεικτικά μέσα το Δικαστήριο μόρφωσε πλήρη δικανική πεποίθηση για όσα παραπάνω αναφέρονται, για την εκτίμηση δεν της εμπορικής αξίας των ακινήτων δεν είναι απαραίτητη η συνδρομή προσώπου με ιδιαίτερες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Όλα τα παραπάνω περιουσιακά στοιχεία διατηρούνταν στην περιουσία του εναγομένου κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου του διατηρούσε τραπεζικές καταθέσεις ύψους 69.871,14ευρώ, που αποτελεί νόμιμη ένσταση κατά τα ήδη προεκτεθέντα, είναι απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Και τούτο διότι το προσκομιζόμενο αντίγραφο του βιβλιαρίου του υπ’ αριθμ. ……….. ατομικού τραπεζικού λογαριασμού που τηρούσε στην ………. Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ αφορά στο χρονικό διάστημα από 3/12/2007, ήτοι μετά την τέλεση του γάμου, στο δε προσκομιζόμενο αντίγραφο του βιβλιαρίου του υπ’ αριθμ. ………… ατομικού τραπεζικού λογαριασμού που τηρούσε στην ………, εμφανίζει ως πιο πρόσφατη στο χρόνο τέλεσης του γάμου εγγραφή, αυτή της 9/2/2007 (ήτοι πάνω από 8 μήνες πριν από την κρίσιμη ημερομηνία), όπου το υπόλοιπο του λογαριασμού ανερχόταν στα 0,78 ευρώ. Περαιτέρω, η νόμιμη ένσταση που προέβαλε ο εναγόμενος, με την οποία ζητεί να αφαιρεθεί από την περιουσία του το παθητικό αυτής, προκειμένου να εξευρεθεί η τελική καθαρή αύξηση της περιουσίας του, είναι απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος υπέβαλε στην ………. Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. αίτηση για τη δανειοδότηση του επιχειρηματικού του σχεδίου και την ένταξή του στη συγχρηματοδοτούμενη με την ……. Δράση «ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ – ……..». Με βάση το από 4/11/2020 έγγραφο της τράπεζας, του γνωστοποιήθηκε ότι εγκρίθηκε η χορήγηση ποσού 25.000ευρώ, «για την κάλυψη δαπανών που στοχεύουν στην ενίσχυση της ρευστότητας της επιχείρησης, η οποία υφίσταται τις δυσμενείς επιπτώσεις από την εξάπλωση του COVID – 19 ή/και ανέστειλε τη δραστηριότητα της λόγω της πανδημίας Covid-19, (δάνειο κεφαλαίου κίνησης), με ένταξη στο Υποπρόγραμμα 4 μετά από αξιολόγηση της χρηματοδοτικής δομής και της επιχειρηματικής συγκρότησης και δραστηριότητας της επιχείρησης, με τα μέχρι σήμερα (ενν. τότε) διαθέσιμα στοιχεία, πληροφορίες και άλλα δεδομένα και σύμφωνα με την ισχύουσα εσωτερική διαδικασία της Τράπεζας». Στο πλαίσιο αυτό εκδόθηκε το από 28/1/2021 ένταλμα πληρωμής χορηγήσεων, ποσού 25.000 ευρώ προς τον εναγόμενο, ποσό που αυτός εισέπραξε αυθημερόν και οφείλει να εξοφλήσει μέχρι τις 28/1/2026 με την καταβολή τριμηνιαίων δόσεων, ποσού 1.562,50 ευρώ εκάστης. Από τα παραπάνω αποδείχθηκε ότι το ποσό αυτό αφορά στην περιουσία του εναγομένου τη σχετιζόμενη με την επιχειρηματική του δραστηριότητα μετά την αμετάκλητη λύση του γάμου των διαδίκων στις 13/2/2020, στο πλαίσιο των μέτρων οικονομικής στήριξης των επιχειρήσεων που έλαβε η πολιτεία για την αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών της εμφάνισης του κορωνοϊού COVID-19, που ξεκίνησε στην Ελλάδα, ως παγκοίνως γνωστόν, στις 26/2/2020 και γιγαντώθηκε με το κλείσιμο των σχολείων, των κρατικών υπηρεσιών και επιχειρήσεων περί τα μέσα Μαρτίου του ίδιου έτους. Η εξόφληση του δανείου αυτού αποτελεί, επομένως, υποχρέωσή του που δημιουργήθηκε μετά από την αμετάκλητη λύση του γάμου των διαδίκων και δεν συνέχεται με την αξίωση της ενάγουσας για συμμετοχή της στα αποχτήματα κατ’ άρθρο 1400 ΑΚ, και ως εκ τούτου, δεν εμπίπτει στην έννοια του παθητικού της περιουσίας του σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγέθηκε (βλ. και ΜΕφΔωδ 22/2024 ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς εσφαλμένως εκτιμώντας τις αποδείξεις, κατά το βάσιμο σχετικώς προβαλλόμενο τρίτο λόγο [της πρώτης (αρ. κατ. …./2023)] έφεσης της εκκαλούσας, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την ένσταση περί ύπαρξης παθητικού στην τελική περιουσία του εναγομένου εκ της παραπάνω αιτίας, ανερχομένου στο ποσό των 25.000 ευρώ.

Επομένως, η αρχική περιουσία του εναγομένου ανερχόταν σε (35.000 + 25.000 + 35.000 =) 95.000ευρώ και η τελική ανήλθε στο ποσό των (60.000 +170.000 + 35.000 + 8.000 + 1.000 + 8.000 + 100.000 =) 382.000ευρώ. Επομένως, η περιουσία του εναγομένου αυξήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου στο ποσό των (382.000 – 95.000 =) 287.000ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, πέραν των εισοδημάτων από την εργασία του, ο εναγόμενος εκμεταλλευόταν ορισμένα από τα παραπάνω αναφερόμενα, αλλά και έτερα ακίνητα, εκμισθώνοντάς τα είτε με μακροχρόνιες είτε με βραχυχρόνιες μισθώσεις (airbnb) και, όπως προκύπτει από τις υποβληθείσες από αυτόν στη ΔΟΥ …….. δηλώσεις Ε2, αποκόμισε μισθώματα : το έτος 2008 (οικονομικό έτος 2009) συνολικού ποσού 3.150ευρώ, το έτος 2009 (οικονομικό έτος 2010) συνολικού ποσού 3.570ευρώ, το έτος 2010 (οικονομικό έτος 2011) συνολικού ποσού 2.160ευρώ, το έτος 2011 [οικονομικό έτος 2012) συνολικού ποσού 3.240 ευρώ, το έτος 2012 (οικονομικό έτος 2013) συνολικού ποσού 2.800ευρώ, το έτος 2013 (οικονομικό έτος 2014) συνολικού ποσού 4.000 ευρώ, το έτος 2014 συνολικού ποσού 2.400ευρώ, το έτος 2015 συνολικού ποσού 2.600ευρώ, το έτος 2016 συνολικού ποσού 5.480 ευρώ, το έτος 2017 συνολικού ποσού 7.360ευρώ, το έτος 2018 συνολικού ποσού 5.745,54 ευρώ και το 2019 συνολικού ποσού 6.264,19 ευρώ. Αντίστοιχα, η ενάγουσα κατά τα τελευταία έτη του γάμου, και δη περί το έτος 2015, είχε αποκτήσει κατά κυριότητα, ως εκ διαθήκης κληρονόμος της αποβιώσασας νονός της, ένα διαμέρισμα επιφάνειας 32,70τ.μ., που βρίσκεται στον ……… Αττικής, από την εκμίσθωση του οποίου αποκόμιζε το ποσό των 150 ευρώ μηνιαίως. Από τα παραπάνω αναφερθέντα σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας κρίνεται ότι τα εισοδήματα του εναγομένου ήταν υπέρτερα αυτών της ενάγουσας. Οι διάδικοι συνεισέφεραν κατ’ αναλογία των δυνάμεών τους στην αντιμετώπιση των οικογενειακών δαπανών, ενώ επίσης κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους απέκτησαν και άλλα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία, εφόσον δεν περιλαμβάνονται στην αγωγή, δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσας δίκης, όπως λ.χ. τα υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ……… ΙΧΕ αυτοκίνητο, μάρκας ……….., και ………. ΙΧΕ αυτοκίνητο, μάρκας ………., κυριότητας του εναγομένου και της ενάγουσας, αντίστοιχα. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα κατά τα παραπάνω έτη συνεισέφερε στις οικογενειακές ανάγκες και με την παροχή της προσωπικής της εργασίας για τη φροντίδα της συζυγικής οικίας του εναγομένου και για τη φροντίδα και ανατροφή των τέκνων τους, με εκτέλεση εργασιών για την οργάνωση και ομαλή λειτουργία της συζυγικής οικίας και με προσφορά υπηρεσιών παρασκευής φαγητού, πλυσίματος και καθαριότητας για τα ανήλικα τέκνα και τον εναγόμενο. Αντίστοιχα όμως και ο εναγόμενος βοηθούσε στη φροντίδα και ανατροφή των τέκνων τους, αλλά ακόμη και της θυγατέρας της ενάγουσας, ………., την οποία αντιμετώπιζε σαν τέκνο του, χωρίς να το ξεχωρίζει από τα δικά του παιδιά, και μάλιστα, η ανήλικη ήταν εγγεγραμμένη στο ….. Δημοτικό Σχολείο της πόλης της Ρόδου και ο εναγόμενος ήταν αυτός που την πήγαινε στο σχολείο κάθε πρωί, πριν τη μετάβασή του στην επιχείρησή του και παραλάμβανε κάθε μεσημέρι, την φρόντιζε δε και την απασχολούσε στο συνεργείο μέχρι να την παραλάβει η μητέρα της, ενώ κατά τους μήνες που η ενάγουσα εργαζόταν, αλλά συχνά και κατά τον υπόλοιπο χρόνο, ήταν εκείνος που φρόντιζε τα τέκνα τους και πολλές φορές επιμελούνταν της διατροφής τους και απασχολούσε αυτά στο συνεργείο τα απογεύματα μέχρι τη λήξη της εργασίας της, πολλάκις δε, συνεπικουρούνταν και από τη μητέρα του ……… του ………, στην οποία η ενάγουσα άφηνε τα τέκνα της λέγοντάς της χαρακτηριστικά “σου έφερα το πακέτο σου” (όπως βεβαιώνει αυτή στην υπ’ αριθμ. ……../2022 ένορκη βεβαίωσή της). Από τα παραπάνω σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν προέκυψε ότι η ενάγουσα ως προς τη συνεισφορά της στις οικογενειακές δαπάνες υπερέβαινε το επιβαλλόμενο μέτρο (κατά τις διατάξεις των άρθρων 1389 και 1390 ΑΚ) της υποχρέωσής της στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται αναγκαία η χρηματική αποτίμηση των τελευταίων, απορριπτομένου ως κατ’ ουσίαν αβάσιμου του σχετικού αγωγικού ισχυρισμού. Εξάλλου, και ο ισχυρισμός της ότι βοηθούσε το σύζυγό της στην εργασία του, αλλά και στον καθαρισμό των ακινήτων που αυτός εκμίσθωνε και έτσι αυτός εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις (της τάξεως μάλιστα των 675 ευρώ μηνιαίως), που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του, είναι απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Τούτο διότι αφενός μεν ο εναγόμενος απασχολούσε υπαλλήλους στην επιχείρησή του, που ήταν εξειδικευμένοι στο αντικείμενο της δραστηριότητας του εναγομένου, αφετέρου δε, κατά το χρόνο που υπήρχε φόρτος εργασίας, ήτοι τη θερινή περίοδο, λαμβανομένου υπόψη ότι, όπως προεκτέθηκε, αναλάμβανε την επισκευή ηλεκτρολογικών βλαβών οχημάτων, αλλά και σκαφών αναψυχής, που λόγω της αυξημένης τουριστικής κίνησης στο νησί της
Ρόδου, ήταν μεγαλύτερη και η ανάγκη επισκευών, η ίδια εργαζόταν ως ξενοδοχοϋπάλληλος, κατά τα προεκτεθέντα. Επιπρόσθετα, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος εκμίσθωνε ακίνητα κυρίως με μακροχρόνιες μισθώσεις, οπότε και δεν απαιτούνταν η πρόσληψη καθαρίστριας, αντί της εργασίας της οποίας ο εναγόμενος να χρησιμοποιούσε τις υπηρεσίες της συζύγου του, σύμφωνα δε με τα προσκομισθέντα έντυπα Ε2 που υπέβαλε αυτός στην αρμόδια ΔΟΥ, μόνο το έτος 2018 και για ελάχιστες φορές εκμισθώθηκε η ισόγεια μονοκατοικία του στη ……. Ρόδου σε διάφορους εκμισθωτές στο πλαίσιο βραχυχρόνιων μισθώσεων (airbnb) και μάλιστα το αποκομισθέν μίσθωμα ανέρχεται σε μόλις 385,84 ευρώ. Επομένως, η ενάγουσα μόνο περιστασιακά εξυπηρετούσε τον εναγόμενο τόσο στην εργασία του όσο και στις εκμισθώσεις των ακινήτων του, εξυπηρέτηση που εντάσσεται στο πλαίσιο της συζυγικής τους σχέσης και της συνεισφοράς της στις οικογενειακές ανάγκες. Συνέβαλε, ωστόσο, στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου με την παροχή κεφαλαίου, συνολικού ύψους 130.000 ευρώ. Το ότι οι καταβολές του τιμήματος για την αγορά των αντίστοιχων ακινήτων και οι πληρωμές των τιμολογίων και αποδείξεων για την ανακαίνισή τους έγιναν από τον εναγόμενο μέσω των ατομικών τραπεζικών λογαριασμών του, δεν αναιρεί το γεγονός της προέλευσης των χρημάτων από το κεφάλαιο που του παρέσχε η ενάγουσα. Άλλωστε, σαφής ως προς την πορεία του κεφαλαίου αυτού είναι η μητέρα της ενάγουσας, …….. συζ. ………. το γένος ……. στην από 30/9/2022 ένορκη βεβαίωσή της, σύμφωνα με την οποία στις 18/8/2010 κατέθεσε σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε με την ενάγουσα στην ……… Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ, ποσό 150.000 ευρώ, προερχόμενο από μεγαλύτερο ποσό που κέρδισε από τυχηρά παίγνια (αγορά Λαϊκού λαχείου). Από τα χρήματα αυτά η ενάγουσα της επέστρεψε 20.000 ευρώ, προκειμένου να συμπληρώσει για την αγορά διαμερίσματος στη μεγαλύτερη κόρη της ενάγουσας-και εγγονή της βεβαιούσας, ……… Το υπόλοιπο ποσό των 130.000 ευρώ η ενάγουσα το έδωσε σταδιακά στον εναγόμενο, για να ανακαινίζει ή αγοράζει ακίνητα, τα οποία της είχε υποσχεθεί ότι θα μεταβιβάζονταν στα τέκνα τους, και μάλιστα, γι’ αυτό το λόγο η ενάγουσα δεν προέβη στην προσθήκη κατ’ έκταση και καθ’ ύψος ισόγειας οικίας στο ακίνητό της στο ……….. Ρόδου, παρόλο που είχε ήδη από 30/9/2010 αιτηθεί την έκδοση σχετικής άδειας οικοδομής στη Δ/νση Πολεοδομικών Εφαρμογών του Δήμου Ρόδου (αριθμός άδειας …/2011). Η ενάγουσα ανέλαβε αμέσως το χρηματικό ποσό των 20.000 ευρώ, το οποίο έδωσε στον εναγόμενο σε μετρητά για τα έξοδα της τριώροφης οικοδομής (Μ.Ο. ……….). Ακολούθως, ανέλαβε άλλα 40.000 ευρώ, που έδωσε στον εναγόμενο για τον ίδιο λόγο. Μέχρι να ολοκληρωθούν οι εργασίες της οικοδομής έδωσε συνολικά στον εναγόμενο το ποσό των 75.000 ευρώ, το οποίο αυτός χρησιμοποίησε τόσο για της εργασίες ανοικοδόμησης (μόνωση, σοβάτισμα, κτισίματα κ.ά.) όσο και για τον εξοπλισμό της κατοικίας (αγορά επίπλων, τζάκι, κουφώματα, κάγκελα κλπ). Σημειώνεται ότι κατά το χρόνο εκείνο στην Ελλάδα η ανάληψη τέτοιου ύψους ποσών από τραπεζικό λογαριασμό, ακόμη και σε μετρητά, δεν υπόκειτο σε οποιονδήποτε περιορισμό και δεν ήταν υποχρεωτική η διατραπεζική μεταφορά των χρημάτων, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει ο εναγόμενος, απορριπτομένου του συναφούς τρίτου λόγου έφεσής του κατά το αντίστοιχο σκέλος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμου. Τα υπόλοιπα χρήματα, μαζί με άλλα που είχαν ήδη αποταμιεύσει οι τότε σύζυγοι, ύψους 83.000 ευρώ, τα κατέθεσαν σε κοινό λογαριασμό στη Συνεταιριστική Τράπεζα ….. στις 10/4/2012 και από εκεί τοποθετούνταν σε προθεσμιακούς λογαριασμούς με σκοπό την απολαβή μεγαλύτερου ποσού τόκων, λόγω προνομιακού επιτοκίου. Από τα χρήματα αυτά η ενάγουσα διέθεσε τα ποσά των 1.500 και των 2.500 ευρώ για την αγορά του ακινήτου-γκαράζ και της ισόγειας ερειπωμένης οικίας στη …….. (Μ.Γ. ……… και Μ.Ο. ……….), αντίστοιχα. Επίσης, με ποσό 50.000 ευρώ από αυτά τα χρήματα η ενάγουσα συνέβαλε στην αγορά του καταστήματος-ηλεκτρολογείου, το οποίο ο εναγόμενος της είχε υποσχεθεί ότι θα μεταβιβάσει στον υιό τους ……., προκειμένου να τον διαδεχθεί στην επιχείρηση. Η ως άνω ένορκη βεβαίωση της ………. κρίνεται πειστική (σε αντίθεση με όσα εν μέρει ανακόλουθα προς τα παραπάνω είχε η ίδια βεβαιώσει στην υπ’ αριθμ. …/2019 ένορκη βεβαίωσή της ενώπιον της Ειρηνοδίκη Ρόδου), αφού προσδιορίζει ακριβέστερα την πορεία των χρημάτων και το ύφος αυτών, αλλά και τους λόγους για τους οποίους η ενάγουσα προέβη στην παροχή του κεφαλαίου αυτού προς τον εναγόμενο, ενώ και ο εναγόμενος σε λίγο μικρότερο ποσό (45.000 ευρώ) προσδιορίζει το αναλογούν στην ενάγουσα μερίδιο από το κατατεθέν στη Συνεταιριστική Τράπεζα …… Μόνη δε η από αυτόν αποσπασματική προσκόμιση φύλλων βιβλιαρίων τραπεζών δεν οδηγεί σε επιβεβαίωση του ισχυρισμού του ότι από το κεφάλαιο των 130.000 ευρώ η ενάγουσα έχει καταθέσει σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό των διαδίκων που τηρούνταν στη Συνεταιριστική Τράπεζα …. μόνο το χρηματικό ποσό των 45.000 ευρώ εκ των 83.000 ευρώ που κατατέθηκε στην τράπεζα στις 10/4/2012, και μάλιστα ο εναγόμενος αναληθώς ισχυρίζεται ότι από το ποσό αυτό 8.000 ευρώ επιστράφηκαν στην ενάγουσα για την αγορά του αυτοκινήτου της, αφού το αυτοκίνητο η ενάγουσα το αγόρασε σε προηγούμενο χρόνο και δη στις 10/5/2011, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τον εναγόμενο άδεια κυκλοφορίας του οχήματος. Με βάση τα παραπάνω, ο εναγόμενος ωφελήθηκε κατά το ποσό των 130.000 ευρώ, ο οποίος τα διέθεσε για την επαύξηση της περιουσίας του και η ενάγουσα μπορούσε εκ των πραγμάτων να συμβάλει και πράγματι συνέβαλε με τον ανωτέρω τρόπο στην επαύξηση αυτή, που ανήλθε, κατά τα προεκτεθέντα, στο ποσό των 287.000 ευρώ, ήτοι κατά ποσοστό 45,30%, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι η συμβολή της ήταν σε ποσοστό κατώτερο του ως άνω, πολλώ δε μάλλον του 1/3 ή μηδενική, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο εναγόμενος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση επιδίκασε στην ενάγουσα μικρότερο ποσό και δη αυτό των 89.840,04 ευρώ, αντί του μεγαλύτερου ποσού των 130.000 ευρώ, που έπρεπε να της επιδικάσει, έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και στην εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει, επακολούθως, απορριπτομένων και των λοιπών (πλην των επιμέρους κριθέντων κατά τα ανωτέρω) λόγων της [δεύτερης υπ’ αρ. κατ. …/2024] έφεσης του εκκαλούντος, με τους οποίους ζητούσε τη μη επιδίκαση σε βάρος του ή την επιδίκαση μικρότερου του ως άνω ποσού ως κατ’ ουσίαν αβάσιμων, να γίνουν δεκτοί όλοι οι λόγοι της [πρώτης υπ’ αρ. κατ. …./2023] έφεσης της εκκαλούσας ως κατ’ ουσίαν βάσιμοι.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές οι εφέσεις και: Α] να απορριφθεί κατ’ ουσίαν η από 23/11/2023 (αρ. κατ. …/2024) έφεση και να επιβληθούν στον εκκαλούντα, ο οποίος ηττήθηκε στην έκκλητη δίκη, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, δεκτού γενομένου του σχετικού νόμιμου αιτήματος που αυτή υπέβαλε παραδεκτώς με τις προτάσεις της (άρθρα 106,176,183,189παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα κατωτέρω στο διατακτικό και Β] να γίνει δεκτή κατ` ουσίαν η από 31/7/2023 (αρ. κατ. …./2023) έφεση της εκκαλούσας-ενάγουσας και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη υπ’ αριθμ· 78/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου (ειδικής διαδικασίας διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση), αναγκαίως δε και κατά τη διάταξη περί δικαστικής δαπάνης που θα καθοριστεί εξαρχής. Αφού, δε, κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και δικαστεί η αγωγή (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εκατόν τριάντα χιλιάδων ευρώ (130.000€), νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας της εκκαλούσας-ενάνουσας, πρέπει, κατόπιν υποβολής του σχετικού, νόμιμου αιτήματος της, να επιβληθούν εν μέρει σε βάρος του εφεσιβλήτου-εναγομένου, λόγω της εν μέρει ήττας του και αναλογικώς προς αυτήν (άρθρα 106,178 παρ. 1,183,189 παρ. 1,191 παρ. 2 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού συντρέχει μερική «ήττα» του κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων, η οποία προσδιορίζεται από το γεγονός ότι γίνεται δεκτή εν μέρει η εναντίον του αγωγή (ΜονΕφΠατρ 44/2017, 34/2016 αδημ., Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, ΕρμΚΠολΔ I [2000], άρθρο 183 αρ. 1 με περαιτέρω παραπομπές), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων : α) την από 31/7/2023 (αρ. κατ. …./2023) έφεση και β) την από 23/11/2023 (αρ. κατ. …/2024) έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 78/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου (ειδικής διαδικασίας διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση.

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις.

Απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 23/11/2023 (αρ. κατ. …/2024) έφεση.

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

Δέχεται κατ’ ουσίαν την από 31/7/2023 (αρ. κατ. …../2023) έφεση της εκκαλούσας-ενάγουσας.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθμόν 78/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου (ειδικής διαδικασίας διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση).

Κρατεί και δικάζει την από 4/2/2022 (αρ. κατ. ειδικής πινακίου μονομελές οικογενειακών-περιουσιακών διαφορών …/4-2-2022) αγωγή.
Δέχεται εν μέρει αυτήν.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των εκατόν τριάντα χιλιάδων ευρώ (130.000€), νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

Καταδικάζει τον εναγόμενο-εφεσίβλητο στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας-εκκαλούσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει σε έξι χιλιάδες πεντακόσια (6.500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Ρόδο σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του με άλλη σύνθεση λόγω μετάθεσης και αναχώρησης της Εφέτη Μαρίας Κατέχη, αποτελούμενη από την ορισθείσα από τον Πρόεδρο Εφέτη, Παρασκευή Χρυσοχόου, και τη Γραμματέα Ελένη Παπαγρηγορίου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 13 Μαρτίου 2025.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ανατροπή κατάσχεσης κατ΄ άρθρο 1019 ΚΠολΔ. Χρονικά διαστήματα που εξαιρούνται ρητά αλλά όχι περιοριστικά κατ΄ άρθρο 1019§2 ΚΠολΔ από τον υπολογισμό της απαιτούμενης ενιαύσιας προθεσμίας ανατροπής της κατάσχεσης.Η ελάχιστη ως άνω χρονική διάρκεια προσδιορισμού του πλειστηριασμού δεν αφαιρείται κατά τον έλεγχο συμπλήρωσης ή μη της προθεσμίας ανατροπής της κατάσχεσης. Δέχεται αίτηση-ανατρέπει κατάσχεση (αρ. αποφ. 502/2024 Μ.Π.Ρόδου δημοσιευμένη στην ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ)

Ανατροπή κατάσχεσης κατ΄ άρθρο 1019 ΚΠολΔ. Διατάσσεται αιτήσει όποιου προσώπου έχει έννομο συμφέρον προς τούτο από το αρμόδιο ειρηνοδικείο βάσει του τόπου της κατάσχεσης. Ενεργητική νομιμοποίηση διαδίκων στην δεδομένη δίκη. Για την ευδοκίμηση της απαιτείται πιθανολόγηση παρόδου χρονικού διαστήματος πλέον έτους από την εγγραφή της κατάσχεσης επί ακινήτου στα οικεία βιβλία κατασχέσεων χωρίς να διενεργηθεί πλειστηριασμός. Αφετηρία υπολογισμού της άνω δικονομικής προθεσμίας. Χρονικά διαστήματα που εξαιρούνται ρητά αλλά όχι περιοριστικά κατ΄ άρθρο 1019§2 ΚΠολΔ από τον υπολογισμό της απαιτούμενης ενιαύσιας προθεσμίας ανατροπής της κατάσχεσης. Αντίστοιχες χρονικές περίοδοι που έχουν εξαιρεθεί από τον υπολογισμό της άνω προθεσμίας βάσει αναλογικής εφαρμογής της ιδίας ρύθμισης όπως η νομοθετική αναστολή της διενέργειας πλειστηριασμών λόγω εκλογών. Χρόνος προσδιορισμού της διενέργειας του πλειστηριασμού μετά την επιβολή της κατάσχεσής κατά τον ΚΠολΔ. Δεν μπορεί να υπολείπεται των 7 μηνών. Η ελάχιστη ως άνω χρονική διάρκεια προσδιορισμού του πλειστηριασμού δεν αφαιρείται κατά τον έλεγχο συμπλήρωσης ή μη της προθεσμίας ανατροπής της κατάσχεσης. H αυτή ρύθμιση ισχύει και για την ελάχιστη προθεσμία 2 μηνών για τον προσδιορισμό νέου πλειστηριασμού κατόπιν ματαίωσης του και υποβολής δήλωσης συνέχισης αυτού από πιστωτή (973§1 ΚΠολΔ). Από την επιβολή της κατάσχεσης παρήλθε άπρακτο χρονικό διάστημα πλέον του έτους άνευ διενέργειας πλειστηριασμού. Δέχεται αίτηση.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 502/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ

(ΠΡΩΗΝ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Παναγιώτα Ντώνη, Δόκιμη Πρωτοδίκη Ειδικής Επετηρίδας, που ορίστηκε με κλήρωση, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Νοεμβρίου 2024 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: …………, κατοίκου ………….. Ρόδου (άνευ οδού και αριθμού), με ΑΦΜ ……………, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Γεωργίου Λαμπαδάκη, κατοίκου Ρόδου, οδός ……………, αριθ. …………(Α.Μ.Δ.Σ.Ρ.: 414), που κατέθεσε σημείωμα και προσκόμισε, κατόπιν ειδοποίησης του Δικαστηρίου το υπ’ αριθ. ……………../2024 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Ρ., κατ’ άρθρο 61 παρ. 1, 2 και 4 του Ν. 4194/2013 και 227 ΚΠολΔ.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και τον διακριτικό τίτλο «……………………», όπως μετονομάσθηκε η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………………ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ», που εδρεύει στο Δήμο …………., …………….., και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …………………, ενεργούσης υπό την ιδιότητά της ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…………….» (……………….. ……………), που εδρεύει στο …………. Ιρλανδίας, αριθμός μητρώου …………….., …………….., ……………. όροφος,……….., ….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στην ……….., οδός ……………, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Λ.Β. κατοίκου Ρόδου, οδός ………. (Α.Μ.Δ.Σ.Ρ: 372), που κατέθεσε σημείωμα και προσκόμισε το υπ’ αριθ. …../2024 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Ρ., κατ` άρθρο 61 παρ. 1 και 2 του Ν. 4194/2013.

Ο αιτών ζητεί να γίνει δεκτή η από 12-9-2024 αίτησή του με αντικείμενο ανατροπή κατάσχεσης, που κατατέθηκε στις 12-9-2024 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………../2024 στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Ρόδου και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 6-11-2024, οπότε και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο ακροατήριο από τη σειρά του οικείου εκθέματος, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα προφορικά ανέπτυξαν και διέλαβαν στα σημειώματα που κατέθεσαν νόμιμα στο ακροατήριο.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1019 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προ του Ν. 5134/2024, η κατάσχεση, εφόσον δεν ακολούθησε πλειστηριασμός μέσα σε ένα έτος αφότου επιβλήθηκε ή αναπλειστηριασμός μέσα σε έξι μήνες από τον πλειστηριασμό, ανατρέπεται, αν το ζητήσει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, με απόφαση του Ειρηνοδικείου (και ήδη Μονομελούς Πρωτοδικείου), στην περιφέρεια του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ. Το δικαστήριο που διατάσσει την ανατροπή, ερευνά μόνο την ύπαρξη των προϋποθέσεων του Νόμου, και εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση της παρέλευσης του νόμιμου χρόνου, είναι υποχρεωμένο να τη διατάξει (ΑΠ 1508/2018, δημ σε. www.areiospagos.gr). Το δικαστήριο γνωστοποιεί χωρίς υπαίτια καθυστέρηση την απόφαση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, που οφείλει να σταματήσει κάθε παραπέρα ενέργεια και να ζητήσει να εγγράφει σχετική σημείωση στο βιβλίο κατασχέσεων. Η ανατροπή λογίζεται ότι έχει επέλθει ως προς όλους
αφότου δημοσιευτεί η απόφαση. Με τη διάταξη αυτή, εισάγεται ο θεσμός της ανατροπής της κατάσχεσης, εφόσον ο πλειστηριασμός δεν γίνει μέσα στο καθοριζόμενο από αυτήν χρονικό διάστημα, με σκοπό την επίσπευση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, την αποφυγή της παρέλκυσής της από τον επισπεύδοντα, που ενδεχομένως αδρανεί, και την αποτροπή της μακροχρόνιας δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Η ανατροπή της κατάσχεσης δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αλλά απαγγέλλεται με δικαστική απόφαση του Ειρηνοδικείου (και ήδη Μονομελούς Πρωτοδικείου) του τόπου εκτέλεσης που δικάζει με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. (ΕφΛαρ 463/2023, ΤΝΠ Ισοκράτης»). Η προθεσμία του άρθρου 1019 παρ. 1 ΚΠολΔ αρχίζει να τρέχει από την επόμενη ημέρα της κατάσχεσης (άρθ. 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, με την διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 1019 ΚΠολΔ εισάγονται εξαιρέσεις από το γενικό κανόνα της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου και σύμφωνα με αυτές, στις προθεσμίες της παραγράφου 1 δεν υπολογίζονται: α) το χρονικό διάστημα από την έκδοση της απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 966 παρ. 3 και 4 ΚΠολΔ μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού, που ορίσθηκε σύμφωνα με αυτήν, β) το χρονικό διάστημα αναστολής εκτέλεσης, που χορηγήθηκε με δικαστική απόφαση ή επήλθε με κοινή συναίνεση επισπεύδοντας και οφειλέτη και πιστοποιείται με συμβολαιογραφική πράξη καθώς και γ) ο χρόνος από 1 ως 31 Αυγούστου. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, πέραν των ρητώς αλλά όχι περιοριστικώς προβλεπόμενων στην παρ. 2 του άρθρου 1019 ΚΠολΔ περιπτώσεων, θα πρέπει η διάταξη αυτή να εφαρμόζεται αναλογικώς και σε άλλες περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο δανειστής βρίσκεται σε νομική ή πραγματική αδυναμία συνέχισης της εκτελεστικής διαδικασίας, διότι ο νομοθέτης, κατά τη θέσπιση της παρ. 2 του άρθρου 1019 ΚΠολΔ, θέλησε να μη συνυπολογίζονται στις παραπάνω προθεσμίες εκείνα τα χρονικά διαστήματα απροσδιόριστης χρονικής διάρκειας, κατά τα οποία εκ του νόμου παρεμποδίζεται και αδρανεί η εκκρεμής διαδικασία του πλειστηριασμού. Έτσι, μεταξύ άλλων, δεν υπολογίζονται και αφαιρούνται από τις προθεσμίες του έτους και των 6 μηνών του άρθρου 1019 παρ. 1 ΚΠολΔ και τα διαστήματα, κατά τα οποία ο δανειστής εμποδιζόταν να συνεχίσει την εκτέλεση για λόγους μη οφειλόμενους σε δική του αδράνεια, όπως ιδίως όταν αυτό επιβάλλεται από νομικούς λόγους ή σε περίπτωση νομοθετικής πρόβλεψης αναστολής πλειστηριασμών ή το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ανεστάλησαν νομοθετικά οι πλειστηριασμοί λόγω διενέργειας εκλογών. Ρητά μάλιστα στις διατάξεις των άρθρων 959 παρ. 8 και 998 παρ. 2 ΚΠολΔ ορίζεται ότι ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός δεν μπορεί να γίνει από την 1 Αυγούστου έως τις 31 Αυγούστου, καθώς και την προηγούμενη και την επόμενη εβδομάδα της ημέρας των εκλογών για την ανάδειξη βουλευτών, αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Οργάνων Τοπικής Αυτοδιοίκησης, απαγόρευση που ισχύει και για τις επαναληπτικές εκλογές και μόνο για τις περιφέρειες που διεξάγονται τέτοιες. Στην ενιαύσια προθεσμία έχει γίνει δεκτό από μία μερίδα της νομολογίας ότι δεν θα πρέπει να προσμετράται ο μακρύς, σύμφωνα με τις νέες ρυθμίσεις των άρθρων 954 παρ. 2 περ. εκαι 973 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ, χρόνος των επτά μηνών, που μεσολαβεί υποχρεωτικώς μεταξύ της κατάσχεσης και της ημερομηνίας του πλειστηριασμού, καθώς και ο χρόνος των δύο έως τριών μηνών που προβλέπεται επί δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού. Υπό το προισχύσαν καθεστώς, έστω και αν αυτό προέβλεπε σημαντικό μικρότερο χρονικό διάστημα, που έπρεπε να μεσολαβεί μεταξύ κατάσχεσης και πλειστηριασμού ουδέποτε τέθηκε ζήτημα μη συνυπολογισμού αυτού του μεσοδιαστήματος, ενώ βασικός στόχος του Ν. 4335/2015 αποτέλεσε η ταχύτερη ολοκλήρωση της εκτέλεσης, με συνέπεια η παράλειψη ορισμού του ανωτέρω διαστήματος ως μη υπολογιζόμενου κατά την παρ. 2 του άρθρου 1019 ΚΠολΔ να μην οφείλεται σε ακούσιο νομοθετικό κενό [Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη), Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2021, σ. 967 με περαιτέρω παραπομπές]. Το εν λόγω χρονικό διάστημα είναι ρητώς προβλεπόμενο στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και γνωστό εκ των προτέρων ως προς τη διάρκειά του. Η μη εξαίρεση των προθεσμιών αυτών από την ενιαύσια προθεσμία του άρθρου 1019 ΚΠολΔ αποτέλεσε συνειδητή επιλογή του δικονομικού νομοθέτη, ήδη κατά τη θέση σε ισχύ του Ν. 4335/2015, γεγονός που επαληθεύεται με την επιλογή του, κατά τη θέσπιση και του Ν. 4842/2021, να μειώσει την προθεσμία του άρθρου 954 παρ. 2 περ. ε ΚΠολΔ κατά δύο μήνες για τα κινητά και να τη διατηρήσει ίδια για τα ακίνητα, χωρίς να επιμηκύνει την προθεσμία του άρθρου 1019 ΚΠολΔ και χωρίς να εξαιρέσει ρητά την προθεσμία του άρθρου 954 παρ. 2 περ. ε ΚΠολΔ από την ενιαύσιο προθεσμία του άρθρου 1019 ΚΠολΔ, παρά τη μετά τη θέση σε ισχύ του Ν. 4335/2015 επικράτηση στη νομολογία των δικαστηρίων της αντίθετης από το παρόν Δικαστήριο ακολουθούμενη ερμηνευτικής άποψης (ΕιρΑΘ 817/2019, ΕιρΘεσ 249/2019, ΤΝΠ «Νόμος»). Μετά και την τροποποίηση κατά τα ανωτέρω με τον νέο Ν. 4842/2021 καθίσταται αδιαμφισβήτητα πλέον σαφές ότι ο δικονομικός νομοθέτης τελεί εν γνώσει του χρονικού πλαισίου του άρθρου 1019 ΚΠολΔ, ώστε να μη μπορεί να γίνεται λόγος για απροσχεδίαστο από τον νόμο και, συνεπώς, διορθωτέο μέσω της ερμηνείας κενό. Συνεπώς, εμμένοντας ο νομοθέτης στην ενιαύσια προθεσμία, είναι βέβαιο ότι προσδοκά την ολοκλήρωση της εκτελεστικής διαδικασίας εντός αυτής (ΕιρΑΘ 385/2024, ΤΝΠ «Νόμος», Γ. Διαμαντόπουλος, Προσβολή παραδοχών απόφασης, η οποία απορρίπτει αίτηση ανατροπής κατάσχεσης. Λόγοι αφορώντες στη διαδρομή της προθεσμίας της ΚΠολΔ 1019 §1, σε Ερανισμοί και Ανταποδόσεις Θέμιδος, Τόμος 4, σελ. 2021, σελ. 765-782, Απαλαγάκη X., Οι προπαρασκευαστικές προθεσμίες των άρθρων 954 §2 περ. ε` και 993 §2 ΚΠολΔ και ο συνυπολογισμός τους ή μη στην προθεσμία ανατροπής της κατασχέσεως, κατά το άρθρο 1019 ΚΠολΔ, ΕπΑκ 3/2023, 545-548).

Με την κρινόμενη αίτησή του, ο αϊτών, επικαλούμενος έννομο συμφέρον, ζητεί, για τους ειδικότερα αναφερόμενους λόγους, να ανατραπεί η αναγκαστική κατάσχεση που επιβλήθηκε για το ποσό των 297.903,04 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων με την υπ’ αριθ. ………../2-11-2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή, της περιφέρειας του Εφετείου Δωδεκανήσου, με έδρα το Πρωτοδικείο Ρόδου, …………….., με βάση το πρώτο (α) εκτελεστό απόγραφο της υπ’ αριθ. 766/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, σε βάρος ακινήτου του, το οποίο περιγράφεται λεπτομερώς στην αίτηση και για τον λόγο ότι από την επιβολή της κατάσχεσης μέχρι την άσκηση της αίτησης, έχει παρέλθει χρονικό διάστημα που υπερβαίνει το ένα έτος και να γνωστοποιήσει το Δικαστήριο την απόφαση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Η αίτηση παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, δεδομένου
ότι η κατάσχεση επιβλήθηκε στην …………. Ρόδου, δηλαδή στην περιφέρεια του παρόντος Δικαστηρίου [άρθ. 1019 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν τον Ν. 5134/2024 σε συνδυασμό με το άρθρο 4 παρ. 1 Ν. 5108/2024 «Ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, χωροταξική αναδιάρθρωση των δικαστηρίων της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ A 65/2-5-2024)], για να συζητηθεί κατά την προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθ. 682 επ. ΚΠολΔ), είναι δε νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 68 και 1019 ΚΠολΔ και, επομένως, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από όλα τα προσκομιζόμενα με επίκληση από τους διαδίκους έγγραφα πιθανολογούνται τα εξής πραγματικά περιστατικά: Με βάση πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ’ αριθ. 766/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου με την οποία ο απών υποχρεώθηκε, εις ολόκληρον με τη ………. συζ. …………….., να καταβάλει στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………………» το ποσό των 184.419,76 ευρώ εντόκως από τις 13-7-2012, ανατοκιζόμενων των τόκων ανά εξάμηνο και το ποσό των 1.850 ευρώ για δικαστική δαπάνη, επισπεύσθηκε από την καθ’ ης, ενεργώντας ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………..», η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………………», κατά του αιτούντος, αναγκαστική εκτέλεση με την επίδοση σε αυτόν στις 7-9-2022 της από 5-9-2022 επιταγής προς εκτέλεση κάτωθι αντιγράφου του παραπάνω πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής. Κατόπιν, δυνάμει της υπ’ αριθ. …………./2-11-2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Δωδεκανήσου, με έδρα το Πρωτοδικείο Ρόδου, ………………, με βάση το πρώτο (α) εκτελεστό απόγραφο της υπ’ αριθ. 766/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση για το ποσό των 100.000 ευρώ, το οποίο αποτελεί μέρος της απαίτησης (κεφαλαίου) της επισπεύδουσας, με τη ρητή επιφύλαξη της επισπεύδουσας για την είσπραξη του υπόλοιπου επιταχθέντος ποσού, πλέον τόκων και εξόδων, που καταχωρίστηκε στα βιβλία του Κτηματολογίου … με αριθμό ………./2022, σε ακίνητο του αιτούντος, και ειδικότερα επί του δικαιώματος πλήρους και αποκλειστικής (ποσοστού 100%) κυριότητας επί χώρου του ισογείου ορόφου με αριθμό πίνακα πέντε (5) του κτιρίου τέσσερα -πέντε (4-5) ή άλλως της Πτέρυγας Γάμα (Γ), που αποτελείται από ένα (1) δωμάτιο, έχει καθαρή επιφάνεια 374 τ.μ., επιφάνεια κοινόχρηστων 42 τ.μ., δηλαδή συνολική μικτή επιφάνεια 416 τ.μ., καθαρό όγκο 1421 κ.μ., ποσοστιαία αναλογία συνιδιοκτησίας 22/1000 εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου, αντιστοιχούσα σε 350 τ.μ. εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου. Το παραπάνω ακίνητο βρίσκεται στο Κτίριο Τέσσερα – Πέντε (4-5) ή Πτέρυγα Γάμα (Γ), που αποτελείται από τρία (3) υπόγεια (το Γάμα (Γ), το Βήτα (Β) και το Άλφα (Α) υπόγειο), από ισόγειο, πρώτο (Α) και δεύτερο (Β) πάνω από το ισόγειο όροφο, πολυώροφου οικοδομικού συγκροτήματος (βιοτεχνικό κέντρο) που αποτελείται από τέσσερα (4) συνεχόμενα κτίρια (πτέρυγες) συνδεδεμένα μεταξύ τους ως εξής: 1. Κτίριο Ένα-Δύο (1-2) ή Πτέρυγα Άλφα (Α), 2. Κτίριο Τρία (3) ή Πτέρυγα Βήτα (Β), 3. Κτίριο Τέσσερα – Πέντε (4-5) ή Πτέρυγα Γάμα (Γ) και 4. Κτίριο Έξι – Επτά (6-7) ή Πτέρυγα Δέλτα (Δ). Το ως άνω οικοδομικό συγκρότημα έχει ανεγερθεί σε οικόπεδο έκτασης 15.915 τ.μ. της κτηματικής περιφέρειας ………. Ρόδου, με κτηματολογικά στοιχεία: Τόμος …………., Φύλλο ……….., Μερίδα…………. Γαιών …….. και φάκελος …………, νομικής φύσης «μουλκ» και συνορεύει ανατολικά με δημόσια οδό, νότια με μερίδα γαιών ….., δυτικά με μερίδα γαιών ………. και βόρεια με μερίδα με μερίδα ………….. και ……….. Αποτελεί ανεξάρτητη και αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία και υπήχθη στις διατάξεις των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Ν. 3741/29, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 1024/1971, δυνάμει της υπ’ αριθ. …………./24-08-1981 πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της Συμβολαιογράφου Ρόδου, ……………., όπως αυτή διορθώθηκε και συμπληρώθηκε δυνάμει της με αριθ. ……………../18-03-1985 πράξης της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου, νόμιμα καταχωρισθέντων στα βιβλία του Κτηματολογίου…. με τις με αριθμό …………/13-10-1981 και ………………/07-06-1985 πράξεις αντίστοιχα. Με την ως άνω κατασχετήρια έκθεση ακινήτου, ορίστηκε ως αρχική ημερομηνία ηλεκτρονικού πλειστηριασμού η 21η Ιουνίου 2023, ημέρα Τετάρτη, από ώρα 10:00 έως 12:00 της ίδιας ημέρας με τιμή πρώτης προσφοράς το ποσό των τετρακοσίων τριάντα χιλιάδων (430.000) ευρώ και υπάλληλος του πλειστηριασμού ορίστηκε η Συμβολαιογράφος Ρόδου …………….. Ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός ωστόσο δεν πραγματοποιήθηκε κατά την ως άνω ορισθείσα ημερομηνία λόγω της διενέργειας των βουλευτικών εκλογών της 25ης Ιουνίου 2023. Εν συνεχεία με την υπ’ αριθ. ………../4-7-2024 πράξη δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Ρόδου …………. συζ. ……………., το γένος ………, που εδρεύει στη …, οδός …………, αριθ. …, ορίστηκε με επίσπευση της καθης η αίτηση με την ίδια παραπάνω ιδιότητά της νέα ημερομηνία ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, με την ίδια τιμή πρώτης προσφοράς (430.000 ευρώ), η 23η Οκτωβρίου 2024, ημέρα Τετάρτη και από ώρα 10:00 έως 12:00. Από την επόμενη ημέρα επιβολής της κατάσχεσης (01-1-2022) και μέχρι την κατάθεση της υπό κρίση αίτησης (12-9-2024) μεσολάβησε χρονικό 680 ημερών από το οποίο πρέπει να αφαιρεθούν, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1019 παρ. 2 ΚΠολΔ, τα εξής χρονικά διαστήματα: (α) το χρονικό διάστημα της προηγούμενης και της επόμενης εβδομάδας της ημέρας των βουλευτικών εκλογών της 21ης Μαΐου 2023 και συγκεκριμένα από 14-5-2023 έως 28-5-2023 λόγω αναστολής διαδικασίας διενέργειας πλειστηριασμών ένεκα της διενέργειας των βουλευτικών εκλογών, σύμφωνα με το υπ’ αριθ. …/2-5-2023 έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης και το άρθρο 998 παρ. 2 ΚΠολΔ, δηλαδή δέκα πέντε (15) ημέρες, (β) το χρονικό διάστημα της προηγούμενης και της επόμενης εβδομάδας της ημέρας των βουλευτικών εκλογών της 25ης Ιουνίου 2023 και συγκεκριμένα από 18-6-2023 έως 2-7-2023 λόγω αναστολής διαδικασίας διενέργειας πλειστηριασμών ένεκα της διενέργειας των βουλευτικών εκλογών, σύμφωνα με το υπ’ αριθ. …../12-6-2023 έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης και το άρθρο 998 παρ. 2 ΚΠολΔ, δηλαδή δέκα πέντε (15) ημέρες, (γ) το διάστημα από 1 μέχρι και 31 Αυγούστου 2023, δηλαδή τριάντα μία (31) ημέρες, (δ) το χρονικό διάστημα της προηγούμενης και της επόμενης εβδομάδας της ημέρας των περιφερειακών και δημοτικών εκλογών της 8ης Οκτωβρίου 2023 και των επαναληπτικών εκλογών της 15ης Οκτωβρίου 2023 στον Δήμο … Δωδεκανήσου και συγκεκριμένα από 1-10-2023 έως 22-10-2023 λόγω αναστολής διαδικασίας διενέργειας πλειστηριασμών ένεκα της διενέργειας των περιφερειακών και δημοτικών εκλογών, σύμφωνα με το υπ αριθ. …../22-9-2023 έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης και το άρθρο 998 παρ. 2 ΚΠολΔ, δηλαδή είκοσι δύο (22) ημέρες, (ε) το χρονικό διάστημα από 20-11-2023 έως 8-1-2024 λόγω πανελλαδικής αποχής των Συμβολαιογράφων από τα καθήκοντα τους κατόπιν σχετικών αποφάσεων της γενικής συνέλευσης του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείων Αθηνών-Πειραιώς-Αιγαίου & Δωδεκανήσου, δηλαδή πενήντα (50) ημέρες, στ) το χρονικό διάστημα της προηγούμενης και της επόμενης εβδομάδας της ημέρας των Ευρωεκλογών της 9ης Ιουνίου 2024 και συγκεκριμένα από 2-6-2024 έως 16-6-2024, σύμφωνα με το υπαριθ. …./29-5-2024 έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης και το άρθρο 998 παρ. 2 ΚΠολΔ, δηλαδή δέκα πέντε (15) ημέρες, ζ) το διάστημα από 1 μέχρι και 31 Αυγούστου 2024, δηλαδή τριάντα μία (31) ημέρες και συνολικά (15+15+31+22+50+15+31=) 179 ημέρες. Επομένως, μετά την αφαίρεση των αμέσως παραπάνω χρονικών διαστημάτων, δηλαδή συνολικού χρονικού διαστήματος 179 ημερών, απομένει χρονικό διάστημα (680-179 =) 501 ημερών, το οποίο έχει μεσολαβήσει ανάμεσα στην κατάσχεση και στην άσκηση της κρινόμενης αίτησης, χωρίς να έχει διενεργηθεί πλειστηριασμός. Πέρα από την αφαίρεση των αμέσως παραπάνω χρονικών διαστημάτων δεν πρέπει να αφαιρεθεί κανένα άλλο διάστημα και μάλιστα ούτε το επτάμηνο διάστημα από την κατάσχεση μέχρι τον πλειστηριασμό που ορίστηκε αρχικά ούτε το δίμηνο διάστημα από τη νέα επίσπευση του πλειστηριασμού που δεν διενεργήθηκε και εξής, τα οποία, σύμφωνα με τον νόμο (άρθ. 993 παρ. 2 και 973 παρ. 1 ΚΠολΔ αντίστοιχα), πρέπει αναγκαία να μεσολαβούν κατ’ ελάχιστον ανάμεσα στην κατάσχεση (ή τη νέα επίσπευση πλειστηριασμού αντίστοιχα) και στον πλειστηριασμό, καθώς, σύμφωνα με όσα αναλυτικά αναφέρθηκαν στην ως άνω νομική σκέψη, τα χρονικά αυτά διαστήματα δεν αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 1019 παρ. 2 ΚΠολΔ ούτε μπορούν να αφαιρεθούν κατ αναλογία της παραπάνω διάταξης, εφόσον ο νομοθέτης γνώριζε τις προθεσμίες των ως άνω άρθρων και δεν τις εξαίρεσε από την προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 1019 παρ. 1 ΚΠολΔ ετήσια προθεσμία (ΜΠΑΘ 5694/2024, ΕιρΑΘ 530/2021, ΕιρΑΘ 529/2021, ΕιρΑΘ 272/2020, ΕιρΑΘ 443/2019, ΤΝΠ «Ισοκράτης» με περαιτέρω παραπομπές). Με βάση όλα τα παραπάνω, από την επομένη της επιβολής της ένδικης κατάσχεσης έως την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει μεσολαβήσει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους, ακόμη και μετά την αφαίρεση των αναφερόμενων παραπάνω χρονικών διαστημάτων, που δεν υπολογίζονται κατά τον νόμο στην ετήσια προθεσμία του άρθρου 1019 παρ. 1 ΚΠολΔ, χωρίς στο μεταξύ να διενεργηθεί πλειστηριασμός. Τέλος, πιθανολογήθηκε ότι ο αϊτών έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την ανατροπή της παραπάνω κατάσχεσης, δεδομένου ότι ο ίδιος έχει στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητά του το περιγραφόμενο παραπάνω κατασχεθέν ακίνητο και ως εκ τούτου ωφελείται από την ελευθέρωσή του από το βάρος της ένδικης κατάσχεσης. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση ως ουσιαστικά βάσιμη και να διαταχθεί η ανατροπή της προσβαλλόμενης αναγκαστικής κατάσχεσης κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, ενώ τα δικαστικά έξοδα του αιτούντος δεν θα επιβληθούν σε βάρος της καθ’ ης, ελλείψει σχετικού αιτήματος του (άρθ. 106 ΚΠολΔ).

                                                                           ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την ανατροπή της αναγκαστικής κατάσχεσης, που επιβλήθηκε με επίσπευση της καθ’ ης η αίτηση δυνάμει της υπ’ αριθ. …………./2-11-2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Δωδεκανήσου, με έδρα το Πρωτοδικείο Ρόδου, ………………., επί του δικαιώματος πλήρους και αποκλειστικής (ποσοστού 100%) κυριότητας του αιτούντος επί χώρου του ισογείου ορόφου με αριθμό πίνακα … του κτιρίου τέσσερα -πέντε (4-5) ή άλλως της Πτέρυγας Γάμα (Γ), που αποτελείται από ένα (1) δωμάτιο, έχει καθαρή επιφάνεια 374 τ.μ., επιφάνεια κοινόχρηστων 42 τ.μ., δηλαδή συνολική μικτή επιφάνεια 416 τ.μ., καθαρό όγκο 1421 κ.μ.» ποσοστιαία αναλογία συνιδιοκτησίας 22/1000 εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου, αντιστοιχούσα σε 350 τ.μ. εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου. Το παραπάνω ακίνητο βρίσκεται στο Κτίριο … ή Πτέρυγα Γάμα (Γ), που αποτελείται από τρία (3) υπόγεια (το Γάμα (Γ), το Βήτα (Β) και το Άλφα (Α) υπόγειο), από ισόγειο, πρώτο (Α) και δεύτερο (Β) πάνω από το ισόγειο όροφο, πολυώροφου οικοδομικού συγκροτήματος (βιοτεχνικό κέντρο) που αποτελείται από τέσσερα (4) συνεχόμενα κτίρια (πτέρυγες) συνδεδεμένα μεταξύ τους ως εξής: 1. Κτίριο Ένα – Δύο (1 -2) ή Πτέρυγα Άλφα (Α), 2. Κτίριο Τρία (3) ή Πτέρυγα Βήτα (Β), 3. Κτίριο … ή Πτέρυγα Γάμα (Γ) και 4. Κτίριο Έξι – Επτά (6-7) ή Πτέρυγα Δέλτα (Δ). Το ως άνω οικοδομικό συγκρότημα έχει ανεγερθεί σε οικόπεδο έκτασης 15.915 τ.μ. της κτηματικής περιφέρειας …. Ρόδου, με κτηματολογικά στοιχεία: Τόμος .., Φύλλο …, Μερίδα … … και φάκελος …………., νομικής φύσης «Μουλκ» και συνορεύει ανατολικά με δημόσια οδό, νότια με μερίδα γαιών …., δυτικά με μερίδα γαιών …………. και βόρεια με μερίδα με μερίδα γαιών ………….. και …, η οποία αποτελεί ανεξάρτητη και αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία και υπήχθη στις διατάξεις των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Ν. 3741/29, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 1024/1971, δυνάμει της υπ’ αριθ. ………./24-08-1981 πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της Συμβολαιογράφου Ρόδου, …………….., όπως αυτή διορθώθηκε και συμπληρώθηκε δυνάμει της με αριθ. ……………./18-03-1985 πράξης της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου, νόμιμα καταχωρισθέντων στα βιβλία του Κτηματολογίου … με τις με αριθμό …………./13-10-1981 και ………………/07-06-1985 πράξεις αντίστοιχα.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη γνωστοποίηση της παρούσας απόφασης με επιμέλεια της Γραμματείας του παρόντος Δικαστηρίου αμέσως και χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στην επί του πλειστηριασμού υπάλληλο και Συμβολαιογράφο Ρόδου,……………. συζ. ……………., το γένος ………….., που εδρεύει στη ………., οδός …………….., αριθ. ………….., ή στον νόμιμο αναπληρωτή αυτής, προκειμένου να απόσχει από κάθε περαιτέρω ενέργεια εκτέλεσης και να ζητήσει να εγγράφει σχετική με την ανατροπή της κατάσχεσης σημείωση στο οικείο βιβλίο του Κτηματολογίου ….

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στη Ρόδο, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στις 17-12-2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
(για τη δημοσίευση)

Αποζημίωση από καθυστέρηση πτήσης. Ισχύων Ευρωπαϊκός Κανονισμός. Συντρέχουσα αρμοδιότητα του Δικαστηρίου του τόπου του τελικού προορισμού. Ευθύνη αερομεταφορέα προς αποζημίωση σε περίπτωση που η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε έκτακτες περιστάσεις. Δέχεται αγωγή (αρ. αποφ. 2/2025 Μ.Π.Ρόδου – διαδικασία μικροδιαφορών δημοσιευμένη στην ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ)

Αγωγή αποζημίωσης στα πλαίσια πλημμελούς εκπλήρωσης σύμβασης αεροπορικής μεταφοράς από αεροπορική εταιρεία. Τοπική αρμοδιότητα δικαστηρίων για την εκδίκαση διαφορών αποζημίωσης πελατών κατά αεροπορικής εταιρείας λόγω ματαίωσης ή καθυστέρησης αεροπορικής μεταφοράς. Όροι θεμελίωσης διεθνούς δικαιοδοσίας ελληνικών δικαστηρίων προς εκδίκαση των άνω διαφορών. Όροι ευθύνης αεροπορικού μεταφορέα κατά τον Καν 261/2004 επί άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης. Πεδίο εφαρμογής του άνω Κανονισμού και βασικές έννοιες αυτού. Δικαιώματα επιβάτη επί ματαίωσης πτήσης όπως η αξίωση καταβολής ειδικής αποζημίωσης και λήψη φροντίδας από την οικεία αεροπορική εταιρεία. Ύψος της άνω ειδικής αποζημίωσης. Λοιπές υποχρεώσεις αεροπορικού μεταφορέα επί καθυστέρησης πτήσης. Όροι κατάφασης ματαίωσης ή καθυστέρησης αντίστοιχα πτήσης σε περίπτωση μεταφοράς επιβατών σε έτερη ήδη προγραμματισμένη πτήση. Αναγκαίες περιστάσεις για την επέκταση του δικαιώματος αποζημίωσης και υπέρ επιβατών που υπέστησαν ζημία εκ της μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης τους. Προς τούτο απαιτείται να προκύπτει πως εξαιτίας καθυστερημένων πτήσεων, υφίστανται απώλεια χρόνου ίση ή ανώτερη των τριών ωρών, τουτέστιν φθάνουν στον τελικό προορισμό τους τρεις και πλέον ώρες αργότερα από την ώρα που είχε αρχικώς προγραμματίσει ο αερομεταφορέας. Μέσα άμυνας αεροπορικών μεταφορέων προς απαλλαγή τους από την ευθύνη αποζημίωσης λόγω ματαίωσης ή σημαντικής καθυστέρησης πτήσης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 19 της κυρωθείσης με το ν.3006/2002 Σύμβασης του Μόντρεαλ 28-5-1999. Οι ανωτέρω δύνανται να επικαλεστούν πως η ματαίωση ή καθυστέρησης της πτήσης οφείλεται σε συμβάν που προκλήθηκε από έκτακτες περιστάσεις που δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη κι αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα και πως προέβησαν στις δέουσες ενέργειες μείωσης της ζημίας των επιβατών. Την λήψη των άνω μέτρων οφείλει να αποδείξει η εναγόμενη εταιρεία. Προσδιορισμός των άνω περιστάσεων που μπορεί να συνδέονται με περιόδους πολιτικής αστάθειας, απροσδόκητων ελλείψεων στην ασφάλεια της πτήσης και απεργιών που επηρεάζουν τη λειτουργία του αερομεταφορέα. Έννοια «απροσδόκητων ελλείψεων στην ασφάλεια της πτήσης» όπου δεν εμπίπτουν τεχνικά προβλήματα που διαπιστώνονται κατά ή ελλείψει συντήρησης των αεροσκαφών. Περιπτώσεις που δεν είναι εφικτή η απαλλαγή του αερομεταφορέα από την ευθύνη διά της άνω ένστασης. Δέχεται αγωγή.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΙΚΡΟΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης 02/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ

Αποτελούμενο από την Δικαστή Χρυσούλα Αντωνοπούλου, Πάρεδρο Πρωτοδικείου, και την γραμματέα Αικατερίνη Τούβρα.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στη Ρόδο την 05η Νοεμβρίου 2024, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εναγόντων: 1. Γεωργίου Λαμπαδάκη του Νικολάου, δικηγόρου, κατοίκου Ρόδου, οδός ………. ………. , με Α.Φ.Μ. …………… , ατομικά για τον εαυτό του και ως ασκούντος τη γονική μέριμνα της ανήλικης θυγατέρας του ………. ………. , 2. ………. συζ. ………. ………. το γένος ………. , κατοίκου Ρόδου, οδός ………. ………. , με Α.Φ.Μ. ………… , ατομικά για τον εαυτό της και ως ασκούσας τη γονική μέριμνα της ανήλικης θυγατέρας του ………. ………. , οι οποίοι παραστάθηκαν ο μεν πρώτος αυτοπροσώπως και η δεύτερη δια του πρώτου των εναγόντων ………. ………. (AM ΔΣΡ 414) ………. που κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις στις 11.09.2023, την από 23.08.2023 εξουσιοδότηση και την από 07.01.2025 υπεύθυνη δήλωση περί μη υποχρέωσης έκδοσης γραμματίου προκαταβολής εισφορών και ενσήμων, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση αυτής.

Της εναγόμενης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία « ………. ………. ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο « ………. ………. Α.Ε.» (« ………. ………. S.A.»), που εδρεύει ………. ………. Αττικής, επί του Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών, κτήριο ………. , όπως εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. ………. , η οποία εκπροσωπήθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Φαίδρας Αγγελάκη (AM ΔΣΡ 38843), η οποία κατέθεσε προτάσεις στις 02.10.2023, την από 21.05.2024 εξουσιοδότηση του Διευθύνοντος Συμβούλου της και το με στοιχεία ………. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων και παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ι.Β. (AM ΔΣΡ 330 } κατά την εκφώνηση αυτής, ο οποίος κατέθεσε το με στοιχεία ………. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων.

Οι ενάγοντες κατέθεσαν την από 23.08.2023 αγωγή τους στη Γραμματεία του πρώην Ειρηνοδικείου Ρόδου με αρ. καταθ. ………. /23.08.2023, διαδικασίας μικροδιαφορών (ν. 4842/2021), κατά της αντιδίκου τους, την οποία της επέδωσαν την 01.09.2023 (σχετικά η με αριθμό ………. /01.09.2023 Έκθεση Επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………. ), ήτοι εντός δέκα (10) ημερών από την κατάθεσή της, κατά το άρθρο 468 παρ. 1 ΚΠολΔ. Στην παραπάνω έκθεση κατάθεσης δικογράφου αναγράφηκε ότι οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τα αποδεικτικά έγγραφά τους και υπόμνημα-προτάσεις εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την λήξη της προθεσμίας επίδοσης της αγωγής, δηλ. μέχρι την 02.10.2023. Οι ενάγοντες κατέθεσαν εμπρόθεσμα στη γραμματεία του δικαστηρίου, στις 11.09.2023 τις προτάσεις τους και τα αποδεικτικά τους έγγραφα, προσθήκη – αντίκρουση κατέθεσαν στις 09.10.2023. Η εναγόμενη κατέθεσε προτάσεις και αποδεικτικά έγγραφα στις 02.10.2023, προσθήκη-αντίκρουση κατέθεσε, δε, στις 06.10.2023. Μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, ορίστηκε η συζήτηση της υπόθεσης για την στην αρχή της παρούσας ορισθείσα δικάσιμο και η υπόθεση εγγράφηκε στο πινάκιο με τον αριθμό …… (…) .

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κανονισμού αριθ. 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Φεβρουαρίου 2004 για ιη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης. που θεσπίζει τα ελάχιστα δικαιώματα των επιβατών στις προαναφερόμενες περιπτώσεις, σε περίπτωση ματαίωσης της πτήσης παρέχεται το δικαίωμα στους επιβάτες να λαμβάνουν αποζημίωση το ύψος της οποίας προσδιορίζεται αναλόγως με την απόσταση του τελευταίου προορισμού στον οποίο ο επιβάτης θα φθάσει καθυστερημένα μετά την προγραμματισμένη ώρα εξ αιτίας της άρνησης επιβίβασης. Περαιτέρω, στο άρθρο 9 σε συνδυασμό με την 17η αιτιολογική σκέψη του προοιμίου του αυτού Κανονισμού προβλέπεται η υποχρέωση των αερομεταφορέων να παρέχουν επαρκή φροντίδα σε επιβάτες των οποίων οι πτήσεις παρουσιάζουν καθυστέρηση, συγκεκριμένα προβλέπεται η παροχή δωρεάν γευμάτων και αναψυκτικών ανάλογα του χρόνου αναμονής τους, η διανυκτέρευση σε ξενοδοχείο όταν αποβαίνει αναγκαία η παραμονή τους, η μεταφορά μεταξύ του αερολιμένα και καταλύματος, οι ίδιοι δε οι επιβάτες, μεταξύ άλλων, θα πρέπει να είναι σε θέση να τη συνεχίζουν υπό ικανοποιητικές συνθήκες. Επιπλέον, βάσει του συγκεκριμένου άρθρου προσφέρονται δωρεάν στους επιβάτες δύο τηλεφωνήματα, τέλεξ ή φαξ ή μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Εξάλλου, στο άρθρο 12 του Κανονισμού ορίζεται ότι αυτός (ο Κανονισμός) δεν θίγει τα δικαιώματα του επιβάτη για περαιτέρω αποζημίωση. Περαιτέρω, σύμφωνα με την 14η αιτιολογική σκέψη του προοιμίου του Κανονισμού, η οποία επαναλαμβάνει τα οριζόμενα στο άρθρο 19 της κυρωθείσης με το ν.3006/2002 Σύμβασης του Μόντρεαλ 28-5-1999, οι ως άνω θεσπιζόμενες με αυτόν υποχρεώσεις προς αποζημίωση του επιβάτη θα πρέπει να περιορίζονται ή και να μην ισχύουν όταν ένα συμβάν έχει προκληθεί από έκτακτες περιστάσεις οι οποίες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη κι αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα. Τέτοιες περιστάσεις μπορούν ειδικότερα να προκύψουν σε περιπτώσεις πολιτικής αστάθειας, καιρικών συνθηκών που δεν επιτρέπουν την πραγματοποίηση της συγκεκριμένης πτήσης, κινδύνων για την ασφάλεια των επιβατών, απροσδόκητων ελλείψεων στην ασφάλεια της πτήσης και απεργιών που επηρεάζουν τη λειτουργία του πραγματικού αερομεταφορέα. Από τα ανωτέρω οριζόμενα στο προοίμιο του Κανονισμού προκύπτει ότι κατά τον Κοινοτικό νομοθέτη τα ως άνω γεγονότα η απαρίθμηση των οποίων εξάλλου δεν είναι εξαντλητική, δεν συνιστούν αφ’ εαυτών έκτακτες περιστάσεις, αλλά ενδέχεται να οδηγήσουν στη δημιουργία τέτοιων περιστάσεων. Κατά συνέπεια όλες οι περιστάσεις που συνδέονται με τέτοια γεγονότα δεν αποτελούν οπωσδήποτε αιτίες απαλλαγής από την υποχρέωση αποζημίωσης που προβλέπει ο Κανονισμός. Μολονότι δε ο ενωσιακός νομοθέτης περιέλαβε στο σχετικό κατάλογο τις ` ` απροσδόκητες ελλείψεις στην ασφάλεια της πτήσης και μολονότι ένα τεχνικό πρόβλημα που παρουσίασε το αεροσκάφος μπορεί να περιληφθεί στις ελλείψεις αυτές, εντούτοις, οι περιστάσεις που συνδέονται με ένα τέτοιο γεγονός δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως έκτακτες. παρά μόνο εάν αφορούν γεγονός το οποίο, όπως εκείνα που απαριθμούνται στη 14η αιτιολογική σκέψη του εν λόγω Κανονισμού, δεν συνδέεται αναπόσπαστα με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του οικείου αερομεταφορέα και διαφεύγει του αποτελεσματικού ελέγχου του, λόγω της φύσης και των αιτίων του. Λόγω, όμως, των ειδικών συνθηκών υπό τις οποίες πραγματοποιούνται οι αεροπορικές μεταφορές και της περίπλοκης τεχνολογίας των αεροσκαφών επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι αερομεταφορείς αντιμετωπίζουν συνήθως κατά την άσκηση της δραστηριότητάς τους, διάφορα τεχνικά προβλήματα τα οποία αναποφεύκτως ανακύπτουν από τη λειτουργία των αεροσκαφών. Άλλωστε, προς αποτροπή ακριβώς τέτοιων προβλημάτων και προς πρόληψη συμβάντων που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των πτήσεων, τα αεροσκάφη υποβάλλονται σε τακτικούς και ιδιαίτερα αυστηρούς ελέγχους, εγγενείς στις συνήθεις συνθήκες εκμετάλλευσης των αεροπορικών επιχειρήσεων. Επομένως, η επίλυση τεχνικού προβλήματος οφειλόμενου σε έλλειψη συντήρησης αεροσκάφους πρέπει να θεωρείται ως στοιχείο αναπόσπαστα συνδεόμενο με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του αερομεταφορέα, ενώ τεχνικά προβλήματα που διαπιστώνονται κατά τη συντήρηση των αεροσκαφών ή λόγω έλλειψης τέτοιας συντήρησης δεν μπορούν να αποτελούν αυτά καθεαυτά ` ` έκτακτες περιστάσεις. Ενόψει, λοιπόν, των ανωτέρω απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει εάν τα τεχνικά προβλήματα που επικαλέστηκε ο αερομεταφορέας στην υπόθεση της κύριας δίκης ανέκυψαν από γεγονότα τα οποία δεν συνδέονται αναπόσπαστα με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του οικείου αερομεταφορέα και διαφεύγουν του αποτελεσματικού ελέγχου του (απόφαση του ΔΕΚ της 22ης Δεκεμβρίου 2008 στην υπόθεση C-549/2007 δημ. ΝΟΜΟΣ) .

Ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να προσδιορίσει τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχουν οι αερομεταφορείς σε περίπτωση ματαίωσης πτήσης ή μεγάλης καθυστέρησης, δηλαδή διάρκειας τουλάχιστον τριών ωρών, και οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, του Κανονισμού 261/2004 (απόφαση της 4ης Μαΐου 2017, …..και ….., C-315/15, EU: C:2017:342, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) . Σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις 14 και 15 καθώς και με το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, κατά παρέκκλιση από όσα ορίζει η παράγραφος 1 του εν λόγω άρθρου, ο αερομεταφορέας απαλλάσσεται από την υποχρέωση αποζημίωσης των επιβατών που υπέχει από το άρθρο 7 του Κανονισμού 261/2004, εάν δύναται να αποδείξει ότι η ματαίωση της πτήσης ή η καθυστέρησή της, διάρκειας τουλάχιστον τριών ωρών κατά την άφιξη, οφείλεται σε «έκτακτες περιστάσεις» οι οποίες δεν θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα ή, σε περίπτωση επέλευσης μιας τέτοιας περίστασης, ότι έλαβε τα κατάλληλα για την περίπτωση μέτρα, χρησιμοποιώντας όλες τις δυνατότητες που διέθετε σε προσωπικό ή υλικά μέσα, καθώς και τις χρηματοοικονομικές του δυνατότητες, προκειμένου να αποτρέψει το ενδεχόμενο η περίσταση αυτή να έχει ως συνέπεια τη ματαίωση ή τη μεγάλη καθυστέρηση της συγκεκριμένης πτήσης (απόφαση της 4ης Απριλίου 2019, ……………, C-501/17, EU: C:2019:288, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, 26-6/2019 C-159/2018) .Κατά πάγια νομολογία, μπορούν να χαρακτηριστούν ως «έκτακτες περιστάσεις» , κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, του Κανονισμού, τα γεγονότα τα οποία, ως εκ της φύσεως και των αιτίων τους, δεν συνδέονται αναπόσπαστα με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του οικείου αερομεταφορέα και επί των οποίων ο αερομεταφορέας αυτός δεν έχει πραγματικό έλεγχο, οι δε δύο αυτές προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά (απόφαση της 4ης Απριλίου 2019, ………. , C-501/17, EU: C:2019:288, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, 26-6/2019 C-159/2018) . Συναφώς, επιβάλλεται η επισήμανση ότι ο χαρακτηρισμός μιας κατάστασης ως «έκτακτης περίστασης» κατά την έννοια της διάταξης αυτής πρέπει να γίνεται λαμβανομένης υπόψη μόνον της περίστασης που προκάλεσε τη ματαίωση ή τη μεγάλη καθυστέρηση της συγκεκριμένης πτήσης, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί αρχικά, αν η εν λόγω περίσταση συνιστά «γεγονός» κατά την έννοια της σκέψης 22 της απόφασης της 22ας Δεκεμβρίου 2008, ………. – ………. (C-549/07, EU: C:2008:771, 26-6/2019 C-159/2018) .

Ακολούθως, το άρθρο 6 του ανωτέρω Κανονισμού, που τιτλοφορείται «Καθυστέρηση» , ορίζει στην παρ. 1 ότι όταν πραγματικός αερομεταφορέας εκτιμά εύλογα ότι μια πτήση θα έχει καθυστέρηση σε σχέση με την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησής της……. γ) τέσσερις ώρες ή περισσότερο προκειμένου για πτήσεις που δεν εμπίπτουν στα στοιχεία α’ ή β’ (ενν. για πτήσεις μεγαλύτερες των 3.500 χιλιομέτρων), παρέχει στους επιβάτες: ι) τη βοήθεια που προβλέπεται στο άρθρο 9 παρ. 1 στοιχ.α’ και παρ. 2 και ιι) όταν ο ευλόγως αναμενόμενος χρόνος αναχωρήσεως είναι τουλάχιστον η επόμενη μέρα από τον χρόνο αναχωρήσεως που είχε ανακοινωθεί προηγουμένως, τη βοήθεια του άρθρου 9 παρ. 1 στοιχ. β’ και γ’ και ιιι) όταν η καθυστέρηση είναι τουλάχιστον πέντε ώρες, τη βοήθεια του άρθρου 8 παρ. 1 στοιχ. α’. Το άρθρο 7 του Κανονισμού αυτού, που τιτλοφορείται «Δικαίωμα αποζημίωσης» , ορίζει: «1. Όταν γίνεται παραπομπή στο παρόν άρθρο, ο επιβάτης λαμβάνει αποζημίωση ύψους: …. γ) 600 ευρώ για όλες τις πτήσεις που δεν εμπίπτουν στα στοιχεία α’ ή β’ (ενν. για πτήσεις μεγαλύτερες των 3.50 χιλιομέτρων).»

Από το άρθρο 6 του Κανονισμού προκύπτει, εξάλλου, ότι το περιεχόμενο που προσέδωσε ο ενωσιακός νομοθέτης στην έννοια της «καθυστερήσεως πτήσεως» συναρτάται αποκλειστικώς με την προγραμματισθείσα ώρα αναχωρήσεως, θεωρημένου, ως εκ τούτου, ότι μετά την ώρα αναχωρήσεως, τα υπόλοιπα στοιχεία που ασκούν επιρροή στην πτήση παραμένουν αμετάβλητα. Επομένως, μία πτήση «έχει καθυστέρηση» κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 6, εφόσον πραγματοποιείται σύμφωνα με τον αρχικός προβλεφθέντα προγραμματισμό και εφόσον η πραγματική ώρα αναχωρήσεως καθυστερήσει σε σχέση με την προγραμματισθείσα ώρα αναχωρήσεως. Σημειωτέον, ότι κατά το άρθρο 2 σημ. ιβ’ του Κανονισμού αυτού, και σε αντίθεση με την καθυστέρηση πτήσεως, η ματαίωση συνιστά τη συνέπεια του γεγονότος ότι μία αρχικός προγραμματισθείσα πτήση δεν πραγματοποιήθηκε. Εκ των ανωτέρω προκύπτει, συναφώς, ότι οι ματαιωθείσες πτήσεις και οι καθυστερήσεις πτήσεων αποτελούν δύο χωριστές κατηγορίες πτήσεων. Δεν μπορεί, επομένως, να συναχθεί από τον Κανονισμό αυτόν, ότι μία καθυστέρηση πτήσεως μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «ματαιωθείσα πτήση» απλώς λόγω μίας παρατεταμένης καθυστερήσεως, ακόμα και αν αυτή είναι σημαντική. Κατά συνέπεια, καθυστέρηση πτήσεως δεν είναι δυνατόν, ανεξαρτήτως της -έστω μεγάλης – καθυστερήσεως, να θεωρηθεί ως ματαίωση της πτήσεως, όταν ακολουθεί αναχώρηση βάσει του αρχικός προβλεφθέντος προγραμματισμού. Υπό τις συνθήκες αυτές, εφόσον οι επιβάτες μετεπιβιβάζονται σε πτήση της οποίας η ώρα αναχωρήσεως έχει καθυστέρηση σε σχέση με την αρχικώς προγραμματισθείσα ώρα αναχωρήσεως, η πτήση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «ματαιωθείσα» , παρά μόνον εάν ο αερομεταφορέας μεταφέρει τους επιβάτες με μία άλλη πτήση της οποίας ο αρχικός προγραμματισμός διαφέρει από αυτόν της αρχικώς προγραμματισθείσας πτήσεως. Επομένως, είναι δυνατόν, κατ’αρχήν, να συναχθεί ματαίωση όταν η αρχικώς προγραμματισθείσα πτήση έχει καθυστέρηση και μεταφέρεται σε μία άλλη πτήση, τουτέστιν όταν εγκαταλείπεται ο προγραμματισμός της αρχικής πτήσεως και οι επιβάτες αυτής συνεπιβιβάζονται με επιβάτες άλλης, επίσης προγραμματισθείσας πτήσεως, τούτο δε ανεξαρτήτως της πτήσεως για την οποία οι μετεπιβιβάζοντες επιβάτες είχαν κάνει κράτηση. Αντίθετα, καθυστέρηση πτήσεως δεν μπορεί, ανεξαρτήτως της -έστω μεγάλης – καθυστερήσεως, να θεωρηθεί ως ματαίωση πτήσεως, όταν αυτή πραγματοποιείται βάσει του προγραμματισμού που είχε αρχικώς προβλέψει ο αερομεταφορέας. Περαιτέρω, το άρθρο 5 παρ. 1 του ανωτέρω Κανονισμού ορίζει ότι, σε περίπτωση ματαιώσεως πτήσεως, οι επιβάτες δικαιούνται αποζημιώσεως από τον πραγματικό αερομεταφορέα σύμφωνα με το άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού. Αντιθέτως, από το γράμμα του κανονισμού αυτού, δεν προκύπτει ρητώς ότι οι επιβάτες των πτήσεων με καθυστέρηση έχουν τέτοιο δικαίωμα. Εντούτοις, όπως έχει τονίσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο με τη νομολογία του, για την ερμηνεία μιας διατάξεως του ενωσιακού δικαίου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το γράμμα της, αλλά και τα συμφραζόμενά της και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (βλ. απόφαση της 19ns. 11.2009 σε συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-402/07 και C-432/07, σκέψεις 40επ. , αποφάσεις της 19ns.9.2000 και της 7ns. 12.2006, c-306/05, ………. , Συλλογή 2006, σ. 1-11519, σκέψη 34) . Συναφώς, το διατακτικό μιας ενωσιακής πράξεως συνδέεται άρρηκτα με την αιτιολογία της και πρέπει να ερμηνεύεται, αν παρίσταται ανάγκη, λαμβανομένων υπόψη των αιτιολογικών σκέψεων που οδήγησαν στην έκδοσή της (απόφαση της 29ns.4.2004, C-298/00 Ρ, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. 1-4087, σκέψη 97 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) . Επισημαίνεται, πάντως, ότι καίτοι η δυνατότητα προβολής «έκτακτων περιστάσεων» , προκειμένου οι αερομεταφορείς να απαλλαγούν από την υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως δυνάμει του άρθρου 7 του κανονισμού αυτού, προβλέπεται στο άρθρο 5 παρ. 3 του ίδιου, το οποίο αφορά τη ματαίωση πτήσεως, εντούτοις, η 15η αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι δεν μπορεί να προβάλλεται η δικαιολογία αυτή όταν απόφαση ληφθείσα στο πλαίσιο της διαχειρίσεως της εναέριας κυκλοφορίας και αφορώσα συγκεκριμένο αεροσκάφος σε συγκεκριμένη ημέρα έχει ως αποτέλεσμα «μακρά καθυστέρηση(ή) ολονύκτια καθυστέρηση». Δεδομένου ότι η έννοια της μακράς καθυστέρησης μνημονεύεται στο πλαίσιο των εκτάκτων περιστάσεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο νομοθέτης την συνέδεσε επίσης με το δικαίωμα αποζημιώσεως. Το συμπέρασμα αυτό σιωπηρώς επιρρωννύει ο σκοπός του κανονισμού αυτού, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την In έως την 4η αιτιολογική του σκέψη, ιδίως δε από τη 2η εξ αυτών, ο εν λόγω Κανονισμός αποβλέπει στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, ανεξαρτήτως του εάν αντιμετωπίζουν άρνηση επιβιβάσεως, ματαίωση πτήσεως ή μεγάλη καθυστέρηση, καθότι όλοι υφίστανται σοβαρή αναστάτωση και ταλαιπωρία που συνδέεται με τις αερομεταφορές. Τούτο ισχύει, κατά μείζονα λόγο, δεδομένου ότι οι διατάξεις που θεσπίζουν δικαιώματα υπέρ των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αναγνωρίζουν δικαίωμα αποζημιώσεως, πρέπει να ερμηνεύονται διασταλτικός (βλ. απόφαση της 22ας. 12.2008 ό.π.) . Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι οι επιβάτες των οποίων η πτήση ματαιώθηκε και οι επιβάτες που αντιμετωπίζουν καθυστέρηση πτήσεως, υφίστανται ανάλογη ζημία, συνιστάμενη σε απώλεια χρόνου, και βρίσκονται επομένως, σε συγκρίσιμες καταστάσεις, όσον αφορά την εφαρμογή του δικαιώματος αποζημίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού. Στην περίπτωση δε, που οι επιβάτες πτήσεων με καθυστέρηση δεν αποκτούσαν δικαίωμα αποζημίωσης, θα ετύγχαναν δυσμενέστερης μεταχειρίσεως, μολονότι κατά τη μεταφορά τους, υφίστανται, ενδεχομένως, ανάλογη απώλεια χρόνου τριών ή και περισσότερων ωρών. Τέτοια διαφορετική μεταχείριση, όμως, δεν δικαιολογείται από κανέναν αντικειμενικό λόγο (βλ. απόφαση της 19ns. 11.2009 ό.π.) . Σημειωτέον δε ότι ο πραγματικός αερομεταφορέας δεν απαλλάσσεται της ευθύνης του προς αποζημίωση των επιβατών καθυστερημένης πτήσης, ακόμη κι εάν αποδείξει ότι η καθυστέρηση οφειλόταν σε έκτακτες περιστάσεις που δεν μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη κι αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα, στην περίπτωση εκ μέρους του αθέτησης της υποχρέωσης προς παροχή της προβλεπόμενης στο άρθρο 9 του Κανονισμού κατάλληλης φροντίδας προς αυτούς. Δηλαδή απαλλαγή του αερομεταφορέα από τις υποχρεώσεις παροχής βοήθειας και φροντίδας προς τους επιβάτες σε περίπτωση μεγάλης καθυστέρησης δεν επιτρέπεται ακόμη κι αν συντρέχουν έκτακτες περιστάσεις. Επομένως, η μεγάλη καθυστέρηση μιας πτήσης ενδέχεται να επιφέρει δύο είδη ζημιών στους επιβάτες: ζημίες κοινές για όλους των οποίων η ύπαρξη τεκμαίρεται αμάχητα και η αποκατάσταση μπορεί να γίνει επί τόπου με την παροχή άμεσης και τυποποιημένης φροντίδας, υπό τους όρους του Κανονισμού, χωρίς να χρειάζεται άσκηση αγωγής, και ζημίες προσωπικές, συνυφασμένες με το λόγο πραγματοποίησης του ταξιδιού, των οποίων η αποκατάσταση προϋποθέτει την κατά περίπτωση εκτίμηση της έκτασης τους και επομένως, μπορεί, να γίνει μόνο εκ των υστέρων με την παροχή εξατομικευμένης αποζημίωσης, μετά την άσκηση σχετικής αγωγής του εκάστοτε επιβάτη κατά του αερομεταφορέα υπό τους όρους της Σύμβασης του Μόντρεαλ (Απόφαση 10-1/2006 ΔΕΚ, υπόθεση C-344/2004 ……… ….. ………. , Αρμ. 2006. 1309), αλλά και υπό τους όρους του άρθρου 12 του Κανονισμού το οποίο παρέχει στους επιβάτες τη δυνατότητα διεκδίκησης περαιτέρω αποζημίωσης.

Επισημαίνεται, πάντως, ότι, καίτοι η δυνατότητα προβολής «έκτακτων περιστάσεων» , προκειμένου οι αερομεταφορείς να απαλλαγούν από την υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως δυνάμει του άρθρου 7 του κανονισμού 261/2004, προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, το οποίο αφορά τη ματαίωση πτήσεως, εντούτοις, η δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι δεν μπορεί να προβάλλεται η δικαιολογία αυτή όταν απόφαση ληφθείσα στο πλαίσιο της διαχειρίσεως της εναέριας κυκλοφορίας και αφορώσα συγκεκριμένο αεροσκάφος σε συγκεκριμένη ημέρα έχει ως αποτέλεσμα «μακρά καθυστέρηση (ή ] ολονύκτια καθυστέρηση». Δεδομένου ότι η έννοια της μακράς καθυστερήσεως μνημονεύεται στο πλαίσιο των εκτάκτων περιστάσεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο νομοθέτης την συνέδεσε επίσης με το δικαίωμα αποζημιώσεως. Το συμπέρασμα αυτό σιωπηρώς επιρρωννύει ο σκοπός του κανονισμού 261/2004, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την πρώτη έως την τέταρτη αιτιολογική του σκέψη, ιδίως δε από τη δεύτερη εξ αυτών, ο εν λόγω κανονισμός αποβλέπει στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, ανεξαρτήτως του εάν αντιμετωπίζουν άρνηση επιβιβάσεως, ματαίωση πτήσεως ή μεγάλη καθυστέρηση, καθότι όλοι υφίστανται σοβαρή αναστάτωση και ταλαιπωρία που συνδέεται με τις αερομεταφορές. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι οι διατάξεις που θεσπίζουν δικαιώματα υπέρ των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αναγνωρίζουν δικαίωμα αποζημιώσεως, πρέπει να ερμηνεύονται διασταλτικός (βλ. , συναφώς, απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C-549/07, ……..Συλλογή 2008, σ. 1-11061, σκέψη 17) . Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι δυνατόν να συναχθεί εξαρχής το συμπέρασμα ότι οι επιβάτες των πτήσεων με καθυστέρηση στερούνται δικαιώματος αποζημιώσεως και δεν μπορούν να εξομοιώνονται με τους επιβάτες των πτήσεων που ματαιώθηκαν σε ό, τι αφορά την αναγνώριση ενός τέτοιου δικαιώματος. Συναφώς, κάθε κοινοτική πράξη πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με το σύνολο του πρωτογενούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά παρόμοιες καταστάσεις και να μην αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά (αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2004, C-210/03, ………. ………. , Συλλογή 2004, σ. 1-11893, σκέψη 70, καθώς και της, C-344/04, ………. και ………. , Συλλογή 2006, σ. 1-403, σκέψη 95) . Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του κανονισμού 261/2004, ο οποίος είναι να ενισχυθεί η προστασία των επιβατών αεροπορικών μεταφορών δια της αποκαταστάσεως των ζημιών που προκαλούνται στους ενδιαφερομένους κατά τις αεροπορικές μεταφορές, οι καταστάσεις που εμπίπτουν στον κανονισμό αυτόν πρέπει να συγκριθούν σε συνάρτηση ιδίως με το είδος και τη σοβαρότητα των διαφόρων ζημιών και της ταλαιπωρίας και αναστατώσεως που υπέστησαν οι συγκεκριμένοι επιβάτες (βλ. , συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση ………. και ………. , σκέψεις 82, 85, 97 και 98) . Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι οι επιβάτες των οποίων η πτήση ματαιώθηκε και οι επιβάτες που αντιμετωπίζουν καθυστέρηση πτήσεως υφίστανται ανάλογη ζημία, συνιστάμενη σε απώλεια χρόνου, και βρίσκονται επομένως σε συγκρίσιμες καταστάσεις, όσον αφορά την εφαρμογή του δικαιώματος αποζημιώσεως που προβλέπεται -στο άρθρο 7 του κανονισμού 261/2004. Ειδικότερα, η κατάσταση των επιβατών πτήσεων με καθυστέρηση ουδόλως διακρίνεται από εκείνη των επιβατών των οποίων η πτήση ματαιώθηκε και τους προτάθηκε μεταφορά με άλλη πτήση κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γ, περίπτωση iii, του κανονισμού 261/2004, και οι οποίοι ενδέχεται να πληροφορήθηκαν τη ματαίωση της πτήσεως, in extremis, ακόμα και κατά την άφιξή τους στο αεροδρόμιο (βλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2009, C-204/08, ………. , Συλλογή 2009, σ. 1-6073, σκέψη 19) . Συνεπώς, οι επιβάτες στους οποίους προσφέρεται μεταφορά με άλλη πτήση κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γ, περίπτωση iii, του κανονισμού 261/2004 απολάβουν του προβλεπόμενου στο άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού δικαιώματος αποζημιώσεως, εφόσον ο μεταφορέας δεν τους μεταφέρει με πτήση η οποία αναχωρεί το νωρίτερο μία ώρα πριν από την προγραμματισμένη ώρα αναχωρήσεως και φθάνει στον τελικό τους προορισμό σε λιγότερο από δύο ώρες μετά την προγραμματισμένη ώρα αφίξεως. Οι επιβάτες αυτοί αποκτούν επομένως δικαίωμα αποζημιώσεως όταν υφίστανται απώλεια χρόνου η οποία είναι ίση ή ανώτερη των τριών ωρών σε σχέση με τη διάρκεια που είχε αρχικώς προγραμματισθεί από τον μεταφορέα. Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι οι επιβάτες πτήσεων με καθυστέρηση δύνανται να επικαλεσθούν το προβλεπόμενο στο άρθρο 7 του κανονισμού 261/2004 δικαίωμα αποζημιώσεως όταν, εξαιτίας τέτοιων πτήσεων, υφίστανται απώλεια χρόνου ίση ή ανώτερη των τριών ωρών, τουτέστιν όταν φθάνουν στον τελικό προορισμό τους τρεις και πλέον ώρες αργότερα από την ώρα που είχε αρχικώς προγραμματίσει ο αερομεταφορέας (C-402/07 και C- 432/07).

Με την ένδικη αγωγή τους οι ενάγοντες εκθέτουν ότι είχαν προβεί σε ενιαία κράτηση με κωδικό ………. για την πτήση της εναγόμενης εταιρείας στις 11.06.2023 από τον αερολιμένα «CHARLES DE GAULLES» του Παρισιού (αρχικός προορισμός) προς τον αερολιμένα «Διαγόρας» της Ρόδου (τελικός προορισμός) με ενδιάμεση ανταπόκριση από τον αερολιμένα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ» της Αθήνας (ενδιάμεσος προορισμός), η οποία πτήση θα πραγματοποιούνταν από την εναγόμενη. Ότι η πτήση από το Παρίσι για Αθήνα ήταν προγραμματισμένη στις 17:00 (αναχώρηση από Παρίσι) και άφιξη στην Αθήνα στις 21:10 και στις 22:20 η πτήση από την Αθήνα για τη Ρόδο. Ότι παρά την έγκαιρη επιβίβαση των εναγόντων στο αεροπλάνο που θα τους μετέφερε από τη Γαλλία στην Αθήνα, το αεροπλάνο καθυστέρησε να αναχωρήσει από το Παρίσι 2 ώρες και 25 λεπτά, καθ’ όλο, δε, το χρονικό διάστημα αυτό οι ενάγοντες και οι λοιποί επιβάτες ανέμεναν εντός του αεροπλάνου της εναγομένης, ενώ εστάλη ενημερωτικό email, με την οποία πληροφορούσε η εναγόμενη τους επιβάτες ότι αιτία της καθυστέρησης ήταν η αυξημένη κυκλοφορία στον αερολιμένα των Αθηνών. Ότι εξαιτίας της πολύωρης αυτής καθυστέρησης αναχώρησης της πτήσης από το Παρίσι, έφτασαν στην Αθήνα στις 23:30 περίπου, και ως εκ τούτου έχασαν την προγραμματισμένη πτήση τους προς τη Ρόδο. Ότι αναγκάστηκαν να διανυκτερεύσουν εντός του αερολιμένα και αναχώρησαν με την αμέσως επόμενη πτήση της εναγόμενης στις 05:00 της επομένης (12.06.2023) και έφτασαν στον τελικό τους προορισμό στις 06:00 (αντί για τις 23:20 που ήταν η αρχική ώρα άφιξης στον τελικό προορισμό της 11.06.2023) . Ότι στις 13.06.2023 κατέθεσαν οι ενάγοντες μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας της εναγομένης αίτημα για καταβολή ποσού 1.200,00 € (ήτοι 400,00 € ανά άτομο), σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό 261/2004. Ότι η εναγόμενη απάντησε στις 16.06.2023 με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου αρνητικά, με την αιτιολογία ότι η καθυστέρηση οφειλόταν σε απόφαση διαχείρισης της εναέριας κυκλοφορίας, χωρίς να δώσει περαιτέρω πληροφορίες. Έτσι, ζητούν με βάση τα προβλεπόμενα στο άρθρο 7 του Κανονισμού, να καταβάλλει η εναγόμενη το ποσό των 400,00 € για έκαστο των εναγόντων και 400,00 € για το τέκνο τους, για λογαριασμό του οποίου ασκούν την ένδικη αγωγή, κι αυτά νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής τους, καθώς και να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά τους έξοδα.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η ένδικη αγωγή, για την παραδεκτή συζήτηση της οποίας έχει υποβληθεί το από 22.08.2023 έντυπο ενημέρωσης για την δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση (άρθρο 3 παρ. 2 ν. 4640/2019), υπογεγραμμένο από την δεύτερη ενάγουσα και τον πρώτο ενάγοντα, ως πληρεξούσιο δικηγόρο των εναγόντων, για λογαριασμό τους ατομικά και ως νομίμων εκπροσώπων της ανήλικης θυγατέρας τους, αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπο ασκήθηκε ενώπιον του πρώην Ειρηνοδικείου Ρόδου (ΚΠολΔ 7, 9, 10, 14 προ της τροποποίησης και κατάργησης των Ειρηνοδικείων με το ν. 5108/2024 και το ν. 5134/2024, καθώς και του άρθρου 7 παρ. 2 Κανονισμού 1512/2012), απορριπτομένης ως αβάσιμης της ένστασης κατά τόπον αναρμοδιότητας που υπέβαλε η εναγόμενη με τις προτάσεις της, και αρμοδίως φέρεται για εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 3 ν. 5134/2024, που τροποποίησε το άρθρο 14 ΚΠολΔ) . Ειδικότερα, αναφορικά με την ένσταση κατά τόπον αναρμοδιότητας που υπέβαλε η εναγόμενη, πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με την νομολογία του ΔΕΕ, όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία ενός δικαστηρίου να αποφαίνεται επί αξιώσεων όπως οι επίδικες στην κύρια δίκη, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχει διευκρινίσει ότι, καθόσον τα δικαιώματα που βασίζονται στις διατάξεις του κανονισμού 261/2004 και σας διατάξεις της Συμβάσεως του Μόντρεαλ εντάσσονται σε διαφορετικά κανονιστικά πλαίσια, οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπει η εν λόγω Σύμβαση δεν έχουν εφαρμογή στις αγωγές που ασκήθηκαν βάσει μόνον του κανονισμού 261/2004, οι οποίες πρέπει να εξετάζονται με γνώμονα τον κανονισμό 44/2001 (πρβλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 2016, ………. ………. , C-94/14, EU: C:2016:148, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) . Το ίδιο ισχύει οιο πλαίσιο διαφοράς, όπως αυτή της κύριας δίκης, στην οποία οι αξιώσεις των εναγόντων στηρίζονται τόσο στις διατάξεις του κανονισμού 261/2004 όσο και στη Σύμβαση του Μόντρεαλ. Επιπλέον, το άρθρο 67 και το άρθρο 71, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 επιτρέπουν την εφαρμογή κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που αφορούν ειδικά θέματα και περιλαμβάνονται, αντίστοιχος, σε νομοθετήματα της Ένωσης ή σε συμβάσεις στις οποίες τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη. Δεδομένου ότι οι αεροπορικές μεταφορές αποτελούν τέτοιο ειδικό θέμα, οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται στη Σύμβαση του Μόντρεαλ πρέπει να μπορούν να εφαρμόζονται εντός του ρυθμιστικού πλαισίου που θέτει η σύμβαση αυτή. Υπό τις συνθήκες αυτές, όσον αφορά, αφενός, τις αξιώσεις που στηρίζονται στα άρθρα 5, 7 και 9 του κανονισμού 261/2004 το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει, προκειμένου να αποφανθεί επί της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί, τη δική του διεθνή δικαιοδοσία, σύμφωνα με τον κανονισμό 1215/2012. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, προκειμένου να ενισχυθεί η δικαστική προστασία των προσώπων που είναι εγκατεστημένα στο έδαφος της Ένωσης παρεχομένης ταυτόχρονα της δυνατότητας στον ενάγοντα να προσδιορίζει με ευκολία το δικαστήριο στο οποίο εναγόμενο να προβλέπει ευλόγως το μπορεί να εναχθεί, οι κανόνες περιλαμβάνονται στον κανονισμό 1215/2012 διαρθρώνονται γύρω από τη γενική δικαιοδοσία του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του εναγομένου, όπως προβλέπεται από το άρθρο 4 του κανονισμού αυτού και συμπληρώνεται από τις ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας (βλ. , κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 3ης Μαΐου 2007, ………. ………. , C-386/05, EU: C:2007:262, σκέψεις 20 και 21) . Ως εκ τούτου, ο κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας του τόπου κατοικίας του εναγομένου συμπληρώνεται, στο άρθρο 7, σημείο 1, του κανονισμού 1215/2012, από έναν κανόνα ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας για τις διαφορές εκ συμβάσεως ο οποίος δικαιολογείται από την ύπαρξη στενού συνδέσμου μεταξύ της συμβάσεως και του δικαοιηρίου που καλείται να επιληφθεί της σχετικής διαφοράς (βλ. , κατ` αναλογίαν, απόφαση της 3ης Μαΐου 2007, ………. ………. , C-386/05, EU: C:2007:262, σκέψη 22) .

Κατ’ εφαρμογήν του εν λόγω κανόνα, ο εναγόμενος μπορεί επίσης να εναχθεί ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή πρέπει να εκπληρωθεί η επίδικη παροχή, καθόσον τεκμαίρεται ότι το δικαστήριο αυτό συνδέεται στενά με τη σύμβαση (βλ. , καταναλογίαν, απόφαση της 3ης Μαΐου 2007,..... , C-386/05, EU: C:2007:262, σκέψη 23) . Εξάλλου, μολονότι οι διατάξεις του τμήματος 4 του κεφαλαίου II του κανονισμού 1215/2012, σχετικά με τη «Διεθνή δικαιοδοσία σε συμβάσεις καταναλωτών» , εισάγουν επίσης κανόνα ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ των καταναλωτών, πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 17, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι το τμήμα αυτό «δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις μεταφοράς, πλην των συμβάσεων στο συνολικό τίμημα των οποίων περιλαμβάνεται ο συνδυασμός δαπανών ταξιδιού και καταλύματος» (απόφαση της 11ης Απριλίου 2019, ...., C-464 .......... 18, EU: C:2019:311, σκέψη 28) . Στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο κανόνας ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας στον τομέα της παροχής υπηρεσιών, που προβλέπεται στο άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο β. δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1215/2012, ορίζει ως έχον δικαιοδοσία να εκδικάσει αγωγή αποζημιώσεως η οποία στηρίζεται σε σύμβαση αεροπορικής μεταφοράς προσώπων, κατ’ επιλογήν του ενάγοντος, το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος αναχωρήσεως ή ο τόπος αφίξεως του αεροσκάφους, όπως οι τόποι αυτοί προβλέπονται στην εν λόγω σύμβαση μεταφοράς (βλ. , κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 2009, ………. , C-204/08, EU: C:2009:439, σκέψεις 43 και 47, καθώς και της 11ης Ιουλίου 2018, ………. ………. και ………. ………. , C-88/17, EU: C:2018:558, σκέψη 18) . Αφετέρου, όσον αφορά τις αξιώσεις που στηρίζονται στις διατάξεις της Συμβάσεως του Μόντρεαλ, ιδίως δε στο άρθρο 19, σχετικά με την αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν λόγω καθυστερήσεως της πτήσεως, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να διαπιστώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του να αποφανθεί επί του τμήματος αυτού της αγωγής υπό το πρίσμα του άρθρου-33 της εν λέγω Συμβάσεως. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το άρθρο 7, σημείο 1, το άρθρο 67 και το άρθρο 71, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 καθώς και το άρθρο 33 της Συμβάσεως του Μόντρεαλ έχουν την έννοια ότι το δικαστήριο κράτους μέλους που επιλαμβάνεται αγωγής με αίτημα τόσο την ικανοποίηση των κατ’ αποκοπήν και τυποποιημένων δικαιωμάτων που προβλέπονται στον κανονισμό 261/2004, όσο και την αποκατάσταση περαιτέρω ζημίας η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως του Μόντρεαλ πρέπει να εκτιμά τη διεθνή δικαιοδοσία του, όσον αφορά το πρώτο αίτημα, υπό το πρίσμα του άρθρου 7, σημείο 1, του κανονισμού 1215/2012 και, όσον αφορά το δεύτερο αίτημα, υπό το πρίσμα του άρθρου 33 της Συμβάσεως αυτής (σχετικά C-213/2018) . Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή παραδεκτώς εισάγεται να εκδικαστεί κατά την ειδική διαδικασία των μικροδιαφορών (ΚΠολΔ 466 επ.) και είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1 περ. γ’ , 2 περ. α, στ. ζ. η. 3 περ.1α, περ 2α και β και περ. 4, 5,6, 7 παρ. 1 περ.β. 3 και 4, 8παρ. 1, 9 παρ. 1 και 15 του Κανονισμού 261/2004, ΑΚ 346, καθώς και 176-191 ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως να κριθεί επί της ουσίας.

Η εναγόμενη με τις προτάσεις της αρνείται την αγωγή και επικαλείται ότι όταν η καθυστέρηση αναχώρησης μιας πτήσης οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες μη δυνάμενους να προβλεφθούν, τότε ο αερομεταφορέας δεν φέρει ευθύνη για την καθυστέρηση που τυχόν σημειώνεται, ενώ μνημονεύει την ρητή υποχρέωση που υπέχουν οι αερομεταφορείς να ακολουθούν απαρέγκλιτα τις οδηγίες από τον Πύργο Ελέγχου, την Υπηρεσία Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας και τις αρμόδιες υπηρεσίες των αερολιμένων. Ισχυρίζεται δηλαδή η εναγόμενη ότι η καθυστέρηση στην πτήση αναχώρησης των εναγόντων από τον αερολιμένα της Γαλλίας οφειλόταν σε περιστάσεις, που κατά τον Κανονισμό 261/2004, είναι «έκτακτες» , οι οποίες δεν μπορούσαν να αποφευχθούν, καθώς επί αυτών δεν είχε κανένα έλεγχο η εναγόμενη αερομεταφορέας, με αποτέλεσμα εξαιτίας αυτών των έκτακτων περιστάσεων να εκφεύγει η περίπτωση των εναγόντων από την υποχρέωση προς αποζημίωση αυτών. Σύμφωνα με την ως άνω διαλαμβανόμενη νομική σκέψη, τέτοιες «έκτακτες περιστάσεις» κατά τον Κανονισμό 261/2004, δύνανται να προκύψουν σε περιπτώσεις πολιτικής αστάθειας, καιρικών συνθηκών που δεν επιτρέπουν την πραγματοποίηση της συγκεκριμένης πτήσης, κινδύνων για την ασφάλεια των επιβατών, απροσδόκητων ελλείψεων στην ασφάλεια της πτήσης και απεργιών που επηρεάζουν τη λειτουργία του πραγματικού αερομεταφορέα. Από τα ανωτέρω οριζόμενα στο προοίμιο του Κανονισμού προκύπτει ότι κατά τον Κοινοτικό νομοθέτη τα ως άνω γεγονότα η απαρίθμηση των οποίων, εξάλλου, δεν είναι εξαντλητική, δεν συνιστούν αφ’ εαυτών έκτακτες περιστάσεις, αλλά ενδέχεται να οδηγήσουν στη δημιουργία τέτοιων περιστάσεων. Κατά συνέπεια, όλες οι περιστάσεις που συνδέονται με τέτοια γεγονότα δεν αποτελούν οπωσδήποτε αιτίες απαλλαγής από την υποχρέωση αποζημίωσης που προβλέπει ο Κανονισμός, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ενωσιακός νομοθέτης περιέλαβε στο σχετικό κατάλογο τις απροσδόκητες ελλείψεις στην ασφάλεια της πτήσηςεντούτοις, οι περιστάσεις που συνδέονται με ένα τέτοιο γεγονός δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως ` ` έκτακτες. παρά μόνο εάν αφορούν γεγονός το οποίο, όπως εκείνα που απαριθμούνται στη 14η αιτιολογική σκέψη του εν λόγω Κανονισμού, δεν συνδέεται αναπόσπαστα με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του οικείου αερομεταφορέα και διαφεύγει του αποτελεσματικού ελέγχου του, λόγω της φύσης και των αιτίων του. Εντούτοις, προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωση αποζημιώσεως των επιβατών την οποία προβλέπει το άρθρο 7 του ανωτέρω κανονισμού, ο αερομεταφορέας του οποίου η πτήση καθυστέρησε σημαντικά εξαιτίας τοιαύτης έκτακτης περιστάσεως οφείλει να αποδείξει ότι η περίσταση αυτή δεν θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα και ότι ο ίδιος έλαβε τα κατάλληλα για την περίσταση μέτρα που ήταν ικανά να αντιμετωπίσουν τις συνέπειές της ( ………. /2024/3887) . Στην απόφαση, δε, της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C-549/07, ………. (Συλλογή 2008, σ. I-11061), το Δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον δεν έχουν όλες οι έκτακτες περιστάσεις απαλλακτικό χαρακτήρα, ο επικαλούμενος αυτές πρέπει να αποδείξει, επίσης, ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν με τα κατάλληλα για τη συγκεκριμένη περίπτωση μέτρα, δηλαδή τα μέτρα που, κατά τον χρόνο επελεύσεως των εκτάκτων αυτών περιστάσεων, αντιστοιχούν, ιδίως, στις συνθήκες τις οποίες δύναται να εξασφαλίσει, από τεχνικής και οικονομικής απόψεως, ο οικείος αερομεταφορέας. Συγκεκριμένα, όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο, ο αερομεταφορέας πρέπει να αποδείξει ότι, ακόμα κι αν χρησιμοποιούσε όλες τις δυνατότητες που διαθέτει σε προσωπικό ή υλικά μέσα, καθώς και τις χρηματοοικονομικές του δυνατότητες, δεν θα μπορούσε προφανώς, εκτός αν είχε υποβληθεί σε θυσίες υπερβαίνουσες τις δυνατότητες της επιχειρήσεώς του στο δεδομένο χρονικό σημείο, να αποτρέψει τη ματαίωση της πτήσεως ως ενδεχόμενη συνέπεια των εκτάκτων περιστάσεων που αντιμετώπισε (σχετικά C-549/07) . Εν προκειμένω, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, οι αποφάσεις για την διαχείριση της εναέριας κυκλοφορίας λαμβάνονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες των αερολιμένων, οι συνθήκες, δε, που λαμβάνονται υπόψη κάθε φορά εμπίπτουν στη σφαίρα εξουσίας και επιρροής των αρμόδιων υπηρεσιών των αερολιμένων, επί των οποίων οι αερομεταφορείς δεν έχουν δυνατότητα ούτε να τις μεταβάλλουν, ούτε να αποκλίνουν από αυτές, με βάση τις ανωτέρω σκέψεις, και ως εκ τούτου οι σχετικές εντολές και οδηγίες από τις αρμόδιες υπηρεσίες διαχείρισης της εναέριας κυκλοφορίας αποτελούν «έκτακτες περιστάσεις» , υπό την έννοια ιδίως ότι δεν συνδέονται με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του αερομεταφορέα και διαφεύγουν του αποτελεσματικού ελέγχου του, λόγω της φύσης και των αιτίων του. Συνεπώς, θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο οι «έκτακτες αυτές περιστάσεις» μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί, δηλαδή αν η εναγόμενη έλαβε τα αναγκαία και εύλογα μέτρα, σύμφωνα με τον Κανονισμό. Επομένως, με βάση τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω, όπως αυτά έχουν αποτυπωθεί σε σκέψεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η σχετική ένσταση της εναγομένης είναι ορισμένη και νόμιμη (άρθρο 5 παρ. 3 Κανονισμού 261/2004) και θα εξεταστεί επί της ουσίας.

Από την με αριθμό πρωτοκόλλου ΔΣ ΡόδουΕΒ ………. /04.09.2023 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος των εναγόντων ……………… χήρας ………. ………. το γένος ………. ενώπιον του δικηγόρου Ρόδου ………. ………. , καθώς και από όλα τα αποδεικτικά έγγραφα και στοιχεία που προσκομίζουν οι διάδικοι για τη διεξαγωγή αποδείξεων και συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα εξής: Οι ενάγοντες προέβησαν σε κράτηση στην εναγόμενη εταιρεία αερομεταφορών για προγραμματισμένη πτήση την 11.06.2023 στις 17:00 από το αεροδρόμιο «Charles De Gaulles» του Παρισιού για Αθήνα (αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος»), με προγραμματισμένη ώρα άφιξης στις 21:10, ενώ στη συνέχεια με την ίδια κράτηση θα επιβιβάζονταν σε επόμενη πτήση από την Αθήνα προς τη Ρόδο (αεροδρόμιο «Διαγόρας») με προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης της 22:20 της ίδιας ημέρας και άφιξη την 23:20. Ο κωδικός κράτησης στην εναγόμενη ήταν ο ………. . Επίσης, οι ενάγοντες είχαν προβεί εμπρόθεσμα σε έκδοση των σχετικών καρτών επιβίβασής τους. Ωστόσο, κι ενώ είχαν ήδη επιβιβαστεί την 11.06.2023 στο αεροπλάνο της εναγόμενης για να ταξιδέψουν από το Παρίσι για την Αθήνα, ενημερώθηκαν με ηλεκτρονικό μήνυμα στις 19:02 στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο του πρώτου ενάγοντος ότι η πτήση θα καθυστερούσε λόγω αυξημένης κυκλοφορίας στο Αεροδρόμιο των Αθηνών, ενώ στη συνέχεια έλαβαν και δεύτερο ηλεκτρονικό μήνυμα στις 20:22 ότι θα αποστελλόταν άμεσα ενημέρωση για την καινούργια κράτηση επιβατών που είχαν ήδη προγραμματισμένες ανταποκρίσεις πτήσεων (όπως εν προκειμένω οι ενάγοντες) . Πράγματι, οι ενάγοντες αναγκάστηκαν να αναμένουν επί δύο ώρες και είκοσι πέντε λεπτά εντός του αεροπλάνου της εναγόμενης, γεγονός που η εναγόμενης δεν αρνείται, με αποτέλεσμα να φτάσουν στον ενδιάμεσο προορισμό τους (το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» της Αθήνας) στις 23:30, χάνοντας έτσι την επόμενη προγραμματισμένη πτήση τους, η οποία είχε αναχωρήσει ήδη για το αεροδρόμιο «Διαγόρας» της Ρόδου από ας 22:20. Η εναγόμενη παρείχε στους ενάγοντες την δυνατότητα να διανυκτερεύσουν σε ξενοδοχείο της Αθήνας, δυνατότητα που όμως οι ενάγοντες δεν θέλησαν να αξιοποιήσουν, δεδομένου ότι η επόμενη προγραμματισμένη πτήση με την οποία θα αναχωρούσαν ήταν για τις 05:00 τα ξημερώματα, οπότε θα είχαν στη διάθεσή τους πολύ λίγο χρόνο, μέχρι να φτάσουν στο ξενοδοχείο και να επιστρέψουν για να βρίσκονται έγκαιρα στο αεροδρόμιο για την επιβίβασή τους στην ανωτέρω προγραμματισμένη πτήση. Ακολούθως, στις 13.06.2023 οι ενάγοντες, δια του πρώτου εξ αυτών, αιτήθηκαν με ηλεκτρονικό μήνυμα την καταβολή σε αυτούς αποζημίωσης λόγω καθυστέρησης άφιξης στον τελικό προορισμό τους άνω των τριών ωρών. Η εναγόμενη απάντησε με ηλεκτρονικό μήνυμα στους ενάγοντες στις 16.06.2023, απορρίπτοντας το αίτημά τους, επικαλούμενη ότι η καθυστέρηση οφειλόταν «… κυρίως λόγω αποφάσεων της διαχείρισης εναέριας κυκλοφορίας. Τέτοια γεγονότα αποτελούν έκτακτες περιστάσεις οι οποίες δεν Θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί ακόμη και αν όλα τα απαραίτητα μέτρα είχαν ληφθεί από τον αερομεταφορέα και σύμφωνα με τον Κανονισμό 261/2004, από τον οποίο απορρέουν τα δικαιώματα των επιβατών, δεν προβλέπεται κάποια αποζημίωση…». Ουσιαστικά δηλαδή η εναγόμενη προέβαλε ως λόγο απόρριψης του αιτήματος αποζημίωσης την ως άνω ένστασή της, ότι εν προκειμένω δεν υποχρεούται σε αποζημίωση των εναγόντων, καθώς η απόφαση της διαχείρισης εναέριας κυκλοφορίας αποτελεί «έκτακτη περίσταση» κατά την έννοια του Κανονισμού. Εντούτοις, παρότι η απόφαση καθυστέρησης της πτήσης από το Παρίσι προς την Αθήνα οφειλόταν σε συνθήκες έκτακτες, αναγόμενες σε αποφάσεις της Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας του Αεροδρομίου της Αθήνας, στις οποίες η εναγόμενη δεν ήταν δυνατό να αντιλέξει ή να αποκλίνει, ώστε πράγματι να θεωρούνται αυτές «έκτακτες περιστάσεις» κατά την έννοια του Κανονισμού, μη εμπίπτουσες στη σφαίρα εξουσίας και επιρροής της εναγόμενης, η τελευταία ουδέν στοιχείο εισέφερε που θα μπορούσε να αποδείξει ότι η «έκτακτη» αυτή περίσταση δεν θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα και ότι η ίδια έλαβε τα κατάλληλα για την περίσταση μέτρα που ήταν ικανά να αντιμετωπίσουν τις συνέπειές της. Δηλαδή η εναγόμενη θα έπρεπε, για την αποδοχή της σχετικής ένστασής της, να αποδείξει, ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν με τα κατάλληλα για τη συγκεκριμένη περίπτωση μέτρα, δηλαδή τα μέτρα που, κατά τον χρόνο επελεύσεως των εκτάκτων αυτών περιστάσεων, αντιστοιχούν, ιδίως, συνθήκες τις οποίες δύναται να εξασφαλίσει, από τεχνικής οικονομικής απόψεως, η ίδια, καθώς και ότι ακόμα κι αν χρησιμοποιούσε όλες τις δυνατότητες που διαθέτει σε προσωπικό ή υλικά μέσα, καθώς και τις χρηματοοικονομικές της δυνατότητες, δεν θα μπορούσε προφανώς, εκτός αν είχε υποβληθεί σε θυσίες υπερβαίνουσες τις δυνατότητες της επιχειρήσεώς της στο δεδομένο χρονικό σημείο, να αποτρέψει την καθυστέρηση της πτήσεως ως ενδεχόμενη συνέπεια των εκτάκτων περιστάσεων που αντιμετώπισε. Εν προκειμένω, ωστόσο, η εναγόμενη ουδέν εισέφερε για την απόδειξη της υποβληθείσας ένστασής της, η οποία τυγχάνει συνεπώς απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη. Τουναντίον, οι ενάγοντες προσκόμισαν το από 18.03.2024 ηλεκτρονικό μήνυμα της Γενικής Διεύθυνσης Πολιτικής Αεροπορίας, από το οποίο πληροφορούνταν ότι η «…………. δεν έχει προσκομίσει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η καθυστέρηση της πτήσης ……….. Παρίσι-Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2023 δικαιολογήθηκε από έκτακτες περιστάσεις που δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη κι αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα..» , από το οποίο προκύπτει ότι η εναγόμενη ουδέν είχε εισφέρει για την απόδειξη της πραγματικής ύπαρξης «έκτακτων περιστάσεων» και της εκ μέρους της λήψης των εύλογων μέτρων, σε συμφωνία με τον Κανονισμό 261/2004. Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλλει στους ενάγοντες το αναφερόμενο στο διατακτικό ποσό, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Τα δικαστικά έξοδα θα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δυσχέρειας της ερμηνείας των εφαρμοζόμενων κανόνων δικαίου (179 ΚΠολΔ) .

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλλει σε έκαστο των εναγόντων το ποσό των 400,00 € , ήτοι 400,00 € για τον πρώτο ενάγοντα, 400,00 € για την δεύτερη ενάγουσα και 400,00 € για την ανήλικη κόρη των δύο πρώτων εναγόντων, όπως αυτή εκπροσωπείται νόμιμα από τους ίδιους που έχουν τη γονική της μέριμνα, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής τους.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στη Ρόδο την 07/01/2025 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Υπερχρεωμένα νοικοκυριά (Ν. 3869/2010). Δεκτή η αίτηση οφειλετών-ζεύγους, ρύθμιση των χρεών τους και προστασία της κύριας κατοικίας τους ( αρ. αποφ. 82/2025 Μ.Π.Ρόδου δημοσιευμένη στην ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ)

Αίτηση δικαστικής ρύθμισης οφειλών υπερχρεωμένων δανειοληπτών και εξαίρεσης της κύριας κατοικίας τους από την εκποίηση κατ΄ άρθρο 4§1 του Ν. 3869/2010. Δυνητική κατά την τρέχουσα νομοθεσία η απόπειρα εξωδικαστικού συμβιβασμού μεταξύ των μερών προ της συζήτησης της αιτήσεως. Για να είναι βάσιμη απαιτείται ο αιτών να είναι φυσικό πρόσωπο που περιήλθε άνευ δόλου σε κατάσταση πάγιας και μόνιμης αδυναμίας αποπληρωμής του συνόλου των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του προς τρίτους. Ορισμένο της άνω αιτήσεως. Βασικά στοιχεία για την κατάφαση μη δόλιας περιέλευσης του αιτούντος σε υπερχρέωση. Πρόγραμμα δικαστικής ρύθμισης οφειλών του αιτούντος κατ άρθρο 8§2 του Ν. 3869/2010. Συνεκτιμώμενα από το δικαστήριο οικονομικά κριτήρια του αιτούντος για τον προσδιορισμό του ύψους των άνω δόσεων. Πρόγραμμα εξαίρεσης της κύριας κατοικίας του οφειλέτη από την εκποίηση κατ άρθρπ 9§2 του Ν. 3869/2010. Μέγιστο ποσό αποπληρωμής οφειλών εκ μέρους του αιτούντος στα πλαίσια του άνω προγράμματος. Τρόπος κατανομής των δόσεων στα πλαίσια παράλληλης εφαρμογής των άνω δύο προγραμμάτων κατά τρόπο ώστε να μην υπερβαίνουν την μέγιστη ικανότητα αποπληρωμής οφειλών εκ μέρους του οφειλέτη σε συνδυασμό με την μη χειροτέρευση της θέσης των δανειστών εν σχέσει με την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης. Τυχόν καταβολές του οφειλέτη προ συζήτησης της αίτησης του και άνευ προσωρινής διαταγής δεν λογίζονται ως δόσεις στα πλαίσια του προγράμματος κατ άρθρο 8§3 του Ν. 3869/2010 αλλά καταβολές έναντι της συνολικής οφειλής κατ΄ άρθρο 416 ΑΚ. Δέχεται εν μέρει αίτηση.

Αριθμός 82/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Δικαστή, Χρυσούλα Αντωνοπούλου, Δόκιμη Πρωτοδίκη Ειδικής Επετηρίδας και τη Γραμματέα Αικατερίνη Τουβρα.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του την 09η Οκτωβρίου 2024 για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση:

ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ: 1. ……….. του ………, με Α.Φ.Μ. ………., 2. ……… συζ. ………… το γένος ……….., με Α.Φ.Μ. ………., αμφότερων κατοίκων ……………. Ρόδου, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Λαμπαδάκη (ΑΜ ΔΣΡ 414), ο οποίος κατέθεσε έγραφες προτάσεις επί της έδρας και το με στοιχεία Ρ…… γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΡ.

ΤΗΣ ΚΑΘ` ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΑΙΤΗΣΗ: υπό ειδική εκκαθάριση ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», και το διακριτικό τίτλο «……….», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………., η οποία έχει τεθεί σε ειδικά” εκκαθάριση σύμφωνα με το άρθρο 68 ν. 3601/2007 και εκπροσωπείται νόμιμα από τον ειδικό εκκαθαριστή αυτής ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……… ΕΝΙΑΙΑ ΕΙΔΙΚΩΝ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΕΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ», η οποία εδρεύει στο ……… Αττικής, οδός ………. και ………., η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Εισάγεται προς συζήτηση η από 18.04.2018 με αρ. καταθ. …./18.04.2018 κλήση για την επαναφορά της συζήτησης της από 08.01.2013 με αρ. καταθ. …./2013 αίτησης για την υπαγωγή των αιτούντων στο αρθρο 4 ν. 3869/2010, όπως αυτός ισχύει. Ν ανωτέρω κλήση αρχικά είχε προσδιοριστεί για την δικασιμο της 07.11.2018, ότε αναβλήθηκε για την 21.10.2020, εν συνεχεία αναβλήθηκε εκ νέου για την δικάσιμο της 02.03.2022, τότε, δε, αναβλήθηκε για την δικάσιμο της 15.11.2023, οπότε αναβλήθηκε για την 24.01.2024, οπότε αναβλήθηκε για την 29.05.2024 και τέλος αναβλήθηκε για την στην αρχή της παρούσας ορισθείσα δικάσιμο.

Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το σχετικό πινάκιο στη σειρά της και κατά τη συζήτηση της στο ακροατήριο, παραστάθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος των αιτούντων, ο οποίος ζήτησε να γίνουν δεκτά τα αναφερόμενα στην κλήση, στην αίτηση και στις προτάσεις του.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από την με αριθμό …..Γ’/26.04.2018 Έκθεση Επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………, που προσκομίζουν και επικαλούνται οι αιτούντες, προκύπτει όχι ακριβές και επικυρωμένο αντίγραφο της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../18.04.2018 κλήσης για την επαναφορά της συζήτησης, μετά πράξης ορισμού δικασίμου και κλήσης προς συζήτηση για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 07.11.2018 επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην καθ’ ης, η οποία δεν παραστάθηκε κατά την εκφώνηση αυτής. Η αίτηση με αρ. καταθ. …./21013 επεδόθη στην καθ` ης τράπεζα με την ………./04.02.2013 Έκθεση Επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή …………., κατά την δικάσιμο, δε, της 15.02.2017 η καθ’ ης παραστάθηκε κανονικά και κατέθεσε προτάσεις επί της έδρας. Επί της αίτησης εξεδόθη η 51/2018 απόφαση του πρώην Ειρηνοδικείου Ρόδου, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να προοκομιστούν Ε1 και εκκαθαριστικά σημειώματα των αιτούντων ετών 2008 έως το χρόνο της συζήτησης της αίτησης. Συνεπώς, παρότι η καθ’ ης δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση, με την οποία επαναφέρθηκε η αίτηση με την ένδικη κλήση, η συζήτηση αυτή θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης (254 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την υπό κρίση αίτηση, η οποία επαναφέρεται με την ένδικη κλήση, οι αιτούντες, επικαλούμενοι έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους προς την πιστώτριά τους, που αναφέρεται στην περιεχόμενη αναλυτική κατάσταση της αίτησης τους, ζητούν, όπως σαφώς συνάγεται από το όλο περιεχόμενο αυτής και αφού ληφθούν υπόψη η περιουσιακή και οικογενειακή τους κατάσταση που εκθέτουν αναλυτικά, την επικύρωση του σχεδίου διευθέτησης των οφειλών τους, άλλως επικουρικώς, τη ρύθμιση των χρεών τους, με την υπαγωγή τους στις διατάξεις του ν. 3869/2010 και την εξαίρεση της κύριας κατοικίας τους από την ρευστοποίηση, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υποβάλλουν, μέχρι συνολικού ποσού ανερχόμενου στο 85% της εμπορικής αξίας του ακινήτου τους, καθώς και να μην επιδικαστεί δικαστική δαπάνη βάσει του άρθρου 8 παρ. 6 ν. 3869/2010, άλλως να συμψηφιστεί αυτή μεταξύ των διαδίκων.

Με το παραπάνω περιεχόμενο η αίτηση αρμόδια κατ’ αρθρ. 3 ν.3869/2010 ασκήθηκε ενώπιον του πρώην Ειρηνοδικείου Ρόδου και αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο κατέστη αρμόδιο καθύλην, μετά την τροποποίηση του ν. 5108/2024 και του ν. 5134/2024, δυνάμει των οποίων καταργήθηκαν τα Ειρηνοδικεία, ως αυτού στην περιφέρεια αρμοδιότητας του οποίου βρίσκεται η κατοικία των αιτούντων, κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των όρθρων 741 επ. ΚΠολΔ (αρθρο 3 ν. 3869/2010), μετά την τροποποίηση του άρθρου 2 του ν. 3869/2010 με το άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 4161/2013 (ΦΕΚ Α’ 143/14.06.2013, όπως ισχύει). Κατόπιν της τροποποίησης των άρθρων 2 και 4 του ν. 3869/2010 από το ν. 4161/2013, για τις αιτήσεις οι οποίες κατατέθηκαν μετά τη θέση σε ισχύ του νέου νόμου (Φ.Ε.Κ. Α 143/14-6-2013): α) η προδικασία απόπειρας συμβιβασμού με προσφυγή στη διαμεσολάβηση είναι δυνητικοί (άρθρο 2 παρ. 1 ν. 3869/2010 ως τροποποιήθηκε με το αρθρ. 11 παρ. 2 ν. 4161/2013), ενώ εξάλλου β) δυνητική και μόνο προς διευκόλυνση του προδικαστικού συμβιβασμού -όχι ως στοιχείο παραδεκτού- είναι και η προσκόμιση των συνοδευτικών της αίτησης εγγράφων και της υπεύθυνης δήλωσης που προβλέπονται στο άρθρο 4 παρ. 1-2 ν. 3869/2010 ως τροποποιήθηκε με το αρθρ. 12 παρ. 1 ν. 4161/2013. Περαιτέρω, από την αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου στα αντίστοιχα τηρούμενα αρχεία προέκυψε άτι δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση του αρθρ. 4 παρ. 1 ν. 3869/2010 των αιτούντων για ρύθμιση των οφειλών του στο Δικαστήριο αυτό ή σε άλλο της χώρας, ούτε έχει εκδοθεί άλλη απόφαση για ρύθμιση, σύμφωνα με το αρθρ. 13 παρ. 2 ν. 3869/2010 (βλ. τη με αρ. …../10.10.2024 βεβαίωση της Γραμματείας του Πρωτοδικείου Αθηνών-Τμήματος Ρύθμισης Οφειλών). Επίσης, η ένδικη αίτηση, περιλαμβάνει τα στοιχεία που ορίζουν τα άρθρα 1 και 4 παρ. 1 ν. 3869/2010, αλλά και τα άρθρο 118 και 747 παρ. 2 ΚΠολΔ και συγκεκριμένα αναφέρονται στο υπό κρίση δικόγραφο: 1) μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών των αιτούντων, 2) έλλειψη στο πρόσωπό τους πτωχευτικής ικανότητας, 3) κατάσταση της περιουσίας και των εισοδημάτων τους, 4) την πιστώτριά τους και τις απαιτήσεις της κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, 5) σχέδιο διευθέτησης των οφειλών και 6) αίτημα ρύθμισης αυτών με σκοπό την προβλεπόμενη από το νόμο απαλλαγή. Κρίνεται συνεπώς ορισμένη, απορριπτόμενου του ισχυρισμού περί αοριστίας, που είχε υποβληθεί από την καθ’ ης κατά την αρχική συζήτηση της αίτησης, δεδομένου ότι πέραν των αναφερομένων στις παραπάνω διατάξεις, κανένα άλλο στοιχείο δεν απαιτείται για το ορισμένο της αίτησης (ΑΠ 439/2019, ΑΠ 213/2018, ΜΠρΘες 1186/2020, ΕιρΣερ 13/2021, ΕιρΠατρ 1591/2019 δημ. αμφ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕιρΘες 3151/2017 αδημ.), τα αναφερόμενα δε από εκείνη ως ελλείποντα στοιχεία (συγκυρίες που οδήγησαν τους αιτούντες στη δανειοδότηση, το Ποσό που εισέπραξαν από την πώληση της προγενέστερης κατοικίας τους) δεν αποτελούν στοιχεία του ορισμένου της αίτησης, αλλά είναι αντικείμενο απόδειξης και ανταπόδειξης κατά την έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας και ειδικότερα των όρων της υπαγωγής των αιτούντων στη ρύθμιση του ν. 3869/2010.

Περαιτέρω, η κρινόμενη αίτηση είναι και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 6 παρ. 3, 8 παρ. 1-2, 9 και 11 παρ.1 ν. 3869/2010, όπως τροποποιήθηκε με το νόμο 4161/2013, όπως όλα τα ανωτέρω τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 56-68 του ν. 4549/2018, κάποιες διατάξεις του οποίου σύμφωνα με το αρθρο 68 του τελευταίου, καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του (14-06-2018) αιτήσεις, πλην του αιτήματος περί επικύρωσης του σχεδίου διευθέτησης οφειλών του, αφού η επικύρωση του σχεδίου διευθέτησης δεν αποτελεί αντικείμενο της αίτησης του αρθρ. 4 παρ. 1 του νόμου αυτού, αλλά νόμιμη συνέπεια της ελεύθερης συμφωνίας των διαδίκων, στην περίπτωση που κανένας πιστωτής δεν προβάλει αντιρρήσεις για το αρχικό ή το τροποποιημένο σχέδιο διευθέτησης οφειλών ή συγκατατίθενται όλοι σε αυτό. Τέλος, μη νόμιμο είναι και το επικουρικό αίτημα για συμψηφισμό της δικαστικής δαπάνης, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 6 του νόμου δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται. Πρέπει, άρα, η αίτηση, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, αφού το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν επιτεύχθηκε συμβιβασμός και καταβλήθηκαν και τα νόμιμα τέλη για τη συζήτησή της.

Η καθ’ ης η κλήση-αίτηση με τις προτάσεις της, που είχε καταθέσει κατά τη συζήτηση αρχικώς της αίτησης κατά την δικάσιμο της 15.02.2017 (καθώς η συζήτηση της αίτησης είναι, ως εκτέθηκε, ενιαία, μετά την έκδοση της 51/2018 απόφασης με την διατάχθηκε επανάληψη συζήτησης κατά το άρθρο 254 και 741 ΚΠολΔ), είχε προβάλλει ένσταση καταχρηστικής άσκησης των δικαιωμάτων εκ μέρους των καλούντων-αιτούντων, καθώς, με βάση το σχέδιο ρύθμισης που προτείνουν οι ίδιοι, επιθυμούν να καταβάλλουν προς την καθ` ης ποσό ανερχόμενο σε 211.131,00 € σε διάστημα 35 ετών, ενώ η συνολική τους οφειλή κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης την 15.02.2017 προσέγγιζε τις 300.000,00 €, γεγονός που αποτελεί υπέρβαση του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος και της καλής πίστης. Εντούτοις, η σχετική ένσταση τυγχάνει απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, καθώς μόνο το γεγονός ότι οι αιτούντες προτείνουν ένα ποσό, το οποίο, με βάση τη στάθμιση των οικονομικών τους δυνατοτήτων, εκτιμούν πως είναι σε θέση να καταβάλλουν προς την καθ’ ης, δεν αποτελεί υπέρβαση του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος και της καλής πίστης, αλλά ουνίτη α νόμιμο δικαίωμα τους να προβούν σε πρόταση για σχέδιο ρύθμισης προς την καθ’ ης, σύμφωνα με τις διαταξεις του ν. 3869/2010. Περαιτέρω, η καθ’ ης ζητά τη ρευστοποίηση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας των αιτούντων, ενώ επικουρικά ζητά, αν γίνει δεκτή η αίτηση, να ρυθμιστεί η ικανοποίηση των απαιτήσεών της σε συνολικό ποσό ανερχόμενο στο 80% της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, όπως αυτή θα αποτιμηθεί από το Δικαστήριο.

Από όλα -δίχως εξαίρεση- τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, καθώς και από εκείνα, που απλώς προσκομίζονται στο δικαστήριο, χωρίς να γίνεται επίκλησή τους, τα αυτεπαγγέλτως συλλεχθέντα – παραδεκτά, όπως προκύπτει από τα άρθρα 744 και 759 παράγραφος 3 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1384/2018 www.areiospagos.gr, ΑΠ 277/2018, ΑΠ 1779/2017, ΑΠ 636/2017, ΑΠ 66/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), τις άμεσες και έμμεσες ομολογίες που συνάγονται από τους ισχυρισμούς των διαδίκων (αρθρο 261 ΚΠολΔ) σε συνδυασμό με τα διδάγματα κοινής πείρας που το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του αυτεπάγγελτα (άρθρο 336 ΚΠολΔ), καθώς και από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα, ………….., που εξετάστηκε κατά την αρχική δικάσιμο, επί της οποίας εξεδόθη η 51/2018 απόφαση που διέταξε επανάληψη συζήτησης της 15.02.2017- αποδείχθηκαν κατά την κρίση του δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περκπατικά: Οι αιτούντες είναι σύζυγοι και έχουν αποκτήσει δύο τέκνα, τη ……….., ηλικίας σήμερα 18 ετών, και τον …………, ηλικίας σήμερα 14 ετών. Ο πρώτος αιτών εργάζεται ως εποχιακός υπάλληλος στο εστιατόριο με την επωνυμία «…………….», με μηνιαίες αποδοχές κατά το έτος 2012 για το διάστημα της τουρισττκής σεζόν ανερχόμενες στα 950,00 € περίπου το μήνα, ενώ τους υπόλοιπους πέντε μήνες το χρόνο ελάμβανε το επίδομα ανεργίας ανερχόμενο στο ποσό των 432,00 € μηνιαίος. Η δεύτερη αιτούσα, δε, εργάζεται ως βρεφονηπιοκόμος σε δημοτικό βρεφικό σταθμό της πόλης της Ρόδου, με αποδοχές ανερχόμενες κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης στο ποσό των 936,92 €. Οι αιτούντες συνήψαν με την τράπεζα «…………» την με αρ. σύμβασης …………/09.01.2008 σύμβαση στεγαστικού δανείου, με την οποία έλαβαν ποσό 232.191,52 € για την αποπεράτωση οικοδομικών εργασιών κύριας κατοικίας, με διάρκεια 35 ετών, με επιτόκιο καθ’ όλη τη διάρκεια του δανείου, κυμαινόμενο, ανερχόμενο σε διατραπεζικό επιτόκιο ευρωπαϊκής αγοράς-Euribor μηνιαίας διάρκειας προσαυξημένο κατά 1% συν της αναλογούσας εισφοράς του ν. 128/75, με καταβολή 420 μηνιαίων δόσεων, ενώ με την από 09.01.2008 πρόσθετη πράξη αυτού, συμφωνήθηκε το επιτόκιο του ανωτέρω δανείου σταθερό προς 2,8% ετησίως συν της αναλογούσας εισφοράς του ν. 128/75 για διάστημα 12 μηνών και εν συνεχεία κυμαινόμενου. Το εν λόγω δάνειο έλαβαν οι αιτούντες, προκειμένου να ολοκληρώσουν την κατοικία που αγόρασαν στο Δ.Δ. ……….., κείμενη σε οικόπεδο επιφανείας 2.000 τ.μ., όπου ανεγέρθη διώροφη οικοδομή, με στοιχεία Κ1, αποτελούμενη από υπόγειο, ισόγειο και πρώτο όροφο με εσωτερική σκάλα, επιφανείας 89,40 τ.μ. το υπόγειο, 24,57 τ.μ. και 20 τ.μ. ημιυπαίθριο χώρου στο ισόγειο και 55,17 τ.μ. ο πρώτος όροφος, ήτοι συνολικής επιφανείας 189,40 τ.μ. Την κατοικία αυτή οι αιτούντες απέκτησαν με το ……/20.12.2007 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Ρόδου ………συζύγου …………, κατά 1/2 εξ αδιαιρέτου έκαστος, έναντι αναφερόμενου στο συμβόλαιο τιμήματος 67.808,48 €. Για την αγορά της, δε, πέραν του ποσού του δανείου, χρησιμοποίησαν και τα χρήματα που αποκόμισαν από την πώληση της προγενέστερης μέχρι τότε κατοικίας τους στην οδό …………. στην πόλη της Ρόδου. Το ύψος του ποσού, που πωλήθηκε η ανωτέρω οικία δεν προέκυψε από τα προσκομιοθέντα έγγραφα της δικογραφίας, καθώς οι αιτούντες δεν προσκόμισαν το συμβόλαιο πώλησης του ανωτέρω ακινήτου τους. Ωστόσο, ο εξετασθείς μάρτυρας στο ακροατήριο κατέθεσε ότι η κατοικία αυτή ήταν πολύ παλιά και σε κακή κατάσταση, γεγονός που έχει αρνητική επίπτωση στην τιμή πώλησης του ακινήτου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το ακίνητο, για το οποίο έλαβαν το επίδικο στεγαστικό δάνειο, δεν κόστισε το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο ποσό, καθώς αφενός οι αιτούντες έλαβαν ως στεγαστικό δάνειο το ποσό των 231.191,52 €, αφετέρου καθώς τούτο αντλείται στα διδάγματα της κοινής πείρας, με δεδομένο ότι πρόκειται για ένα μεγάλο σε επιφάνεια ακίνητο σε ιδιαίτερα καλή περιοχή της Ρόδου, και ως εκ τούτου η εμπορική του αξία είναι πολύ μεγαλύτερη της αναγραφόμενης στο συμβόλαιο. Εντούτοις, ο μάρτυρας των αιτούντων κατέθεσε ότι το ακίνητο αυτό παρέμεινε ημιτελές στο υπόγειο τμήμα αυτού, γεγονός που προκύπτει και την από 02.11.2012 εκτίμηση της αξίας ακινήτου της μηχανικού ………….. Το ανωτέρω ακίνητο αποτελεί την κύρια και μοναδική κατοικία των αιτούντων, η σημερινή εμπορική αξία του οποίου ανέρχεται , με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, αλλά και την αξία αντίστοιχων ακινήτων στην περιοχή καθώς και την από 02.11.2012 εκτίμηση αξίας ακινήτου της πολιτικού μηχανικού ………… το ποσό των 200.000,00 €, ενώ η αντικειμενική αξία αυτού μετά του οικοπέδου ανέρχεται στις 106.253,42 € (σχετικά το φύλλο υπολογισμού αντικειμενικής αξίας γης και κτισμάτων έτους 2024, από το οποίο προκύπτει ότι η αξία των κτισμάτων ανέρχεται στις 98.55342 € και η αξία γης ανέρχεται στις 7.700,00 €). Κατά το χρόνο λήψης του επιδίκου δανείου, οι αιτούντες αποδείχθηκε πως είχαν μηνιαία εισοδήματα, σε σημαντικό βαθμό μεγαλύτερα σε σχέση με αυτά κατά το χρόνο παύσης των πληρωμών τους προς την καθης, και ειδικότερα αποδείχθηκε πως ο πρώτος αιτών δήλωνε ετήσια εισοδήματα ανερχόμενο στο ποσό των 11.140,07 €, ενώ η δεύτερη αιτούσα δήλωνε ετησίως εισόδημα ανερχόμενο στο ποσό των 15.324,94 € (σχετικά εκκαθαριστικό σημείωμα έτους 2009). Προσέτι, ο πρώτος αιτών προέκυψε πως είχε, ανεξαρτήτως των δηλωθέντων στη φορολογική του δήλωση, εισοδήματα από την εποχιακή του εργασία ανερχόμενα στο ποσό των 2.300,00 € μηνιαίως (σχετικά η βεβαίωση της επιχείρησης που εργάζεται, η οποία χορηγήθηκε για τραπεζική χρήση, γεγονός που σήμαινε ότι ελάμβανε κατά το διάστημα των επτά μηνών εποχιακής εργασίας του ποσό 16.000,00 €). Εξάλλου, η αλήθεια των δηλούμενων στην Δ.Ο.Υ. ποσών από τον πρώτο αιτούντα δεν έχει εξακριβωθεί, γεγονός που συνάγεται από τις βεβαιώσεις αποδοχών του εργοδότη του, οι οποίες δεν συμβαδίζουν με τα δηλούμενα από τον πρώτο αιτούντα ποσά στις φορολογικές του δηλώσεις, κατά το διάστημα προ της λήψης του επιδίκου δανείου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε πως από το έτος 2011 μειώθηκαν οι μηνιαίες αποδοχές αμφότερων των αιτούντων, καθώς ο πρώτος αιτών ελάμβανε μηνιαίως από την εποχιακή του εργασία περίπου 1.000,00 €, ενώ και οι αποδοχές της δεύτερης αιτούσας περιορίστηκαν και ανέχονταν στα 940,00 € περίπου το μήνα (έναντι 1.250,00 € μηνιαίως που ελάμβανε μέχρι το έτος οικονομικό έτος 2010-σχετικά εκκαθαριστικά σημειώματα ετών 2010 και 2012, καθώς και η από 21.10.2015 βεβαίωση αποδοχών του εργοδότη πρώτου αιτούντος και ο μισθοδοτικός φάκελος της δεύτερης αιτούσας). Επομένως, οι μηνιαίες αποδοχές των αιτούντων αποδείχθηκε πως από το έτος 2011 και εφεξής μειώθηκαν σε σημαντικό βαθμό, με περιορισμό των μηνιαίων αποδοχών τους από το ποσό των 2.770,00 € που ελάμβαναν μέχρι το έτος 2010 [το οποίο προκύπτει από το ποσό των 2.300,00 € μηνιαίως που ελάμβανε ο πρώτος αιτών κατά τους επτά μήνες εποχιακής απασχόλησης του ετησίως, πλέον των 432,00 € που ελάμβανε κατά το διάστημα της επιδοτούμενης ανεργίας του κατά τους πέντε μήνες ετησίως, καθώς και από το ποσό των 1.250,00 € των μηνιαίων αποδοχών της δεύτερης αιτούσας] στο ποσό των 1.700,00 € περίπου μηνιαίως [το οποίο προκύπτει από το ποσό των 1.000,00 € που ελάμβανε ο πρώτος αιτών κατά το διάστημα των επτά μηνών της εποχιακής του απασχόλησης, πλέον των 432,00 € μηνιαίως κατά το διάστημα της επιδοτούμενης ανεργίας του, καθώς και το ποσό 950,00 € μηνιαίως από τις αποδοχές της δεύτερης αιτούσας]. Πέραν της ανωτέρω μείωσης των εισοδημάτων των αιτούντων, οι ίδιοι απέκτησαν στο τέλος του 2010 και δεύτερο τέκνο, γεγονός το οποίο συνεπάγεται αύξηση των μηνιαίων εξόδων και υποχρεώσεών τους. Πέραν τούτων, προέκυψε πως οι αιτούντες κατά το χρόνο λήψης του επιδίκου δανείου έπρεπε να καταβάλλουν, προκειμένου να είναι συνεπείς προς τις δανειακές τους υποχρεώσεις, ποσό ανερχόμενο στα 977,85 € μηνιαίως, ποσό που ανταποκρινόταν στις οικονομικές δυνατότητες των αιτούντων κατά το χρόνο λήψης του επιδίκου δανείου, το οποίο, ωστόσο, μετά τη μείωση των εισοδημάτων τους κατέστη αδύνατο να μπορούν να αποπληρώνουν με συνέπεια και, επομένως, έχουν περιέλθει σε γενική και μόνιμη αδυναμία καταβολής των ληξιπρόθεσμων δόσεων τους προς την καθ ης. Οι αιτούντες έχουν, ο μεν πρώτος αυτών ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο μάρκας ………., με αρχική ημερομηνία κυκλοφορίας έτους 2009, σημερινής εμπορικής αξίας περίπου 7.500,00€, η δεύτερη αιτούσα ένα ΙΧΕ μάρκας …… , ημερομηνίας πρώτης κυκλοφορίας έτους 2002, σημερινής εμπορικής αξίας περίπου 2.500,00€, ενώ ο πρώτος αιτών έχει και μια δίκυκλη μοτοσυκλέτα μάρκας ………… παλαιότητας 18 ετών, σημερινής αξίας ανερχόμενης στα 500,00 €. Ως προς τα τέκνα, δε, των αιτούντων, η θυγατέρα αυτών φοιτά σήμερα στο Τμήμα Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου στη Μυτιλήνη, όπου ο πρώτος αιτών μισθώνει οικία για αυτήν με μηνιαίο μίσθωμα ανερχόμενο στα 150,00 €. Εξαιτίας, συνεπώς, των μειωμένων, σε σχέση με το χρόνο λήψης του επιδίκου δανείου, εισοδημάτων των αιτούντων, έχει καταστεί δυσχερής για τους αιτούντες η κάλυψη των ληξιπρόθεσμων δανειακών υποχρεώσεων τους, καθόσον η σχέση ρευστότητας προς τις ληξιπρόθεσμες οφειλές τους, αφού ληφθούν υπόψη και οι απαιτούμενες δαπάνες για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών τους, είναι αρνητική, υπό την έννοια ότι η ρευστότητά τους δεν της επιτρέπει να ανταποκριθούν στην κάλυψη των βιοτικών αναγκών τους και συνάμα στην εξυπηρέτηση των οφειλών τους για τις οποίες όφειλαν, κατά το χρόνο που σταμάτησαν να αποπληρώνουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις, να καταβάλλουν μηνιαίως το ποσό των 977,85 € ευρώ περίπου (βλ. το 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης όπως αποτυπώνεται στην προσκομιζόμενη από 02.11.20Ι5 κατάσταση οφειλών). Το ποσό αυτό κατέστη αδύνατο, μετά τη μείωση των εισοδημάτων τους, να καταβάλλουν οι αιτούντες, αδυναμία που συνεχίζεται και κατά τη συζήτηση της αίτησης τους, με τη σημερινά διαμορφούμενη δόση, προστιθέμενων των τόκων και εξόδων, που οφείλουν να καταβάλλουν οι αιτούντες. Εξάλλου, η αρνητική αυτή σχέση μεταξύ της ρευστότητας και των οφειλών τους προέκυψε πως δεν βελτιώθηκε σημαντικό από το έτος 2013 έως το έτος 2018 (σχετικά τα εκκαθαριστικά τους σημειώματα), ενώ) προέκυψε πως εμφάνισε σχετική βελτίωση από το 2019 έως το έτος 2023, ανερχόμενα κατά το έτος 2023 στο ποσό των 11.598,77 € για τον πρώτο αιτούντα και στα 13.923,75 € για την δεύτερη αιτούσα το έτος 2023, ήτοι περί τα 2.125,00 € μηνιαίως για αμφότερους τους αιτούντες. Μάλιστα, σύμφωνα με τα ανωτέρω η παύση εξυπηρέτησης του επιδίκου δανείου δεν μπορεί να αποδοθεί ότι προκλήθηκε από δόλο, καθώς ο δανεισμός των αιτούντων δεν κρίνεται υπερβολικός, ούτε έγινε με σκοπό την απόκτηση ενός ανώτερου βιοτικού επιπέδου από εκείνο το οποίο μπορούσαν κατά το χρόνο λήψης του επιδίκου δανείου να υποστηρίξουν με τα οικονομικά τους δεδομένα, αποδεχόμενοι μάλιστα τούτο. Εξάλλου, η βασική οφειλή τους δημιουργήθηκε για την κάλυψη της αγοράς και κατασκευής της κατοικίας τους. Αλλωστε από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι οι αιτούντες προέβησαν σε υπέρμετρο και δυσανάλογο δανεισμό προκειμένου να ικανοποιήσουν υπέρμετρες καταναλωτικές ανάγκες και να αποκτήσουν ένα επίπεδο διαβίωσης αρκετά υψηλότερο σε σχέση με εκείνο που τα εισοδήματά τους μπορούσαν να καλύψουν, ιδίως ενόψει των εισοδημάτων τους, που κατά το χρόνο λήψης του επίδικου δανείου ανέρχονταν στα 2.770,0 € μηνιαίως. Λαμβανομένων υπόψη ίων εύλογων δαπανών διαβίωσης, όπως προσδιορίζονται στην Ε.Ο.Π. της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, οι οποίες, όμως, λειτουργούν μόνο ως κατευθυντήριες γραμμές (βλ. Ι. Βενιέρη – Θ. Κατσά, Εφαρμογή του ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, 3η εκδ. 2015, σελ. 498), το Δικαστήριο κρίνει, δυνάμει και των άρθρων 336 παρ. 4 και 744 ΚΠολΔ, ότι το ποσό που προκύπτει ως απολύτως απαραίτητο για τους αιτούντες προς κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών των ίδιων και της οικογενείας τους, ήτοι για διατροφή, πληρωμή λογαριασμών (ύδρευσης, ηλεκτρικού ρεύματος, τηλεφωνίας, κοινοχρήστων δαπανών εν γένει), για έξοδα θέρμανσης και μετακίνησης, ένδυση – υπόδηση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, καθώς και για άλλα τυχόν έκτακτα έξοδα, καθώς και για τα έξοδα της κόρης των αιτούντων που φοιτά στη Μυτιλήνη, ανέρχεται συνολικά σε περίπου 1.600,00 €. Κατόπιν των ανωτέρω συντρέχουν στο πρόσωπο των αιτούντων οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή τους στη ρύθμιση του ν. 3869/2010. Ειδικότερα, τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010, καθώς προβάρεται σχετικό αίτημα μετά το οποίο είναι υποχρεωτική η εξαίρεση από την εκποίηση για το Δικαστήριο. Έτσι, η Ρύθμιση των χρεών τους θα γίνει κατά πρώτο λόγο με μηνιαίες καταβολές απευθείας στις καθ’ων η αίτηση, από τα εισοδήματά τους, για χρονικό διάστημα τριών ετών (36 μηνών). Το προς διάθεση ποσό, για το χρονικό διάστημα των τριών ετών λαμβανομένων υπόψη των εισοδημάτων και των βιοτικών αναγκών, όπως ανωτέρω προσδιορίστηκαν, ανέρχεται σε 100,00 ευρώ μηνιαίως. Σημειώνεται ότι στο πλαίσιο της εκδοθείσας προσωρινής διαταγής του Δικαστηρίου τούτου, οι αιτούντες δεν διατάχθηκαν να καταβάλλουν μέχρι τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης στην καθ` ης οιοδήποτε ποσό, παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι κατέβαλαν το προταθέν από τους ίδιους ποσό των 270,00 € μηνιαίως. Περαιτέρω, προκύπτει ότι ρευστοποίηση των κινητών πραγμάτων (αυτοκινήτων και μοτοσυκλέτας) των αιτούντων δεν είναι ευχερής και δεν θα αποφέρει σημαντικό ποσό, αν αυτά) διαταχθεί, δεδομένης της παλαιότητας αυτών, καθώς το αυτοκίνητο μάρκας ………… σήμερα είναι δεκαπέντε ετών, ενώ το αυτοκίνητο μάρκας ………… σήμερα είναι είκοσι δύο ετών, η μοτοσυκλέτα, δε, είναι ουσιαστικά ελάχιστης εμπορικής αξίας. Η οριστική δόση που θα κληθούν οι αιτούντες τελικά να καταβάλλουν στο πλαίσιο του άρθρου S παρ. 2 ν. 3869/2010 θα οριστεί μετά την κατανομή με τη μηνιαία δόση της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της. Κατά την παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010, όπως αυτός ισχύει μετά την τροποποίηση του με το ν. 4161/2013, «» Επιπλέον, με τη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 3 του ν. 45-49/2018 (ΦΕΚ Α’ 105/ 14-6-2018), κατά το χρονικό διάστημα των καταβολών της παραγράφου 2 του άρθρου 8, δηλαδή) 3ετία ή 5ετία, ανάλογα με το νόμο που θα δικαστεί η αίτηση, το δικαστήριο κατανέμει το ποσό που μπορεί να καταβάλλει ο οφειλέτης μεταξύ της ρύθμισης οφειλών του άρθρου 8 και του σχεδίου διευθέτησης οφειλών του άρθρου 9 παρ. 2, διασφαλίζοντας ότι οι πιστωτές δεν θα βρεθούν χωρίς τη συναίνεσή τους σε χειρότερη οικονομική θέση απ αυτην, στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης. Ειδικότερα, από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4549/2018 (άρθρο 62), προκύπτει ότι ο νομοθέτης επιθυμούσε την χρονική σύμπτωση των δύο ρυθμίσεων, οι οποίες πλέον θα ξεκινούν από την έκδοση της απόφασης και δεν θα συνυπολογίζονται πλέον οι μηνιαίες καταβολές από την κατάθεση της αίτησης μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης, στον χρόνο αλλά μόνο στο ποσό. θα πρέπει, δηλαδή, οι πιστωτές να λάβουν, από την έναρξη της ρύθμισης άρθρου 8 παρ. 2 και παράλληλα με αυτήν, οπωσδήποτε ποσό ίσο με αυτό του ανταλλάγματος της διάσωσης της κατοικίας, το οποίο θα συνεχίσει ο οφειλέτης να καταβάλλει και μετά την πάροδο της τριετίας ή πενταετίας και μέχρι το τέλος της ρύθμισης του 9 παρ. 2, ενώ ταυτόχρονα ο οφειλέτης δεν θα πρέπει να επιβαρυνθεί με καταβολές ποσού μεγαλύτερου από την ικανότητα αποπληρωμής του με βάση τα εισοδήματά του. Με βάση τη ρύθμιση αυτή και με δεδομένο ότι οι πιστωτές θα πρέπει οπωσδήποτε να λάβουν κατά τη διάρκεια της ρύθμισης του άρθρ. 8 παρ. 2 ποσό ίσο με αυτό του ανταλλάγματος της διάσωσης, η μεν ρύθμιση του άρθρ. 9 παρ. 2 εξυπηρετείται εξαρχής, αυτή δε του άρθρ. 8 παρ. 2 έχει αντικείμενο μόνο αν υπάρχει πλεόνασμα από το υποχρεωτικό αντάλλαζα της διάσωσης.

Ακολούθως, η ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 2 θα συνδυαστεί με την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 ν. 3869/2010 όπως τα πιο πάνω άρθρα τροποποιήθηκαν με τον νόμο 4161/2013 και στην συνέχεια με τις διατάξεις των άρθρων 56-68 του ν. 4549/2018. Εν προκειμένω αποδείχθηκε ότι το ακίνητο που περιγράφεται ανωτέρω αποτελεί την κύρια κατοικία των αιτούντων, η αντικειμενική αξία του οποίου ανέρχεται στις 106.253,42 €. Εξάλλου, η καθ` ης κανένα στοιχείο δεν εισέφερε στη δική από το οποίο να συνάγεται ότι αυτή προσδιορίζεται σε διαφορετικό ποσό. Ετσι, θα πρέπει να οριστούν μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας των αιτούντων, για την οποία (διάσωση)οι αιτούντες, θα πρέπει να καταβάλλουν το 80% της αντικειμενικής αξίας της, δηλαδή το ποσό των (80% Χ 106.253,42 =) 85.002,74 ευρώ στο οποίο και εξαντλείται η υποχρέωση τους, αφού τα χρέη τους είναι μεγαλύτερα του 80% της αντικειμενικής αξίας της κύριας κατοικίας, ανερχόμενα συγκεκριμένα στο ποσό των 300.733,54 € (σχετικά η από 02.11.2015 βεβαίωση οφειλών). Η αποπληρωμή του ποσού των 85.002,74 θα γίνεται εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου εκάστου μηνός, εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, που ίσχυε σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδας κατά τον τελευταίο μήνα για τον οποίο υφίσταται μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ο δε Χρόνος εξόφλησης πρέπει να οριστεί σε είκοσι (20) Χρόνια (240 μηνιαίες δόσεις), ποσού 354,18 €, πλέον του ανωτέρω επιτοκίου, λαμβανομένων υπόψη της διάρκειας της δανειακής σύμβασης, του συνόλου των χρεών τους, της οικονομικής τους δυνατότητας και της ηλικίας τους. Η μηνιαία, επομένως, δόση θα ανέρχεται στο ποσό των 354,18 ευρώ. Οι καταβολές για τη ρύθμιση αυτή θα πρέπει να γίνονται εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου εκάστου μήνα, από τον πρώτο μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης. Αναφορικά με τις καταβολές που πραγματοποίησαν οι αιτούντες από την κατάθεση της αίτησης τους μέχρι σήμερα δεν τίθεται ζήτημα αναζήτησης ή επιστροφής και τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, καθόσον αυτές δεν αποτελούν καταβολές ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 του ν. 3869/2010, αφού εν τελεί, για την εν λόγω ρύθμιση ορίστηκαν μηδενικές καταβολές, αλλά απλές καταβολές έναντι των χρεών τους κατά τη διάταξη του άρθρου 417 επ. ΑΚ, λαμβανομένων υπ’οψιν των οικονομικών δεδομένων τους κατά τη συζήτηση της προσωρινής διαταγής. Άλλωστε, το συνολικό ποσό των καταβολών αυτών συνυπολογίζεται στο συνολικό χρέος και αφαιρείται από αυτό. Ακολούθως, όπως προαναφέρθηκε η μηνιαία δυνατότητα αποπληρωμής των αιτούντων για τα επόμενα τρία έτη ορίστηκε στο ποσό των 100,00 ευρώ και το ποσό των 354,18 ευρώ η μηνιαία δάση που αντιστοιχεί στο αντάλλαγμα διάσωσης της κύριας κατοικίας τους. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, να οριστούν δόσεις κατά το άρθρο 8 παρ. 2 ποσού 100,00 € μηνιαίως, να διασωθεί η κύρια κατοικία των αιτούντων και να υποχρεωθούν αυτοί να καταβάλλουν το οριζόμενα στο διατακτικό ποσό για τη διάσωση αυτής. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 6 του ν. 3869/2010. Τέλος, δεν ορίζεται παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας, διότι δυνατότητα άσκησης τέτοιας ανακοπής δεν παρέχεται από το ν. 3869/2010 (βλ. άρθρο 14 ν. 3869/2010), αλλά και της ενιαίας συζήτησης μετά την αρχικώς εκδοθείσα απόφαση.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε απορριπτέο.

Δέχεται κατά τα λοιπά εν μέρει την αίτηση·

Ρυθμίζει τα χρέη των αιτούντων ορίζοντας καταβολές για τρία (3) έτη (36 μήνες) αρχόμενης της σχετικής υποχρέωσης από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, ποσού εκατό ευρώ (100,00 €) συμμέτρως για τα πιστωτικά προϊόντα που έλαβαν οι αιτούντες.

Εξαιρεί από την εκποίηση την κύρια κατοικία των αιτούντων ήτοι ένα ακίνητο στην περιοχή ……….. Ρόδου, αποτελούμενο από διώροφη κατοικία με στοιχεία Κ1, επιφανείας συνολικά 189,40 εμ., που ανήκει κατά 50% εξ αδιαιρέτου εις έκαστο εξ αυτών, κείμενη σε οικόπεδο επιφανείας 2.000 τ.μ., με κτηματολογικά στοιχεία Τόμος Γαιών …. ….., Φύλλο …, μερίδα …. Γ και φάκελος …. του Κτηματολογίου Ρόδου.

Υποχρεώνει τους αιτούντες για τη διάσωση της ως άνω κύριας κατοικίας να καταβάλλουν στην καθ, ης το συνολικό ποσό των 85·002,74 ευρώ για χρονικό διάστημα είκοσι (20) ετών (240 μηνών), σε μηνιαίες συνεχείς δόσεις εκάστης ποσού τριακοσίων πενήντα τεσσάρων ευρώ και δεκαοχτώ λεπτών (354,18 €). Η αποπληρωμή του ποσού αυτού θα γίνεται εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου εκάστου μήνα, από τον πρώτο μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης μάνα, εντόκως, χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της ΤτΕ αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Ρόδο, στις 14/2/2025, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Μεταρρύθμιση Κατάστασης Δικαιούχων Απαιτήσεων της υπό ειδική εκκαθάριση ασφαλιστικής εταιρείας μετά από ανακοπή. Ανάλογη εφαρμογή του αρ. 92 ΠτΚ. (αρ. αποφ. 3359/2021 Μον.Εφ.Αθ. δημοσιευμένη στην ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ)

Θανατηφόρο τροχαίο ατύχημα. Χρηματική ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης. Εξώδικος συμβιβασμός υπό διαλυτική αίρεση. Πτώχευση ασφαλιστικής εταιρείας και θέση υπό ειδική εκκαθάριση Ν. 4364/2016. Εμπρόθεσμη αναγγελία απαίτησης με ρητή επιφύλαξη. Πλήρωση διαλυτικής αίρεσης. Κατάταξη της αιτούσας-αντεφεσείουσας για το ποσό των €16.250, μικρότερο από αυτό που αναλογούσε λόγω της πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης. Ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης. Ανάλογη εφαρμογή του αρ. 92 ΠτΚ του Ν. 3588/2007 (ΠτΚ) που εφαρμόζεται συμπληρωματικά με το Ν. 4364/2016. Απορρίπτει την έφεση της υπό ειδική εκκαθάριση ασφαλιστικής εταρείας και δέχεται την αντέφεση της αιτούσας-αντεφεσείουσας. Μεταρρυθμίζει την Κατάσταση Δικαιούχων Απαιτήσεων υπολογίζοντας και τους τόκους υπερημερίας έως την πτώχευση της ασφαλιστικής εταιρείας στο συνολικό ποσό των €38.787,57. (δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)

Αριθμός απόφασης: 3359/2021

                                               ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

        Αποτελούμενο από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Λέκκου, Εφέτη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Αγγελική Κυριαζή.

        Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 15η Απριλίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

        Της εκκαλούσας – αντεφεσιβλήτου — καθής η ανακοπή: Τελούσας υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…….Α.Α.Ε.» με ΑΦΜ ………η οποία εδρεύει στη ………Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα από τον εκκαθαριστή της, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελένη Γκίνη (αριθμός προείσπραξης ……….και ………ΔΣΑ).

        Της εφεσιβλήτου – αντεκκαλούσας – ανακόπτουσας: ………χήρας …….., το γένος ………., με ΑΦΜ ……….κατοίκου ………Ρόδου, η οποία, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Λαμπαδάκη (αριθμός προείσπραξης ……..ΔΣ Ρόδου).

        Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ασκήθηκε η από 09.12.2019 και με αριθμ. κατ. ………/09-12-2019 ανακοπή της ανακόπτουσας και αντεκκαλούσας – εφεσιβλήτου. Η εν λόγω ανακοπή εκδικάσθηκε ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, την 06-03-2020, αντιμωλίαν των διαδίκων, και με την με αριθμό 2410/2020 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, έγινε δεκτή ως εν μέρει νόμιμη και περαιτέρω ως βάσιμη στην ουσία της.

        Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου α) η καθής η ανακοπή τελούσας υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……… Α.Α.Ε.» με την από 07-07-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου, ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών, ………/09-07-2020 έφεσή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Εφετείου Αθηνών στις 09.07.2020 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………/2020 και προσδιορίσθηκε προς συζήτηση η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος, και β) η ανακόπτουσα ……….χήρα ………. το γένος ……….με την από 18.01.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………/19-01-2021 αντέφεσή της, και προσδιορίσθηκε προς συζήτηση, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος.

        (……………) Θα πρέπει να σημειωθεί ότι για την άσκηση της αντέφεσης δεν απαιτείται η καταβολή παράβολου (ΕΛαρ 467/2014 Δικογρ 2017-454, Στ. πανταζόπουλος, εις Κεραμευς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ2 εκδ. 2020, σελ. 20-21, παρ. 8)…..

        III) Η εφεσίβλητη – αντεκκαλούσα, με την από 09-12-2019 ανακοπή της, που ήγειρε κατά της εκκαλούσας – τελούσας υπό ασφαλιστική εκκαθάριση εκκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία ………ΑΑΕ, και κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, ισχυρίζεται ότι στη Ρόδο, την 19-7-2011, από παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του οδηγού του υπό στοιχεία κυκλοφορίας …….. ΙΧΦ αυτοκινήτου, ασφαλισμένου για τις έναντι τρίτων προξενούμενες ζημίες στην ήδη τελούσα υπό ασφαλιστική εκκαθάριση εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία, επήλθε ο θάνατος του συζύγου της ………, υπό τις συνθήκες που περιγράφονται ειδικότερα στην εν λόγω ανακοπή. Ότι η ίδια ήγειρε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου την από 18-4-2013 αγωγή της αξιώνοντας, μεταξύ άλλων, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη από το θάνατο του συζύγου της, το ποσό των ευρώ 249.500. Ενόψει καθυστέρησης στην έκδοση αποφάσεως επί της ανωτέρω αγωγής της, η ίδια συμβιβάσθηκε εξωδίκως με την ανωτέρω καθής η ανακοπή εταιρεία, την 27-9-2017. Στα πλαίσια του εν λόγω εξωδίκου συμβιβασμού συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι η ανακόπτουσα, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη θα λάβει από την ανακόπτουσα συνολικά το ποσό των ευρώ 65.000, σε τρεις δόσεις της τελευταίας εκ ποσού ευρώ 16.500 καταβλητέας την 09-02-2018, με τη συμφωνία ότι ο εν λόγω εξώδικος συμβιβασμός θα ισχύει υπό τον όρο εμπρόθεσμης καταβολής των εν λόγω δόσεων. Ότι η καθής υπήρξε συνεπής στην καταβολή των δύο πρώτων δόσεων, πλην όμως την 23-2-2018 ετέθη υπό ασφαλιστική εκκαθάριση και δεν κατέβαλε την ανωτέρω συμφωνηθείσα τρίτη δόση. Κατά την ένδικη ανακοπή, η ίδια (ανακόπτουσα) ανήγγειλε την ανωτέρω απαίτησή της από τον ανωτέρω εξώδικο συμβιβασμό με τη ρητή επιφύλαξη ότι εάν δεν καταβληθεί και η τελευταία δόση του εν λόγω συμβιβασμού έως την 17-9-2018, οπότε είχε ορισθεί προς εκδίκαση η ανωτέρω αγωγή της, θα διεκδικήσει δικαστικά ολόκληρο το ποσό που ζητούσε με την ανωτέρω αγωγή της. Ειδικότερα, ως προς το σημείο αυτό αναφέρει στην ένδικη ανακοπή της «Για τους λόγους αυτούς προέβην σε αναγγελία προς την καθής νόμιμα και εμπρόθεσμα στις 23-04-2018 … για την καταβολή του ποσού των ευρώ 16.500,00 με τη ρητή επιφύλαξη σε περίπτωση που δεν πληρωθεί το υπόλοιπο των απαιτήσεών μου μέχρι τη συζήτηση της εκκρεμής αγωγής στις 17-09-2018 … να διεκδικήσω δικαστικά ολόκληρο το ποσό που αιτούμην με την αγωγή μου (ευρώ 344.900,οο) σύμφωνα με τον όρο 5 του ως άνω συμφωνητικού». Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι δεν έχει εισέτι καταβληθεί η ανωτέρω τελευταία δόση του ανωτέρω συμβιβασμού, η δε ανωτέρω αγωγή της συζητήθηκε πλην όμως η συζήτηση αυτής κηρύχθηκε απαράδεκτη, επιπλέον δε, σε βάρος του ομοδίκου της καθής η ανακοπή και οδηγού του ανωτέρω ζημιογόνου αυτοκινήτου εξεδόθη τελεσίδικη απόφαση με την οποία επιδικάσθηκε σε βάρος του και υπέρ της ανακόπτουσας το ποσό των ευρώ 65.000 ως χρηματική της ικανοποίηση για το ένδικο συμβάν. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι ενόψει της μη καταβολής της ανωτέρω τρίτης δόσης του εξωδίκου συμβιβασμού κατά την ορισθείσα προθεσμίας πληρώθηκε η διαλυτική αίρεση υπό την οποία τελούσε ο ανωτέρω εξώδικος συμβιβασμός, με αποτέλεσμα, ενόψει της ανωτέρω αδικοπραξίας, η καθής η ανακοπή να της οφείλει ως χρηματική της ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη από το ένδικο συμβάν, το ποσό των ευρώ 65.000, αφαιρουμένου του ποσού των ευρώ 48.750 που ήδη έχει λάβει, πλέον τόκων επιδικίας από της επιδόσεως της ανωτέρω αγωγής έως την 9-12-2019, ήτοι έως της εγέρσεως της ένδικης ανακοπής και συνολικά το ποσό των ευρώ 52·530,39· Τέλος διατείνεται ότι εσφαλμένως κατετάγη στην από 15-10-2019 Κατάσταση Δικαιούχων Απαιτήσεων από ασφάλιση που δημοσιεύθηκε τελευταία φορά την 30-10-2019 μόνο για το ποσό των ευρώ 16.500 και επικαλούμενη τις διατάξεις του άρθρου 242 παρ.2 του Ν. 4364/2016 ζητά να αναγνωρισθεί δικαιούχος ασφαλίσεως για το ποσό των 52·53Ο,39 ευρώ, να μεταρρυθμισθεί η ανωτέρω Κατάσταση Δικαιούχων ώστε να συμπεριληφθεί σε αυτήν για το ποσό των 52·53Ο,39 ευρώ και να καταδικασθεί η καθής στη δικαστική της δαπάνη.

        Η εκκαλουμένη, αφού δίκασε την ανωτέρω ανακοπή κατά τη δικάσιμο της 6-3-2020, αντιμωλίαν των διαδίκων, κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, έκρινε αυτή νόμιμη, ως θεμελιούμενη στις διατάξεις του άρθρου 92 παρ.1 ΠτΚ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 235 παρ. 3 του Ν. 4364/2016, πλην του αιτήματος επιδίκασης τόκων για το χρόνο μετά τη θέση της καθής η ανακοπή υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ.ια του ΠτΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 235 παρ·3 του Ν. 4364/2016, ακολούθως δε αφού έκανε δεκτή την ανωτέρω ανακοπή μεταρρύθμισε την από 15-10-2019 Κατάσταση Δικαιούχων Απαιτήσεων από Ασφάλιση της καθής η ανακοπή που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της, ώστε να συμπεριληφθεί σε αυτήν η απαίτηση της ανακόπτουσας προερχομένη από την επικαλούμενη υπ’ αυτής αδικοπραξία εκ ποσού 38.787,54 ευρώ, αφού υπολόγισε επί του κεφαλαίου τόκους υπερημερίας και όχι επιδικίας, συμψήφισε δε τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας της ερμηνείας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

        Κατά της απόφασης αυτής, η καθής η ανακοπή – εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεση της, ζητά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, επί τω τέλει απορρίψεως της ανωτέρω ανακοπής άλλως να περιορισθεί αυτή στο ποσό της αξίωσης της ανακόπτουσας για το οποίο επαληθεύθηκε, διότι, με το μοναδικό λόγο έφεσης, κατ’ εσφαλμένη του νόμου εφαρμογή και ερμηνεία έγινε δεκτή η ανωτέρω ανακοπή και μάλιστα ως θεμελιούμενη στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 92 του ΠτΚ. Περαιτέρω, παραδεκτός (σχετικά Στ. Πανταζόπουλος , ο.π. σελ. 119 παρ. 21) ενόψει της διαδικασίας εκδίκασης της ένδικης διαφοράς και δη αυτής των ασφαλιστικών μέτρων, δια των εγγράφων προτάσεών της και κατά τη δέουσα εκτίμηση αυτών, η εκκαλούσα ανωτέρω ασφαλιστική εταιρεία, άσκησε προσθέτους λόγους έφεσης και δη δεδομένου ότι κάνει λόγο για κακή εκτίμηση των αποδείξεων από την εκκαλουμένη (φύλλο 13° προτάσεων εκκαλούσας). Η ανακόπτουσα, με την ένδικη αντέφεσή της ζητά αφού απορριφθεί η ανωτέρω έφεση να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη με σκοπό γίνει δεκτή η ανακοπή της ως ανακοπή του άρθρου 242 παρ.2 του Ν. 4364/2016 καθόλο της το αιτητικό και αφού αναγνωρισθεί δικαιούχος του ποσού των ευρώ 52-530,39, να μεταρρυθμισθεί η ανωτέρω Κατάσταση Δικαιούχων για το ανωτέρω ποσό, διότι, κατά τον πρώτο της λόγο εσφαλμένως η εκκαλουμένη έκρινε αυτή (ανακοπή της) ως θεμελιούμενη στις διατάξεις του άρθρου 92 του ΠτΚ εφόσον σαφώς στην ανακοπή της ανέφερε ότι η ίδια αναγγέλθηκε για την ένδικη απαίτησή της, κατά δε το δεύτερο λόγο αντέφεσης ότι κατά κακή εφαρμογή του νόμου απορρίφθηκε ως μη νόμιμη η ανακοπή του καθό μέρος ζητούσε να συμπεριληφθούν στην ανωτέρω κατάσταση η απαίτησή της μετά των τόκων επιπλέον δε κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων κατετάγη μόνον για το ποσό των ευρώ 38.787,57 ευρώ .

        IV) Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 235 του Ν. 4364/2016 ο οποίος εφαρμόζεται εν προκειμένω ως εκ του χρόνου θέσης σε εκκαθάριση της εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας) «Προσαρμογή της ελληνικής Νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2009 κλπ», γνωστή ως Οδηγία Φερεγγυότητας II ή Solvency II [με τον οποίο καταργήθηκε από 1-1-2016 στο σύνολό του το ν.δ. 400/1970 με το οποίο ρυθμίζονταν και τα ζητήματα της ασφαλιστικής εκκαθάρισης], υπό τον τίτλο «Έναρξη διαδικασιών εκκαθάρισης» «1. Η Εποπτική Αρχή είναι η μόνη αρμόδια να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης του άρθρου 220 του παρόντος. Στην περίπτωση αυτή ακολουθεί το στάδιο ασφαλιστικής εκκαθάρισης, εκτός αν άλλως ορίζεται στην απόφαση. … 3· Στην περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα, και επί ζητημάτων που δεν ρυθμίζονται από τον Πτωχευτικό Κώδικα, οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 και του ΚΠολΔ. 4· Τριάντα (30) ημέρες μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται αυτοδίκαια λυμένες όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις της. …» Κατά το άρθρο 239 του ίδιου Νόμου, υπό τον τίτλο «Διαδικασία ασφαλιστικής εκκαθάρισης» «1. … 2. … 3· Κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση, αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της και σε βάρος των ασφαλισμένων της για ασφαλίσεις αστικής ευθύνης, μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης …». Κατά το άρθρο 240 του ίδιου Νόμου υπό τον τίτλο «Προνομιακή κατάταξη απαιτήσεων» «1. Οι απαιτήσεις από ασφαλίσεις έχουν απόλυτη προνομιακή μεταχείριση έναντι οποιοσδήποτε άλλης απαιτήσεως κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης, στο σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης. …». Κατά το άρθρο 242 του ίδιου Νόμου υπό τον τίτλο «Εργασίες εκκαθάρισης – Εξασφάλιση και αναγγελία απαιτήσεων από ασφάλιση» «1. Αμέσως μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης και τη θέση της σε ασφαλιστική εκκαθάριση, ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής προβαίνει σε σφράγιση, απογραφή και εν συνεχεία αποσφράγιση των κεντρικών γραφείων, των υποκαταστημάτων και των γραφείων εξυπηρέτησης της επιχείρησης σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ΚΠολΔ. Ανεξάρτητα από την υπαγωγή της επιχείρησης στο καθεστώς της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, η περάτωση των, εκτός του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου, εκκρεμών υποθέσεων, συνεχίζεται κατά τις διατάξεις της κοινής εκκαθάρισης. 2. Ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής καλεί μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από το διορισμό του ή από την πάροδο του χρονικού διαστήματος της παραγράφου 4 του άρθρου 235 του παρόντος, τους δικαιούχους απαιτήσεων από ασφάλιση, με ανακοίνωση, που δημοσιεύεται μια (1) φορά την εβδομάδα, επί τρεις (3) συνεχείς εβδομάδες σε πέντε (5) ημερήσιες, πανελλαδικής κυκλοφορίας, εφημερίδες, καθώς και στην ιστοσελίδα της επιχείρησης, να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά τους στοιχεία. Οι αναγγελίες απαιτήσεων γίνονται δεκτές εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την πρώτη δημοσίευση. Η επαλήθευση των απαιτήσεων από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή, αρχίζει το αργότερο μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από τη λήξη της ως άνω προθεσμίας και ολοκληρώνεται στο συντομότερο χρονικό διάστημα. Γίνονται δεκτές οι απαιτήσεις από ασφαλίσεις που δεν αμφισβητούνται από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή ή έχουν επιδικασθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή με απόφαση διαιτητικού δικαστηρίου, εναντίον της οποίας δεν έχει ασκηθεί αγωγή ακύρωσης εντός της προβλεπόμενης από τον ΚΠολΔ προθεσμίας, ή αυτή έχει απορριφθεί τελεσίδικα. Ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής δημοσιεύει κατάσταση των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση. Στην κατάσταση αυτήν περιλαμβάνονται: α) οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφαλίσεις ζωής, β) οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφαλίσεις κατά ζημιών, που έχουν δηλώσει την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης και έχει καταχωρηθεί η δήλωση στα βιβλία της ασφαλιστικής επιχείρησης, γ) όσοι αναγγέλθηκαν μέσα στην ως άνω προθεσμία. Στην ανωτέρω κατάσταση περιλαμβάνονται και εκείνες οι απαιτήσεις που αμφισβητούνται δικαστικά ή εξώδικα, με αναφορά στο ποσό που διεκδικεί ο δικαιούχος απαιτήσεων από ασφάλιση, καθώς και στο τυχόν ποσό που εκτιμά ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής ότι αναλογεί στην απαίτηση. Μέσα σε δύο (2) μήνες από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αναγγελιών, η ως άνω κατάσταση αναρτάται στην ιστοσελίδα της επιχείρησης και η ανακοίνωση της καταχώρησής της, δημοσιεύεται σε δύο (2) τουλάχιστον ευρείας κυκλοφορίας ημερήσιες εφημερίδες από τις οποίες η μία (ι) τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης, μία (1) φορά την εβδομάδα επί τρεις (3) συνεχείς εβδομάδες. Αντιρρήσεις κατά της πιο πάνω κατάστασης ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης μέσα σε σαράντα πέντε (45) ημέρες από την τελευταία δημοσίευση και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Έφεση κατά της απόφασης του πρωτοδικείου εκδικάζεται από το αρμόδιο εφετείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η απόφαση του εφετείου δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο. 3· Ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής γνωστοποιεί στο Επικουρικό Κεφάλαιο την αναλυτική κατάσταση με τις βεβαιωμένες απαιτήσεις από ασφαλίσεις αστικής ευθύνης αυτοκινήτων, καθώς και κάθε επικαιροποίηση αυτής. Το Επικουρικό Κεφάλαιο καταβάλει αποζημίωση σε κάθε δικαιούχο με βάση την κατάσταση του προηγουμένου εδαφίου και σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο ν.δ.489/1976 (Α` 331)· Στην περίπτωση αυτή, το Επικουρικό Κεφάλαιο δεν υποκαθίσταται στα εξ’ αιτίας του ατυχήματος δικαιώματα του προσώπου που ζημιώθηκε έναντι του υποχρέου για αποζημίωση, υποκαθίσταται όμως, μέχρι του ποσού της αποζημίωσης που κατέβαλε, στο κατ’ άρθρο 240 του παρόντος προνόμιο των απαιτήσεων από ασφάλιση. 4· Ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής ικανοποιεί, από το προϊόν της εκποίησης περιουσιακών στοιχείων, δικαιούχους από ασφάλιση συμμέτρως.». Η τελευταία διάταξη του άρθρου 242 του Ν. 4364/2016, δεν διαφέρει ουσιαστικά από άποψη διαδικασίας, από τη διάταξη του άρθρου 10 παρ.3 του προηγούμενου ΝΔ 400/1970 με το οποίο ρυθμίζονταν ομοίως η διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Ειδικότερα, κατά το εν λόγω άρθρο ίο του ΝΔ 400/1970 «3· Σε περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης ή πτώχευσης ασφαλιστικής επιχείρησης ο, κατά το άρθρο 12α του παρόντος, επόπτης εκκαθάρισης ή πτώχευσης καλεί μέσα σε δέκα ημέρες από το διορισμό του τους δικαιούχους ασφαλίσματος, με ανακοίνωση, που δημοσιεύεται μια φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες σε πέντε ημερήσιες, ευρείας κυκλοφορίας, εφημερίδες, από τις οποίες μια τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης και μια οικονομική, να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά τους στοιχεία μέσα σε τρεις μήνες από την τελευταία δημοσίευση. Δεν καλούνται οι δικαιούχοι ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, καθώς και οι δικαιούχοι ασφαλίσεων ζωής, για τους οποίους δεν έχει επέλθει ασφαλιστική περίπτωση. Η επαλήθευση των απαιτήσεων γίνεται από τα ως άνω όργανα, αρχίζει το αργότερο μέσα σε τρεις ημέρες από τη λήξη της ως άνω προθεσμίας και ολοκληρώνεται στο συντομότερο χρονικό διάστημα. Γίνονται δεκτές οι απαιτήσεις που δεν αμφισβητούνται από τα ως άνω όργανα ή έχουν επιδικασθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή (εκτελεστή) απόφαση διαιτητικού δικαστηρίου. Ο επόπτης εκκαθάρισης και ο εκκαθαριστής ή ο επόπτης πτώχευσης και ο σύνδικος υποβάλλουν στο Υπουργείο Εμπορίου κατάσταση των δικαιούχων ασφαλίσματος μέσα σε δύο μήνες από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αναγγελιών. Στην κατάσταση αυτήν περιλαμβάνονται, εφόσον έχουν επαληθευθεί οι απαιτήσεις τους: α) οι δικαιούχοι ασφαλίσματος ασφαλίσεων ζωής, β) οι δικαιούχοι ασφαλίσματος ασφαλίσεων κατά ζημιών εκτός ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, που έχουν δηλώσει την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης και έχει καταχωρισθεί η δήλωση στα βιβλία της ασφαλιστικής επιχείρησης και γ) όσοι αναγγέλθηκαν μέσα στην ως άνω προθεσμία. Για τις απαιτήσεις που αμφισβητούνται δικαστικά ή εξώδικα γίνεται χωριστή μνεία, στην οποία αναφέρεται το ποσό που εκτιμά ο επόπτης εκκαθάρισης και ο εκκαθαριστής ή ο επόπτης πτώχευσης και ο σύνδικος και το ποσό που διεκδικεί ο δικαιούχος ασφαλίσματος. Στην κατάσταση καταχωρίζονται και οι τυχόν διαφωνίες κατά την επαλήθευση μεταξύ επόπτη και εκκαθαριστή ή συνδίκου. Η κατάσταση καταχωρίζεται αμέσως στο μητρώο ασφαλιστικών επιχειρήσεων και η ανακοίνωση της καταχώρισής της δημοσιεύεται σε δύο τουλάχιστον ευρείας κυκλοφορίας ημερήσιες εφημερίδες, από τις οποίες η μια τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης, μια φορά την εβδομάδα επί τρεις συνεχείς εβδομάδες. Αντιρρήσεις κατά της πιο πάνω κατάστασης ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την τελευταία δημοσίευση και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Έφεση κατά της απόφασης του πρωτοδικείου εκδικάζεται από το αρμόδιο εφετείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η απόφαση του εφετείου δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο.». Από τις παραπάνω διατάξεις του άρθρου 242 του Ν. 4364/2016, όπως και προηγούμενα εγίνετο δεκτό στα πλαίσια της διατάξεως του άρθρου ίο παρ.3 του ΝΔ 400/1970, σαφώς συνάγεται ότι σε περίπτωση ανάκλησης της αδείας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης επακολουθεί το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, κατά το οποίο αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις και η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ασφαλιστικής επιχείρησης, οι δε δικαιούχοι οποιοσδήποτε απαιτήσεως κατ’ αυτής, υποχρεούνται να υπαχθούν στη διαδικασία αναγγελίας και επαλήθευσης των απαιτήσεών τους, προκειμένου να συμμετάσχουν στη διανομή της ασφαλιστικής τοποθέτησης (όμοια Αναστασία Ματέλλα, Διπλωματική Εργασία Η προστασία ασφαλισμένου σε περίπτωση ανάκλησης αδείας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης, υπό το προηγούμενο καθεστώς μεταξύ άλλων ΕΑ 263/2019 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η αναγγελία αποτελεί δήλωση βούλησης με μορφή «ανακοίνωσης παράστασης», με την οποία ο ασφαλισμένος ανακοινώνει στον εκκαθαριστή την ύπαρξη της απαίτησής του, γίνεται δε εγγράφως και πρέπει να αναφέρει το είδος και την αιτία της απαίτησης του αναγγελλομένου, καθώς και το ύψος αυτής, ενώ θα πρέπει να κατατίθενται, μαζί με την αναγγελία, όλα τα δικαιολογητικά της απαίτησης στοιχεία, ώστε να μπορεί ο εκκαθαριστής να προβεί στην επαλήθευση της απαίτησης και του προνομιακού της χαρακτήρα. Ως δήλωση βούλησης η αναγγελία, υπόκειται σε ερμηνεία κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Εν τούτοις, αντικείμενο ερμηνείας δεν μπορούν να αποτελέσουν οι σαφείς δηλώσεις βούλησης (ΑΠ 1299/2008 ΝΟΜΟΣ). Ανάγκη προσφυγής στους ερμηνευτικούς κανόνες ανακύπτει μόνον όταν η δήλωση βούλησης είναι ασαφής, αμφίβολη ή παρουσιάζει κενά. Αντίθετα, όταν οι λέξεις από μόνες τους και χωρίς άλλο αποδίδουν τη βούληση του δηλούντος, τότε δεν υπάρχει έδαφος ερμηνείας με τις προαναφερόμενες διατάξεις (ΑΠ 768/2008 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σε περίπτωση κατά την οποία δικαιούχος απαιτήσεως δεν αναγγείλει εμπρόθεσμα και νόμιμα τις απαιτήσεις του, ανακύπτει το ζήτημα της δυνατότητας ένταξης των απαιτήσεων αυτών στη διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, εν προκειμένω, της ένταξής τους στην Κατάσταση Δικαιούχων Απαιτήσεων από Ασφάλιση. Μολονότι η δυνατότητα προβολής αιτήματος περί εκπρόθεσμης αναγγελίας θα μπορούσε, εκ πρώτης όψεως, να θεωρηθεί ως ένα είδος «αντιρρήσεως» της ανακοπής του άρθρου 242 του Ν. 4364/2016, εντούτοις η συγκεκριμένη ερμηνευτική προσέγγιση, αφενός, προσκρούει στη γραμματική διατύπωση του εν λόγω άρθρου, όπως αυτό παρατίθεται ανωτέρω στο σκεπτικό, αφετέρου δε, δεν είναι συμβατή με το ειδικότερο εννοιολογικό περιεχόμενο των «αντιρρήσεων» και την εν γένει συστηματική της ρύθμισης. Ειδικότερα, στην ανωτέρω διάταξη, όπως εξάλλου και υπό το προηγούμενο νομικό καθεστώς του άρθρου 10 παρ.3 του ΝΔ 400/1970, γίνεται λόγος περί «αντιρρήσεων», οι οποίες αφορούν επαληθευμένες απαιτήσεις, η δε επαλήθευση προϋποθέτει ότι έχει χωρήσει προηγουμένως αναγγελία. Επιπλέον, για τους σκοπούς της συγκεκριμένης διάταξης, το περιεχόμενο των αντιρρήσεων μπορεί να είναι παράπονο των ασφαλισμένων κατά της απόρριψης ή της εν μέρει παραδοχής της απαίτησής τους ή παράπονο οποιοσδήποτε ενδιαφερομένου κατά της παραδοχής απαίτησης ασφαλισμένου. Τούτο σημαίνει ότι η αποδοχή της προβολής αιτήματος περί εκπρόθεσμης αναγγελίας στο πλαίσιο της ανακοπής του ανωτέρω άρθρου 242, δεν θα αφορούσε σε επαλήθευση (σε «αντιρρήσεις») επί της ήδη υπάρχουσας Κατάστασης Δικαιούχων, αλλά σε εισαγωγή νέων απαιτήσεων σε αυτήν, μεταβάλλοντας την ειδικότερη αποστολή που υπηρετεί η συγκεκριμένη ρύθμιση (βλ. υπό το νομοθετικό καθεστώς του άρθρου 10 παρ.β του ΝΔ 400/1970 την από 25.04.2016 Γνωμοδότηση του Επικ. Καθηγητή Εμπορικού Δικαίου Παντείου Πανεπιστημίου, Αγγέλου Μπώλου). Τα ανωτέρω δε, ενισχύονται και από το γεγονός ότι ήδη, κατά τη διάταξη 235 παρ. 3 του ίδιου ως άνω νόμου «Στην περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα» Στα πλαίσια της πτωχευτικής διαδικασίας, ρυθμίζεται αντίστοιχα το θέμα της προβολής αντιρρήσεων κατά τη διαδικασία της επαλήθευσης των απαιτήσεων, με τη διάταξη του άρθρου 95 ΠτΚ. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ωστόσο, ήτοι στην έννοια των «αντιρρήσεων», δεν περιλαμβάνεται και η περίπτωση της εκπρόθεσμης αναγγελίας των απαιτήσεων στην πτωχευτική διαδικασία, αφού γι’ αυτήν την περίπτωση υπάρχει ειδική πρόβλεψη. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 92 § 1 του Ν. 3588/2007 (ΠτΚ) που εφαρμόζεται εν προκειμένω, προβλέπεται ότι «Πιστωτές που δεν ανήγγειλαν την απαίτησή τους μέσα στη νόμιμη προθεσμία, ώστε να μετάσχουν στην επαλήθευση, μπορούν με ανακοπή και δικά τους έξοδα να ζητήσουν την επαλήθευσή της από το πτωχευτικό δικαστήριο, που δικάζει κατά τη διαδικασία του άρθρου 54»· Επομένως, και στο Πτωχευτικό Δίκαιο διαχωρίζεται η περίπτωση της προβολής αντιρρήσεων κατά της επαλήθευσης των απαιτήσεων από αυτήν της μη αναγγελίας των απαιτήσεων. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, είναι σαφές ότι για τον δικαιούχο που δεν ανήγγειλε την απαίτησή του στον εκκαθαριστή ή δεν την ανήγγειλε εμπροθέσμως, δεν χωρεί η ως άνω ανακοπή του άρθρου 242 του Ν. 4364/2016 (προηγούμενο άρθρο 10 § 3 ν.δ. 400/1970)· Χωρεί, όμως, η ανακοπή της διατάξεως του αμέσως ανωτέρω αναφερόμενου άρθρου 92 ΠτΚ, συμπληρωματικώς εφαρμοζόμενου και στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Ειδικότερα, τούτο είναι δογματικά ορθό, καθώς δεν δύναται σε δύο εξίσου συλλογικές διαδικασίες με παρεμφερείς και, σε κάποια σημεία ομοίους σκοπούς, όπως είναι η πτώχευση και η ασφαλιστική εκκαθάριση, στην μεν πρώτη να παρέχεται στον πιστωτή, που δεν ανήγγειλε εμπρόθεσμα την απαίτησή του, η δυνατότητα να την αναγγείλει, ώστε να συμμετάσχει στην πτωχευτική διαδικασία τη στιγμή μάλιστα που ο σύνδικος οφείλει, κατ’ άρθρο 89 § 2 του ΠτΚ, να ειδοποιήσει εγγράφως όλους τους πιστωτές των οποίων τα στοιχεία είναι γνωστά και να τους καλέσει να αναγγείλουν την απαίτησή τους, ενώ στη δεύτερη όπου η διαδικασία πρόσκλησης μέσω δημοσίευσης σε εφημερίδες δεν μπορεί να εξασφαλίσει την αναγγελία των απαιτήσεων, να μην προβλέπεται τέτοια δυνατότητα στον ασφαλισμένο, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει αυτός να χάσει κάθε δυνατότητα ικανοποίησης αντίθετα μάλιστα στο σκοπό της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, που είναι, όπως προεκτέθηκε, η ικανοποίησή του από περιουσιακά στοιχεία επί των οποίων έχει προνόμιο. Ωστόσο, προκειμένου η συμπληρωματική εφαρμογή του άρθρου 92 του ΠτΚ να μην έρχεται σε αντίθεση με τον έτερο σκοπό της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, που είναι η γρήγορη ικανοποίηση των ασφαλισμένων, θα πρέπει να ληφθεί το όλο νομοθετικό πλαίσιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, για να εξυπηρετηθεί δε η ανάγκη για ταχεία περάτωση της διαδικασίας της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, να γίνει δεκτό ότι θα εκδικάζεται από το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Περαιτέρω, ζήτημα τίθεται ως προς την προθεσμία άσκησης της εν λόγω ανακοπής. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 εδ.β της ίδιας διάταξης του άρθρου 92 του ΠτΚ, η εν λόγω ανακοπή μπορεί να ασκηθεί μέχρι και την τελευταία διανομή, σε καμία δε περίπτωση πέραν των έξι (6) μηνών από το πέρας της προθεσμίας αναγγελίας.». Στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 10 παρ.3 του ΝΔ 400/1970 προ της τροποποίησης του ανωτέρω άρθρου 92 παρ.2β ΠτΚ με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ.1 του Ν.4446/2Ο16, οπότε προεβλέπετο ότι η ανακοπή του άρθρου 92 ΠτΚ μπορεί να ασκηθεί μέχρι και την τελευταία διανομή, εγίνετο παγίως δεκτό ότι η νομοθετική στόχευση της άμεσης και ταχείας εκδίκασης των ανακοπών και μάλιστα στο μονομελές πρωτοδικείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον σημαντικότατο όγκο των ασφαλιστικών συμβάσεων, καθώς και το πλήθος των ασφαλισμένων μιας υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής εταιρείας, με αποτέλεσμα να γίνεται δεκτό ότι καθίσταται ανεφάρμοστη η εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρ. 92 ΠτΚ ως προς την εκεί προβλεπόμενη προθεσμία άσκησης της ανακοπής μέχρι την τελευταία διανομή. Εγίνετο δε δεκτό ότι ετύγχανε εφαρμογής η προθεσμία της ανακοπής του άρθρου 10 αρ.3 του ΝΔ 400/1975 ήτοι η προθεσμία των 45 ημερών, άποψη που συνεχίζει να ισχύει, εφόσον με την τροποποίηση του εν λόγω άρθρου δεν προβλέφθηκε, αν και ήταν γνωστό στο νομοθέτη, ότι αντίστοιχα επηρεάζεται και η προθεσμία της ανακοπής του μη αναγγελθέντος πιστωτή στα πλαίσια της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Η εν λόγω προθεσμία των 45 ημερών άρχεται από την τελευταία δημοσίευση της κατάστασης δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρ. 24 παρ. 1 εδ. α` του Πτωχευτικού Κώδικα, η οποία ορίζει ότι «Από την κήρυξη της πτώχευσης οι απαιτήσεις των πιστωτών που δεν είναι εξασφαλισμένες με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματο δικαίωμα παύουν να παράγουν νόμιμους ή συμβατικούς τόκους», πρέπει για την ταυτότητα του δικαιολογητικού λόγου, να ισχύει και στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, η οποία, όπως προεκτέθηκε, αποτελεί θεσμό ανάλογο προς αυτόν της πτώχευσης, μετά του οποίου ταυτίζεται κατά βάση ως προς τον σκοπό και την τηρούμενη για την επίτευξή του διαδικασία. Συνακόλουθα, και στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης οι υποκείμενες σε αυτή απαιτήσεις των ασφαλισμένων παύουν να παράγουν τόκους, νόμιμους ή συμβατικούς, από τη θέση της συμβατικής επιχείρησης στο καθεστώς της εκκαθάρισης (ΕΑ 3/2019 ΝΟΜΟΣ) Ο κανόνας της παύσης της τοκογονίας αποτελεί εκδήλωση της αρχής ότι τα δικαιώματα των πτωχευτικών πιστωτών καθορίζονται με βάση την κατάστασή τους τη στιγμή της κήρυξης της πτώχευσης, κάτι που ανταποκρίνεται στην πρακτική ανάγκη σταθεροποίησης των ποσών για τα οποία θα καταταγούν οι πιστωτές (Ευαγ. Περάκης, Πτωχευτικός Δίκαιο, 2η έκδοση, σελ. 230-231). Κατά τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Από το μεταβιβαστικό αυτό αποτέλεσμα της έφεσης το εφετείο αποκτά την εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 525 έως 527 του ίδιου Κώδικα, τόσο από τη μια πλευρά όσο και από την άλλη και, παρόλο ότι ο εκκαλών, με την έφεση, παραπονείται γιατί η αγωγή του απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, μπορεί να κρίνει, μετά και από αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη. Στην περίπτωση αυτή, μη επιτρεπόμενης, κατά τη διάταξη του άρθρου 534 του άνω Κώδικα, της αντικατάστασης των αιτιολογιών της εκκαλουμένης απόφασης, διότι η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, εξαφανίζεται η εκκαλουμένη απόφαση και απορρίπτεται η αγωγή ως μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη και μάλιστα χωρίς ειδικό γι` αυτό παράπονο, κατά τη διάταξη του άρθρου 533 παρ. 1 του Κώδικα αυτού, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα (άρθρα 68, 536 ΚΠολΔ, ΑΠ 356/2013, ΑΠ 1686/2010, ΑΠ 298/2010, ΑΠ 778/2009, ΑΠ 1951/2007, ΑΠ 1493/2007 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ασκούνται και με τις προτάσεις (Στ. Πασνταζόπουλος, ο.π. σελ. 119 με παραπομπή σε ΕΑ 5560/2003), για την παραδεκτή προβολή των οποίων με τις προτάσεις αρκεί να, περιληφθεί το περιεχόμενο αυτών σε αυτές, οπότε αυτή εκτιμάται ως πρόσθετος λόγος έφεσης, χωρίς να χρειάζεται να αναφέρεται τούτο πανηγυρικά στις προτάσεις (ΑΠ 1179/2017 ΝΟΜΟΣ).

        V) Στην προκειμένη περίπτωση το παρόν δικαστήριο, επανεκτιμώντας το ιστορικό, υπό τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά και το αιτητικό, της ένδικης ανακοπής, κρίνει, ότι η ένδικη ανακοπή, και δεδομένου ότι στο ελάχιστο περιεχόμενο αυτής σαφώς αναφέρεται ότι η ανακόπτουσα ανήγγειλε την απαίτησή της ποσού ευρώ 16.500 από τον ανωτέρω εξώδικο συμβιβασμό και περαιτέρω ότι ρητά επιφυλάχθηκε για το υπόλοιπο της αξιούμενης με την ανωτέρω αγωγή απαίτησή της, τυγχάνει νόμιμη, θεμελιούμενη στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 92 του Ν. 3588/2007 (ΠτΚ) που εφαρμόζεται εν προκειμένω ως ισχύον κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης, το οποίο εφαρμόζεται συμπληρωματικά κατά τις διατάξεις του άρθρου 235 παρ.3 του Ν. 4364/2016, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, καθώς και σε αυτές των άρθρων 299, 914, 932 ΑΚ, πλην (α) του αιτήματος επαλήθευσης της εξ αδικοπραξίας ένδικης απαίτησης της ανακόπτουσας για το μετά τη θέση της καθής η ανακοπή εταιρείας σε εκκαθάριση, μετά νομίμων τόκων, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, δεδομένου ότι όπως προελέχθη από τη θέση της ασφαλιστικής εταιρείας σε εκκαθάριση παύει η τοκογονία των απαιτήσεων, και (β) του αιτήματος επαλήθευσης της εξ αδικοπραξίας ένδικης απαίτησης της ανακόπτουσας για τον προ της θέσεως της καθής η ανακοπή εταιρείας σε εκκαθάριση, μετά τόκων επιδικίας, το οποίο τυγχάνει νόμιμο μόνον καθό μέρος εξιώνεται μετά τόκων υπερημερίας και τούτο διότι, δεδομένου ότι (α) όπως αναφέρεται και ανωτέρω στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, κατά γενική αρχή δικαίου που εφαρμόζεται και εν προκειμένω συμπληρωματικά, τα δικαιώματα των πτωχευτικών πιστωτών καθορίζονται με βάση την κατάστασή τους τη στιγμή της κήρυξης της πτώχευσης, κάτι που ανταποκρίνεται στην πρακτική ανάγκη σταθεροποίησης των ποσών για τα οποία θα καταταγούν οι πιστωτές (Ευαγ. Περάκης, Πτωχευτικός Δίκαιο, 2η έκδοση, σελ. 230-231). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 346 ΑΚ «Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και εάν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ` εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ` εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης.», και β) κατά την ένδικη ανακοπή, καθόν χρόνο η καθής η ανακοπή εταιρεία ετέθη υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ήταν σε ισχύ ο ανωτέρω εξώδικος συμβιβασμός.

    Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, (α) καθό μέρος με την ένδικη ανακοπή, η ανακόπτουσα αν και η ίδια ισχυρίζεται ότι καθόν χρόνο ετέθη η καθής η ανακοπή ασφαλιστική εταιρεία υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ίσχυε ο μεταξύ των διαδίκων εξώδικος συμβιβασμός, αξιώνει όπως, πλην του κεφαλαίου της απαίτησής της, εξελεγχθεί [δεδομένου ότι αντικείμενο της ένδικης ανακοπής είναι η εξέλεγξη και όχι η επιδίκαση της απαίτησης (ΕφΑθ 125/2020 ΕφΑθ 116/2009 ΕλΔ 2009, 605, ΕφΠειρ 109/2006 ΕΕμπΔ 2006, 1029)], στα πλαίσια της ένδικης διαδικασίας εκκαθάρισης, η ένδικη απαίτησή της και ως προς τους τόκους επιδικίας, η ένδικη ανακοπή τυγχάνει μη νόμιμη, διότι κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη, κατά γενική αρχή δικαίου που διέπει το πτωχευτικό δίκαιο και εφαρμόζεται εν προκειμένω, κατά τα άνω συμπληρωματικά, τα δικαιώματα των πτωχευτικών πιστωτών καθορίζονται με βάση την κατάστασή τους τη στιγμή της θέσης της ασφαλιστικής εταιρείας υπό ασφαλιστική εκκαθάριση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε

την αγωγή σιγή ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά το σκέλος αυτό και δη υπολογίζοντας μόνον τόκους υπερημερίας και όχι επιδικίας, ενώ έπρεπε να απορρίψει την ένδικη ανακοπή κατά το σκέλος αυτό ως μη νόμιμη, έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πρέπει, έστω και χωρίς προβολή ειδικού περί τούτου παραπόνου, εφόσον με την κρινόμενη αντέφεση η καθής η ανακοπή εκκαλούσα παραπονείται για την απόρριψη της αγωγής της ως προς το σκέλος αυτό ως ουσιαστικά αβάσιμης, να γίνει δεκτή η αντέφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το σκέλος αυτό. Στην συνέχεια αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο [άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ] και δικαστεί η υπό κρίση ανακοπή, πρέπει να απορριφθεί ως προς το σκέλος αυτό η ένδικη ανακοπή ως μη νόμιμη, διότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για την αντεκκαλούσα, από την εκκαλουμένη. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, (ι) το σχετικό αίτημα της ένδικης ανακοπής τυγχάνει νόμιμο μόνον καθόσον ζητείται ο συνυπολογισμός τόκων υπερημερίας, και (ιι) δεν κρίνεται ότι πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη έφεση εφόσον το σχετικό κονδύλιο εξέλεγξης της ένδικης απαίτησης μετά τόκων επιδικίας, απερρίφθη ως αβάσιμο στην ουσία του κ` τοιουτοτρόπως θα καθιστούσε την εκκαλούσα σε χειρότερη θέση, και β) Καθό μέρος η ένδικη ανακοπή κρίθηκε νόμιμη ως θεμελιούμενη στις διατάξεις του άρθρου 92 του ΠτΚ, όπως ίσχυε κατά τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, ορθά η εκκαλουμένη απόφαση εφάρμοσε και ερμήνευσε τις ανωτέρω διατάξεις και πρέπει να απορριφθεί ο λόγος έφεσης που περιέχεται στην ένδικη έφεση, κατά τον οποίο η ένδικη ανακοπή τυγχάνει μη νόμιμη, διότι κατά τον ίδιο λόγο δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω η διάταξη του άρθρου 92 του ΠτΚ. Όμοια απορριπτέος τυγχάνει και ο λόγος αντέφεσης καθό μέρος ζητείται η εξαφάνιση της εκκαλουμένης διότι κατά παράβαση του νόμου εκρίθη αυτή ως θεμελιούμενη στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 92 ΠτΚ συμπληρωματικώς εφαρμοζομένη και όχι στις διατάξεις του άρθρου 242 του Ν. 4364/2016, δεδομένου ότι σαφώς στην ένδικη ανακοπή αναφέρεται ότι η ανακόπτουσα ανηγγέλθη στην ανωτέρω διαδικασία μόνον για το ποσό των 16.250 ευρώ που αφορά στην τρίτη δόση του εξωδίκου συμβιβασμού και όχι για την ένδικη απαίτηση από την ένδικη αδικοπραξία για την οποία σαφώς αναφέρεται ότι η ίδια (ανακόπτουσα) εδήλωσε επιφύλαξη. Επιπλέον, πρέπει να απορριφθεί και ο λόγος αντέφεσης κατά τον οποίο κατά παράβαση του νόμου απερρίφθη με την εκκαλουμένη ως μη νόμιμο το αίτημα εξέλεγξης της ένδικης απαίτησης της ανακόπτουσας για το μετά τη θέση της καθής η ανακοπή εταιρείας σε εκκαθάριση μετά τόκων, δεδομένου ότι κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, κατά το άρθρο 24 του Ν. 3588/2007 (ΠτΚ) που εφαρμόζεται εν προκειμένω συμπληρωματικώς ως ισχύον κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης, από την θέση της ασφαλιστικής επιχείρησης σε εκκαθάριση, οι απαιτήσεις των πιστωτών παύουν να παράγουν νόμιμους ή συμβατικούς τόκους. Τέλος, ειδικώς όσον αφορά στην αξιούμενη με την ένδικη ανακοπή εξέλεγξη της αξίωσης της ανακόπτουσας περί χρηματικής ικανοποίησής της λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη, η ένδικη ανακοπή τυγχάνει επαρκώς ορισμένη, δεδομένου ότι στοιχεία του ορισμένου της αγωγής από αδικοπραξία είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς (πράξης ή παράλειψης), οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του ζημιώσαντος (ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων κατ` άρθρο 922 του ΑΚ), η πρόκληση ζημίας ή αναλόγως ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (σε περίπτωση θανάτου) και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας ή της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης που προκλήθηκαν (ΑΠ 367/2020 ΝΟΜΟΣ) στοιχεία που εν προκειμένω περιέχονται, απορριπτομένου ως αβασίμου του προσθέτου λόγου έφεσης που περιέχεται παραδεκτώς αν και δεν αναφέρεται πανηγυρικώς στις προτάσεις που κατέθεσε η εκκαλούσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης.

        VI) Από την προσήκουσα επανεκτίμηση των αποδείξεων και δη των εγγράφων που μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από το σύνολο των περιλαμβανομένων στις έγγραφες προτάσεις των διαδίκων ισχυρισμών και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία ουτεπαγγέλτως λαμβάνονται υπόψη, κατ’ άρθρον 336 παρ. 4 ΚΠολΔ, πιθανολογήθηκαν κατά την κρίση του δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 19-

7-2011 και περί ώρα 15·30 ο ………….. του ……….., σύζυγος της ανακόπτουσας ………χήρας ………, οδηγώντας την υπό στοιχεία κυκλοφορίας ………. δίκυκλη μοτοσικλέτα του, εκινείτο επί της Ε.Ο. Ρόδου – Λίνδου της νήσου Ρόδου, με κατεύθυνση από Λίνδο προς Ρόδο, κινούμενος στο μέσον της μοναδικής λωρίδας κυκλοφορίας του ρεύματος πορείας του. Η εν λόγω οδός, είναι οδός διπλής κατευθύνσεως, με συνολικό πλάτος οδοστρώματος 7,40 μ· ήτοι 3,70 μ. ανά κατεύθυνση, με μία λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, στο ύψος δε της 37ης χιλιομετρικής θέσης, όπου η ανώτατη επιτρεπόμενη ταχύτητα ρυθμίζεται σε 8ο χλμ./ώρα με ρυθμιστική της κυκλοφορίας πινακίδα Ρ-32, η τελευταία είναι διαμορφωμένη ως ευθεία, καλυμμένη με ασφαλτικό τάπητα, σημαίνεται δε με κατά μήκος διαγράμμιση επί του οδοστρώματος συνισταμένη σε διπλή διαχωριστική γραμμή, ενώ δεξιά και αριστερά του οδοστρώματος της υπάρχουν ερείσματα πλάτους 1,20 μ. Κατά τον ως άνω χρόνο, η κατάσταση του οδοστρώματος ήταν στο σημείο εκείνο ξηρά, υπήρχε πλήρης φυσικός φωτισμός, επικρατούσε καλοκαιρία και η κυκλοφορία των οχημάτων ήταν συχνή. Στο σημείο αυτό της οδού και συγκεκριμένα στη δεξιά πλευρά του ρεύματος πορείας προς Ρόδο, υπάρχει πρατήριο υγρών καυσίμων της ΕΚΟ. Την ίδια ημέρα και ώρα, ο ………. του …………οδηγώντας το με στοιχεία κυκλοφορίας …… ΙΧΦ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του, το οποίο για τις έναντι τρίτων προξενούμενες ζημίες ήταν ασφαλισμένο στην καθής η ανακοπή ασφαλιστική εταιρεία, αφού κινήθηκε επί της ανωτέρω εθνικής οδού, με κατεύθυνση ομοίως από Λίνδο προς Ρόδο, εισήλθε στο ανωτέρω πρατήριο προς ανεφοδιασμό του οχήματος του. Τη στιγμή που ο ανωτέρω οδηγός της μοτοσυκλέτας προσέγγιζε την ανωτέρω χιλιομετρική θέση, στο ύψος της οποίας ευρίσκεται το ανωτέρω πρατήριο, ο ανωτέρω οδηγός του ανωτέρω φορτηγού αυτοκινήτου, επεχείρησε να εξέλθει από αυτό, ούτως ώστε να εισέλθει στο ρεύμα κυκλοφορίας κατευθυνόμενος προς την πόλη της Ρόδου. Επειδή, ωστόσο, στο σημείο εξόδου από το χώρο του πρατηρίου προς την εθνική οδό και έμπροσθεν του οχήματος του ασφαλισμένου της καθής βρισκόταν ήδη σε θέση αναμονής, προκειμένου να εισέλθει, ομοίως, στην ίδια οδό με κατεύθυνση προς Ρόδο, άλλο αυτοκίνητο, οδηγούμενο από τον ……… του ………, ο ………., προσπέρασε το ανωτέρω έμπροσθεν αυτού όχημα από την αριστερή του πλευρά, ακολούθως εισήλθε από τη θέση εκείνη κάθετα στην εθνική οδό και ακολούθως πραγματοποίησε στροφή δεξιά, με αποτέλεσμα να βρεθεί στο μέσο του ρεύματος κυκλοφορίας της εν λόγω οδού προς Ρόδο. Εν τούτοις, ο τελευταίος αυτός οδηγός, αό αμέλειά του δεν ήλεγξε αν από αριστερά του επί της ανωτέρω οδού, με κατεύθυνση προς Ρόδο, εκινείτο κάποιο όχημα, ώστε να βεβαιωθεί απολύτως ότι μπορούσε να εισέλθει σε αυτή χωρίς κίνδυνο ή παρακώλυση των λοιπών χρηστών της οδού, λαμβάνοντας υπόψη τη θέση και την ταχύτητά τους, με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί την προαναφερομένη κίνηση της μοτοσυκλέτας στην οδό, όπως ευχερώς θα μπορούσε, εάν είχε διακόψει την πορεία του ακριβώς στο σημείο αναμονής του στην έξοδο από το ανωτέρω πρατήριο προς την εθνική οδό, καθώς στο σημείο αυτό δεν περιορίζεται η ορατότητα από φυσικά ή τεχνητά εμπόδια. Έτσι, κατά τον χρόνο που ο τελευταίος πραγματοποιούσε με το φορτηγό του τους παραπάνω ελιγμούς επί της εθνικής οδού, διέκοψε αιφνιδίως την πορεία της οδηγούμενης από τον σύζυγο της ανακόπτουσας μοτοσικλέτας, που εκινείτο στο μέσον του ρεύματος πορείας με κατεύθυνση προς Ρόδο. Ο τελευταίος, μολονότι επεχείρησε αποφευκτικό ελιγμό προς τα αριστερά, έτσι ώστε να διέλθει δια μέσου του ελευθέρου χώρου, αριστερά του φορτηγού, δεν κατόρθωσε να επιτύχει τούτο, έχασε τον έλεγχο του οχήματος του, καθώς ευρίσκετο σε κοντινή απόσταση από την έξοδο του πρατηρίου το εξερχόμενο όχημα του ………, και προσέκρουσε αρχικά με τη δεξιά πλευρά της υπ’ αυτού οδηγούμενης μοτοσυκλέτας στην αριστερή πλευρά του εξερχόμενου από το πρατήριο ανωτέρω φορτηγού αυτοκινήτου και ακολούθως, χωρίς να ανατραπεί, παρεξέκλινε προς τα αριστερά της πορείας του, εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, και αφού διήνυσε απόσταση περίπου είκοσι μέτρων, κινούμενος διαγωνίως επί του ρεύματος πορείας της ανωτέρω οδού προς Λίνδο, προσέκρουσε σε δένδρο που ευρίσκεται εντός του ερείσματος που υπάρχει στη δεξιά πλευρά του οδοστρώματος για τα κινούμενα προς Λίνδο οχήματα, όπου ακινητοποιήθηκε, ενώ η μοτοουκλέτα ακινητοποιήθηκε σε μικρή απόσταση από τον ίδιο και το δένδρο. Η πρόσκρουση του οδηγού της μοτοσυκλέτας στο δένδρο είχε ως αποτέλεσμα το θανάσιμο τραυματισμό του οδηγού αυτής, όπως ειδικότερα αναλύεται κατωτέρω. Οι παραπάνω συνθήκες του ατυχήματος και η αιφνίδια παρεμβολή του φορτηγού αυτοκινήτου στην κανονική κατά τα άνω πορεία της δίκυκλης μοτοσυκλέτας πιθανολογήθηκε και από την από 22-7-2011 ένορκη προανακριτική κατάθεση του αυτόπτη μάρτυρα ………… ο οποίος μεταξύ άλλων κατέθεσε «… Τότε από αριστερά, μου με προσπέρασε ένα πράσινο φορτηγάκι και χωρίς να σταματήσει μπήκε στην Εθνική οδό και συγκρούστηκε με μία μηχανή η οποία κινούνταν από Λίνδο προς Ρόδο και είχε κανονική πορεία…», και την από 30- 9-2015 συμπληρωματική μαρτυρία αυτού ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου κατά την οποία «… Ήμουν στην έξοδο του πρατηρίου από Λίνδο για Ρόδο. Από πίσω ήταν ο …………Με παρέκαμψε και βγήκε … Υπάρχει ορατότητα. Είναι ευθεία και βλέπεις μακριά. Σκέφτηκα δεν προλαβαίνω να βγω και μετά βγήκε ο κατηγορούμενος… Ο θανών έκανε προσπάθεια ελιγμού προς τα αριστερά… Είδα εγώ τη μηχανή και αποφάσισα να μην μπω στο ρεύμα. Είδα τη μηχανή. Εκινείτο κανονικά η μηχανή. Νορμάλ πήγαινε ο άνθρωπος…». Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται και από την έκθεση αυτοψίας σε συνδυασμό με την από 3-2-2012 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του μηχανολόγου μηχανικού …….., η οποία διενεργήθηκε στα πλαίσια της αστυνομικής προανάκρισης που διενεργήθηκε από το τμήμα τροχαίας Ρόδου. Επομένως, πιθανολογείται, ότι αποκλειστικός υπαίτιος του ανωτέρω τροχαίου ατυχήματος ήταν ο οδηγός του υπό στοιχεία κυκλοφορίας ………ΙΧΦ αυτοκινήτου, καθόσον από αμέλειά του και δη μη επιδεικνύοντας την απαιτούμενη κατά νόμο επιμέλεια, δεν συμμορφώθηκε με την υποχρέωσή του, λόγω της θέσης του σε παρακείμενο σταθμό ανεφοδιασμού και της πρόθεσής του να εισέλθει στην εθνική οδό, να διακόψει την πορεία του οχήματος του ακριβώς στο σημείο αναμονής στην έξοδο από το χώρο του σταθμού και να ελέγξει την κίνηση των οχημάτων προς Ρόδο, παραβιάζοντας τοιουτοτρόπως την προτεραιότητα της ανωτέρω μοτοσυκλέτας η οποία εκινείτο επί της ανωτέρω εθνικής οδού, με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί της πορείας της και να προκαλέσει την πρόσκρουσή της στο όχημά του και τελικά την ανατροπή της, κατά παράβαση των άρθρων 12 παρ.1, 26 παρ. 5 εδ.α, β περ.α α, β του Ν. 2696/1999· Εάν ο οδηγός του ανωτέρω υπό στοιχεία κυκλοφορίας …….. ΙΧΦ αυτοκινήτου συμμορφωνόταν με τους ανωτέρω κανόνες οδηγητικής συμπεριφοράς, θα διέκοπτε την πορεία αυτού προ της οδού, θα επέτρεπε τη διέλευση των οχημάτων που εκινούντο επ’ αυτής και θα συνέχιζε την πορεία του, αφού είχε βεβαιωθεί απολύτως ότι μπορούσε αν πράξει τούτο με ασφάλεια και χωρίς παρακώλυση των λοιπών χρηστών της οδού που εκινούντο στο ρεύμα κυκλοφορίας με κατεύθυνση προς Ρόδο και δεν θα ελάμβανε χώρα το ένδικο ατύχημα. Η επίδειξη εκ μέρους του οδηγού του υπό στοιχεία κυκλοφορίας ……. ΙΧΦ αυτοκινήτου της ανωτέρω αμελούς οδηγητικής συμπεριφοράς συνδέεται αιτιωδώς με το ατύχημα ως μόνης ενεργούς αιτίας αυτού, αφού δεν πιθανολογήθηκαν περιστατικά συμμετοχής του οδηγού της μοτοσυκλέτας στην πρόκληση του ατυχήματος, καθώς η αιφνίδια είσοδος του οχήματος που οδηγούσε ο ανωτέρω οδηγός του φορτηγού αυτοκινήτου, δεν κατέλειπε στον οδηγό της μοτοσυκλέτας κανένα περιθώριο αποτελεσματικού αποφευκτικού ελιγμού. Περαιτέρω, από την ένορκη κατάθεση του ανωτέρω αυτόπτη μάρτυρα που κανένα συμφέρον από την έκβαση της παρούσας δίκης έχει, αποδεικνύεται ότι ο ανωτέρω οδηγός της δίκυκλης μοτοσυκλέτας εκινείτο κανονικά, δίχως να αποδεικνύεται ότι εκινείτο με υπερβολική, πέραν του επιτρεπομένου ορίου, ταχύτητα ή υπερβολική για τις περιστάσεις ταχύτητα, επιπλέον δε απεδείχθη ότι επεχείρησε αποφευκτικό ελιγμό προς τα αριστερά δίχως αποτέλεσμα. Εξάλλου, η παράλειψη του οδηγού να εκτελέσει τροχοπέδηση ώστε να ακινητοποιήσει την υπ’ αυτού οδηγούμενη μοτοσυκλέτα δεν υποδηλώνει μη επίδειξη από μέρους του της απαιτούμενης επιμέλειας κατά την οδήγηση, διότι ένα τέτοιο εγχείρημα τη δεδομένη χρονική στιγμή δεν θα μπορούσε, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, να πραγματοποιηθεί επιτυχώς, δεδομένου ότι και από την ανωτέρω κατάθεση του αυτόπτη μάρτυρα ………… η ανωτέρω μοτοσυκλέτα ευρίσκετο πλησίον της εξόδου από το ανωτέρω πρατήριο, με αποτέλεσμα να πιθανολογείται ότι δεν είχε το χρονικό περιθώριο ο ανωτέρω οδηγός της ανωτέρω δίκυκλης μοτοσυκλέτας να πραγματοποιήσει τροχοπέδηση του οχήματος του ώστε να επιτύχει κατά τρόπο ασφαλή ομαλή ακινητοποίηση του οχήματος του. Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι ο ανωτέρω οδηγός της δίκυκλης μοτοσυκλέτας δεν διέθετε κατά το χρόνο του ενδίκου συμβάντος άδεια ικανότητας οδήγησης μοτοσυκλέτας κυλινδρισμού 125 κυβικών, αλλά μόνον άδεια ικανότητας μοτοποδηλάτου. Εντούτοις, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα, το ανωτέρω γεγονός ήτοι η μη διάθεση υπ’ αυτού άδειας ικανότητας οδήγησης μοτοσυκλέτας δεν πιθανολογείται ότι συνετέλεσε στο ένδικο ατύχημα, διότι η πρόσκρουση της ανωτέρω μοτοσυκλέτας στο ανωτέρω φορτηγό αυτοκίνητο δεν συνέβη εξαιτίας αδεξιότητας ή οιοδήποτε εσφαλμένου χειρισμού εκ μέρους του, αλλά εξαιτίας της αιφνίδιας παρεμβολής του οχήματος του ανωτέρω οδηγού του ανωτέρω φορτηγού αυτοκινήτου στο ρεύμα πορεία της ανωτέρω μοτοσυκλέτας που θα εμπόδιζε κάθε μέσο συνετό οδηγό που διέθετε σχετική άδεια οδήγησης μοτοσυκλέτας να αποφύγει την ένδικη σύγκρουση. Μόνη δε η παράβαση κάποιας διάταξης του ΚΟΚ δεν αρκεί για να θεμελιώσει πταίσμα του οδηγού για το ατύχημα εάν δεν συνδέεται αιτιωδώς με την πρόκλησή του, όπως εν προκειμένω. Κατόπιν των ανωτέρω, η περί συνυπαιτιότητος του θανόντος συζύγου της ανακόπτουσας και οδηγού της ανωτέρω μοτοσυκλέτας ένσταση της καθής η ανακοπή, που προεβλήθη παραδεκτώς στα πλαίσια της συζήτησης της ένδικης υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και επαναφέρεται, έστω και μη πανηγυρικά, με τις προτάσεις που κατετέθησαν υπό της εκκαλούσας κατά τη συζήτηση της ένδικης υπόθεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως πρόσθετος λόγος έφεσης, τυγχάνει απορριπτέα ως αβάσιμη στην ουσία της. Όμοια η εκκαλουμένη κρίνοντας, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου ως αβασίμου στην ουσία του του προσθέτου λόγου έφεσης της εκκαλούσας που υπεβλήθη με τις προτάσεις περί κακής εκτίμησης αποδείξεων. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι από τη βίαιη πρόσκρουση του οδηγού της μοτοσυκλέτας στο δένδρο, ο οδηγός αυτής υπέστη βαριές κακώσεις εκ των οποίων ως μόνης ενεργούς αιτίας επήλθε αμέσως ο θάνατός του. Ειδικότερα, πιθανολογήθηκε ότι κατόπιν παραγγελίας του Τμήματος Τροχαίας Ρόδου, διενεργήθηκε νεκροψία – νεκροτομή, από την οποία προέκυψε ότι ο θανών οδηγός της ανωτέρω μοτοσυκλέτας υπέστη θλαστικό τραύμα στη δεξιά βρεγματοκροταφική χώρα, θλαστικά τραύματα (ραχιαίας επιφάνειας δεξιάς άκρας χειρός, δεξιού γόνατος, δεξιάς πτερνικής χώρας), εκχύμωση κάτω βλεφάρου δεξιού οφθαλμού και άνω βλεφάρου του αριστερού οφθαλμού, περγαμηνοειδείς εκδορές και εκχυμώσεις (μετωπιαίας χώρας, προσώπου, δεξιού άνω άκρου, δεξιάς πλάγιας θωρακοκοιλιακής χώρας, δεξιάς ωμοπλατιαίας και ισχιακής χώρας, δεξιάς κνήμης, δεξιού γόνατος) και ανοιχτό κάταγμα δεξιάς ποδοκνήμης (κάτω τρίτη μορίου), ενώ από τα ευρήματα της νεκροτομής προέκυψαν ότι ο ίδιος υπέστη: α) συντριπτικά κατάγματα κρανίου (δεξιού κροταφικού, ινιακού, βρεγματικού οστού, βάσης, τουρκικού εφιπίου), διάχυτη υπαραχνοειδή αιμορραγία των εγκεφαλικών ημισφαιρίων, αιμορραγικές διηθήσεις και θλάσεις της εγκεφαλικής ουσίας, ιδιαίτερα της επιφάνειας του δεξιού ημισφαιρίου, β) αιμορραγικές διηθήσεις στο λαιμό και το θώρακα, οι κλείδες καθώς και όλες οι πλευρές έφεραν κατάγματα σώματος και περιστερνικά, οι θωρακικές κοιλότητες πλήρεις από ποσότητες αίματος, γ) κάταγμα στο ύψος των σπονδύλων Θ2-Θ3 της σπονδυλικής στήλης και πλήρης διατομή αυτής στο ύψος των σπονδύλων Θ5-Θ6, δ) έξαιμοι πνεύμονες που φέρουν μικρορήξεις και θλάσεις στην οπίσθια επιφάνειά τους, κυρίως ο δεξιός πνεύμονας ε) στην καρδιά η αορτή έφερε ρήξη τοιχώματος αυτής στην κατιούσα πλησίον του τόξου της, στ) ο σπλήνας έφερε ρήξη και οι περινεφρικοί ιστοί ελέγχθηκαν με οπισθοπεριτοναικό αιμάτωμα από δεξιά, ενώ ο δεξιός νεφρός έφερε θλάση. Κατά το συμπέρασμα της ιατροδικαστού ……….., ο θάνατος του συζύγου της ανακόπτουσας ………….. οφείλεται σε βαρεία κρανιοεγκεφαλική κάκωση, ρήξη θωρακικής αορτής και αιμορραγία. Περαιτέρω απεδείχθη ότι ο θανών δεν έφερε προστατευτικό κράνος πλην όμως η εν λόγω παράλειψη του θανόντος δεν συνετέλεσε αιτιωδώς στο επελθόν αποτέλεσμα, και δη στο θανάσιμο τραυματισμό του, ο οποίος θα επέρχονταν ακόμη κι αν δεν είχε τραυματισθεί στο κεφάλι, συνεπεία των λοιπών πολλαπλών κακώσεων των λοιπών ζωτικών οργάνων του και δη της καρδιάς πνευμόνων, θώρακα, σπλήνας. Επομένως, η περί συνυπαιτιότητος του ανωτέρω οδηγού της μοτοσυκλέτας στον επίδικο θανάσιμο τραυματισμό του ένσταση της εκκαλούσας την οποία η εκκαλούσα προέβαλε παραδεκτώς σε πρώτο βαθμό και ήδη επαναφέρει με πρόσθετο λόγο έφεσης που εκτιμάται ότι ασκείται με τις προτάσεις της παρούσας συζήτησης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, τυγχάνει απορριπτέα ως αβάσιμη στην ουσία της. Όμοια κρίνοντας και η εκκαλουμένη έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα παραδεκτώς, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του προσθέτου λόγου έφεσης που υπεβλήθη με τις προτάσεις της παρούσας συζήτησης περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων ως αβάσιμου στην ουσία του. Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι ο θανών οδηγός της ανωτέρω μοτοσυκλέτας και σύζυγος της ανακόπτουσας, ηλικίας 45 ετών κατά το χρόνο του ενδίκου ατυχήματος, ήταν υγιής και συνδέετο με την ανακόπτουσα, νυμφευμένος μεθ’ εαυτής επί δεκαοκτώ έτη, με σχέσεις αγάπης και στοργής. Ο βίαιος και αιφνίδιος θάνατος αυτού, προκάλεσε στην ανακόπτουσα βαθύτατη θλίψη και στεναχώρια. Για το λόγο αυτό, για την απάμβλυνση της ψυχικής οδύνης που υπέστη η ανακόπτουσα από το θάνατο του συζύγου της προς ψυχική αυτής παρηγοριά και ηθική της ανακούφιση δικαιούται εύλογης χρηματικής ικανοποίησης κατ’ άρθρο 932 ΑΚ, η οποία, λαμβάνοντας υπόψη το είδος της προσβολής, την ηλικία του θανόντος και τη σχέση του με την ανακόπτουσα, τις ιδιαίτερης συνθήκες του ατυχήματος, την αποκλειστική υπαιτιότητα του οδηγού του ανωτέρω φορτηγού αυτοκινήτου στο θανάσιμο τραυματισμό του, την οικονομική και κοινωνική κατάσταση της ανακόπτουσας και του υπαιτίου οδηγού αλλά και τις αρχές της αναλογικότητας, ανερχόμενη στο ποσό των ευρώ 65.000, όπως έχει κριθεί εξάλλου με δύναμη δεδικασμένου για το ίδιο συμβάν μεταξύ της ήδη ανακόπτουσας και του ανωτέρω οδηγού του ζημιογόνου οχήματος. Όμοια κρίνοντας και η εκκαλουμένη ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του σχετικού προσθέτου λόγου περί κακής εκτίμησης των αποδείξεων που προβάλλεται έστω και μη πανηγυρικά με τις προτάσεις της εκκαλούσας που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της ένδικης έφεσης. Για την ένδικη απαίτησή της η ανακόπτουσα ήγειρε κατά του ανωτέρω υπαιτίου οδηγού αλλά και της ήδη καθής η ανακοπή την από 18-4-2013 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, ζητώντας προς αποκατάσταση της χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη από το θάνατο του συζύγου της κατά το ανωτέρω ένδικο συμβάν το ποσό των ευρώ 249·500 νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της ανωτέρω αγωγής στην καθής η ανακοπή ήτοι από 23-5-2013. Η εν λόγω αγωγή συζητήθηκε ενώπιον του ανωτέρω του ανωτέρω δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 18-11-2013, πλην όμως δεν εκδόθηκε οριστική απόφαση και κατόπιν ανασυζητήσεως αυτής και επανάληψης ακολούθως της συζήτησης αυτής ορίσθηκε δικάσιμος προς συζήτησή της, κατόπιν αναβολής, η 17-9- 2018. Εξαιτίας της καθυστέρησης έκδοσης οριστικής απόφασης επί της ανωτέρω αγωγής της, η ανακόπτουσα, δυνάμει του από 27-9-2017 ιδιωτικού συμφωνητικού, συμβιβάστηκε εξωδίκως με την καθής. Κατά το εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό, προς αποφυγή περαιτέρω δικαστικών διενέξεων και εξόδων, τα διάδικα μέρη συμφώνησαν ότι η καθής η ανακοπή σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση κάθε είδους απαιτήσεων της ήδη ανακόπτουσας θα της καταβάλει το ποσό των ευρώ 65.000 (όρος Β.1), ποσό το οποίο συμφωνήθηκε όπως καταβληθεί σε τρεις δόσεις και δη ποσό ευρώ 32.500 την 27-9-2017, ποσό ευρώ 16.250 την 9-2-1018 και ποσό ευρώ 16.250 την 2-3-2018. Κατά τον όρο Β·5 του ανωτέρω συμφωνητικού συμφωνήθηκε ότι η ανωτέρω συμφωνία τελούσε υπό τον όρο εμπρόθεσμης πληρωμής των ανωτέρων δόσεων, σε περίπτωση δε μη πληρωμής έστω και μίας δόσης για οιαδήποτε αιτία η ανωτέρω συμφωνία θα θεωρείται ως μη γενομένη και τα ποσά που τυχόν έχουν καταβληθεί έως τότε θα συμψηφίζονται προς απαίτηση της ήδη ανακόπτουσας και θα καταλογισθεί ως έναντι εξόφληση της δικαστικής απόφασης που θα εκδίδετο επί της ανωτέρω αγωγής. Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι κατεβλήθησαν στην ανακόπτουσα υπό της καθής οι δύο πρώτες δόσεις του ποσού που συμφωνήθηκε εξωδίκως συμβιβαστικά, προ της ημερομηνίας εν τούτοις καταβολή της ανωτέρω τρίτης δόσης και δη με τη με αριθμό 261/23-2-2018 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ ΠΡΑ.Δ.Ι.Τ. …./23- 2-2018) αποφασίσθηκε η οριστική ανάκληση της αδείας λειτουργίας της καθής και η θέση της υπό καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης, διορίσθηκε δε ασφαλιστική εκκαθαρίστρια η ……… του …….. Η τελευταία, με ανακοίνωσή της η οποία δημοσιεύθηκε σε φύλλα ημερησίων, πανελλαδικής κυκλοφορίας εφημερίδων, όπως επίσης και στην ιστοσελίδα της καθής, κάλεσε τους δικαιούχους απαιτήσεων από ασφάλιση να αναγγείλουν τις απαιτήσεις που διατηρούν σε βάρος της καθής εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία της πρώτης δημοσίευσης ήτοι από 23-3-2018. Η ανακόπτουσα ανήγγειλε εμπροθέσμως την απαίτησή της για την καταβολή του ποσού των ευρώ 16.250, ήτοι της ανωτέρω δόσης του ανωτέρω συμβιβασμού, στις 23-4-2018 σύμφωνα με το άρθρο 242 του Ν. 4364/2016, επιφυλασσόμενη ρητά, εν τούτοις, με το έγγραφο της αναγγελίας της ανωτέρω απαίτησής της να προχωρήσει στην εκδίκαση της ανωτέρω αγωγής της κατά της καθής κατά την ανωτέρω μετ’ αναβολή ορισθείσα δικάσιμο της 17-9-2018 για το σύνολο των απαιτήσεών της σε περίπτωση που η καθής δεν κατέβαλε την ανωτέρω τρίτη συμφωνηθείσα με τον εξώδικο συμβιβασμό δόση, έως την ανωτέρω δικάσιμο, επικαλούμενη την πλήρωση της διαλυτικής αίρεσης υπό την οποία τελούσε ο ανωτέρω εξώδικος συμβιβασμός. Η ανωτέρω ημερομηνία παρήλθε δίχως την εκ μέρους της καθής καταβολή στην ανακόπτουσα του ανωτέρω ποσού, με αποτέλεσμα, η ανακόπτουσα να συζητήσει την ανωτέρω αγωγή σε βάρος της καθής, η συζήτηση της οποίας κηρύχθηκε απαράδεκτη. Η καθής ανήρτησε στην ιστοσελίδα της την 15-10- 2019 την Κατάσταση Δικαιούχων Απαιτήσεων από Ασφάλιση, στην οποία συμπεριέλαβε την ανακόπτουσα για την ανωτέρω αναγγελθείσα υπ’ αυτής απαίτηση των 16.250 ευρώ. Εν τούτοις, η ανακόπτουσα με την ένδικη ανακοπή της διατείνεται ότι πληρώθηκε η ανωτέρω διαλυτική αίρεση υπό την οποία τελούσε η ανωτέρω απαίτησή της κατά τον εξώδικο συμβιβασμό, όπως και έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη. Περαιτέρω με την εκκαλουμένη έγινε περαιτέρω δεκτό ότι πληρώθηκε η ανωτέρω διαλυτική αίρεση του ανωτέρω εξωδίκου συμβιβασμού με αποτέλεσμα η ανακόπτουσα να διατηρεί αξίωση σε βάρος της καθής η ανακοπή εταιρείας από την ανωτέρω αδικοπραξία. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εκκαλούσα δεν αντιλέγει ότι ο ανωτέρω εξώδικος συμβιβασμός τελούσε υπό την ανωτέρω διαλυτική αίρεση όπως δεν αρνείται ειδικώς την πλήρωση της εν λόγω διαλυτικής αίρεσης. Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι η απαίτηση της ανακόπτουσας σε βάρος της καθής η ανακοπή εταιρείας εκ της ανωτέρω αδικοπραξίας ανέρχεται, υπολογιζομένη μετά την αφαίρεση των ανωτέρω ποσών 32.500 που κατεβλήθη υπό της καθής την 27-9-2017 και ποσού ευρώ 16.250 που κατεβλήθη από την καθής την 9-2-2018 τα οποία και η ίδια η ανακόπτουσα αφήρεσε με την ένδικη ανακοπή της, πλέον τόκων υπερημερίας και όχι επιδικίας, όπως κατά τα άνω κρίθηκε, για το χρονικό διάστημα από την επομένη της επίδοσης της ανωτέρω αγωγής της ανακόπτουσας κατά της καθής η ανακοπή, έως της θέσεως της καθής η ανακοπή εταιρείας, υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, που κατά τα άνω τυγχάνει νόμιμο το αίτημα επιδίκασης τόκων, δεδομένου ότι ακολούθως κατά τα άνω παύει η τοκοφορία, ήτοι τόκων υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 23-5-2013 έως και 23-2-2018, στο συνολικό ποσό των ευρώ 38-7873,57- Συγκεκριμένα, (α) κατά το χρονικό διάστημα από 23-5-2013 έως 12-11-2013 επί κεφαλαίου 65.000 ευρώ με επιτόκιο υπερημερίας 8% οι αναλογούντες τόκοι υπερημερίας ανέρχονται στο ποσό των ευρώ 2 2.478,90, (β) κατά το χρονικό διάστημα από 13-11-2013 έως 10-6-2014 επί κεφαλαίου 65.000 ευρώ με επιτόκιο 7,75% οι αναλογούντες τόκοι υπερημερίας ανέρχονται στο ποσό των 2.898,29 ευρώ, (γ) κατά το χρονικό διάστημα από 11-6-2014 έως 9-9- 2014 επί κεφαλαίου 65.000 ευρώ με επιτόκιο 7,4% οι αναλογούντες τόκοι υπερημερίας ανέρχονται στο ποσό των ευρώ 1.199,21, (δ) κατά το χρονικό διάστημα από 10-9-2014 έως 15-3-2016 επί κεφαλαίου 65.000 ευρώ, με επιτόκιο 7,3% οι αναλογούντες τόκοι υπερημερίας ανέρχονται στο ποσό των ευρώ 7-186,34, (ε) κατά το χρονικό διάστημα από 16-3-2016 έως 27-9-2017, επί κεφαλαίου 65.000 ευρώ με επιτόκιο 7,25% οι αναλογούντες τόκοι υπερημερίας ανέρχονται στο ποσό των ευρώ 7.232,78, (στ) κατά το χρονικό διάστημα από 28-9-2017 έως 9-2-2018 επί κεφαλαίου εκ ποσού ευρώ 53-495,52 δεδομένου ότι έναντι των έως τότε τόκων και του ανωτέρω κεφαλαίου κατεβλήθη υπό της καθής στην ανακόπτουσατο ποσό των ευρώ 32.500, με επιτόκιο 7,25% οι αναλογούντες επί του τελευταίου αυτού κεφαλαίου τόκοι υπερημερίας ανέρχονται στο ποσό των ευρώ 1.434,49 ευρώ, (ζ) κατά το χρονικό διάστημα από 10-2-2018 έως 23-2-2018 επί κεφαλαίου εκ ποσού ευρώ 38.680,01, δεδομένου ότι την 9-2-2018 κατεβλήθη το ποσό των ευρώ 16.250 εκ του οποίου εξοφλήθησαν οι έως τότε τόκοι και μέρος του κεφαλαίου, με επιτόκιο 7,25%, οι αναλογούντες σε αυτό τόκοι υπερημερίας ανέρχονται στο ποσό των ευρώ 107,56. Ως εκ τούτου, κατόπιν ορθής εκτίμησης των αποδείξεων με την εκκαλουμένη έγινε δεκτό ότι η ανακόπτουσα εκ της προαναφερομένης αιτίας διατηρεί απαίτηση κατά της καθής εκ ποσού ευρώ 38.787,57 και ακολούθως, δεχόμενη την ένδικη ανακοπή ως βάσιμη και στην ουσία της διέταξε τη μεταρρύθμιση της ανωτέρω από 15-10-2019 Κατάστασης Δικαιούχων Απαιτήσεων από Ασφάλιση της καθής η ανακοπή υπό εκκαθάριση τελούσας ασφαλιστικής εταρείας που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της, προκειμένου να συμπεριληφθεί σε αυτήν, αντί του ποσού των 16.250 ευρώ για το οποίο η ανακόπτουσα κατετάγη, για το ποσό των ευρώ 38.787,57· θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ένδικη ανακοπή όπως αυτή εκτιμήθηκε ως θεμελιούμενη στις διατάξεις του άρθρου 92 του ανωτέρω Πτωχευτικού Κώδικα ασκήθηκε εντός 45 ημερών από την τελευταία δημοσίευση της ανωτέρω Κατάστασης, δεδομένου ότι η ανακόπτουσα, αναφέρει στην ένδικη ανακοπή της και δεν αμφισβητείται ειδικώς από την καθής ότι η τελευταία δημοσίευση αυτής (κατάστασης) έλαβε χώρα την 30- 10-2019.

        Κατόπιν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης και αντέφεσης προς διερεύνηση, πρέπει (ι) η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να απορριφθεί αυτή στην ουσία της όπως επίσης πρέπει (ιι) να γίνουν τυπικά δεκτοί οι περιεχόμενοι στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε η εκκαλούσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου πρόσθετοι λόγοι έφεσης και να απορριφθούν αυτοί στην ουσία τους, και τέλος πρέπει (ιιι) να γίνει τυπικά δεκτή η υπό της εφεσίβλητης ασκηθείσα ανωτέρω με αυτοτελές δικόγραφο αντέφεση και να γίνει εν μέρει δεκτή στην ουσία της, κατά τα άνω και δη καθό μέρος με την ένδικη ανακοπή η ανακόπτουσα αξίωνε την εξέλεγξη της ένδικης απαίτησής της μετά τόκων επιδικίας, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε σιωπηρά στην ουσία του ενώ έπρεπε να απορριφθεί ως μη νόμιμο. Περαιτέρω, πρέπει να εξαφανισθεί εκ του λόγου τούτου εν μέρει η εκκαλουμένη, να κρατηθεί και να αναδικασθεί η ένδικη ανακοπή, και αφού κριθεί εν μέρει νόμιμη κατά τα άνω, να γίνει περαιτέρω δεκτή στην ουσία της και να αναγνωρισθεί ότι η ανακόπτουσα είναι δικαιούχος απαίτησης που απορρέει από ένδικο τροχαίο ατύχημα και δη απαίτησης χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη από τον επελθόντα κατά το τροχαίο ατύχημα της 19-7-2011 θανάσιμο τραυματισμό του συζύγου της ……… η οποία (απαίτηση) ανέρχεται στο ποσό των 38-787,57 ευρώ, ώστε να επαληθευθεί η απαίτηση αυτή και να συμπεριληφθεί η ανακόπτουσα για το ως άνω ποσό στην κατάσταση δικαιούχων απαιτήσεως από ασφάλιση που έχει συνταχθεί από τον εκκαθαριστή της καθής εκκαλούσας, μεταρρυθμιζομένης της εν λόγω κατάστασης στην οποία η ανακόπτουσα περιελήφθη για το ποσό των ευρώ 16.250. Περαιτέρω, λόγω της απόρριψης της έφεσης της εκκαλούσας, πρέπει, κατά το άρθρο 494 παΡ 3 ΚΠολΔ, το καταβληθέν παράβολο άσκησης της κρινόμενης έφεσης, να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο, λόγω της ήττας της εκκαλούσας. Τέλος, πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα των διαδΐκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω της δυσχέρειας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (αρθρ. 179, 183 Κ.Πολ.Δ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

                                                   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

(……)        Δέχεται τυπικά και απορρίπτει στην ουσία τους (α) την από 07-07- 2020, κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ………/09-07-2020 και στη γραμματεία του Εφετείου Αθηνών, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……./09-07-2020, έφεση της εκκαλούσας υπό ασφαλιστική εκκαθάριση τελούσας εταιρείας με την επωνυμία «…….. ΑΑΕ» και (β) τους ασκηθέντες με τις προτάσεις που κατέθεσε η ανωτέρω εκκαλούσα εταιρεία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της ένδικης υπόθεσης, προσθέτους λόγους έφεσης….

        Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν την από 18.01.2021, κατατεθείσα στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου Εφετείου Αθηνών με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……../19-01-2021 αντέφεση της εφεσιβλήτου η ανωτέρω έφεση – αντεκκαλούσας ………..χήρας ……….., το γένος ……….., κατά της με αριθμό 2410/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εξεδόθη με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αντιμωλίαν των διαδίκων…..

        Αναγνωρίζει ότι η ανακόπτουσα ………..χήρα ……….. το γένος …………….., τυγχάνει δικαιούχος απαίτησης που απορρέει από το ένδικο τροχαίο ατύχημα και δη απαίτησης χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη από τον επελθόντα, κατά το τροχαίο ατύχημα της 19-7-2011, θανάσιμο τραυματισμό του συζύγου της ……….. η οποία (απαίτηση) ανέρχεται στο ποσό των 38.787,57 ευρώ, ώστε να επαληθευθεί η απαίτηση αυτή και να συμπεριληφθεί η ανακόπτουσα για το ως άνω ποσό στην κατάσταση δικαιούχων απαιτήσεως από ασφάλιση που έχει συνταχθεί από τον εκκαθαριστή της καθής η ανακοπή – εκκαλούσας, μεταρρυθμιζομένης της εν λόγω κατάστασης στην οποία η ανακόπτουσα περιελήφθη μόνον για το ποσό των ευρώ 16.250 (…………)

Προσωπικά Δεδομένα – Καταδίκη Δημοτικής Επιχείρησης από την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων σε συνολικό πρόστιμο €8.000 για παραβίαση προσωπικών δεδομένων πρώην εργαζόμενου στην επιχείρηση. (αποφ. 39/2021 της Α.Π.Π.Δ.)

Προσωπικά Δεδομένα. Καταγγελία για παραβίαση τους στην Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Επιβολή από  την Α.Π.Π.Δ. χρηματικού προστίμου συνολικού ύψους 8.000 ευρώ σε Δημοτική Επιχείρηση, επειδή κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1 στοιχ. γ’ και 12 παρ. 3 και 15 του ΓΚΠΔ  α) χορήγησε σε πρώην εργαζόμενο βεβαίωση προϋπηρεσίας στην οποία αναγράφηκε εκτός του είδους και της διάρκειας της εργασίας και η πληροφορία ότι απολύθηκε λόγω αξιόποινης πράξης και β) δεν απάντησε ποτέ γραπτώς στο αίτημα του καταγγέλλοντος να του χορηγηθεί αντίγραφο βιντεοσκοπημένου υλικού που τον αφορούσε, απορρίπτοντάς το σιωπηρά. (αποφ. 39/2021 της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων)

ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ 39/2021

(Τμήμα) 

Η  Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνεδρίασε σε σύνθεση Τμήματος στην έδρα της την 26.05.2021 μετά από πρόσκληση του Προέδρου της, προκειμένου να εξετάσει την υπόθεση που αναφέρεται στο ιστορικό της παρούσας. Παρέστησαν ο Αναπληρωτής Πρόεδρος Γ. Μπατζαλέξης, κωλυομένου του Προέδρου της Αρχής Κ. Μενουδάκου, τα τακτικά μέλη της Αρχής Σ. Βλαχόπουλος  και Κ. Λαμπρινουδάκης, ως εισηγητής και το αναπληρωματικό μέλος της Αρχής Γ. Τσόλιας, σε αντικατάσταση του τακτικού μέλους Χ. Ανθόπουλου, ο  οποίος, αν και εκλήθη νομίμως  εγγράφως,  δεν  παρέστη  λόγω  κωλύματος.  Παρούσες  χωρίς  δικαίωμα ψήφου ήταν οι K. Καρβέλη, ειδικός επιστήμονας-δικηγόρος, ως βοηθός εισηγητή, η οποία αποχώρησε μετά τη συζήτηση της υπόθεσης και πριν από τη διάσκεψη και τη λήψη απόφασης και η Ε. Παπαγεωργοπούλου, υπάλληλος του τμήματος διοικητικών υποθέσεων της Αρχής, ως γραμματέας.

Η Αρχή έλαβε υπόψη της τα ακόλουθα: 

Με τις υπ’ αρ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/1084/20 και Γ/ΕΙΣ/2648/20 καταγγελίες του προς την Αρχή, ο Α. καταγγέλλει τη Δημοτική Επιχείρηση …… Ρόδου «…..» για μη νόμιμη επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων. Συγκεκριμένα με την με αρ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/1084/20 καταγγελία του καταγγέλλει ότι κατόπιν της απολύσεώς του από τη  Δημοτική Επιχείρηση ………., ζήτησε βεβαίωση προϋπηρεσίας ότι εργάσθηκε στην επιχείρηση, την οποία του χορήγησαν, προσθέτοντας όμως κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας ότι απολύθηκε λόγω αξιόποινης πράξης, προκαλώντας με τον τρόπο αυτό, όπως ισχυρίζεται, βλάβη στα συμφέροντά του.

Επίσης με τη δεύτερη  με αρ. πρωτ.   Γ/ΕΙΣ/2648/20 καταγγελία  του καταγγέλλει την επιχείρηση για μη ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασής του. Ειδικότερα, κατόπιν  μηνύσεως  που  υποβλήθηκε  εναντίον  του  για  υπεξαίρεση  από  την επιχείρηση,  ως  πρώην  εργαζόμενου  στη  θέση  εισπράκτορα,  ζήτησε  από  την επιχείρηση για δικαστική χρήση υπεράσπισής του, ως κατηγορουμένου στη ποινική δίκη, με την από … αίτησή του να του χορηγηθεί αντίγραφο του βιντεοσκοπημένου υλικού που κατέγραψε το κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης του λεωφορείου στη θέση του οδηγού του λεωφορείου την ημέρα που συνέβη το επίμαχο περιστατικό στις …. Πλην όμως, όπως καταγγέλλει, η επιχείρηση δεν απάντησε ποτέ στο αίτημά του, απορρίπτοντάς το σιωπηρά, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 12 παρ. 3 και 15 του ΓΚΠΔ. Κατόπιν αυτών, η Αρχή απέστειλε στην καταγγελλομένη τα με αριθ. πρωτ. Γ/ΕΞ/1084-1/6.4.20 και Γ/ΕΞ/2648-1/22.6.20 έγγραφα για παροχή διευκρινίσεων επί των καταγγελλομένων, η οποία στο με αρ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/ 4683/20 απαντητικό έγγραφό της  ανέφερε  τα  εξής:  α)  η  βιντεοσκόπηση  και  η  μαγνητοσκόπηση  που πραγματοποιήθηκε δεν είναι παράνομη, αλλά επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, όπως και η χρήση του επίμαχου υλικού τους, όταν υπάρχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος, που αφορούν  στην  πρόληψη  τελέσεως  εγκλημάτων,  στην  προστασία  του  εννόμου συμφέροντος και την προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, β) όλοι οι εργαζόμενοι  της  επιχείρησης,  οδηγοί  και  εισπράκτορες,  έχουν  ενημερωθεί  και γνωρίζουν  για  τη  συγκεκριμένη  επεξεργασία,  και  γ)  η  εκδοθείσα  βεβαίωση προϋπηρεσίας  είναι  νόμιμη,  αληθής  και  πλήρως  ανταποκρινόμενη  στην πραγματικότητα.

Στη συνέχεια η Αρχή με τις υπ’ αριθ. πρωτ. Γ/ΕΞ/567/4.2.21 και Γ/ΕΞ/568/4.2.21 κλήσεις  κάλεσε  αντίστοιχα  τον  Γ.  Λαμπαδάκη,  πληρεξούσιο  δικηγόρο  του  καταγγέλλοντος  Α και  την  καταγγελλόμενη Δημοτική  Επιχείρηση  ……… Ρόδου  …. να  παραστούν  στη  συνεδρίαση  της  Αρχής  στις  10.02.2021, προκειμένου να συζητηθεί η ως άνω καταγγελία. Κατά την ακρόαση, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 24.02.21, κατόπιν αναβολής από  τη  συζήτηση  της  10.02.21,  παρέστησαν  οι  πληρεξούσιοι δικηγόροι  του καταγγέλλοντος Γεώργιος Λαμπαδάκης και  Η.Ζ. και εκ μέρους της Δημοτικής  Επιχείρησης  ………»  ο  Δ.Τ.,  Πρόεδρος  της επιχείρησης μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου Σ.Π.. Οι πληρεξούσιοι  δικηγόροι  του καταγγέλλοντος τόσο κατά την ακροαματική διαδικασία όσο και με το υπ’ αρ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/1546/21 υπόμνημά τους στην Αρχή ανέφεραν τα εξής: α) η καταγγελλομένη δεν έχει ικανοποιήσει μέχρι και σήμερα το δικαίωμα πρόσβασης του καταγγέλλοντος στο επίμαχο βιντεοσκοπημένο υλικό, ούτε έχει απαντήσει κάτι σχετικό επί του αιτήματός του β) παρόλο που η υπόθεση του ποινικού ακροατηρίου τέθηκε στο αρχείο, ο καταγγέλλων χρειάζεται το επίμαχο υλικό προς υπεράσπισή του στην αστική δίκη αγωγής αποζημιώσεώς του από την καταγγελλομένη, γ) κατά την ακροαματική διαδικασία ο νόμιμος εκπρόσωπος της επιχείρησης  ανέφερε ότι το βιντεοσκοπημένο υλικό έχει διαγραφεί και ότι έχει ενημερωθεί προφορικά  ο καταγγέλλων, ενώ κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ και ούτε το ανέφερε η καταγγελλόμενη στο απαντητικό της έγγραφο στην Αρχή το 2020, δ) η βεβαίωση προϋπηρεσίας περιείχε προσωπικά του δεδομένα μη αναγκαία, συναφή, και  ανάλογα  του  επιδιωκόμενου  σκοπού,  κατά  παράβαση  των  διατάξεων  των άρθρων 678 ΑΚ και 5 του ΓΚΠΔ, ε) σε μεταγενέστερο διάστημα ζήτησε να του χορηγηθεί εκ νέου βεβαίωση, στην οποία και πάλι αν και δεν αναγραφόταν ότι απολύθηκε λόγω αξιόποινης πράξης, αναγραφόταν ότι απολύθηκε λόγω καταγγελίας προ του συμφωνημένου χρόνου για σπουδαίο λόγο, και στ) τέλος, με τρίτη νέα αίτησή  του  και  παράλληλα  καταγγελία  στην  Επιθεώρηση  Εργασίας,  η καταγγελλόμενη  του  χορήγησε  νέα  βεβαίωση  στην  οποία  έκανε  μνεία  των αποφάσεων πρόσληψης και απόλυσης, οπότε ούτε και αυτή η γ’ βεβαίωση πληροί τα κριτήρια του 678 ΑΚ, εφόσον μπορεί κάποιος με τους αριθμούς των αποφάσεων να ανατρέξει στο ΔΙΑΥΓΕΙΑ και να δει το πλήρες κείμενο απόλυσής του, όπου εμφανίζεται ως υπεξαιρέτης. 

Ο Πρόεδρος της Δημοτικής Επιχείρησης ……….. Δ.Τ. και η πληρεξούσια δικηγόρος Σ. Π., τόσο κατά την ακροαματική διαδικασία όσο και με το υπ’ αρ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/1862/21 υπόμνημά τους στην Αρχή ανέφεραν τα εξής:

α)  σχετικά  με  τη  βεβαίωση  προϋπηρεσίας  έγινε  επεξεργασία  προσωπικών δεδομένων μόνον υπό το πρίσμα του δικαιώματος πρόσβασης, εφόσον η βεβαίωση δεν διαβιβάσθηκε σε τρίτους, σε κάθε δε περίπτωση κατόπιν της από 23.12.20 νέας αιτήσεως  του  καταγγέλλοντος,  η  επιχείρηση  εξέδωσε  νέα  βεβαίωση  με  ορθή επανάληψη στην οποία αναγράφεται μόνον ο χρόνος πρόσληψής του, το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του και  το είδος της εργασίας του, β) η καταγραφή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την κάμερα βιντεοσκόπησης που είναι οποθετημένη  εντός  των  λεωφορείων  άνωθεν  του  καθίσματος  του  οδηγού μαγνητοσκοπεί μόνον τη συναλλαγή έκδοσης εισιτηρίου μεταξύ οδηγού και επιβάτη, χωρίς να απεικονίζει πρόσωπα και χωρίς ήχο, και τα δεδομένα που συλλέγονται μέσω του συστήματος βιντεοεπιτήρησης δεν αποθηκεύονται σε σύστημα αρχειοθέτησης, η δε διάρκεια τήρησης τους περιορίζεται σε επτά (7) ημέρες, μετά το πέρας των οποίων διαγράφονται αυτόματα, γ) την …  διαγράφηκε αυτόματα το υλικό της κάμερας, γεγονός το οποίο γνώριζε και για το οποίο είχε ενημερωθεί προφορικά ο καταγγέλλων και δ) από 3.3.21 έχει υπερψηφίσει το Δ.Σ. της επιχείρησης έγγραφη πολιτική βιντεοεπιτήρησης μέσω καμερών, η οποία επισυνάπτεται στην Αρχή.

Η Αρχή, μετά από την ακροαματική διαδικασία και την εξέταση των στοιχείων του φακέλου και αφού άκουσε τον εισηγητή και τη βοηθό  εισηγητή, η οποία  αποχώρησε μετά τη συζήτηση της υπόθεσης και πριν από τη διάσκεψη και τη λήψη απόφασης, μετά από διεξοδική συζήτηση 

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

1. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 στοιχ. α’, β’ και γ’ του ΓΚΠΔ τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να α) υποβάλλονται σε σύννομη και θεμιτή επεξεργασία με διαφανή τρόπο σε σχέση με το υποκείμενο των δεδομένων (αρχές της νομιμότητας, αντικειμενικότητας και διαφάνειας), β) συλλέγονται για καθορισμένους,  ρητούς  και  νόμιμους  σκοπούς  και  να  μην  υποβάλλονται  σε περαιτέρω επεξεργασία κατά τρόπο ασύμβατο προς τους σκοπούς αυτούς (αρχή του περιορισμού του σκοπού), γ) είναι κατάλληλα, συναφή και να περιορίζονται στο αναγκαίο για τους σκοπούς για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία (αρχή της ελαχιστοποίησης των δεδομένων). Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 3 του ΓΚΠΔ, «ο υπεύθυνος επεξεργασίας παρέχει  στο  υποκείμενο  των  δεδομένων  πληροφορίες  για  την  ενέργεια  που πραγματοποιείται  κατόπιν  αιτήματος  δυνάμει  των  άρθρων  15  έως  22  χωρίς  καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση εντός μηνός από την παραλαβή του αιτήματος. Η  εν  λόγω  προθεσμία  μπορεί  να  παραταθεί  κατά  δύο  ακόμη  μήνες,  εφόσον απαιτείται,  λαμβανομένων  υπόψη  της  πολυπλοκότητας  του  αιτήματος  και  του αριθμού των αιτημάτων. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνει το υποκείμενο των δεδομένων για την εν λόγω παράταση εντός μηνός από την παραλαβή του αιτήματος, καθώς και για τους λόγους της καθυστέρησης». Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 15 ΓΚΠΔ, το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να λαμβάνει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας επιβεβαίωση για το κατά πόσον ή όχι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν υφίστανται επεξεργασία. 

2. Επίσης,  σύμφωνα  με  το  άρθρο  678ΑΚ  «Κατά  τη  λήξη  της  σύμβασης  ο εργαζόμενος μπορεί να απαιτήσει από τον εργοδότη πιστοποιητικό για το είδος και τη διάρκεια της εργασίας του. Μόνο αν το ζητήσει ειδικά ο εργαζόμενος βεβαιώνεται και η ποιότητα της εργασίας του και η διαγωγή του».

3.  Στην υπό κρίση  περίπτωση, με βάση όσων προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και από την εξέταση των στοιχείων  του φακέλου, η καταγγελλόμενη Δημοτική Επιχείρηση ……., ως υπεύθυνη επεξεργασίας, α) κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 5 παρ. 1 στοιχ. γ’ του ΓΚΠΔ,  χορήγησε στον καταγγέλλοντα κατόπιν της απολύσεώς του από την επιχείρηση, βεβαίωση προϋπηρεσίας στην οποία αναγράφηκε εκτός του είδους και της διάρκειας της εργασίας και η πληροφορία ότι απολύθηκε λόγω αξιόποινης πράξης και β) κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 12 παρ. 3 και 15 του ΓΚΠΔ, δεν απάντησε ποτέ γραπτώς στο από 22.7.19 αίτημα του καταγγέλλοντος να του χορηγηθεί αντίγραφο του βιντεοσκοπημένου υλικού που κατέγραψε το κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης του λεωφορείου στη θέση του οδηγού του λεωφορείου την ημέρα που συνέβη το επίμαχο περιστατικό στις 23.2.20, απορρίπτοντάς το σιωπηρά.

Κατόπιν αυτών, προκύπτει παραβίαση των ως άνω αναφερόμενων διατάξεων της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 στοιχ. γ’ ΓΚΠΔ), της μη ικανοποίησης του δικαιώματος πρόσβασης, καθώς και της μη ενημέρωσης επί του αιτήματος του καταγγέλλοντος για πρόσβαση σε δεδομένα που τον αφορούν (άρθρα 12 παρ. 3 και 15 ΓΚΠΔ).

4. Ενόψει των ανωτέρω, η Αρχή, λαμβάνοντας υπόψη τη βαρύτητα της παράβασης που αποδείχθηκε και της  προσβολής που επήλθε από αυτή στον καταγγέλλοντα, κρίνει ότι πρέπει να επιβληθεί στην καταγγελλόμενη κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 58 παρ. 2 εδ. θ’ του ΓΚΠΔ  αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό διοικητικό χρηματικό πρόστιμο, κατ’ άρθρρο 83 του ΓΚΠΔ1 .

Επειδή η διαπιστωθείσα από την Αρχή παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 5 παρ.  1  στοιχ. γ’,  12  παρ.  3  και  15 ΓΚΠ∆ υπάγεται στις  περιπτώσεις επιβολής διοικητικών προστίμων του άρθρου 83 παρ. 5 εδ. α’ και β’ ΓΚΠ∆.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Επιβάλλει στη Δημοτική Επιχείρηση ………, ως υπεύθυνη επεξεργασίας,  για  τους  λόγους  που  αναφέρονται  εκτενώς  στο  σκεπτικό  της παρούσας,  το  αναλογικό  και  αποτρεπτικό  διοικητικό  χρηματικό  πρόστιμο  που αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση,  σύμφωνα με τις ειδικότερες περιστάσεις αυτής α) ύψους πέντε χιλιάδων (5.000,00) Ευρώ, για την παραβίαση των διατάξεων των άρθρων  12 παρ. 3  και 15 ΓΚΠ∆ και β) ύψους τριών χιλιάδων (3.000,00) Ευρώ, για την παραβίαση  των  διατάξεων  του άρθρου 5 παρ. 1 στοιχ.  γ’ του  ΓΚΠ∆, ήτοι συνολικά το διοικητικό χρηματικό πρόστιμο των οκτώ χιλιάδων (8.000,00) Ευρώ.

Υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα (Ν. 3869/2010). Σύμφωνη με το Σύνταγμα η υπαγωγή των χρεών σε ασφαλιστικά ταμεία και Δημόσιο. (αρ. αποφ. 69/2021 Μον. Πρ. Ροδ. δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)

Υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα κατά Ν. 3869/2010. Οι έμποροι δύνανται να υπαχθούν στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του νόμου αν έχουν απωλέσει την εμπορική τους ιδιότητα και κατ` επέκταση την πτωχευτική τους ικανότητα σε χρόνο προ της υποβολής της σχετικής αίτησης. Οι εν λόγω περιορισμοί δεν ισχύουν για τους «μικρεμπόρους». Έννοια αυτών. Συνταγματική η ρύθμιση στα πλαίσια του Ν. 3869/2010 των οφειλών του αιτούντος από ανεξόφλητες ασφαλιστικές εισφορές έναντι φορέων κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και από χρέη στο Δημόσιο. Σφάλμα του πρωτόδικου δικαστηρίου που απέρριψε λόγω αντισυνταγματικότητας την αίτηση του εκκαλούντος κατά των γ` & δ` των εφεσίβλητων (ΕΦΚΑ και Δημόσιο). Δέχεται έφεση και εξαφανίζει την 57/2020 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ρόδου. Κρατεί και δικάζει. Δέχεται εν μέρει αίτηση. Εξαιρεί από την εκποίηση την κύρια κατοικία του οφειλέτη ορίζοντας μηνιαίες δόσεις για την σύμμετρη ικανοποίηση των πιστωτών.

Αριθμός Απόφασης

69/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ

(Εκούσια Δικαιοδοσία)

Συγκροτήθηκε από τον Δικαστή Δημήτριο Χαραλαμπάκη, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίστηκε από τον Προϊστάμενο του Πρωτοδικείου Ρόδου και από τη γραμματέα Π.Σ.

Συνεδρίασε δημοσίως στο ακροατήριο του στις 28 Ιανουαρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση:

Του εκκαλούντος: Γ.Β. ….., κατοίκου Ρόδου, οδός …….., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Γεωργίου Λαμπαδάκη.

Των εφεσίβλητων: 1. Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……… ΤράπεΖα της Ελλάδος Α.Ε.», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, οδός ……….., εκπροσωπείται νόμιμα και δεν παραστάθηκε, 2. Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…….. ΑΕ.», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, οδός …….., εκπροσωπείται νόμιμα και δεν παραστάθηκε. 3. Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α), που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ……., εκπροσωπείται νόμιμα και παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του, Ε.Α. και 4. Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών και παραστάθηκε δια του Δικαστικού πληρεξουσίου του Ν.Σ.Κ., Α.Π.

Ο εκκαλών κατέθεσε στο Ειρηνοδικείο Ρόδου την υπ` αριθμόν κατάθεσης …./07.07.2017 αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκαν: α. η υπ` αριθ. 148/2019 εν μέρει μη οριστική απόφαση, που την απέρριψε ως προς τους τρίτο και τέταρτη των καθ` ων και εν συνεχεία η υπ` αριθ. 57/2020 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Ρόδου, που τη δέχθηκε εν μέρει, ως προς τις πρώτη και δεύτερη των καθ` ων. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο αιτών και ήδη εκκαλών, δια της υπ` αριθμόν καταθέσεως Ειρηνοδικείου …../30.07.2020 και της με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……/26.08.2020 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Ρόδου εφέσεώς του, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.

                                                   ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

                                                        ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

(……..)

Ο αιτών, επικαλούμενος έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη, άνευ δόλου, αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του προς τους καθ’ ων πιστωτές του, που αναφέρονται στην αναλυτική κατάσταση, η οποία περιέχεται στην αίτησή του, ζητούσε να επικυρωθεί το προτεινόμενο σχέδιο διευθέτησης οφειλών του, διαφορετικά σε περίπτωση μη επίτευξης δικαστικού συμβιβασμού να ρυθμιστούν τα χρέη του κατ’ άρθρο 8 παρ. 1 και 2 του Ν. 3869/2010, αφού ληφθούν υπόψη τα εισοδήματά του, η περιουσιακή και οικογενειακή κατάστασή του, που εκθέτει αναλυτικά και να προστατευθεί από τη ρευστοποίηση η μοναδική κύρια κατοικία, ιδιοκτησίας του.

Περαιτέρω, εισήχθη προς εκδίκαση η υπ’ αριθ. κατάθεσης …../2017 αίτηση του αιτούντος, μετά από την έκδοση της υπ’ αριθ. 148/2019 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία απορρίφθηκε ως μη νόμιμη για τον τρίτο και το τέταρτο των καθ’ ων και έγινε δεκτή εν μέρει ως ουσία βάσιμη, εξαιρέθηκε από την εκποίηση η κύρια κατοικία του αιτούντος για τους λόγους που διαλαμβάνονται στην προρρηθείσα απόφαση, αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης για τις καταβολές της ρύθμισης των άρθρων 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2 ν. 3869/2010 και ορίσθηκε δικάσιμος αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας προκειμένου να προσκομισθεί από τον επιμελέστερο των διαδίκων, εκτίμηση πιστοποιημένου εκτιμητή του κλάδου των ακινήτων της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ. του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013, η οποία θα αποτιμά την τρέχουσα εμπορική αξία της κύριας κατοικίας της αιτούσας κατά το δικαίωμα και το ποσοστό δικαιώματος που της ανήκει και μνεία του εκτιμώμενου ποσοστού απομείωσης αυτής λόγω αναγκαστικής εκτέλεσης του ακινήτου καθώς και των εξόδων του πλειστηριασμού.

Η ένδικη αίτηση είναι ορισμένη, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τον τρίτο των εφεσίβλητων, καθόσον ο αϊτών περιλαμβάνει στην αίτησή του τα στοιχεία του άρθρου 4 παρ. 1 Ν. 3869/2010, καθώς και τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010, δεδομένου ότι πέραν των αναφερομένων στις παραπάνω διατάξεις, κανένα άλλο στοιχείο δεν απαιτείται για το ορισμένο της αίτησης (βλ. και ΑΠ 743/2020 – Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος)….

Σύμφωνα με τα άρθρα 2, 4, 5, 22 και 25 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει την προσωπικότητα του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας. Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Με το νόμο 3869/2010 δόθηκε η δυνατότητα σε υπερχρεωμένους πολίτες που έχουν αποδεδειγμένη και μόνιμη αδυναμία να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους, να ρυθμίσουν την εξόφλησή τους με ευνοϊκότερους όρους και να απαλλαγούν από αυτά, εφόσον εξυπηρετήσουν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα με βάση το εισόδημα τους ένα μέρος των χρεών τους. Η δυνατότητα ρύθμισης για το φυσικό πρόσωπο των χρεών του, με απαλλαγή από αυτά, βρίσκει τη νομιμοποίησή της ευθέως στο ίδιο το κοινωνικό κράτος δικαίου που επιτάσσει να μην εγκαταλειφθεί ο πολίτης σε μία χωρίς διέξοδο και προοπτική κατάσταση από την οποία, άλλωστε, και οι πιστωτές δεν μπορούν να αντλήσουν κανένα κέρδος. Μια τέτοια απαλλαγή χρεών δεν παύει, όμως, να εξυπηρετεί ευρύτερα και το γενικό συμφέρον, κάθώς οι πολίτες επανακτούν ουσιαστικά μέσω των εν λόγω διαδικασιών την αγοραστική τους δύναμη προάγοντας την οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 3869/2010). Δια του νόμου 4336/2015 διευρύνθηκε το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του νόμου 3869/2010 ως προς τα δυνάμενα προς υπαγωγή χρέη, προστιθεμένης στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 περίπτωσης υπό στ. γ` εφόσον πλέον υπάγονται και οι ασφαλιστικές εισφορές προς τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, όπως έχουν διαμορφωθεί με βάση τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής. Η δυνατότητα υπαγωγής πλέον των εν λόγω οφειλών, οι οποίες αρχικά δεν υπάγονταν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου, κρίθηκε επιβεβλημένη από το νομοθέτη, προκειμένου να επιτευχθεί ο προστατευτικός σκοπός των ρυθμίσεων του νόμου 3869/2010, που είναι η απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη του και η επάνοδός του στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Μάλιστα, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, και κατ` εξαίρεση της αρχής της καθολικότητας, δίδεται η δυνατότητα στον οφειλέτη να επιλέξει τη ρύθμιση που θα ακολουθήσει ως προς τις εν λόγω οφειλές, καθώς ο οφειλέτης που έχει ρυθμίσει καθ` οιονδήποτε τρόπο τις ανωτέρω οφειλές κάνοντας χρήση ενός άλλου θεσμικού πλαισίου, θα πρέπει να εγκαταλείψει την εν λόγω ρύθμιση, εφόσον επιθυμεί να υπαχθεί στις διατάξεις του νόμου 3869/2010, όπως τροποποιήθηκαν, καλούμενος ο ίδιος να σταθμίσει τυχόν επιπτώσεις που συνεπάγεται η μη προσήκουσα καταβολή των υποχρεώσεων αυτών. Κατά τα ως άνω, ουδόλως θίγεται με την εισαγωγή της ανωτέρω διάταξης η εγγύηση του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης, όπως αυτή εξειδικεύεται στην αρχή της προστασίας του ασφαλιστικού κεφαλαίου και της οικονομικής βιωσιμότητας των φορέων κοινωνικής ασφάλισης με τη δημιουργία εντονότατων προβλημάτων στην οικονομική τους βιωσιμότητα, καθώς η είσπραξη των εν λόγω οφειλών είναι λίαν επισφαλής, αν όχι αδύνατη, και οι φορείς δεν δύνανται να στηρίζουν σε αυτές τη βιωσιμότητα τους. Η περικοπή οφειλών υπερχρεωμένων ήδη πολιτών δεν στερεί τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης από αναγκαίους πόρους, όταν η αβεβαιότητα είσπραξης σε σχέση με τη δυνατότητα εξοφλήσεως είναι ιδιαίτερα υψηλή. Άλλωστε, ο υπερχρεωμένος οφειλέτης ακριβώς λόγω της ιδιότητας του δεν θα μπορούσε να ανταπεξέλθει ούτως ή άλλως στις υποχρεώσεις του έναντι αυτών, συνεπώς θα οδηγείτο στο ίδια αποτέλεσμα, ήτοι τη συσσώρευση οφειλών μη δυνάμενων να εισπραχθούν και την απώλεια παροχών. Άλλωστε, η ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη και η ενδεχόμενη απαλλαγή του από αυτά δεν επέρχεται αμέσως συνεπεία της αιτήσεως του, αλλά τίθεται σειρά προϋποθέσεων, με συμμετοχή στη διαδικασία και των πιστωτών. Η δε απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη συνιστά την κατάληξη μιας διαδικασίας, συνδυαζόμενη ενδεχομένως με τη ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη (ΜΠρΑθ 9556/2019 – Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος).

Δια του μοναδικού λόγου της εφέσεώς του, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι η ρύθμιση των οφειλών των φυσικών προσώπων, όταν προκύπτει από ασφαλιστικές εισφορές, είναι συνταγματική. Σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, προκύπτει ότι η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 γ` του Ν. 3869/2010, δια της οποίας υπάγονται σε ρύθμιση με τον νόμο των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και οι ασφαλιστικές εισφορές δεν είναι αντισυνταγματική, εφόσον διασφαλίζει την μερική έστω αποπληρωμή των εισφορών και δεν μπορεί να είναι το μόνο χρέος που εισάγεται ενώπιον δικαστηρίου προς ρύθμιση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε ως μη νόμιμη την αίτηση ως προς τους τρίτο και τέταρτο των καθ’ ων έσφαλε και δεκτού γενομένου του σχετικού λόγου εφέσεως, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, πρέπει να εξαφανιστεί η πρωτοβάθμια απόφαση και αφού κρατηθεί η υπόθεση, να δικαστεί επί της ουσίας.

Με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 ορίζεται ότι “φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών αυτών και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής”. Σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του ν. 3869/2010 είναι ο οφειλέτης να έχει περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του. Ο ν. 3869/2010 θεωρεί δεδομένη την έννοια του δόλου από τη γενική θεωρία του αστικού δικαίου. Στο πεδίο του τελευταίου ο δόλος, ως μορφή πταίσματος, προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 330 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι “ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της οχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νόμιμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές”. Η εν λόγω διάταξη θεσπίζει δύο μορφές πταίσματος, το δόλο και την αμέλεια. Ενώ όμως δίνει ορισμό της αμέλειας, τον προσδιορισμό του δόλου αφήνει στην επιστήμη και τη νομολογία. Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή και στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 27 παρ. 1 ΠΚ, που ορίζει ότι “με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης· επίσης όποιος γνωρίζει ότι με την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται”. Η τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει το δόλο σε άμεσο και ενδεχόμενο. Ορίζει δε ότι με άμεσο δόλο πράττει αυτός που “θέλει” την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει όμως ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξης του και, παρά ταύτα, δεν αφίσταται αυτής. Αντίθετα, με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξης του και το “αποδέχεται”. Η διάταξη αυτή ισχύει και για τις ενοχές άλλων κλάδων του ενοχικού δικαίου και έτσι αποκτά γενικότερη σημασία που ξεπερνά το πλαίσιο της ευθύνης από προϋφιστάμενη ενοχή. Περαιτέρω, από τη διατύπωση της παρ. 1 εδάφ. α` του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 προκύπτει ότι το στοιχείο του δόλου αναφέρεται στην “περιέλευση” του οφειλέτη σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμών. Επομένως, το στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει, τόσο κατά το χρόνο ανάληψης της οφειλής, όσο και κατά το χρόνο μετά την ανάληψη της τελευταίας. Ο δόλος πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, είτε είναι αρχικός είτε είναι μεταγενέστερος. Το κρίσιμο ζήτημα είναι το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε. Στην περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010, ο οφειλέτης ενεργεί δολίως όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνον ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωσή του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως είτε γνώριζε κατά την ανάληψη των χρεών ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών.

Συνεπώς, η εξαιτίας του δόλου μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη δεν είναι αναγκαίο να εμφανιστεί μετά την ανάληψη του χρέους αλλά μπορεί να υπάρχει και κατά την ανάληψη αυτού, όταν δηλαδή ο οφειλέτης ήδη από την αρχή, αναλαμβάνοντας το χρέος, γνωρίζει ότι με βάση τα εισοδήματά του και τις εν γένει ανάγκες του δεν μπορεί να το εξυπηρετήσει. Περίπτωση ενδεχόμενου δόλου συντρέχει και όταν ο οφειλέτης συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, προβλέποντας ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγήσει σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και όμως αποδέχεται το αποτέλεσμα αυτό. Αξίωση πρόσθετων στοιχείων για τη συγκρότηση του δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη κατά την ανάληψη του χρέους, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος ή η παράλειψη του πιστωτικού ιδρύματος να προβεί στις αναγκαίες έρευνες της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου. Ο δόλος του οφειλέτη στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών χρεών του περιορίζεται στην πρόθεσή του και μόνο, δηλαδή σε ένα υποκειμενικό στοιχείο, χωρίς να είναι ανάγκη προσθήκης και άλλων αντικειμενικών στοιχείων όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος και η παράλειψη, από την πλευρά των τελευταίων, να ενεργήσουν την αναγκαία έρευνα, πριν χορηγήσουν την πίστωση, της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, πράγμα το οποίο, άλλωστε, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου (ΑΠ 515/2018). Από το συνδυασμό των προαναφερόμενων συνάγεται ότι για να είναι ορισμένη και επομένως παραδεκτή, κατά το άρθρο 262 ΚΠολΔ, η ένσταση της πιστώτριας Τράπεζας ότι ο οφειλέτης περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων των προς αυτήν χρηματικών οφειλών από ενδεχόμενο δόλο, με την έννοια ότι συμφώνησε με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, παρότι πρόβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του, με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό, πρέπει να αναφέρει: α) τα τραπεζικά προϊόντα που ο οφειλέτης συμφώνησε, το αρχικό και τελικό ύψος αυτών, β) το χρόνο που τα συμφώνησε, γ) τις οικονομικές δυνατότητες αυτού κατά το χρόνο δημιουργίας των οφειλών ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οιονομικές του δυνατότητες, καθώς και δ) ότι, με βάση τα ως άνω οικονομικά δεδόμένα, πρόβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό (ΑΠ 515/2018, ΑΠ 1174/2019 – Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, οι δεύτερη και τρίτη των εφεσίβλητων, με τις προτάσεις τους στον πρώτο βαθμό, προέβαλαν την ένσταση υπάρξεως δολιότητας στο πρόσωπο του αιτούντος, εκθέτοντας ότι αυτός προέβη σε αλόγιστο υπερδανεισμό, ο οποίος υπερέβαινε τις δυνατότητες του οικογενειακού εισοδήματος και προϋπολογισμού του, έτσι ώστε, ήδη κατά τη λήψη των δανείων, να μην είναι σε θέση να τα αποπληρώσει σε βάθος χρόνου. Ο ισχυρισμός αυτός είναι πρωτίστως αόριστος, καθόσον δεν προτείνονται με σαφήνεια και πληρότητα τα γεγονότα που θεμελιώνουν την στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α` του ν. 3869/2010 ένσταση της δολιότητας, καίτοι βαρύνονται με την προβολή και απόδειξή τους οι πιστωτές. Ειδικότερα, δεν αναφέρεται πότε ο αιτών ανέλαβε κάθε δανειακή του υποχρέωση και ποιο το ύψος της ούτε τα εισοδήματά του κατά το συγκεκριμένο χρόνο, ώστε συγκρινόμενα να θεμελιώνεται αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων και εν γένει των οφειλών του, με βάση τις υφιστάμενες τότε αλλά και δυνάμενες να προβλεφθούν μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες. Επίσης, δεν αναφέρονται μεταγενέστερα περιστατικά, τα οποία συγκροτούν δική του υπαιτιότητα για την περιέλευσή του σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών περιστατικά δηλαδή τέτοια, τα οποία συνετέλεσαν στο να οδηγηθούν σε αυτήν την κατάσταση, τα οποία γνώριζε ή μπορούσε να προβλέψει.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010 «Φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών αυτών και απαλλαγή». Σύμφωνα με το σκοπό του νόμου, στη ρύθμιση του νόμου υπάγονται μόνο φυσικά πρόσωπα, και μάλιστα πρόσωπα που δεν ασκούν αυτοτελή αυτονομική δραστηριότητα, που να τους προσδίδει την ιδιότητα του εμπόρου. Προσθέτως, υπάγονται και όσοι ήταν έμποροι, έπαψαν όμως την εμπορία ή την οικονομική τους δραστηριότητα χωρίς κατά την παύση αυτή να έχουν παύσει τις πληρωμές τους (άρθρο 2 παρ. 3 του ΠτΚ). Από τη ρύθμιση του νόμου αποκλείονται τα φυσικά πρόσωπα που έχουν πτωχευτική ικανότητα. Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠτΚ (Ν. 3588/2007) πτωχευτική ικανότητα έχουν οι έμποροι. Σύμφωνα με το αρθρ. 1 του ΕμπΝ και τη διδασκαλία του εμπορικού δικαίου έμπορος είναι ο κατά σύνηθες επάγγελμα ασκών εμπορικές πράξεις. Οι έμποροι επομένως για τους οποίους μάλιστα βάσει του άρθρου 8 παρ. 2 του Διατάγματος περί αρμοδιότητος των εμποροδικείων ισχύει το τεκμήριο της εμπορικότητας, σύμφωνα με το οποίο όλες οι συναλλαγές που γίνονται από τον έμπορο τεκμαίρεται ότι γίνονται χάριν της εμπορίας που αποκλείονται από την εφαρμογή του νόμου. Γι` αυτούς, σε περίπτωση αδυναμίας εκπληρώοεως των ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεων τους κατά τρόπο γενικά και μόνιμο (παύση πληρωμών), ισχύουν οι ρυθμίσεις του ΠτΚ και όχι αυτές του ν. 3869/2010. Επομένως, κρίσιμο διάστημα για την εφαρμογή ή μη του νόμου, αποτελεί η ιδιότητα του αιχούντος οφειλέτη ως εμπόρου ή μη, βασικά, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως (Αθ. Κρητικός Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων ν. 3869/2010, 2014 σελ. 39). Παρά την έλλειψη ρητής στο νόμο διάταξης με την οποία εξαιρούνται του χαρακτηρισμού τους ως εμπόρων, με την έννοια του άρθρου 1 ΕμπΝ, «οι μικροέμποροι» όπως αποκαλούνται, τόσο από την επιστήμη όσο και από την νομολογία γίνεται δεκτός ο ως άνω αποκλεισμός (βλ. ΕφΑθ 11433/1995, ΔΕΕ 1996/490, ΕιρΘηβ 18/2011 – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κρητικός, Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων προσώπων, 2014, σελ. 36 επ., Βενιέρης- Κατσάς, Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, σελ. 67 επ.). Μικροεμπορία ασκούν πρόσωπα που διενεργούν εμπορικές πράξεις κατά το ΒΔ 1835, αλλά δεν δραστηριοποιούνται σε ριψοκίνδυνη κερδοσκοπική διαμεσολάβηση και κατ’ ουσίαν παρέχουν προσωπική εργασία με αντίτιμο κάποια αμοιβή (ΑΠ 1215/2018 – Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος). Η με διαφορετική διατύπωση, είναι πρόσωπα που ασκούν εμπορικές πράξεις και αποκομίζουν από αυτές κέρδος, το οποίο όμως αποτελεί ρισσότερο αμοιβή του σωματικού τους, κόπου και μόχθου και όχι αποτέλεσμα κερδοσκοπικών συνδυασμών και δραστηριότητα που ενέχει οργάνωση κεφαλαίου και εργασίας, λόγω της οποίας υπάρχει κερδοσκοπική εκμετάλλευση των αγοραζόμενων υλών και της εργασίας των χρησιμοποιούμενων τρίτων προσώπων και των μηχανικών ή άλλων εγκαταστάσεων (βλ. ΕφΑθ 5739/2002, ΕπισκΕμπΔ 2003/190).

Περαιτέρω, ο τρίτος εφεσίβλητος επαναφέρει την πρωτοδίκως υποβληθείσα ένσταση απαραδέκτου, λόγω μη ειλικρινούς δηλώσεως του εκκαλούντος, αναφορικά με το παύση της εμπορικής του ιδιότητας, ήτοι ότι αυτός προσδιορίζεται μετά το χρόνο παύσης των πληρωμών του. Ως εκ τούτου, ισχυρίζεται ότι ο εκκαλών είχε την εμπορική ιδιότητα και πτωχευτική ικανότητα, με αποτέλεσμα το απαράδεκτο της αιτήσεώς του. Επ’ αυτών, λεκτέον ότι, η ενασχόληση του αιτούντος με την ως άνω δραστηριότητα του ηλεκτρολόγου, ουδέποτε του προσέδωσε την εμπορική ιδιότητα. Αντίθετα, ο αϊτών είναι φυσικό πρόσωπο που δεν έχει πτωχευτική ικανότητα, διότι η δραστηριότητα που ασκούσε, του προσέδιδε την ιδιότητα του μικροεμπόρου. Ειδικότερα, ο αιτών εργαζόταν αυτοπροσώπως, παρέχοντας δηλαδή την προσωπική του εργασία, χωρίς ποτέ να απασχολήσει εργατικό προσωπικό, ενώ δεν διέθετει και ηλεκτρολογικά προϊόντα προς μεταπώληση, παρά μόνο για την άσκηση της άνω δραστηριότητάς του. Επιπλέον, δεν διαμεσολαβούσε στην κυκλοφορία των οικοδομικών υλικών, κατά τρόπο που να φέρει τα στοιχεία της αβεβαιότητας και του κινδύνου. Δεν υφίσταται, δηλαδή, από την πλευρά του κερδοσκοπική εκμετάλλευση των αγοραζόμενων υλών, καθώς το όποιο κέρδος αποκομίζει από αυτή τη δραστηριότητα, αποτελούσε αμοιβή του σωματικού του κόπου. Η ανωτέρω δραστηριότητα του αιτούντος, του προσδίδει την έννοια του μικροεμπόρου, η οποία δεν εμποδίζει την υπαγωγή του στις διατάζεις του νόμου 3869/2010, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη. Κατά συνέπεια τούτου, απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμος ο ισχυρισμός του ως άνω εφεσίβλητου, ότι ελλείπει η ουσιαστική προϋπόθεση της έλλειψης πτωχευτικής ικανότητας στο πρόσωπο του αιτούντος, λόγω αυτής του της δραστηριότητας.

Τέλος, ο ισχυρισμός του τρίτου εφεσίβλητου, που προέβαλε περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του αιτούντος, διότι ο τελευταίος προέβη σε δανεισμό από τα Τραπεζικά ιδρύματα μη βιώσιμης οφειλής, τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά, πέραν της αόριστης παράθεσής τους, δεν συνιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος του αιτούντος κατά τα υπό του άρθρου 281 ΑΚ τιθέμενα κριτήρια. Εξάλλου, στη συγκεκριμένη περίπτωση ο αιτών ασκεί νόμιμο δικαίωμά του και το σχέδιο διευθέτησής του, συνιστά πρόταση προς τις πιστώτριές του και δεν δεσμεύει το Δικαστήριο, που θα εκτιμήσει ελεύθερα την πρόταση αυτή με βάση τα σχετικά στοιχεία και τα διδάγματα της κοινής πείρας για τις συνθήκες και τις ανάγκες διαβίωσης του αιτούντος.

Από την ένορκη εξέταση της μάρτυρος του αιτούντος, που εξετάσθηκε ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η κατάθεση του οποίου περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, τα έγγραφα που προσκόμισαν και επικαλούνται οι παριστάμενοι διάδικοι, τα οποία όλα ανεξαιρέτως έλαβε υπ` όψη του το Δικαστήριο, από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ. 4 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με την αυτεπάγγελτη έρευνα των γεγονότων (744 ΚΠολΔ) και από την εν γένει προφορική διαδικασία στο ακροατήριο, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ο αιτών, ηλικίας σήμερα 51 ετών, είναι παντρεμένος με τη ……., ηλικίας 50 ετών και έχουν αποκτήσει δύο τέκνα, τον …….., ηλικίας 26 ετών, ο οποίος εργάζεται ως πυροσβέστης και την ………., ηλικίας 22,5 ετών, φοιτήτρια, όπως προκύπτει από την από 29.05.2017 βεβαίωση οικογενειακής κατάστασης του Τμήματος Αστικής και Δημοτικής Κατάστασης της Διεύθυνσης Αστικής και Δημοτικής Κατάστασης του Υπουργείου Εσωτερικών. Τόσο κατά τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης όσο και κατά το χρόνο συζήτησής της, ο αιτών είναι άνεργος, εγγεγραμμένος στα μητρώα ανέργων του ΟΑΕΔ, χωρίς να λαμβάνει επίδομα ανεργίας και ως εκ τούτου στερείται εισοδήματος. Η σύζυγός του εργάζεται τα τελευταία 12 έτη ως υπάλληλος σούπερ-μάρκετ στην εταιρεία «………. ΑΕ.». Το μέσο μηνιαίο εισόδημά της, το οποίο παράλληλα αποτελεί και το μέσο μηνιαίο οικογενειακό τους εισόδημα, ανέρχεται σε 830,00 ευρώ περίπου. Στο παρελθόν, ο αιτών εργαζόταν ως ηλεκτρολόγος-ελεύθερος επαγγελματίας. Ωστόσο, περί τα τέλη του έτους 2010 και αρχές του έτους 2011, διαπιστώθηκε ότι έπασχε από σκλήρυνση κατά πλάκας, οπότε και αυξήθηκαν τα έξοδά του στην προσπάθεια αντιμετώπισης του προβλήματος υγείας που του παρουσιάστηκε, αναγκάστηκε δε να μεταβεί αρκετές φορές σε νοσοκομεία του εξωτερικού, προκειμένου να ακολουθήσει συγκεκριμένη θεραπεία για την καλύτερη αντιμετώπιση του προβλήματος του, με έξοδα, τα οποία κάλυψε από τις αποταμιεύσεις του και της συζύγου του, καταβάλλοντας όμως ταυτόχρονα τις μηνιαίες δόσεις του προς τους πιστωτές του (βλ. και κατάθεση μάρτυρος).

Πλην όμως, δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις επαγγελματικές του υποχρεώσεις, οπότε και την 31.12.2013, προέβη σε διακοπή εργασιών της επιχείρησής του, προκειμένου να αφοσιωθεί στη θεραπεία της πάθησής του. Έκτοτε παραμένει άνεργος. Το δε οικογενειακό τους εισόδημα έχει υποστεί μεγάλη μείωση τα τελευταία χρόνια, λόγω του προαναφερόμενου προβλήματος υγείας και της διακοπής της επαγγελματικής του δραστηριότητας αλλά και της μείωσης των μισθών στον ιδιωτικό τομέα στα πλαίσια της γενικότερης οικονομικής κρίσης που έπληξε τους μισθούς του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, χωρίς αντίθετα να έχει μειωθεί, αναλογικά, το μηνιαίο κόστος διαβίωσης τους, το οποίο συνεχώς αυξάνεται, με βάση την παρούσα οικονομική συγκυρία και τα διδάγματα κοινής πείρας (έκτακτη φορολογία, αύξηση τιμών ειδών πρώτης ανάγκης, ΕΝΦΙΑ κλπ.). Λαμβανομένων υπόψιν όσων κατά τα ανωτέρω αποδείχθηκαν και των εύλογων δαπανών διαβίωσης όπως προσδιορίζονται στην Ε.Ο.Π. της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, οι οποίες, όμως, λειτουργούν μόνο ως κατευθυντήριες γραμμές (βλ. Βενιέρη/Κατσά, Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, 3η εκδ. 2015, σελ. 498), το Δικαστήριο κρίνει, δυνάμει και των άρθρων 336 § 4 και 744 ΚΠολΔ, ότι το ποσό που προκύπτει ως απολύτως απαραίτητο για τον αιτούντα προς κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών του και της οικογένειάς του, ήτοι για διατροφή, πληρωμή λογαριασμών (ύδρευσης, ηλεκτρικού ρεύματος, τηλεφωνίας, κοινοχρήστων), για έξοδα θέρμανσης και μετακίνησης, ένδυση- υπόδηση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, καθώς και για άλλα τυχόν έκτακτα έξοδα, (τα τέκνα τους, ενήλικα πλέον, ενόψει των συνθηκών ηλικίας και ικανότητας προς εργασία δεν εμπίπτουν στην έννοια του προστατευόμενου μέλους (άρθρο 1486 ΑΚ) ανέρχεται συνολικά σε περίπου 700 ευρώ μηνιαίως, με βάση τις συνθήκες διαβίωσης του συγκεκριμένου οφειλέτη. Για τον υπολογισμό του ανωτέρω ποσού, συνεκτιμάται ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο οφειλέτης ο οποίος ζητεί να υπαχθεί στις ευεργετικές ρυθμίσεις του νόμου, πρέπει από την πλευρά του να μειώσει στο ελάχιστο τις δαπάνες του μόνο στις απολύτως απαραίτητες και αναγκαίες για το προβλεπόμενο από το νόμο χρονικό διάστημα της ρύθμισης. Όπως δε κατατέθηκε, για την κάλυψη των ανωτέρω αναγκών αλλά και την καταβολή της μηνιαίας δόσης, που ορίστηκε να καταβάλλει ο αιτών με την από 22.09.2017 προσωρινή διαταγή, τον συνδράμουν οικονομικά οι γονείς του, οι οποίοι είναι συνταξιούχοι. Επιπροσθέτως, σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της αίτησης, ο αιτών είχε αναλάβει από τους καθ’ ων τα αναφερόμενα στην αίτηση δάνεια, τα οποία σύμφωνα με το νόμο θεωρούνται με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμα και σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3 του Ν. 3869/2010 τα ανέγγυα υπολογίζονται με τους νόμιμους τόκους έως την κοινοποίηση της αίτησης, ενώ τα εμπραγμάτως ασφαλισμένα έως την έκδοση απόφασης. Συγκεκριμένα, οφείλει: 1. προς την 1η των καθ’ ων πιστώτρια, όπως προκύπτει από την από 10.01.2017 αναλυτική βεβαίωση οφειλών, σε συνδυασμό με τις προσκομιζόμενες δανειακές συμβάσεις: α. ως οφειλέτης, δυνάμει της υπ’ αρ ……… σύμβασης στεγαστικού δανείου με αριθμό λογαριασμού …………(καταγγελμένη), ποσό 172.763,49 ευρώ (απαίτηση εμπραγμάτως εξασφαλισμένη με εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί της κύριας κατοικίας του, ιδιοκτησίας του), β. ως οφειλέτης, δυνάμει της υπ’ αρ ……….. σύμβασης στεγαστικού δανείου, με αριθμό λογαριασμού ………..(καταγγελμένη), ποσό 106.181,96 ευρώ (απαίτηση εμπραγμάτως εξασφαλισμένη με εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί της κύριας κατοικίας του), γ. ως οφειλέτης, δυνάμει σύμβασης πιστωτικής κάρτας, με αριθμό λογαριασμού …………. (καταγγελμένη), ποσό 5.440,68 ευρώ, δ. ως οφειλέτης, δυνάμει σύμβασης πιστωτικής   κάρτας, με αριθμό λογαριασμού …………. (καταγγελμένη), ποσό 33.140,13 ευρώ, ε. ως οφειλέτης, δυνάμει της υπ’ αρ ………. σύμβασης καταναλωτικής πίστης, με αριθμό λογαριασμού ……….. (καταγγελμένη), ποσό 16.626,40 ευρώ, στ. ως οφειλέτης δυνάμει της υπ’ αρ. ……….σύμβασης καταναλωτικής πίστης, με αριθμό λογαριασμού …………. (καταγγελμένη), ποσό 17.158,43 ευρώ, ζ. ως οφειλέτης, δυνάμει της υπ’ αρ ………σύμβασης καταναλωτικής κτίστης, με αριθμό λογαριασμού …………. (καταγγελμένη), ποσό 164,04 ευρώ, η. ως οφειλέτης, δυνάμει της υπ` αρ ……….σύμβασης στεγαστικής πίστης, με αριθμό λογαριασμού ………… (καταγγελμένη), ποσό 3.945,62 ευρώ, θ. ως οφειλέτης, δυνάμει της υπ` αρ ………… σύμβασης στεγαστικής πίστης, με αριθμό λογαριασμού ……………(καταγγελμένη), ποσό 1.413,07 ευρώ, ι. ως οφειλέτης, δυνάμει της υπ` αρ. ………… σύμβασης καταναλωτικής πίστης, με αριθμό λογαριασμού ………..(καταγγελμένη), ποσό 192,33 ευρώ, ια. ως οφειλέτης, δυνάμει της υπ` αρ ……….. σύμβασης καταναλωτικής πίστης, με αριθμό λογαριασμού …………..ποσό 102,23 ευρώ και ιβ. ως οφειλέτης, δυνάμει της υπ` αρ ………….σύμβασης καταναλωτικής πίστης, με αριθμό λογαριασμού …………..ποσό 270,71 ευρώ, και συνολικά το ποσό των 357.399,09 ευρώ, 2. Προς τη 2η των καθ` ων πιστώτρια, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από 16.01.2017 αναλυτική βεβαίωση οφειλών: α. ως οφειλέτης, δυνάμει του με αριθμό λογαριασμού …………ελεύθερου δανείου, ποσό 16.268,63 ευρώ (ληξιπρόθεσμη οφειλή) και β. ως οφειλέτης δυνάμει της με αρ. λογ. ……….. πιστωτικής κάρτας, ποσό 7.727,32 ευρώ (ληξιπρόθεσμη οφειλή και συνολικά το ποσό των 23.995,95 ευρώ, 3. Προς τον τρίτο των καθ` ων-εφεσίβλητο, το ποσό των 43.591,20 ευρώ και 4. Προς την τέταρτη των καθ` ων-εφεσίβλητη, το ποσό των 27.263,57 ευρώ. Η συνολική του δε οφειλή ανέρχεται στο ποσό των 452.249,81 ευρώ.

Όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία του αιτούντος, από τις προσκομιζόμενες δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης και συμβολαιογραφική πράξη, αποδείχθηκε ότι έχει την πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή ενός διώροφου διαμερίσματος, με στοιχεία πίνακα «…….», συνολικής μικτής επιφάνειας 116 τ.μ., αποτελούμενο από ισόγειο 58 τ.μ. και όροφο 58 τ.μ., που αποτελεί τμήμα οριζόντιας ιδιοκτησίας σε οικοδομή ανεγερθείσα επί ενός οικοπέδου, κειμένου εντός της πόλεως Ρόδου και επί της οδού ………. Το συγκεκριμένο ακίνητο αποτελεί την κύρια κατοικία της οικογένειάς του. Το απέκτησε δε, δυνάμει του υπ` αριθ. ……./01.06.2006 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Ρόδου, …………. και η αντικειμενική του αξία ανέρχεται στο ποσό των 89.523,00 ευρώ (βλ. ΕΝΦΙΑ 2016). Περαιτέρω, ως προς την κινητή περιουσία του αιτούντος, στη φορολογική του δήλωση (Ε1) φαίνεται ότι έχει στην πλήρη κυριότητά του ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο, με αριθμό κυκλοφορίας …….., εργοστασιακής κατασκευής ……….εμπορικής ονομασίας ……….με ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας το 20Ό4, του οποίου η σημερινή εμπορική αξία εκτιμάται στο ποσό των 500,00 ευρώ (αξία ανταλλακτικών), για το οποίο όμως, ήδη από την 21.09.2006, έχουν κατατεθεί πινακίδες και άδεια κυκλοφορίας στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., αφού έχει καταστραφεί ολοσχερώς λόγω ατυχήματος και δεν χρησιμοποιείται ούτε πρόκειται να χρησιμοποιηθεί στο μέλλον. Πέραν αυτών, δεν διαθέτει άλλο περιουσιακό στοιχείο.

Ο αιτών αρχικά ήταν συνεπής στην αποπληρωμή των δανειακών του υποχρεώσεων. Το σοβαρό πρόβλημα υγείας όμως, που του παρουσιάστηκε ξαφνικά, όπως προαναφέρθηκε και τον οδήγησε σε μεγάλες ιατρικές δαπάνες, η παύση των εργασιών της επιχείρησής του λόγω της σωματικής του αδυναμίας να τη συνεχίσει, η συνεχιζόμενη έκτοτε ανεργία του, αφού αδυνατεί να εξεύρει εργασία που να προσιδιάζει στις ιδιαίτερες ανάγκες του, η φοίτηση της κόρης του σε πανεπιστήμιο εκτός Ρόδου και η μείωση των μηνιαίων αποδοχών της συζύγου του, είχαν σαν αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει δυσχέρεια και να αδυνατεί να ανταπεξέλθει στις οικονομικές του υποχρεώσεις προς τις καθ` ων πιστώτριές του καθόσον το οικογενειακό μηνιαίο εισόδημά του, από το ποσό των 2.000,00 ευρώ κατά το χρόνο έναρξης της δανειοδότησής του (2006), μειώθηκε στο ποσό των 850,00 ευρώ κατά το έτος 2015, ενώ έβαινε μειούμενο και κατά τα επόμενα έτη, μέχρι την κατάθεση της υπό κρίση αίτησης. Η δε ανάληψη των δανειακών του υποχρεώσεων έγινε σε χρονικό διάστημα που τα εισοδήματά του ήταν αυξημένα και μπορούσε να είναι συνεπής στην εξυπηρέτησή τους, μη δυνάμενος να προβλέψει τις επερχόμενες δυσμενείς οικονομικές συνθήκες και το πρόβλημα υγείας του. Συνεπεία των ανωτέρω, η σχέση μεταξύ ρευστότητας και των οφειλών του αιτούντος κατά την τρέχουσα χρονική περίοδο είναι αρνητική, χωρίς να αναμένεται να βελτιωθεί στο εγγύς μέλλον, λόγω της αρνητικής οικονομικής συγκυρίας, των πολύ χαμηλών εισοδημάτων του και των συνεχώς αυξανομένων δανειακών του υποχρεώσεων.

Περαιτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι η ρύθμιση των χρεών του αιτούντος θα γίνει με μηνιαίες καταβολές επί τρία χρόνια, κατά τη διάταξη της παρ. 12 του άρθρου 8 του ν. 3869/2010. Ειδικότερα, ο αιτών-εκκαλών (3) ετών, ήτοι σε 36 (τριάντα έξι) ισόποσες μηνιαίες δόσεις των 300,00 ευρώ, καταβλητέες εντός του πρώτου δεκαημέρου εκάστου μηνός, το ποσό των 10.800,00 ευρώ, συμμέτρως διανεμόμενες στις απαιτήσεις των καθ’ ων- εφεσίβλητων.

Σε κάθε δε επιμέρους οφειλή του έναντι εκάστου πιστωτή – καθ’ ης η αίτηση αναλογούν τα εξής ποσά: 1. Για την πρώτη εφεσίβλητη, το ποσό των 225,00 ευρώ, 2. Για τη δεύτερη εφεσίβλητη, το ποσό των 21,00 ευρώ, 3. Για τον τρίτο εφεσίβλητο, το ποσό των 30,00 ευρώ και 4. Για την τέταρτη εφεσίβλητη, το ποσό των 24,00 ευρώ. Συνεπώς, πρέπει να ρυθμιστούν οι οφειλές του αιτούντος κατά πρώτο λόγο με μηνιαίες καταβολές των ως άνω ποσών, απευθείας στους πιστωτές του, από τα εισοδήματά του επί τρία έτη, συμφώνως με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 2 του νόμου, με αφετηρία την 1η εργάσιμη ημέρα του πρώτου μήνα αμέσως μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης. Μετά την καταβολή των ανωτέρω ποσών, θα έχει καταβληθεί έναντι της συνολικής οφειλής του αιτούντος, το ποσό των 10.800 ευρώ, με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μέρος των ληξιπρόθεσμων οφειλών του, ήτοι (452.249,81 – 10.800,00) = 441.449,81 ευρώ, να παραμένει ακόμη ανεξόφλητο.

Εν συνεχεία, η κατ’ άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 3869/2010 παραπάνω ρύθμιση θα συνδυαστεί με την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010 ρύθμιση, εφόσον με τις καταβολές της πρώτης ρύθμισης δεν επέρχεται εξόφληση των απαιτήσεων των τρίτου και τέταρτης των καθ’ ων πιστωτών και είχε υποβληθεί αίτημα εξαίρεσης της ανήκουσας στον αιτούντα κύριας κατοικίας, που έχει ήδη εξαιρεθεί από την εκποίηση καθώς όπως κρίθηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. 148/2019 απόφασης του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου για την ένταξη της κατοικίας της στη ρύθμιση του άρθρ. 9 παρ. 2 για εξαίρεση από την εκποίηση. Σύμφωνα δε με την ανωτέρω διάταξη, προκειμένου να καθορισθεί το ποσό που υποχρεούται να καταβάλει ο οφειλέτης για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του, θα πρέπει αφενός να ληφθεί υπόψη η μέγιστη δυνατότητα αποπληρωμής του και αφετέρου το ότι θα καταβάλλει τέτοιο ποσό ώστε οι πιστώτριές του να βρίσκονται στην ίδια οικονομική θέση σε σύγκριση με την ικανοποίησή τους από τυχόν εκποίηση της κατοικίας από αναγκαστική εκτέλεση. Συνεπώς, σημασία πλέον για το τι θα καταβάλλει ο οφειλέτης για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του έχει το εκτιμώμενο ποσό του πλειστηριάσματος, βάσει της τρέχουσας εμπορικής αξίας του ακινήτου, αφαιρουμένων των εξόδων της εκτέλεσης, ενώ η τιμή πρώτης προσφοράς για τον πλειστηριασμό ακινήτου ορίζεται η εμπορική του αξία (βλ. αρθρ. 993 παρ. 2 εδ. γ` και 995 παρ. 1 εδ. δ` ΚΠολΔ καθώς και Π.Δ. 59/2016 και υπ’ αριθ. 54/2015 Απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος). Για τη διάσωση λοιπόν της κύριας κατοικίας του, ο αϊτών θα πρέπει να καταβάλει ποσό που θα ελάμβαναν οι πιστωτές του, σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι ποσό που αντιστοιχεί στην εμπορική αξία της κύριας κατοικίας του (βλ. αρθρ. 993 παρ. 2 εδ. γ` και 995 παρ. 1 εδ. δ` ΚΠολΔ), αφαιρουμένων των εξόδων της αναγκαστικής εκτέλεσης. Δεδομένου ότι ο αιτών προσκόμισε σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 54/15-12- 2015 Πράξη της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, εκτίμηση σχετικά με το εκτιμώμενο ποσό του πλειστηριάσματος της κύριας κατοικίας του, το οποίο ανέρχεται στο ποσό των 113.000,00 ευρώ, το οποίο αναλύεται σε 115.000,00 ευρώ εκτιμώμενη εμπορική αξία κύριας κατοικίας – 2.000,00 ευρώ έξοδα εκτέλεσης.

Λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής δυνατότητας του αιτούντος αλλά και της ηλικίας του, ορίζονται μηνιαίες καταβολές επί 360 μήνες, ήτοι επί 30 έτη, που θα αρχίσουν την 1η εργάσιμη ημέρα του 1ου μήνα μετά τη λήξη των καταβολών επί τριετία της προηγούμενης ρύθμισης, θα είναι δε καταβλητέες μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο έκαστου μηνάς και κάθε μηνιαία καταβολή θα ανέρχεται στο ποσό των (113.000,00 : 360) 313,89 ευρώ.

Το ως άνω ποσό θα καταβληθεί συμμέτρως στους πιστωτές του και ειδικότερα: 1. Για την πρώτη εφεσίβλητη, το ποσό των 235,89 ευρώ, 2. Για την δεύτερη εφεσίβλητη, το ποσό των 22,00 ευρώ, 3. Για τον τρίτο εφεσίβλητο, το ποσό των 31 ευρώ και 4. Για την τέταρτη εφεσίβλητη, το ποσό των 25,00 ευρώ. Παράλληλα, θα πρέπει να του χορηγηθεί περίοδος χάριτος τριών ετών, ώστε να μη συμπέσει η τελευταία αυτή ρύθμιση με την πιο πάνω των καταβολών επί τριετία. Η καταβολή των παραπάνω δόσεων θα γίνει εντόκως, αλλά χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζα της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ο τόκος θα συμπεριλαμβάνεται στην δόση που ορίσθηκε και δεν θα προστίθεται σε αυτήν. Επισημαίνεται ότι ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει αίτηση στο Ελληνικό Δημόσιο για τη μερική κάλυψη του ποσού της μηνιαίας καταβολής του σχεδίου διευθέτησης οφειλών του άρθρου 9 το οποίο ορίζει η δικαστική απόφαση, ενημερώνοντας σχετικά τους πιστωτές. Από το σκέλος αυτό της ρύθμισης θα ικανοποιηθούν, προνομιακά, με βάση την αρχή της χρονικής , προτεραιότητας, οι απαιτήσεις των πιστωτριών Τραπεζών, που απορρέουν από τις ως άνω δανειακές συμβάσεις, οι οποίες είναι εμπραγμάτως ασφαλισμένες με προσημείωση υποθήκης πρώτης τάξης επί της ως άνω κατοικίας. Η απαίτηση αυτή, μετά το πέρας της προηγούμενης ρύθμισης, δηλαδή μετά τις καταβολές επί τριετία, θα έχει διαμορφωθεί, στο ποσό των (441.449,81 – 113.000,00) 328.449,81 ευρώ. Συνεπώς, με την τήρηση της παραπάνω ρύθμισης, η οποία θα επιφέρει την μερική εξόφληση της οφειλής του εκκαλούντος, θα επέλθει απαλλαγή από το υπόλοιπο των χρεών του, καθώς δεν μπορεί να ικανοποιηθεί το υπόλοιπο της απαίτησης των πιστωτριών, γιατί δεν μπορεί από το νόμο να επιβληθεί άλλη υποχρέωση στους αιτούντες.

Κατά συνέπεια των παραπάνω, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση ως βάσιμη και στην ουσία της και να ρυθμιστούν τα χρέη του εκκαλούντος, με σκοπό την απαλλαγή του, με την τήρηση των όρων της ρύθμισης, εξαιρουμένης της εκποίησης της κύριας κατοικίας του, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 6 του Ν. 3869/2010 που ισχύει και στη δευτεροβάθμια δίκη. Επιπλέον, παράβολο ερημοδικίας για τις απολειπόμενες εφεσίβλητες δεν ορίζεται, επειδή δεν προβλέπεται στο νόμο το ένδικο βοήθημα της ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης. Ενόψει δε της (μερικής) παραδοχής της έφεσης πρέπει, σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθρου 495 § 3 ΚΠολΔ, να διαταχθεί η επιστροφή του παράβολου στον εκκαλούντα.

                                                                 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των πρώτης και δεύτερης εφεσίβλητης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και στην ουσία την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθ. 57/2020 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Ρόδου, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της Εκούσιας δικαιοδοσίας.

(…)

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον αιτούντα, για χρονικό διάστημα τριών ετών, με αφετηρία την 1η εργάσιμη ημέρα του πρώτου μήνα αμέσως μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, να καταβάλει συμμέτρως στους πιστωτές του το ποσό των 300,00 ευρώ μηνιαίως και ειδικότερα: 1. Στην πρώτη εφεσίβλητη, το ποσό των 225,00 ευρώ, 2. Στη δεύτερη εφεσίβλητη, το ποσό των 21,00 ευρώ, 3. Στον τρίτο εφεσίβλητο, το ποσό των 30,00 ευρώ και 4. Στην τέταρτη εφεσίβλητη, το ποσό των 24,00 ευρώ.

ΕΞΑΙΡΕΙ της εκποίησης την κύρια κατοικία του αιτούντος, ήτοι διώροφο διαμέρισμα, με στοιχεία πίνακα «…….», συνολικής μικτής επιφάνειας 116 τ.μ., αποτελούμενο από ισόγειο 58 τ.μ. και όροφο 58 τ.μ., που αποτελεί τμήμα οριζόντιας ιδιοκτησίας σε οικοδομή ανεγερθείσα επί ενός οικοπέδου, κειμένου εντός της πόλεως Ρόδου και επί της οδού ………..

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον αιτούντα να καταβάλει για τη διάσωση της κατοικίας του, συμμέτρως στους πιστωτές του, το ποσό των 113.000,00 ευρώ, η αποπληρωμή του οποίου θα γίνει σε 30 χρόνια με τριακόσιες εξήντα (360) ισόποσες μηνιαίες δόσεις των 313,89 ευρώ εκάστη και ειδικότερα: 1. Στην πρώτη εφεσίβλητη, το ποσό των 235,89 ευρώ, 2. Στη δεύτερη εφεσίβλητη, το ποσό των 22,00 ευρώ, 3. Στον τρίτο εφεσίβλητο, το ποσό των 31 ευρώ και 4. Στην τέταρτη εφεσίβλητη, το ποσό των 25,00 ευρώ. Η καταβολή των μηνιαίων αυτών δόσεων θα ξεκινήσει την 1η εργάσιμη ημέρα του 1ου μήνα μετά τη λήξη των καταβολών επί τριετία της προηγούμενης ρύθμισης και θα γίνει εντόκως, αλλά χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζα της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ο τόκος θα συμπεριλαμβάνεται στην δόση που ορίσθηκε και δεν θα προστίθεται σε αυτήν.

Ανάθεση σε μηχανικό έκδοσης οικοδομικής άδειας – Σύμβαση έργου – Υποχρέωση του μηχανικού να αποδώσει τις παροχές που έλαβε σε περίπτωση μη έκδοσης της οικοδομικής άδειας. (αρ. αποφ. 223/2018 Μον.Πρ.Ροδ. δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)

Αμοιβή μηχανικού για έκδοση άδειας οικοδομής. Συνιστά σύμβαση έργου και όχι παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Διαβεβαίωση από τον εναγόμενο μηχανικό για την δυνατότητα έκδοσης οικοδομικής άδειας. Απάντηση από αρμόδια υπηρεσία ότι το παρόν οικόπεδο επειδή δεν έχει πρόσωπο σε προβλεπόμενο δρόμο του σχεδίου πόλης δεν είναι δυνατή η έκδοση οικοδομικής άδειας. Υπαναχώρηση εργοδότη και αίτημα για επιστροφή χρημάτων. Άρνηση μηχανικού να τα επιστρέψει. Υποχρέωση απόδοσης των παροχών με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Εσφαλμένως ο νομικός χαρακτηρισμός από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της παρούσας σύμβασης ως σύμβασης ανεξάρτητων υπηρεσιών. Δεκτή η έφεση τυπικά και κατ’ ουσία. Υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στην ενάγουσα τις ληφθείσες παροχές με τους νόμιμους τόκους. (Αρ. αποφ. 223/2018 Μον.Πρ.Ροδ. δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)

Αριθμός απόφασης: 223/2018

                                               ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ

ΣΥΓKPOTHΘHKE από τη Δικαστή Ευγενία Παναγιωτίδου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Πρόεδρος Πρωτοδικών Ρόδου και από την Γραμματέα Ε.Π.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 22 Φεβρουάριου 2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: …. του … η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεωργίου Λαμπαδάκη (AM ΔΣΡ 414), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: …. του …, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του, Α.Β. ….., η οποία κατέθεσε προτάσεις.

(………….)

Στη μεταξύ του εργολάβου – μηχανικού και του εργοδότη σύμβαση έργου εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 681 επόμ. του ΑΚ. μεταξύ των οποίων και η διάταξη του άρθρου 686 του ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι: “Αν ο εργολάβος δεν αρχίσει εγκαίρως την εκτέλεση του έργου, ή αν, χωρίς υπαιτιότητα του εργοδότη, επιβραδύνει την εκτέλεση στο σύνολό της ή εν μέρει με τρόπο που αντιβαίνει στη σύμβαση και καθιστά αδύνατη την έγκαιρη περάτωση του έργου, ο εργοδότης μπορεί να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, χωρίς να περιμένει το χρόνο της παράδοσης του έργου. Όταν υπάρχει υπερημερία του εργολάβου, διατηρούνται ακέραια τα δικαιώματα που έχει ο εργοδότης εξαιτίας της”. Όπως προκύπτει από την άνω ρύθμιση του άρθρου 686 εδ. α’ του ΑΚ για την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης από τη σύμβαση έργου εκ μέρους του εργοδότη δεν απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων της υπερημερίας του εργολάβου, ούτε η ύπαρξη υπαιτιότητας του εργολάβου στην καθυστέρηση, η οποία μπορεί να οφείλεται και σε αντικειμενικές δυσχέρειες, όπως σε ευθύνη τρίτου ή ακόμη και σε ανώτερη βία. Επίσης δεν απαιτείται η τήρηση των διατάξεων των άρθρων 383 επ. του ΑΚ, γιατί πρόκειται για υπαναχώρηση που παρέχεται ευθέως από το νόμο και σε αυτήν εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 389 έως 396 του ΑΚ (ΑΠ 77/2011, ΑΠ 1035/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από δε τις συνδυασμένες διατάξεις των ως άνω άρθρων 686 εδ. α, 387 παρ. 2, 389 και 390 ΑΚ προκύπτει ότι, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της πρώτης από τις διατάξεις αυτές, με την κατά τη διάταξη αυτή δήλωση του εργοδότη προς τον εργολάβο ότι υπαναχωρεί από τη σύμβαση της μίσθωσης έργου, η σύμβαση αυτή καταργείται από τη στιγμή της κατάρτισής της (ex tunc), η νομική σχέση ανάμεσα στον εργοδότη και τον εργολάβο διαλύεται αυτοδικαίως και αναδρομικά, επέρχεται απόσβεση όλων των υποχρεώσεων αυτών για παροχή που πηγάζουν από τη σύμβαση και δημιουργείται υποχρέωσή τους να αποδώσουν αμοιβαίως τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθ. 904 επόμ ΑΚ), για αιτία που έληξε (ΑΠ 1113/2017, 997/2010, ΑΠ 262/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες που ισχύουν για την υπαναχώρηση, τήρηση τύπου για την σχετική δήλωση δεν απαιτείται και δεν είναι απαραίτητο κατά νόμο στοιχείο του περιεχομένου της δήλωσης η χρησιμοποίηση της λέξης υπαναχώρηση (βλ. Παπανικολάου, σε Γεωργιάδη -Σταθόπουλου, Γεν. Ενοχικό, υπ` άρθρο 390 ΑΚ, σελ. 380), ενώ γίνεται δεκτό ότι το δικαίωμα υπαναχώρησης του άρθρου 686 ΑΚ δεν υπόκειται σε καμία προθεσμία ή παραγραφή. Μπορεί, συνεπώς, κατά την άποψη που προκρίνεται ως ορθότερη από το παρόν Δικαστήριο, να ασκηθεί και μετά από το συμφωνημένο χρόνο παράδοσης του έργου, αν δεν εκπληρώθηκαν έως τη λήξη της προθεσμίας παράδοσης αυτού οι υποχρεώσεις του εργολάβου από το άρθρο 686 παρ. 1 ΑΚ για έγκαιρη έναρξη και μη επιβράδυνση της εκτέλεσης του έργου με τρόπο που αντιβαίνει στη σύμβαση και καθιστά αδύνατη την έγκαιρη περάτωση αυτού, αφού κατ` εξοχήν στην περίπτωση αυτή προκύπτει ότι είναι ανέφικτη η έγκαιρη παράδοση του έργου (ΑΠ 1113/2017 ό.π, ΑΠ 652/2008, ΕλλΔνη2010. 776, ΑΠ 1619/1995, ΕλλΔνη39.128, ΕφΑΘ 2223/2009,ΕλλΔνη2009. 1522, ΕφΘεσ 1374/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Δεληγιάννη στο Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο Δεληγιάννη-Κορνηλάκη, τόμος II, έκδοση 1992, σελ. 168-169- υποστηρίζεται, ωστόσο, και η άποψη ότι η διάταξη του άρθρου 686 ΑΚ εφαρμόζεται μόνο στο στάδιο πριν από το χρόνο παράδοσης του έργου, ενώ μετά την παρέλευση του χρόνου παράδοσης του έργου η υπερημερία του εργολάβου καθώς και η εκπλήρωση των υποχρεώσεων του κρίνονται από τις γενικές διατάξεις των άρθρων 345, 383, 387, 389 ΑΚ, βλ. ΑΠ 746/1994, ΑΠ 339/1982, ΕφΘεσ 1729 /2003 Αρμ2004. 1401).

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την από 22/10/2013 αγωγή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ρόδου, ισχυρίστηκε ότι τυγχάνει κυρία ενός ακινήτου και δη ενός οικοπέδου εκτάσεως 256 τ.μ. κείμενου στην περιοχή … του χωριού … της Ρόδου. Ότι επιθυμώντας να ανεγείρει οικοδομή εντός αυτού, απευθύνθηκε αρχές Νοεμβρίου του 2008 στον εναγόμενο, κατ’ επάγγελμα πολιτικό μηχανικό, προκειμένου να τον συμβουλευτεί για τη δυνατότητα έκδοσης άδειας οικοδομής. Ότι ο εναγόμενος, αν και γνώριζε ή έστω όφειλε να γνωρίζει εξαρχής ότι δεν ήταν εφικτή η έκδοση άδειας οικοδομής της παρέστησε ψευδώς ότι το ακίνητο ήταν άρτιο και οικοδομήσιμο «κατά παρέκκλιση», πείθοντάς την να συνάψει μαζί της σύμβαση έργου για την εκπόνηση μελέτης για την έκδοση άδειας οικοδομής και να προβεί την 20/11/2008 στην καταβολή προς τον ίδιο ποσού 12.000,00 ευρώ ως αμοιβής για το συμφωνηθέν έργο. Ότι ο εναγόμενος την 1/12/2008 υπέβαλε αίτηση στην αρμόδια Διεύθυνση Πολεοδομίας .. για την χορήγηση οικοδομικής άδειας για το εν λόγω ακίνητο, δηλώνοντας ότι αυτό ήταν άρτιο και οικοδομήσιμο «κατά παρέκκλιση». Ότι κατόπιν οχλήσεων προς τον εναγόμενο λόγω καθυστέρησης στην χορήγηση της άδειας, ο ίδιος δήλωνε ότι υπήρχε δυσκολία ως προς την έκδοση αυτής, διότι το ακίνητο δε διέθετε πρόσωπο σε δρόμο ωστόσο διαβεβαίωνε στην ίδια ότι αυτή (η άδεια) θα εκδοθεί. Ότι όπως έμαθε εκ των υστέρων, την 29/11/2011 ο εναγόμενος υπέβαλε στο όνομά της, εν αγνοία της, αίτηση για τροποποίηση του σχεδίου πόλεως στο συγκεκριμένο οικοδομικό τετράγωνο που βρίσκονταν το ακίνητο. Ότι ο αρμόδιος τοπογράφος μηχανικός του Δήμου … γνωμοδοτώντας αναφορικά με το παραπάνω αίτημα, ανέφερε ότι το επίδικο ακίνητο δεν είναι άρτιο και οικοδομήσιμο ούτε κατά κανόνα ούτε κατά παρέκκλιση και το ίδιο της απάντησε η Διεύθυνση Πολεοδομίας σε σχετικό αίτημά της. Ότι δυνάμει της από 3/10/2013 εξώδικης δήλωσης που επέδωσε στον εναγόμενο, δήλωσε ότι υπαναχωρεί από την παραπάνω σύμβαση αξιώνοντας την επιστροφή του ποσού των 12.000,00 ευρώ που του κατέβαλε. Με βάση τα ανωτέρω ζητούσε με απόφαση που θα κηρύσσονταν προσωρινώς εκτελεστή να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλλει το ποσό των 12.000,00 ευρώ κυρίως κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού κατόπιν της υπαναχώρησης έληξε η αιτία για την οποία καταβλήθηκε και επικουρικά κατά τις διατάξεις των αδικοπραξιών καθώς λόγω της παράβασης των διατάξεων της πολεοδομικής νομοθεσίας και της τέλεσης του αδικήματος της απάτης σε βάρος της, υπέστη ισόποση με το ανωτέρω ποσό, περιουσιακή ζημία, καθώς και το ποσό των 3.000,00 ευρώ για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στα δικαστικά της έξοδα. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 173/2017 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ρόδου, με την οποία αφού κρίθηκε η αγωγή, επαρκώς ορισμένη και νόμιμη πλην του κονδυλίου της ηθικής βλάβης κατά το μέρος του που στηρίζεται στην παράβαση των πολεοδομικών διατάξεων, απορρίφθηκε στην ουσία της. Την απόφαση αυτή, προσβάλλει ήδη η ενάγουσα, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, με την υπό κρίση έφεση, ζητώντας την εξαφάνισή της για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων.

Από το συνδυασμό των άρθρων 534 και 545 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν η εκκαλουμένη εκτιμώντας τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, έκανε λανθασμένο νομικό χαρακτηρισμό και υπαγωγή τους όχι στον προσήκοντα κανόνα δικαίου, δεν εξαφανίζεται από το Εφετείο, αφού στο στάδιο αυτό δεν έχει διαπιστωθεί αν το διατακτικό της είναι ορθό (άρθρο 534 ΚΠολΔ) και κατά πόσον περιέχει σφάλμα ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, αλλά, αντικαθιστάμενων τωv αιτιολογιών, η αγωγή θα κριθεί μέσα στα πλαίσια της νομικής βάσεως, τα στοιχεία της οποίας και περιέχει (Β. Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ Ερμηνευτική – νομολογιακή ανάλυση τ. Γ 374, Εφ ΑνατΚρητ 139/2017, Εφ Λαρ 146/2015, ΕφΔο 122/2007, Εφ Δωδ. 210/1998 Τ.Ν.Π. Νόμος). Από τη διάταξη του άρθρου 681 του ΑΚ με την οποία ορίζεται ότι με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή, προκύπτει ότι και η σύμβαση με την οποία ανατίθεται σε μηχανικό η εκπόνηση μελέτης ή/ και η επίβλεψη συγκεκριμένου οικοδομικού έργου, φέρει το χαρακτήρα μίσθωσης έργου γιατί μ` αυτή οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στο τελικό αποτέλεσμα παραδόσεως της μελέτης που εκπονήθηκε και των σχεδίων που συντάχθηκαν ως και στο αποτέλεσμα της επιβλέψεως που είναι η κατά τα συμβατικά στοιχεία, την επιστήμη και τους κανόνες της τέχνης έντεχνη, εμπρόθεσμη και οικονομική εκτέλεση των επιμέρους εργασιών του όλου έργου και όχι στην εργασία που καταβάλλεται για την εκτέλεση αυτών, ως περιεχόμενο της σχετικής συμβάσεως {ΑΠ 1113/2017, ΑΠ 77/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 225/2003 ΕλλΔνη 2004 467, ΑΠ 977/2003 ΕλλΔνη 2004. 1656, ΑΠ 2701/1999 ΝΟΒ 46. 1248, ΕφΔωδ 30/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με τη σύμβαση αυτή ο μηχανικός αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο εκπονώντας την αναληφθείσα μελέτη ή / και επιβλέποντας την κατασκευή του έργου, δικαιούται δε, παραδίδοντας τούτο (άρθ. 694 ΑΚ), να λάβει τη συμφωνηθείσα αμοιβή. Η ενάγουσα με τον πρώτο λόγο έφεσης ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη προέβη σε εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό της επίδικης σύμβασης ως σύμβασης ανεξάρτητων υπηρεσιών, ενώ έπρεπε να την χαρακτηρίσει ως σύμβαση έργου και ακολούθως να δεχθεί την αγωγή ως προς την κύρια βάση της. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η ενάγουσα ανέθεσε προφορικώς στον εναγόμενο την εκπόνηση της μελέτης για την έκδοση άδειας οικοδομής και την εκτέλεση όλων των συναφών εργασιών που απαιτούνταν για την έκδοση άδειας οικοδομής με τελικό στόχο την έκδοση αυτής. Η ως άνω προφορικώς συναφθείσα σύμβαση φέρει τον χαρακτήρα της σύμβασης έργου, δεδομένου ότι τα μέρη απέβλεψαν στο τελικό αποτέλεσμα της έκδοσης της άδειας οικοδομής και όχι στις επιμέρους εργασίες που θα απαιτούνταν για την εκτέλεση αυτού, ως περιεχόμενο της σχετικής συμβάσεως. Συνεπώς θα πρέπει να εξεταστεί η αγωγή, υπό τον ανωτέρω ορθό νομικό χαρακτηρισμό της σύμβασης, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη, χωρίς στο παρόν στάδιο να εξαφανιστεί η απόφαση, αφού δεν μπορεί να ελεγχθεί αν ο εσφαλμένος νομικός χαρακτηρισμός άγει και σε διαφορετικό δεδικασμένο. Περαιτέρω με το δεύτερο λόγο έφεσης και κατά το πρώτο σκέλος του, η εκκαλούσα- ενάγουσα παραπονείται ότι εσφαλμένα κατά το νόμο απορρίφθηκε από την εκκαλουμένη, ως μη νόμιμο, το κονδύλιο της ηθικής βλάβης κατά το μέρος που ερείδεται στην παραβίαση των διατάξεων της πολεοδομικής νομοθεσίας και δη των νόμων 651/1977, 1337/1983 και 3212/2003. Κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ο εναγόμενος ευθύνεται κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις διότι της παρέστησε ψευδώς ότι το ακίνητό της ήταν άρτιο και οικοδομήσιμο αν και γνώριζε ότι αυτό δεν ανταποκρινόταν στην αλήθεια προκειμένου να αποκτήσει παράνομο περιουσιακό όφελος και διότι ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας εσφαλμένα τις διατάξεις της ανωτέρω πολεοδομικής νομοθεσίας υπέβαλε αίτηση για την έκδοση άδειας οικοδομής βασιζόμενος στις διατάξεις αυτές. Ωστόσο η βάση της αγωγής που στηρίζεται στις περί αδικοπραξιών διατάξεις κατά το μέρος της που επιχειρείται να θεμελιωθεί στην ανωτέρω εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της πολεοδομικής νομοθεσίας είναι μη νόμιμη, διότι η εσφαλμένη ερμηνεία και επίκληση του νόμου για την έκδοση οικοδομικής άδειας, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει και την παράβαση αυτού ώστε να συντρέχει η έννοια του παρανόμου. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έστω με διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται από την αιτιολογία της παρούσας, απέρριψε το κονδύλιο της ηθικής βλάβης ως προς την παραπάνω βάση του ως μη νόμιμο, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και ο σχετικός δεύτερος λόγος έφεσης κατά το αντίστοιχο πρώτος σκέλος του πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω η ενάγουσα με το δεύτερο και τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου έφεσης επιχειρεί επίκληση νέων ισχυρισμών, διατεινόμενη την παράλειψη του εναγομένου να τηρήσει τις επιβαλλόμενες από την καλή πίστη, την γενική υποχρέωση πρόνοιας και ασφάλειας στις συναλλαγές, καθώς και τις απορρέουσες από τους κανόνες επιμέλειας σύμφωνα με τον Επαγγελματικό Κώδικα Ελλήνων Διπλωματούχων Μηχανικών, υποχρεώσεις του, οι οποίοι απαραδέκτως προβάλλονται το πρώτον καθώς κατατείνουν σε ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής. Κατόπιν τούτου ελέγχεται ως ουσιαστικά αβάσιμος και κατά το παραπάνω σκέλος του ο δεύτερος λόγος έφεσης.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα και της χωρίς όρκο κατάθεσης του εναγομένου, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα τσυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου Δικαστηρίου, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα τα οποία προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το έγγραφο που προσκομίσθηκε το πρώτον με την προσθήκη του εναγόμενου ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, δεδομένου ότι δεν προσκομίσθηκε προς αντίκρουση των ισχυρισμών που προβλήθηκαν όψιμα κατ’ άρθρο 269 ΚΠολΔ, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Η ενάγουσα τυγχάνει αποκλειστική κυρία, νομέας και κάτοχος ενός οικοπέδου εκτάσεως 256 τ.μ. που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια … του Δήμου …, θέση «…», με κτηματολογικά στοιχεία τόμος γαιών …, φύλλο .., μερίδα … και φάκελος … του Κτηματολογίου …, νομικής φύσης αρζί μιρί και ήδη μουλκ, το οποίο απέκτησε δυνάμει της νομίμως μεταγεγραμμένης, υπ’ αριθμ. …/2007 συμβολαιογραφικής πράξης γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Ρόδου …. Η παραπάνω μερίδα αποτελούσε τμήμα μεγαλύτερης μερίδας (… γαιών …), συνολικής αρχικής έκτασης 3.140 τ.μ., το οποίο αποσπάστηκε με χρησικτησία δυνάμει της υπ’ αριθμ. 709/1987 απόφασης του Ειρηνοδικείου Ρόδου (τακτική διαδικασία), η οποία μεταγράφηκε νόμιμα στο Κτηματολόγιο … και σχηματίστηκε η μερίδα (… γαιών …) που βρίσκεται σήμερα υπό την πλήρη κυριότητα της ενάγουσας. Στην ως άνω συμβολαιογραφική πράξη το παραπάνω ακίνητο αναφέρεται ως μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο. Τον Μάιο του έτους 2008, η ενάγουσα επιθυμώντας να ανεγείρει οικοδομή εντός του ως άνω ακινήτου επισκέφτηκε το γραφείο του εναγομένου στη .., αρχιτέκτονος μηχανικού, προκειμένου να τον συμβουλευτεί σχετικά με τη δυνατότητα έκδοσης άδειας οικοδομής. Ο εναγόμενος μελετώντας τα προσαγόμενα από αυτήν, έγγραφα, διαπίστωσε ότι σύμφωνα με το κτηματολογικό διάγραμμα επρόκειτο για ακίνητο που συνορεύει με παραλία- αιγιαλό (αναφερόμενη ως «spiaggia del mare»). Κατόπιν, μετέβη στην τοποθεσία του ακινήτου και διαπίστωσε ότι το εν λόγω ακίνητο δε συνορεύει με παραλία αλλά με άλλο ακίνητο τη φύση του οποίου (αν είναι κοινόχρηστο ή όχι) άρχισε να ερευνά. Έτσι υπέβαλε την από 20/5/2008 αίτηση (επ’ ονόματι της ενάγουσας) προς την Κτηματική Υπηρεσία Δωδεκανήσου, επί της οποίας η ως άνω Υπηρεσία με την με αριθμό πρωτοκόλλου …-5-2008 απάντησή της, ενημέρωνε ότι το ως άνω τμήμα που εφάπτεται το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα κοινόχρηστου χώρου αιγιαλού και παραλίας σύμφωνα με τον VII κτηματολογικό χάρτη γαιών … και ότι σύμφωνα με το ρυμοτομικό σχέδιο της περιοχής … του Δ.Δ. … του Δήμου … βρίσκεται εντός οικοδομικού τετραγώνου (Ο.Τ. …) και αποτελεί πλέον κοινόχρηστο δημοτικό χώρο. Υπολαμβάνοντας τότε ο εναγόμενος με βάσει την παραπάνω απάντηση της Κτηματικής Υπηρεσίας, ότι το επίδικο ακίνητο έχει πρόσωπο σε κοινόχρηστο χώρο και θεωρώντας ότι εμπίπτει στην περίπτωση του άρθρου 25 του ν. 1337/1983 και του ΓΟΚ του 1985 για τη δυνατότητα της κατ’ εξαίρεση οικοδόμησης μη άρτιων οικοπέδων, ενημέρωσε την ενάγουσα για τα παραπάνω και αφού τη διαβεβαίωσε για τη δυνατότητα έκδοσης οικοδομικής άδειας, της ζήτησε, να του καταβάλλει το χρηματικό ποσό των 12.000,00 ευρώ για την εκπόνηση της μελέτης και τις λοιπές διαδικασίες για την έκδοση της άδειας οικοδομής, ποσό το οποίο κατέβαλε την 20/11/2008 η ενάγουσα στον εναγόμενο δια καταθέσεως σε τραπεζικό λογαριασμό του τελευταίου (βλ. το από 20/11/2008 σχετικό παραστατικό της …). Ακολούθως ο εναγόμενος, προχώρησε στη σύνταξη του από Νοέμβριο του 2008 τοπογραφικού διαγράμματος του επίδικου ακινήτου και της από 21/11/2008 τεχνικής έκθεσης στα οποία αναφέρονταν ότι το ακίνητο ήταν άρτιο κατά παρέκκλιση και επιπλέον στην τεχνική έκθεση αναγράφονταν το μέγιστο ύψος της οικοδομής και τις αποστάσεις από τα πλευρικά όρια. Περαιτέρω, την 27/11/2008, κατέθεσε στη Διεύθυνση Πολεοδομίας … αίτηση στο όνομα της ενάγουσας για την χορήγησης άδειας για την ανέγερση διώροφης οικοδομής στο επίδικο ακίνητο. Εν συνεχεία, λόγω της καθυστέρησης στην έκδοση της άδειας, η ενάγουσα οχλούσε σχετικά τον εναγόμενο, ο οποίος τη διαβεβαίωνε ότι η άδεια θα εκδοθεί και η καθυστέρηση οφείλονταν σε συνήθεις γραφειοκρατικές διαδικασίες. Την 14/6/2011 ο εναγόμενος κατέθεσε στην Διεύθυνση Πολεοδομικού Σχεδιασμού …, την με αριθμό πρωτοκόλλου …/2011 αίτηση στο όνομα της ενάγουσας με την οποία υπέβαλε ερώτηση σχετικά με τη δυνατότητα έκδοσης οικοδομικής άδειας επί της μερίδας … γαιών … και σε απάντηση αυτής η ανωτέρω υπηρεσία εξέδωσε το με αριθμό πρωτοκόλλου …-11- 2011 έγγραφό της, στο οποίο ανέφερε ότι η ως άνω μερίδα κατά την ανωτέρω χρονική στιγμή δεν είχε πρόσωπο σε προβλεπόμενο δρόμο του σχεδίου πόλης (τυφλή ιδιοκτησία) με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η έκδοση οικοδομικής άδειας, ότι κατόπιν αιτήματος από τον ιδιοκτήτη τροποποίησης του σχεδίου πόλεως επί του Ο.Τ. … όπου ευρίσκετο η ως άνω μερίδα έτσι ώστε το ακίνητο να αποκτούσε πρόσωπο, η υπηρεσία θα εξέταζε το αίτημα και ότι η έκδοση οικοδομικής άδειας θα ήταν δυνατή αφού ολοκληρώνονταν η διαδικασία τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου. Την 29/11/2011 ο εναγόμενος κατέθεσε στο όνομα της ενάγουσας την με αριθμό πρωτοκόλλου ../29-11-2011 αίτησή του προς τη Διεύθυνση Πολεοδομικού Σχεδιασμού … με την οποία συνυποβάλλοντας δικαιολογητικά και την από 29/11/2011 τεχνική του έκθεση, αιτήθηκε τοπική τροποποίηση του σχεδίου πόλης στο συγκεκριμένο Ο.Τ για να είναι δυνατή η οικοδόμηση. Στη συνέχεια, η Διεύθυνση Πολεοδομικού Σχεδιασμού Δήμου …, με το με αριθμό πρωτοκόλλου …-2-2012 έγγραφό της, ενημέρωσε την ενάγουσα και τον εναγόμενο ότι προκειμένου να εξεταστεί το αίτημα τροποποίησης του Ο.Τ. έπρεπε να προσκομισθεί το σχέδιο της αιτούμενης τροποποίησης. Με το με αριθμό πρωτοκόλλου …/28-6-2012 έγγραφο της, η ως άνω Διεύθυνση αιτήθηκε από τον …., Αγρονόμο Τοπογράφο Μηχανικό, εξωτερικό συνεργάτη του Δήμου …, την γνωμοδότησή του σχετικά με το αίτημα τροποποίησης του Ο.Τ. που υπέβαλε ο εναγόμενος. Στο με αριθμό πρωτοκόλλου …/27-6-2013 έγγραφο του …. που απεύθυνε στην Διεύθυνση Πολεοδομικού Σχεδιασμού του Δήμου …, ο ανωτέρω ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής: « 1. Εντός του Ο.Τ. … και νότια των κτηματολογικών μερίδων … και …, το κτηματολογικό διάγραμμα αναγράφει ως όμορο ιδιοκτήτη «spiaggia del mare», που σημαίνει παραλία. Η αναγραφή αυτή έρχεται σε αντίθεση με τον γενικό κτηματολογικό χάρτη 1:5000 …, ο οποίος αναγράφει ως όμορη την μερίδα … γαιών … και το «via publica» δηλαδή δημόσιο δρόμο που αναγράφει η κτηματολογική μερίδα … Οικοδομών …. Οι αντιφάσεις αυτές δημιουργούν προβλήματα, τα οποία έχουν εκτεθεί προφορικά στον πολεοδομικό σχεδίασμά και έχουν γίνει σχετικές συσκέψεις, που αφορούν στην ολοκλήρωση της Πράξης Αναλογισμού στα πλαίσια της μελέτης της πράξης εφαρμογής του Σχεδίου Πόλης … …2.Η ολοκληρωμένη εξέταση της αρτιότητας και οικοδομησιμότητας της μερίδας … γαιών …, θα μπορούσε να γίνει μετά την γνωμοδότηση του κτηματολογίου για το καθεστώς της όμορης προς νότο ιδιοκτησίας σε περίπτωση που αυτή δεν αποτελεί παραλία. 3. Με βάση τα σημερινά δεδομένα η κτηματολογική μερίδα … γαιών … δεν είναι άρτια και οικοδομήσιμη. Δεν διαθέτει πρόσωπο σε δρόμο του σχεδίου Πόλης και δεν διαθέτει το ελάχιστο εμβαδόν ούτε κατά κανόνα ούτε κατά παρέκκλιση με βάση τους όρους δόμησης της περιοχής. 4. Με την αναγκαστική προσκύρωση της μερίδας … Οικοδομών … επίσης δεν καλύπτει το κατά παρέκκλιση εμβαδόν για να καταστεί οικοδομήσιμη βάση τα παραπάνω η μόνη περίπτωση να καταστούν οι μερίδες … και … άρτιες και οικοδομήσιμες είναι να συνενωθούν με κάθετη ιδιοκτησία..». Επιπλέον με το με αριθμό πρωτοκόλλου …/7-10-2013 έγγραφο του ανωτέρω Τοπογράφου Μηχανικού απευθυνόμενου πάλι στη Διεύθυνση Πολεοδομικού Σχεδιασμού …, ανέφερε εκ νέου την αμφισβήτηση που υπάρχει σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του όμορου ακινήτου και επεσήμανε την ανάγκη διατύπωσης σχετικής γνώμης επ’ αυτού και από το Κτηματολόγιο …

Τελικά, με το με αριθμό πρωτοκόλλου …/16-10-13 έγγραφο της, η Διεύθυνση Πολεοδομικού Σχεδιασμού …, ενημέρωνε του διαδίκους ότι θα προβεί στη διαβίβαση σχετικού τεκμηριωμένου αιτήματος στο Κτηματολόγιο … ώστε να εκφράσει την τελική του άποψη για την οριστική λύση του ζητήματος. Η ενάγουσα υπέβαλε στην Υπηρεσία Δόμησης … αίτηση χορήγησης βεβαίωσης περί μη διεκπεραίωσης αιτήματος έκδοσης οικοδομικής άδειας και επ’ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό πρωτοκόλλου …/2013 απάντηση της ως άνω Υπηρεσίας ότι δεν εκδόθηκε οικοδομική άδεια καθότι το επίδικο ακίνητο ήταν μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο χωρίς πρόσωπο σε κοινόχρηστο χώρο του σχεδίου πόλεως. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο εναγόμενος, μολονότι έκανε έγκαιρη έναρξη του έργου που του είχε ανατεθεί, το οποίο έπρεπε να ολοκληρωθεί εντός έτους από την ανάληψή του, σύμφωνα με τα κρατούντα στις συναλλαγές για την εκτέλεση ομοειδών έργων, μετά από εκτίμηση των περιστάσεων και της φύσης της ενοχικής σχέσης, άλλα και της υποχρέωσης του εναγομένου να εκπληρώσει την παροχή του όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (άρ. 288 Α.Κ.), αφού τα μέρη δεν είχαν προσδιορίσει χρόνο εντός του οποίου ο εναγομένος όφειλε να παραδώσει στην ενάγουσα την άνω οικοδομική άδεια, εντούτοις επιβραδύνθηκε ο ρυθμός εκτέλεσης του έργου. Δυνάμει της από 3/10/2013 εξώδικης όχλησης που επιδόθηκε στον εναγόμενο την 15/10/2013 (βλ. την υπ’ αριθμ. ../15-10-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Ρόδου …), η ενάγουσα δήλωσε ότι υπαναχωρεί από τη σύμβαση έργου που συνήψε με τον εναγόμενο, λόγω της υπαίτιας καθυστέρησης του ίδιου στην εκτέλεση αυτού και τον καλούσε εντός 3 ημερών από την παραλαβή της να της καταβάλει το χρηματικό ποσό των 12.000,00 ευρώ που αντιστοιχούσε στην αμοιβή του για το ανωτέρω έργο. Η δήλωση αυτή έλαβε χώρα παραδεκτά κατά τη διάταξη του άρθρου 686 του ΑΚ. και δεδομένου ότι, η υπαναχώρηση από σύμβαση έργου κατά τη διάταξη του άρθρου 686 εδ α` Α.Κ. επιφέρει την αυτοδίκαιη και αναδρομική κατάργηση της έννομης σχέσης από την κατάρτισή της, με απόσβεση όλων των υποχρεώσεων των μερών για παροχή που πηγάζουν από τη σύμβαση και υποχρέωσή τους να αποδώσουν τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό για αιτία που έληξε, ανεξαρτήτως υπερημερίας και υπαιτιότητας του εργολάβου ως προς την καθυστέρηση και στην προκειμένη περίπτωση, εξαιτίας της, αντικειμενικά θεωρούμενης, καθυστέρησης, ως προς την περάτωση του επίδικου έργου, ήτοι την έκδοση της άδειας οικοδομής (αναμονή τρία έτη χωρίς ολοκλήρωση του έργου ενώ ο μέσος αναμενόμενος χρόνος είναι ένα έτος), η δήλωση υπαναχώρησης της ενάγουσας- εργοδότριας, επέφερε την αυτοδίκαιη και αναδρομική κατάργηση της επίδικης σύμβασης έργου. Κατόπιν τούτου, γεννήθηκε η υποχρέωση του εναγομένου να αποδώσει την αμοιβή που έλαβε στην ενάγουσα, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού λόγω αιτίας που έληξε, ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του ίδιου ως προς την καθυστέρηση αυτή. Ο εναγόμενος με τις προτάσεις του, επανέφερε τον πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό του περί συμψηφισμού του ποσού των 12.000,00 ευρώ, στηρίζοντάς τον στην αξία του έργου που εκτέλεσε και το οποίο παρέμεινε στα χέρια της ενάγουσας μετά τη γενομένη υπαναχώρηση από τον τελευταία. Η ένσταση αυτή στηρίζεται στο άρθρο 904 ΑΚ, είναι όμως απορριπτέα ως αόριστη, αφού δεν προσδιορίζεται επακριβώς το είδος και η αξία όλων των εργασιών που απαιτήθηκαν για την εκτέλεση του έργου, ως το σημείο που έλαβε χώρα η υπαναχώρηση, ώστε να μπορέσει στη συνέχεια να συναχθεί η εξοικονομηθείσα ωφέλεια του εργοδότη, δηλαδή το χρηματικό ποσό που θα δαπανούσε για την εκτέλεση του ίδιου έργου στον ίδιο τόπο και χρόνο και κάτω από τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις (ΠΠρωτΘεσ 21746/2002, Αρμ 2003/774). Περαιτέρω με τον ίδιο τρόπο επανέφερε τον ισχυρισμό του περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος αφενός της υπαναχώρησης και αφετέρου της άσκησης της αγωγής, ισχυρισμός ο οποίος ωστόσο είναι μη νόμιμος δεδομένου ότι τα αναφερόμενα στις προτάσεις πραγματικά περιστατικά και αληθή θεωρούμενα δεν συνστούν καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, δεν καθιστά δε καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος μόνο η αδράνεια του δικαιούχου να το ασκήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς τη συνδρομή πρόσθετων ειδικών συνθηκών και περιστάσεων προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (ΟλΑΠ 6/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), περιστάσεις οι οποίες δεν εκτίθενται στην αγωγή. Περαιτέρω, η εξέταση της ένστασης παραγραφής της αξίωσης από αδικοπραξία που επαναφέρει με τις προτάσεις του ο εφεσίβλητος παρέλκει ως προς το σκέλος της βάσης της αγωγής που απορρίφθηκε ως μη νόμιμο, ενώ κατά τα λοιπά προβάλλεται αλυσιτελώς αφού δεν προσβάλλεται περαιτέρω η βάση αυτή. Ως εκ τούτου η αγωγή κατά την κύρια βάση της που θεμελιώνεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. Συνεπώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, αφού χαρακτήρισε εσφαλμένα την επίδικη σύμβαση ως σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών ακολούθως δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 686 Α.Κ και απέρριψε τη βάση της αγωγής που στηρίζονταν στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις.

Συνακόλουθα όλων των ανωτέρω, η εκκαλούμενη απόφαση η οποία, απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη, ενώ έπρεπε να την δεχθεί εν μέρει ως ουσία βάσιμη κατά τα προαναφερθέντα, έσφαλε κατά το βάσιμο περί τούτου (πρώτου) λόγου της έφεσης ενάγουσας. Συνεπώς μη υπαρχόντων άλλων λόγων έφεσης πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει ως και κατ’ ουσία βάσιμη η έφεση της ενάγουσας και να εξαφανισθεί κατ’ άρθρ. 535 § 1 Κ.Πολ.Δ. η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, για λόγους ενότητας της εκτέλεσης και αναγκαίως η διάταξη της εκκαλουμένης για τα δικαστικά έξοδα. Ακολούθως αφού κρατηθεί και δικαστεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, ενόψει των προεκτιθέμενων περιστατικών που αποδείχθηκαν και αφού περιληφθούν στην παρούσα τα κεφάλαια της εκκαλουμένης τα οποία παρέμειναν αλώβητα, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσία βάσιμη η αγωγή και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 12.000,00 ευρώ το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, καταδικαζομένου συγχρόνως του εναγομένου σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας τους κατ’ άρθρα 178, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ., όπως καθορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Ενόψει δε της (μερικής) παραδοχής της έφεσης πρέπει, σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθρου 495§3 ΚΠολΔ, να διαταχθεί η επιστροφή του παράβολου στην εκκαλούσα.

                                                       ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και εν μέρει κατ` ουσία την έφεση.

(….)

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εφεσίβλητο-εναγόμενο, να καταβάλει στην εκκαλούσα-ενάγουσα το χρηματικό ποσό των δώδεκα χιλιάδων (12.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι πλήρη εξόφληση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εφεσίβλητο – εναγόμενο, σε μέρος των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας- ενάγουσας για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

(…….)

Διαφορές από εκτέλεση ασφαλιστικών μέτρων – ανακοπή του άρθρου 702 ΚΠολΔ

Στην ανακοπή του άρθρου 702 παρ. 1 ΚΠολΔ υπάγονται οι ακυρότητες ή αταξίες της απόφασης δυνάμει της οποίας επισπεύσθηκε η εκτέλεση. –Απαράδεκτοι οι λόγοι περί παραγραφής της αξίωσης από τη νομή, περί της ουσίας και των περιστατικών δυνάμει των οποίων εκδόθηκε η απόφαση και περί της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, αν βάλλεται η ορθότητα του ληφθέντος μέτρου και επανελέγχεται με αυτόν τον τρόπο η απόφαση.
(Δημοσιευμένη απόφαση στη Δωδεκανησιακή Νομολογία 2010, 631)
Αριθμός αποφάσεως 9/2009
Το Ειρηνοδικείο Ρόδου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)
Συγκροτημένο από την Ειρηνοδίκη Σύμης Σταματία Ζαχαρίου που αναπληρώνει νόμιμα την Ειρηνοδίκη Ρόδου και το Γραμματέα Τ.Χ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Νοεμβρίου 2008, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του καλούντα-ανακόπτοντα: Ε.Σ., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου Δικηγόρου του Ν.Γ.
Του καθού η κλήση-ανακοπή: Α.Α., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του Γεώργιο Λαμπαδάκη

Από τη διάταξη του άρθρου 702 παρ. 1 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 733, 924, 933 και 938 του ίδιου Κώδικα συνάγεται ότι διαφορές που αφορούν την εκτέλεση αποφάσεως που διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα ή ανακαλούν, ολικά ή εν μέρει απόφαση περί αυτών, δικάζονται από το Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 686 επ. Η ως άνω διάταξη αναφερόμενη σε διαφορές (έριδες και διενέξεις) που προκύπτουν κατά την εκτέλεση αποφάσεων που διατάζουν ασφαλιστικά μέτρα, νοεί, προδήλως, τις αναγόμενες σε ακυρότητες ή αταξίες της απόφασης δυνάμει της οποίας επισπεύσθηκε η αναγκαστική εκτέλεση. Επομένως, σαφώς προκύπτει ότι αποκλείονται αμφισβητήσεις που οδηγούν στον επανέλεγχο της ορθότητας της αποφάσεως δια της οποίας διατάχθηκε το εκτελούμενο ασφαλιστικό μέτρο και ως εκ τούτου αντιρρήσεις κατά της εκτελέσεως δεν μπορεί να αντιμάχονται προς το εκ της αποφάσεως απορρέον προσωρινό δεδικασμένο, καθόσον παράπονα κατ’ αυτής μόνο με αίτηση ανακλήσεως είναι δυνατόν να προβληθεί, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Η άσκηση των αντιρρήσεων (ανακοπών) κατά της εκτελέσεως των αποφάσεων που διατάσσουν ασφαλιστικά μέτρα και η εκδίκαση αυτών γίνεται κατά τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, συμπληρωματικώς δε κατ’ άρθρον 933 ΚΠολΔ (ΜΠΑ 3560/1991, ΑΠ 1734/1984). Εξάλλου κατά την παρ. 2 του άρθρου 591 του ΚΠολΔ «αν η υπόθεση δεν υπάγεται στη διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί, το δικαστήριο αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάζει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διαδικασία, σύμφωνα με την οποία δικάζεται». Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 933 ΚΠολΔ και 25 του Συντάγματος συνάγεται ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο αποτελεί και η δι’ αναγκαστικής εκτελέσεως πραγμάτωση της απαιτήσεως του δανειστή, ώστε λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, ασκούμενη εντός των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 934 του ίδιου Κώδικα (ΑΠ 279/2004, ΕλΔ 45,431, 370/2000, ΕλΔ 43.121).

Στην προκειμένη περίπτωση ο καλών-ανακόπτων με την ένδικη ανακοπή εκθέτει τα ακόλουθα: Ότι επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων εκδόθηκε η 124/2001 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ρόδου, με την οποία δια της από 21-09-2007 επιταγής προς εκτέλεση η οποία έχει τεθεί κάτω από το αντίγραφο της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων υποχρεώθηκε να αποδώσει στον καθού η κλήση-ανακοπή τη νομή δύο τμημάτων αγρού προερχομένων από μεγαλύτερα ακίνητα όπως αυτά περιγράφονται με πληρότητα και σαφήνεια στην υπό κρίση ανακοπή. Εν συνεχεία συντάχθηκε από το Δικαστικό Επιμελητή του Πρωτοδικείου Ρόδου …..η υπ’ αριθμ. 499/2008 έκθεση βίαιας αποβολής και εγκατάστασης στα ανωτέρω δύο τμήματα ακινήτων του καθού η κλήση-ανακοπή. Ζητεί δε με την υπό κρίση ανακοπή του και για τους λόγους που αναφέρει σε αυτήν την ακύρωση της υπ’ αριθμ. 499/2008 έκθεση βίαιας αποβολής και εγκατάστασης του ως άνω δικαστικού επιμελητή καθώς και της από 21-09-2007 επιταγής προς εκτέλεσης. Η ανακοπή αυτή που έχει ασκηθεί σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, νόμιμα και εμπρόθεσμα, δηλαδή μέσα στην εξάμηνη προθεσμία και παραδεκτά κατά την προσήκουσα διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, προκειμένης εκτελέσεως αποφάσεως εκδοθείσας κατά την ίδια διαδικασία (αρ. 702 παρ. 1, 591 παρ. 2 ΚΠολΔ) πλην όμως καθίσταται απορριπτέα ως απαράδεκτη ενόψει του ότι οι επικαλούμενοι λόγοι ακυρότητας δεν εμπίπτουν στα πλαίσια της ανακοπής του άρθρου 702 ΚΠολΔ και ειδικότερα: ο πρώτος λόγος ανακοπής αφορά την ακυρότητα της αναγκαστικής εκτέλεσης λόγω παραγραφής της αξίωσης του καθού από τη νομή. Ο λόγος αυτός δε στρέφεται κατά τυχόν ακυροτήτων ή αταξιών στην απόφαση του Ειρηνοδικείου Ρόδου κατά της οποίας στρέφεται η παρούσα ανακοπή κατ’ όρθή εκτίμηση του δικογράφου και συνεπώς απαραδέκτως προβάλλεται  με την παρούσα ανακοπή. Ο δεύτερος λόγος ανακοπής αφορά την ουσία και τα πραγματικά περιστατικά δυνάμει των οποίων εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 124/2001 απόφασή του και η εξέταση αυτού κρίνεται ως απαράδεκτη, διότι η ανακοπή του άρθρου 702 ΚΠολΔ δεν μπορεί να οδηγεί έμμεσα σε επανέλεγχο της ορθότητας της αποφάσεως που εξέδωσε σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω στη νομική σκέψη της παρούσας και, τέλος, ο τρίτος λόγος της ανακοπής περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του καθού, η οποία αφορά στην αδράνεια επί μεγάλο χρονικό διάστημα του καθού στην άσκηση των δικαιωμάτων του νομής επί των επιδίκων ακινήτων είναι επίσης λόγος που δεν μπορεί να προταθεί παραδεκτά στην παρούσα δίκη, καθώς δεν ανάγεται σε ακυρότητες που εμφιλοχώρησαν στην έκδοση της αποφάσεως είτε κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ώστε η αντίθεσή τους προς τους κανόνες της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και τον κοινωνικό και οικονομικό του δικαιώματος να μπορεί να υποστηρίξει λόγο ανακοπής εκτελέσεως κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ, αλλά βάλλει ευθέως κατά της ορθότητας του ληφθέντος ασφαλιστικού μέτρου και οδηγεί στον επανέλεγχο της αποφάσεως που το διέταξε καθιστώντας το Δικαστήριο της ανακοπής που κατά ένα μέρος αποτελεί συνέχεια της διαγνωστικής δίκης, σε περίπτωση παραδοχής της βασιμότητας του σχετικού λόγου οιονεί Εφετείο της εξενεχθείσης κρίσεως, δεδομένου ότι παράπονα κατά της εκτελούμενης απόφασης μόνο με αίτηση ανακλήσεως είναι δυνατόν να προβληθούν, εφόσον συντρέχουν βεβαίως οι νόμιμες προϋποθέσεις. Κατά συνέπεια, εφόσον οι προβαλλόμενες με τους λόγους της ανακοπής αντιρρήσεις κατά της εκτελέσεως έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το απορρέον από την εκτελούμενη απόφαση προσωρινό δεδικασμένο, η κρινόμενη ανακοπή πρέπει, σύμφωνα και με όσα στην αρχή της παρούσας εκτέθηκαν, να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

Στην ανακοπή του άρθρου 702 παρ. 1 ΚΠολΔ υπάγονται οι ακυρότητες ή αταξίες της απόφασης δυνάμει της οποίας επισπεύσθηκε η εκτέλεση. –Απαράδεκτοι οι λόγοι περί παραγραφής της αξίωσης από τη νομή, περί της ουσίας και των περιστατικών δυνάμει των οποίων εκδόθηκε η απόφαση και περί της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, αν βάλλεται η ορθότητα του ληφθέντος μέτρου και επανελέγχεται με αυτόν τον τρόπο η απόφαση.