Μεταρρύθμιση Κατάστασης Δικαιούχων Απαιτήσεων της υπό ειδική εκκαθάριση ασφαλιστικής εταιρείας μετά από ανακοπή. Ανάλογη εφαρμογή του αρ. 92 ΠτΚ. (αρ. αποφ. 3359/2021 Μον.Εφ.Αθ. δημοσιευμένη στην ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ)

Θανατηφόρο τροχαίο ατύχημα. Χρηματική ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης. Εξώδικος συμβιβασμός υπό διαλυτική αίρεση. Πτώχευση ασφαλιστικής εταιρείας και θέση υπό ειδική εκκαθάριση Ν. 4364/2016. Εμπρόθεσμη αναγγελία απαίτησης με ρητή επιφύλαξη. Πλήρωση διαλυτικής αίρεσης. Κατάταξη της αιτούσας-αντεφεσείουσας για το ποσό των €16.250, μικρότερο από αυτό που αναλογούσε λόγω της πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης. Ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης. Ανάλογη εφαρμογή του αρ. 92 ΠτΚ του Ν. 3588/2007 (ΠτΚ) που εφαρμόζεται συμπληρωματικά με το Ν. 4364/2016. Απορρίπτει την έφεση της υπό ειδική εκκαθάριση ασφαλιστικής εταρείας και δέχεται την αντέφεση της αιτούσας-αντεφεσείουσας. Μεταρρυθμίζει την Κατάσταση Δικαιούχων Απαιτήσεων υπολογίζοντας και τους τόκους υπερημερίας έως την πτώχευση της ασφαλιστικής εταιρείας στο συνολικό ποσό των €38.787,57. (δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)

Αριθμός απόφασης: 3359/2021

                                               ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

        Αποτελούμενο από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Λέκκου, Εφέτη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Αγγελική Κυριαζή.

        Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 15η Απριλίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

        Της εκκαλούσας – αντεφεσιβλήτου — καθής η ανακοπή: Τελούσας υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…….Α.Α.Ε.» με ΑΦΜ ………η οποία εδρεύει στη ………Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα από τον εκκαθαριστή της, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελένη Γκίνη (αριθμός προείσπραξης ……….και ………ΔΣΑ).

        Της εφεσιβλήτου – αντεκκαλούσας – ανακόπτουσας: ………χήρας …….., το γένος ………., με ΑΦΜ ……….κατοίκου ………Ρόδου, η οποία, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Λαμπαδάκη (αριθμός προείσπραξης ……..ΔΣ Ρόδου).

        Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ασκήθηκε η από 09.12.2019 και με αριθμ. κατ. ………/09-12-2019 ανακοπή της ανακόπτουσας και αντεκκαλούσας – εφεσιβλήτου. Η εν λόγω ανακοπή εκδικάσθηκε ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, την 06-03-2020, αντιμωλίαν των διαδίκων, και με την με αριθμό 2410/2020 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, έγινε δεκτή ως εν μέρει νόμιμη και περαιτέρω ως βάσιμη στην ουσία της.

        Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου α) η καθής η ανακοπή τελούσας υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……… Α.Α.Ε.» με την από 07-07-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου, ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών, ………/09-07-2020 έφεσή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Εφετείου Αθηνών στις 09.07.2020 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………/2020 και προσδιορίσθηκε προς συζήτηση η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος, και β) η ανακόπτουσα ……….χήρα ………. το γένος ……….με την από 18.01.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………/19-01-2021 αντέφεσή της, και προσδιορίσθηκε προς συζήτηση, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος.

        (……………) Θα πρέπει να σημειωθεί ότι για την άσκηση της αντέφεσης δεν απαιτείται η καταβολή παράβολου (ΕΛαρ 467/2014 Δικογρ 2017-454, Στ. πανταζόπουλος, εις Κεραμευς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ2 εκδ. 2020, σελ. 20-21, παρ. 8)…..

        III) Η εφεσίβλητη – αντεκκαλούσα, με την από 09-12-2019 ανακοπή της, που ήγειρε κατά της εκκαλούσας – τελούσας υπό ασφαλιστική εκκαθάριση εκκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία ………ΑΑΕ, και κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, ισχυρίζεται ότι στη Ρόδο, την 19-7-2011, από παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του οδηγού του υπό στοιχεία κυκλοφορίας …….. ΙΧΦ αυτοκινήτου, ασφαλισμένου για τις έναντι τρίτων προξενούμενες ζημίες στην ήδη τελούσα υπό ασφαλιστική εκκαθάριση εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία, επήλθε ο θάνατος του συζύγου της ………, υπό τις συνθήκες που περιγράφονται ειδικότερα στην εν λόγω ανακοπή. Ότι η ίδια ήγειρε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου την από 18-4-2013 αγωγή της αξιώνοντας, μεταξύ άλλων, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη από το θάνατο του συζύγου της, το ποσό των ευρώ 249.500. Ενόψει καθυστέρησης στην έκδοση αποφάσεως επί της ανωτέρω αγωγής της, η ίδια συμβιβάσθηκε εξωδίκως με την ανωτέρω καθής η ανακοπή εταιρεία, την 27-9-2017. Στα πλαίσια του εν λόγω εξωδίκου συμβιβασμού συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι η ανακόπτουσα, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη θα λάβει από την ανακόπτουσα συνολικά το ποσό των ευρώ 65.000, σε τρεις δόσεις της τελευταίας εκ ποσού ευρώ 16.500 καταβλητέας την 09-02-2018, με τη συμφωνία ότι ο εν λόγω εξώδικος συμβιβασμός θα ισχύει υπό τον όρο εμπρόθεσμης καταβολής των εν λόγω δόσεων. Ότι η καθής υπήρξε συνεπής στην καταβολή των δύο πρώτων δόσεων, πλην όμως την 23-2-2018 ετέθη υπό ασφαλιστική εκκαθάριση και δεν κατέβαλε την ανωτέρω συμφωνηθείσα τρίτη δόση. Κατά την ένδικη ανακοπή, η ίδια (ανακόπτουσα) ανήγγειλε την ανωτέρω απαίτησή της από τον ανωτέρω εξώδικο συμβιβασμό με τη ρητή επιφύλαξη ότι εάν δεν καταβληθεί και η τελευταία δόση του εν λόγω συμβιβασμού έως την 17-9-2018, οπότε είχε ορισθεί προς εκδίκαση η ανωτέρω αγωγή της, θα διεκδικήσει δικαστικά ολόκληρο το ποσό που ζητούσε με την ανωτέρω αγωγή της. Ειδικότερα, ως προς το σημείο αυτό αναφέρει στην ένδικη ανακοπή της «Για τους λόγους αυτούς προέβην σε αναγγελία προς την καθής νόμιμα και εμπρόθεσμα στις 23-04-2018 … για την καταβολή του ποσού των ευρώ 16.500,00 με τη ρητή επιφύλαξη σε περίπτωση που δεν πληρωθεί το υπόλοιπο των απαιτήσεών μου μέχρι τη συζήτηση της εκκρεμής αγωγής στις 17-09-2018 … να διεκδικήσω δικαστικά ολόκληρο το ποσό που αιτούμην με την αγωγή μου (ευρώ 344.900,οο) σύμφωνα με τον όρο 5 του ως άνω συμφωνητικού». Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι δεν έχει εισέτι καταβληθεί η ανωτέρω τελευταία δόση του ανωτέρω συμβιβασμού, η δε ανωτέρω αγωγή της συζητήθηκε πλην όμως η συζήτηση αυτής κηρύχθηκε απαράδεκτη, επιπλέον δε, σε βάρος του ομοδίκου της καθής η ανακοπή και οδηγού του ανωτέρω ζημιογόνου αυτοκινήτου εξεδόθη τελεσίδικη απόφαση με την οποία επιδικάσθηκε σε βάρος του και υπέρ της ανακόπτουσας το ποσό των ευρώ 65.000 ως χρηματική της ικανοποίηση για το ένδικο συμβάν. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι ενόψει της μη καταβολής της ανωτέρω τρίτης δόσης του εξωδίκου συμβιβασμού κατά την ορισθείσα προθεσμίας πληρώθηκε η διαλυτική αίρεση υπό την οποία τελούσε ο ανωτέρω εξώδικος συμβιβασμός, με αποτέλεσμα, ενόψει της ανωτέρω αδικοπραξίας, η καθής η ανακοπή να της οφείλει ως χρηματική της ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη από το ένδικο συμβάν, το ποσό των ευρώ 65.000, αφαιρουμένου του ποσού των ευρώ 48.750 που ήδη έχει λάβει, πλέον τόκων επιδικίας από της επιδόσεως της ανωτέρω αγωγής έως την 9-12-2019, ήτοι έως της εγέρσεως της ένδικης ανακοπής και συνολικά το ποσό των ευρώ 52·530,39· Τέλος διατείνεται ότι εσφαλμένως κατετάγη στην από 15-10-2019 Κατάσταση Δικαιούχων Απαιτήσεων από ασφάλιση που δημοσιεύθηκε τελευταία φορά την 30-10-2019 μόνο για το ποσό των ευρώ 16.500 και επικαλούμενη τις διατάξεις του άρθρου 242 παρ.2 του Ν. 4364/2016 ζητά να αναγνωρισθεί δικαιούχος ασφαλίσεως για το ποσό των 52·53Ο,39 ευρώ, να μεταρρυθμισθεί η ανωτέρω Κατάσταση Δικαιούχων ώστε να συμπεριληφθεί σε αυτήν για το ποσό των 52·53Ο,39 ευρώ και να καταδικασθεί η καθής στη δικαστική της δαπάνη.

        Η εκκαλουμένη, αφού δίκασε την ανωτέρω ανακοπή κατά τη δικάσιμο της 6-3-2020, αντιμωλίαν των διαδίκων, κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, έκρινε αυτή νόμιμη, ως θεμελιούμενη στις διατάξεις του άρθρου 92 παρ.1 ΠτΚ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 235 παρ. 3 του Ν. 4364/2016, πλην του αιτήματος επιδίκασης τόκων για το χρόνο μετά τη θέση της καθής η ανακοπή υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ.ια του ΠτΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 235 παρ·3 του Ν. 4364/2016, ακολούθως δε αφού έκανε δεκτή την ανωτέρω ανακοπή μεταρρύθμισε την από 15-10-2019 Κατάσταση Δικαιούχων Απαιτήσεων από Ασφάλιση της καθής η ανακοπή που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της, ώστε να συμπεριληφθεί σε αυτήν η απαίτηση της ανακόπτουσας προερχομένη από την επικαλούμενη υπ’ αυτής αδικοπραξία εκ ποσού 38.787,54 ευρώ, αφού υπολόγισε επί του κεφαλαίου τόκους υπερημερίας και όχι επιδικίας, συμψήφισε δε τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας της ερμηνείας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

        Κατά της απόφασης αυτής, η καθής η ανακοπή – εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεση της, ζητά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, επί τω τέλει απορρίψεως της ανωτέρω ανακοπής άλλως να περιορισθεί αυτή στο ποσό της αξίωσης της ανακόπτουσας για το οποίο επαληθεύθηκε, διότι, με το μοναδικό λόγο έφεσης, κατ’ εσφαλμένη του νόμου εφαρμογή και ερμηνεία έγινε δεκτή η ανωτέρω ανακοπή και μάλιστα ως θεμελιούμενη στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 92 του ΠτΚ. Περαιτέρω, παραδεκτός (σχετικά Στ. Πανταζόπουλος , ο.π. σελ. 119 παρ. 21) ενόψει της διαδικασίας εκδίκασης της ένδικης διαφοράς και δη αυτής των ασφαλιστικών μέτρων, δια των εγγράφων προτάσεών της και κατά τη δέουσα εκτίμηση αυτών, η εκκαλούσα ανωτέρω ασφαλιστική εταιρεία, άσκησε προσθέτους λόγους έφεσης και δη δεδομένου ότι κάνει λόγο για κακή εκτίμηση των αποδείξεων από την εκκαλουμένη (φύλλο 13° προτάσεων εκκαλούσας). Η ανακόπτουσα, με την ένδικη αντέφεσή της ζητά αφού απορριφθεί η ανωτέρω έφεση να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη με σκοπό γίνει δεκτή η ανακοπή της ως ανακοπή του άρθρου 242 παρ.2 του Ν. 4364/2016 καθόλο της το αιτητικό και αφού αναγνωρισθεί δικαιούχος του ποσού των ευρώ 52-530,39, να μεταρρυθμισθεί η ανωτέρω Κατάσταση Δικαιούχων για το ανωτέρω ποσό, διότι, κατά τον πρώτο της λόγο εσφαλμένως η εκκαλουμένη έκρινε αυτή (ανακοπή της) ως θεμελιούμενη στις διατάξεις του άρθρου 92 του ΠτΚ εφόσον σαφώς στην ανακοπή της ανέφερε ότι η ίδια αναγγέλθηκε για την ένδικη απαίτησή της, κατά δε το δεύτερο λόγο αντέφεσης ότι κατά κακή εφαρμογή του νόμου απορρίφθηκε ως μη νόμιμη η ανακοπή του καθό μέρος ζητούσε να συμπεριληφθούν στην ανωτέρω κατάσταση η απαίτησή της μετά των τόκων επιπλέον δε κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων κατετάγη μόνον για το ποσό των ευρώ 38.787,57 ευρώ .

        IV) Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 235 του Ν. 4364/2016 ο οποίος εφαρμόζεται εν προκειμένω ως εκ του χρόνου θέσης σε εκκαθάριση της εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας) «Προσαρμογή της ελληνικής Νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2009 κλπ», γνωστή ως Οδηγία Φερεγγυότητας II ή Solvency II [με τον οποίο καταργήθηκε από 1-1-2016 στο σύνολό του το ν.δ. 400/1970 με το οποίο ρυθμίζονταν και τα ζητήματα της ασφαλιστικής εκκαθάρισης], υπό τον τίτλο «Έναρξη διαδικασιών εκκαθάρισης» «1. Η Εποπτική Αρχή είναι η μόνη αρμόδια να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης του άρθρου 220 του παρόντος. Στην περίπτωση αυτή ακολουθεί το στάδιο ασφαλιστικής εκκαθάρισης, εκτός αν άλλως ορίζεται στην απόφαση. … 3· Στην περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα, και επί ζητημάτων που δεν ρυθμίζονται από τον Πτωχευτικό Κώδικα, οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 και του ΚΠολΔ. 4· Τριάντα (30) ημέρες μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται αυτοδίκαια λυμένες όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις της. …» Κατά το άρθρο 239 του ίδιου Νόμου, υπό τον τίτλο «Διαδικασία ασφαλιστικής εκκαθάρισης» «1. … 2. … 3· Κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση, αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της και σε βάρος των ασφαλισμένων της για ασφαλίσεις αστικής ευθύνης, μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης …». Κατά το άρθρο 240 του ίδιου Νόμου υπό τον τίτλο «Προνομιακή κατάταξη απαιτήσεων» «1. Οι απαιτήσεις από ασφαλίσεις έχουν απόλυτη προνομιακή μεταχείριση έναντι οποιοσδήποτε άλλης απαιτήσεως κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης, στο σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης. …». Κατά το άρθρο 242 του ίδιου Νόμου υπό τον τίτλο «Εργασίες εκκαθάρισης – Εξασφάλιση και αναγγελία απαιτήσεων από ασφάλιση» «1. Αμέσως μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης και τη θέση της σε ασφαλιστική εκκαθάριση, ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής προβαίνει σε σφράγιση, απογραφή και εν συνεχεία αποσφράγιση των κεντρικών γραφείων, των υποκαταστημάτων και των γραφείων εξυπηρέτησης της επιχείρησης σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ΚΠολΔ. Ανεξάρτητα από την υπαγωγή της επιχείρησης στο καθεστώς της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, η περάτωση των, εκτός του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου, εκκρεμών υποθέσεων, συνεχίζεται κατά τις διατάξεις της κοινής εκκαθάρισης. 2. Ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής καλεί μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από το διορισμό του ή από την πάροδο του χρονικού διαστήματος της παραγράφου 4 του άρθρου 235 του παρόντος, τους δικαιούχους απαιτήσεων από ασφάλιση, με ανακοίνωση, που δημοσιεύεται μια (1) φορά την εβδομάδα, επί τρεις (3) συνεχείς εβδομάδες σε πέντε (5) ημερήσιες, πανελλαδικής κυκλοφορίας, εφημερίδες, καθώς και στην ιστοσελίδα της επιχείρησης, να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά τους στοιχεία. Οι αναγγελίες απαιτήσεων γίνονται δεκτές εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την πρώτη δημοσίευση. Η επαλήθευση των απαιτήσεων από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή, αρχίζει το αργότερο μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από τη λήξη της ως άνω προθεσμίας και ολοκληρώνεται στο συντομότερο χρονικό διάστημα. Γίνονται δεκτές οι απαιτήσεις από ασφαλίσεις που δεν αμφισβητούνται από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή ή έχουν επιδικασθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή με απόφαση διαιτητικού δικαστηρίου, εναντίον της οποίας δεν έχει ασκηθεί αγωγή ακύρωσης εντός της προβλεπόμενης από τον ΚΠολΔ προθεσμίας, ή αυτή έχει απορριφθεί τελεσίδικα. Ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής δημοσιεύει κατάσταση των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση. Στην κατάσταση αυτήν περιλαμβάνονται: α) οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφαλίσεις ζωής, β) οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφαλίσεις κατά ζημιών, που έχουν δηλώσει την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης και έχει καταχωρηθεί η δήλωση στα βιβλία της ασφαλιστικής επιχείρησης, γ) όσοι αναγγέλθηκαν μέσα στην ως άνω προθεσμία. Στην ανωτέρω κατάσταση περιλαμβάνονται και εκείνες οι απαιτήσεις που αμφισβητούνται δικαστικά ή εξώδικα, με αναφορά στο ποσό που διεκδικεί ο δικαιούχος απαιτήσεων από ασφάλιση, καθώς και στο τυχόν ποσό που εκτιμά ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής ότι αναλογεί στην απαίτηση. Μέσα σε δύο (2) μήνες από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αναγγελιών, η ως άνω κατάσταση αναρτάται στην ιστοσελίδα της επιχείρησης και η ανακοίνωση της καταχώρησής της, δημοσιεύεται σε δύο (2) τουλάχιστον ευρείας κυκλοφορίας ημερήσιες εφημερίδες από τις οποίες η μία (ι) τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης, μία (1) φορά την εβδομάδα επί τρεις (3) συνεχείς εβδομάδες. Αντιρρήσεις κατά της πιο πάνω κατάστασης ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης μέσα σε σαράντα πέντε (45) ημέρες από την τελευταία δημοσίευση και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Έφεση κατά της απόφασης του πρωτοδικείου εκδικάζεται από το αρμόδιο εφετείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η απόφαση του εφετείου δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο. 3· Ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής γνωστοποιεί στο Επικουρικό Κεφάλαιο την αναλυτική κατάσταση με τις βεβαιωμένες απαιτήσεις από ασφαλίσεις αστικής ευθύνης αυτοκινήτων, καθώς και κάθε επικαιροποίηση αυτής. Το Επικουρικό Κεφάλαιο καταβάλει αποζημίωση σε κάθε δικαιούχο με βάση την κατάσταση του προηγουμένου εδαφίου και σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο ν.δ.489/1976 (Α` 331)· Στην περίπτωση αυτή, το Επικουρικό Κεφάλαιο δεν υποκαθίσταται στα εξ’ αιτίας του ατυχήματος δικαιώματα του προσώπου που ζημιώθηκε έναντι του υποχρέου για αποζημίωση, υποκαθίσταται όμως, μέχρι του ποσού της αποζημίωσης που κατέβαλε, στο κατ’ άρθρο 240 του παρόντος προνόμιο των απαιτήσεων από ασφάλιση. 4· Ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής ικανοποιεί, από το προϊόν της εκποίησης περιουσιακών στοιχείων, δικαιούχους από ασφάλιση συμμέτρως.». Η τελευταία διάταξη του άρθρου 242 του Ν. 4364/2016, δεν διαφέρει ουσιαστικά από άποψη διαδικασίας, από τη διάταξη του άρθρου 10 παρ.3 του προηγούμενου ΝΔ 400/1970 με το οποίο ρυθμίζονταν ομοίως η διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Ειδικότερα, κατά το εν λόγω άρθρο ίο του ΝΔ 400/1970 «3· Σε περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης ή πτώχευσης ασφαλιστικής επιχείρησης ο, κατά το άρθρο 12α του παρόντος, επόπτης εκκαθάρισης ή πτώχευσης καλεί μέσα σε δέκα ημέρες από το διορισμό του τους δικαιούχους ασφαλίσματος, με ανακοίνωση, που δημοσιεύεται μια φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες σε πέντε ημερήσιες, ευρείας κυκλοφορίας, εφημερίδες, από τις οποίες μια τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης και μια οικονομική, να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά τους στοιχεία μέσα σε τρεις μήνες από την τελευταία δημοσίευση. Δεν καλούνται οι δικαιούχοι ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, καθώς και οι δικαιούχοι ασφαλίσεων ζωής, για τους οποίους δεν έχει επέλθει ασφαλιστική περίπτωση. Η επαλήθευση των απαιτήσεων γίνεται από τα ως άνω όργανα, αρχίζει το αργότερο μέσα σε τρεις ημέρες από τη λήξη της ως άνω προθεσμίας και ολοκληρώνεται στο συντομότερο χρονικό διάστημα. Γίνονται δεκτές οι απαιτήσεις που δεν αμφισβητούνται από τα ως άνω όργανα ή έχουν επιδικασθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή (εκτελεστή) απόφαση διαιτητικού δικαστηρίου. Ο επόπτης εκκαθάρισης και ο εκκαθαριστής ή ο επόπτης πτώχευσης και ο σύνδικος υποβάλλουν στο Υπουργείο Εμπορίου κατάσταση των δικαιούχων ασφαλίσματος μέσα σε δύο μήνες από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αναγγελιών. Στην κατάσταση αυτήν περιλαμβάνονται, εφόσον έχουν επαληθευθεί οι απαιτήσεις τους: α) οι δικαιούχοι ασφαλίσματος ασφαλίσεων ζωής, β) οι δικαιούχοι ασφαλίσματος ασφαλίσεων κατά ζημιών εκτός ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, που έχουν δηλώσει την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης και έχει καταχωρισθεί η δήλωση στα βιβλία της ασφαλιστικής επιχείρησης και γ) όσοι αναγγέλθηκαν μέσα στην ως άνω προθεσμία. Για τις απαιτήσεις που αμφισβητούνται δικαστικά ή εξώδικα γίνεται χωριστή μνεία, στην οποία αναφέρεται το ποσό που εκτιμά ο επόπτης εκκαθάρισης και ο εκκαθαριστής ή ο επόπτης πτώχευσης και ο σύνδικος και το ποσό που διεκδικεί ο δικαιούχος ασφαλίσματος. Στην κατάσταση καταχωρίζονται και οι τυχόν διαφωνίες κατά την επαλήθευση μεταξύ επόπτη και εκκαθαριστή ή συνδίκου. Η κατάσταση καταχωρίζεται αμέσως στο μητρώο ασφαλιστικών επιχειρήσεων και η ανακοίνωση της καταχώρισής της δημοσιεύεται σε δύο τουλάχιστον ευρείας κυκλοφορίας ημερήσιες εφημερίδες, από τις οποίες η μια τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης, μια φορά την εβδομάδα επί τρεις συνεχείς εβδομάδες. Αντιρρήσεις κατά της πιο πάνω κατάστασης ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την τελευταία δημοσίευση και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Έφεση κατά της απόφασης του πρωτοδικείου εκδικάζεται από το αρμόδιο εφετείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η απόφαση του εφετείου δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο.». Από τις παραπάνω διατάξεις του άρθρου 242 του Ν. 4364/2016, όπως και προηγούμενα εγίνετο δεκτό στα πλαίσια της διατάξεως του άρθρου ίο παρ.3 του ΝΔ 400/1970, σαφώς συνάγεται ότι σε περίπτωση ανάκλησης της αδείας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης επακολουθεί το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, κατά το οποίο αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις και η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ασφαλιστικής επιχείρησης, οι δε δικαιούχοι οποιοσδήποτε απαιτήσεως κατ’ αυτής, υποχρεούνται να υπαχθούν στη διαδικασία αναγγελίας και επαλήθευσης των απαιτήσεών τους, προκειμένου να συμμετάσχουν στη διανομή της ασφαλιστικής τοποθέτησης (όμοια Αναστασία Ματέλλα, Διπλωματική Εργασία Η προστασία ασφαλισμένου σε περίπτωση ανάκλησης αδείας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης, υπό το προηγούμενο καθεστώς μεταξύ άλλων ΕΑ 263/2019 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η αναγγελία αποτελεί δήλωση βούλησης με μορφή «ανακοίνωσης παράστασης», με την οποία ο ασφαλισμένος ανακοινώνει στον εκκαθαριστή την ύπαρξη της απαίτησής του, γίνεται δε εγγράφως και πρέπει να αναφέρει το είδος και την αιτία της απαίτησης του αναγγελλομένου, καθώς και το ύψος αυτής, ενώ θα πρέπει να κατατίθενται, μαζί με την αναγγελία, όλα τα δικαιολογητικά της απαίτησης στοιχεία, ώστε να μπορεί ο εκκαθαριστής να προβεί στην επαλήθευση της απαίτησης και του προνομιακού της χαρακτήρα. Ως δήλωση βούλησης η αναγγελία, υπόκειται σε ερμηνεία κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Εν τούτοις, αντικείμενο ερμηνείας δεν μπορούν να αποτελέσουν οι σαφείς δηλώσεις βούλησης (ΑΠ 1299/2008 ΝΟΜΟΣ). Ανάγκη προσφυγής στους ερμηνευτικούς κανόνες ανακύπτει μόνον όταν η δήλωση βούλησης είναι ασαφής, αμφίβολη ή παρουσιάζει κενά. Αντίθετα, όταν οι λέξεις από μόνες τους και χωρίς άλλο αποδίδουν τη βούληση του δηλούντος, τότε δεν υπάρχει έδαφος ερμηνείας με τις προαναφερόμενες διατάξεις (ΑΠ 768/2008 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σε περίπτωση κατά την οποία δικαιούχος απαιτήσεως δεν αναγγείλει εμπρόθεσμα και νόμιμα τις απαιτήσεις του, ανακύπτει το ζήτημα της δυνατότητας ένταξης των απαιτήσεων αυτών στη διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, εν προκειμένω, της ένταξής τους στην Κατάσταση Δικαιούχων Απαιτήσεων από Ασφάλιση. Μολονότι η δυνατότητα προβολής αιτήματος περί εκπρόθεσμης αναγγελίας θα μπορούσε, εκ πρώτης όψεως, να θεωρηθεί ως ένα είδος «αντιρρήσεως» της ανακοπής του άρθρου 242 του Ν. 4364/2016, εντούτοις η συγκεκριμένη ερμηνευτική προσέγγιση, αφενός, προσκρούει στη γραμματική διατύπωση του εν λόγω άρθρου, όπως αυτό παρατίθεται ανωτέρω στο σκεπτικό, αφετέρου δε, δεν είναι συμβατή με το ειδικότερο εννοιολογικό περιεχόμενο των «αντιρρήσεων» και την εν γένει συστηματική της ρύθμισης. Ειδικότερα, στην ανωτέρω διάταξη, όπως εξάλλου και υπό το προηγούμενο νομικό καθεστώς του άρθρου 10 παρ.3 του ΝΔ 400/1970, γίνεται λόγος περί «αντιρρήσεων», οι οποίες αφορούν επαληθευμένες απαιτήσεις, η δε επαλήθευση προϋποθέτει ότι έχει χωρήσει προηγουμένως αναγγελία. Επιπλέον, για τους σκοπούς της συγκεκριμένης διάταξης, το περιεχόμενο των αντιρρήσεων μπορεί να είναι παράπονο των ασφαλισμένων κατά της απόρριψης ή της εν μέρει παραδοχής της απαίτησής τους ή παράπονο οποιοσδήποτε ενδιαφερομένου κατά της παραδοχής απαίτησης ασφαλισμένου. Τούτο σημαίνει ότι η αποδοχή της προβολής αιτήματος περί εκπρόθεσμης αναγγελίας στο πλαίσιο της ανακοπής του ανωτέρω άρθρου 242, δεν θα αφορούσε σε επαλήθευση (σε «αντιρρήσεις») επί της ήδη υπάρχουσας Κατάστασης Δικαιούχων, αλλά σε εισαγωγή νέων απαιτήσεων σε αυτήν, μεταβάλλοντας την ειδικότερη αποστολή που υπηρετεί η συγκεκριμένη ρύθμιση (βλ. υπό το νομοθετικό καθεστώς του άρθρου 10 παρ.β του ΝΔ 400/1970 την από 25.04.2016 Γνωμοδότηση του Επικ. Καθηγητή Εμπορικού Δικαίου Παντείου Πανεπιστημίου, Αγγέλου Μπώλου). Τα ανωτέρω δε, ενισχύονται και από το γεγονός ότι ήδη, κατά τη διάταξη 235 παρ. 3 του ίδιου ως άνω νόμου «Στην περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα» Στα πλαίσια της πτωχευτικής διαδικασίας, ρυθμίζεται αντίστοιχα το θέμα της προβολής αντιρρήσεων κατά τη διαδικασία της επαλήθευσης των απαιτήσεων, με τη διάταξη του άρθρου 95 ΠτΚ. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ωστόσο, ήτοι στην έννοια των «αντιρρήσεων», δεν περιλαμβάνεται και η περίπτωση της εκπρόθεσμης αναγγελίας των απαιτήσεων στην πτωχευτική διαδικασία, αφού γι’ αυτήν την περίπτωση υπάρχει ειδική πρόβλεψη. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 92 § 1 του Ν. 3588/2007 (ΠτΚ) που εφαρμόζεται εν προκειμένω, προβλέπεται ότι «Πιστωτές που δεν ανήγγειλαν την απαίτησή τους μέσα στη νόμιμη προθεσμία, ώστε να μετάσχουν στην επαλήθευση, μπορούν με ανακοπή και δικά τους έξοδα να ζητήσουν την επαλήθευσή της από το πτωχευτικό δικαστήριο, που δικάζει κατά τη διαδικασία του άρθρου 54»· Επομένως, και στο Πτωχευτικό Δίκαιο διαχωρίζεται η περίπτωση της προβολής αντιρρήσεων κατά της επαλήθευσης των απαιτήσεων από αυτήν της μη αναγγελίας των απαιτήσεων. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, είναι σαφές ότι για τον δικαιούχο που δεν ανήγγειλε την απαίτησή του στον εκκαθαριστή ή δεν την ανήγγειλε εμπροθέσμως, δεν χωρεί η ως άνω ανακοπή του άρθρου 242 του Ν. 4364/2016 (προηγούμενο άρθρο 10 § 3 ν.δ. 400/1970)· Χωρεί, όμως, η ανακοπή της διατάξεως του αμέσως ανωτέρω αναφερόμενου άρθρου 92 ΠτΚ, συμπληρωματικώς εφαρμοζόμενου και στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Ειδικότερα, τούτο είναι δογματικά ορθό, καθώς δεν δύναται σε δύο εξίσου συλλογικές διαδικασίες με παρεμφερείς και, σε κάποια σημεία ομοίους σκοπούς, όπως είναι η πτώχευση και η ασφαλιστική εκκαθάριση, στην μεν πρώτη να παρέχεται στον πιστωτή, που δεν ανήγγειλε εμπρόθεσμα την απαίτησή του, η δυνατότητα να την αναγγείλει, ώστε να συμμετάσχει στην πτωχευτική διαδικασία τη στιγμή μάλιστα που ο σύνδικος οφείλει, κατ’ άρθρο 89 § 2 του ΠτΚ, να ειδοποιήσει εγγράφως όλους τους πιστωτές των οποίων τα στοιχεία είναι γνωστά και να τους καλέσει να αναγγείλουν την απαίτησή τους, ενώ στη δεύτερη όπου η διαδικασία πρόσκλησης μέσω δημοσίευσης σε εφημερίδες δεν μπορεί να εξασφαλίσει την αναγγελία των απαιτήσεων, να μην προβλέπεται τέτοια δυνατότητα στον ασφαλισμένο, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει αυτός να χάσει κάθε δυνατότητα ικανοποίησης αντίθετα μάλιστα στο σκοπό της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, που είναι, όπως προεκτέθηκε, η ικανοποίησή του από περιουσιακά στοιχεία επί των οποίων έχει προνόμιο. Ωστόσο, προκειμένου η συμπληρωματική εφαρμογή του άρθρου 92 του ΠτΚ να μην έρχεται σε αντίθεση με τον έτερο σκοπό της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, που είναι η γρήγορη ικανοποίηση των ασφαλισμένων, θα πρέπει να ληφθεί το όλο νομοθετικό πλαίσιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, για να εξυπηρετηθεί δε η ανάγκη για ταχεία περάτωση της διαδικασίας της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, να γίνει δεκτό ότι θα εκδικάζεται από το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Περαιτέρω, ζήτημα τίθεται ως προς την προθεσμία άσκησης της εν λόγω ανακοπής. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 εδ.β της ίδιας διάταξης του άρθρου 92 του ΠτΚ, η εν λόγω ανακοπή μπορεί να ασκηθεί μέχρι και την τελευταία διανομή, σε καμία δε περίπτωση πέραν των έξι (6) μηνών από το πέρας της προθεσμίας αναγγελίας.». Στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 10 παρ.3 του ΝΔ 400/1970 προ της τροποποίησης του ανωτέρω άρθρου 92 παρ.2β ΠτΚ με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ.1 του Ν.4446/2Ο16, οπότε προεβλέπετο ότι η ανακοπή του άρθρου 92 ΠτΚ μπορεί να ασκηθεί μέχρι και την τελευταία διανομή, εγίνετο παγίως δεκτό ότι η νομοθετική στόχευση της άμεσης και ταχείας εκδίκασης των ανακοπών και μάλιστα στο μονομελές πρωτοδικείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον σημαντικότατο όγκο των ασφαλιστικών συμβάσεων, καθώς και το πλήθος των ασφαλισμένων μιας υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής εταιρείας, με αποτέλεσμα να γίνεται δεκτό ότι καθίσταται ανεφάρμοστη η εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρ. 92 ΠτΚ ως προς την εκεί προβλεπόμενη προθεσμία άσκησης της ανακοπής μέχρι την τελευταία διανομή. Εγίνετο δε δεκτό ότι ετύγχανε εφαρμογής η προθεσμία της ανακοπής του άρθρου 10 αρ.3 του ΝΔ 400/1975 ήτοι η προθεσμία των 45 ημερών, άποψη που συνεχίζει να ισχύει, εφόσον με την τροποποίηση του εν λόγω άρθρου δεν προβλέφθηκε, αν και ήταν γνωστό στο νομοθέτη, ότι αντίστοιχα επηρεάζεται και η προθεσμία της ανακοπής του μη αναγγελθέντος πιστωτή στα πλαίσια της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Η εν λόγω προθεσμία των 45 ημερών άρχεται από την τελευταία δημοσίευση της κατάστασης δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρ. 24 παρ. 1 εδ. α` του Πτωχευτικού Κώδικα, η οποία ορίζει ότι «Από την κήρυξη της πτώχευσης οι απαιτήσεις των πιστωτών που δεν είναι εξασφαλισμένες με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματο δικαίωμα παύουν να παράγουν νόμιμους ή συμβατικούς τόκους», πρέπει για την ταυτότητα του δικαιολογητικού λόγου, να ισχύει και στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, η οποία, όπως προεκτέθηκε, αποτελεί θεσμό ανάλογο προς αυτόν της πτώχευσης, μετά του οποίου ταυτίζεται κατά βάση ως προς τον σκοπό και την τηρούμενη για την επίτευξή του διαδικασία. Συνακόλουθα, και στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης οι υποκείμενες σε αυτή απαιτήσεις των ασφαλισμένων παύουν να παράγουν τόκους, νόμιμους ή συμβατικούς, από τη θέση της συμβατικής επιχείρησης στο καθεστώς της εκκαθάρισης (ΕΑ 3/2019 ΝΟΜΟΣ) Ο κανόνας της παύσης της τοκογονίας αποτελεί εκδήλωση της αρχής ότι τα δικαιώματα των πτωχευτικών πιστωτών καθορίζονται με βάση την κατάστασή τους τη στιγμή της κήρυξης της πτώχευσης, κάτι που ανταποκρίνεται στην πρακτική ανάγκη σταθεροποίησης των ποσών για τα οποία θα καταταγούν οι πιστωτές (Ευαγ. Περάκης, Πτωχευτικός Δίκαιο, 2η έκδοση, σελ. 230-231). Κατά τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Από το μεταβιβαστικό αυτό αποτέλεσμα της έφεσης το εφετείο αποκτά την εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 525 έως 527 του ίδιου Κώδικα, τόσο από τη μια πλευρά όσο και από την άλλη και, παρόλο ότι ο εκκαλών, με την έφεση, παραπονείται γιατί η αγωγή του απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, μπορεί να κρίνει, μετά και από αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη. Στην περίπτωση αυτή, μη επιτρεπόμενης, κατά τη διάταξη του άρθρου 534 του άνω Κώδικα, της αντικατάστασης των αιτιολογιών της εκκαλουμένης απόφασης, διότι η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, εξαφανίζεται η εκκαλουμένη απόφαση και απορρίπτεται η αγωγή ως μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη και μάλιστα χωρίς ειδικό γι` αυτό παράπονο, κατά τη διάταξη του άρθρου 533 παρ. 1 του Κώδικα αυτού, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα (άρθρα 68, 536 ΚΠολΔ, ΑΠ 356/2013, ΑΠ 1686/2010, ΑΠ 298/2010, ΑΠ 778/2009, ΑΠ 1951/2007, ΑΠ 1493/2007 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ασκούνται και με τις προτάσεις (Στ. Πασνταζόπουλος, ο.π. σελ. 119 με παραπομπή σε ΕΑ 5560/2003), για την παραδεκτή προβολή των οποίων με τις προτάσεις αρκεί να, περιληφθεί το περιεχόμενο αυτών σε αυτές, οπότε αυτή εκτιμάται ως πρόσθετος λόγος έφεσης, χωρίς να χρειάζεται να αναφέρεται τούτο πανηγυρικά στις προτάσεις (ΑΠ 1179/2017 ΝΟΜΟΣ).

        V) Στην προκειμένη περίπτωση το παρόν δικαστήριο, επανεκτιμώντας το ιστορικό, υπό τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά και το αιτητικό, της ένδικης ανακοπής, κρίνει, ότι η ένδικη ανακοπή, και δεδομένου ότι στο ελάχιστο περιεχόμενο αυτής σαφώς αναφέρεται ότι η ανακόπτουσα ανήγγειλε την απαίτησή της ποσού ευρώ 16.500 από τον ανωτέρω εξώδικο συμβιβασμό και περαιτέρω ότι ρητά επιφυλάχθηκε για το υπόλοιπο της αξιούμενης με την ανωτέρω αγωγή απαίτησή της, τυγχάνει νόμιμη, θεμελιούμενη στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 92 του Ν. 3588/2007 (ΠτΚ) που εφαρμόζεται εν προκειμένω ως ισχύον κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης, το οποίο εφαρμόζεται συμπληρωματικά κατά τις διατάξεις του άρθρου 235 παρ.3 του Ν. 4364/2016, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, καθώς και σε αυτές των άρθρων 299, 914, 932 ΑΚ, πλην (α) του αιτήματος επαλήθευσης της εξ αδικοπραξίας ένδικης απαίτησης της ανακόπτουσας για το μετά τη θέση της καθής η ανακοπή εταιρείας σε εκκαθάριση, μετά νομίμων τόκων, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, δεδομένου ότι όπως προελέχθη από τη θέση της ασφαλιστικής εταιρείας σε εκκαθάριση παύει η τοκογονία των απαιτήσεων, και (β) του αιτήματος επαλήθευσης της εξ αδικοπραξίας ένδικης απαίτησης της ανακόπτουσας για τον προ της θέσεως της καθής η ανακοπή εταιρείας σε εκκαθάριση, μετά τόκων επιδικίας, το οποίο τυγχάνει νόμιμο μόνον καθό μέρος εξιώνεται μετά τόκων υπερημερίας και τούτο διότι, δεδομένου ότι (α) όπως αναφέρεται και ανωτέρω στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, κατά γενική αρχή δικαίου που εφαρμόζεται και εν προκειμένω συμπληρωματικά, τα δικαιώματα των πτωχευτικών πιστωτών καθορίζονται με βάση την κατάστασή τους τη στιγμή της κήρυξης της πτώχευσης, κάτι που ανταποκρίνεται στην πρακτική ανάγκη σταθεροποίησης των ποσών για τα οποία θα καταταγούν οι πιστωτές (Ευαγ. Περάκης, Πτωχευτικός Δίκαιο, 2η έκδοση, σελ. 230-231). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 346 ΑΚ «Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και εάν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ` εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ` εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης.», και β) κατά την ένδικη ανακοπή, καθόν χρόνο η καθής η ανακοπή εταιρεία ετέθη υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ήταν σε ισχύ ο ανωτέρω εξώδικος συμβιβασμός.

    Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, (α) καθό μέρος με την ένδικη ανακοπή, η ανακόπτουσα αν και η ίδια ισχυρίζεται ότι καθόν χρόνο ετέθη η καθής η ανακοπή ασφαλιστική εταιρεία υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ίσχυε ο μεταξύ των διαδίκων εξώδικος συμβιβασμός, αξιώνει όπως, πλην του κεφαλαίου της απαίτησής της, εξελεγχθεί [δεδομένου ότι αντικείμενο της ένδικης ανακοπής είναι η εξέλεγξη και όχι η επιδίκαση της απαίτησης (ΕφΑθ 125/2020 ΕφΑθ 116/2009 ΕλΔ 2009, 605, ΕφΠειρ 109/2006 ΕΕμπΔ 2006, 1029)], στα πλαίσια της ένδικης διαδικασίας εκκαθάρισης, η ένδικη απαίτησή της και ως προς τους τόκους επιδικίας, η ένδικη ανακοπή τυγχάνει μη νόμιμη, διότι κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη, κατά γενική αρχή δικαίου που διέπει το πτωχευτικό δίκαιο και εφαρμόζεται εν προκειμένω, κατά τα άνω συμπληρωματικά, τα δικαιώματα των πτωχευτικών πιστωτών καθορίζονται με βάση την κατάστασή τους τη στιγμή της θέσης της ασφαλιστικής εταιρείας υπό ασφαλιστική εκκαθάριση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε

την αγωγή σιγή ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά το σκέλος αυτό και δη υπολογίζοντας μόνον τόκους υπερημερίας και όχι επιδικίας, ενώ έπρεπε να απορρίψει την ένδικη ανακοπή κατά το σκέλος αυτό ως μη νόμιμη, έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πρέπει, έστω και χωρίς προβολή ειδικού περί τούτου παραπόνου, εφόσον με την κρινόμενη αντέφεση η καθής η ανακοπή εκκαλούσα παραπονείται για την απόρριψη της αγωγής της ως προς το σκέλος αυτό ως ουσιαστικά αβάσιμης, να γίνει δεκτή η αντέφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το σκέλος αυτό. Στην συνέχεια αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο [άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ] και δικαστεί η υπό κρίση ανακοπή, πρέπει να απορριφθεί ως προς το σκέλος αυτό η ένδικη ανακοπή ως μη νόμιμη, διότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για την αντεκκαλούσα, από την εκκαλουμένη. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, (ι) το σχετικό αίτημα της ένδικης ανακοπής τυγχάνει νόμιμο μόνον καθόσον ζητείται ο συνυπολογισμός τόκων υπερημερίας, και (ιι) δεν κρίνεται ότι πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη έφεση εφόσον το σχετικό κονδύλιο εξέλεγξης της ένδικης απαίτησης μετά τόκων επιδικίας, απερρίφθη ως αβάσιμο στην ουσία του κ` τοιουτοτρόπως θα καθιστούσε την εκκαλούσα σε χειρότερη θέση, και β) Καθό μέρος η ένδικη ανακοπή κρίθηκε νόμιμη ως θεμελιούμενη στις διατάξεις του άρθρου 92 του ΠτΚ, όπως ίσχυε κατά τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, ορθά η εκκαλουμένη απόφαση εφάρμοσε και ερμήνευσε τις ανωτέρω διατάξεις και πρέπει να απορριφθεί ο λόγος έφεσης που περιέχεται στην ένδικη έφεση, κατά τον οποίο η ένδικη ανακοπή τυγχάνει μη νόμιμη, διότι κατά τον ίδιο λόγο δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω η διάταξη του άρθρου 92 του ΠτΚ. Όμοια απορριπτέος τυγχάνει και ο λόγος αντέφεσης καθό μέρος ζητείται η εξαφάνιση της εκκαλουμένης διότι κατά παράβαση του νόμου εκρίθη αυτή ως θεμελιούμενη στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 92 ΠτΚ συμπληρωματικώς εφαρμοζομένη και όχι στις διατάξεις του άρθρου 242 του Ν. 4364/2016, δεδομένου ότι σαφώς στην ένδικη ανακοπή αναφέρεται ότι η ανακόπτουσα ανηγγέλθη στην ανωτέρω διαδικασία μόνον για το ποσό των 16.250 ευρώ που αφορά στην τρίτη δόση του εξωδίκου συμβιβασμού και όχι για την ένδικη απαίτηση από την ένδικη αδικοπραξία για την οποία σαφώς αναφέρεται ότι η ίδια (ανακόπτουσα) εδήλωσε επιφύλαξη. Επιπλέον, πρέπει να απορριφθεί και ο λόγος αντέφεσης κατά τον οποίο κατά παράβαση του νόμου απερρίφθη με την εκκαλουμένη ως μη νόμιμο το αίτημα εξέλεγξης της ένδικης απαίτησης της ανακόπτουσας για το μετά τη θέση της καθής η ανακοπή εταιρείας σε εκκαθάριση μετά τόκων, δεδομένου ότι κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, κατά το άρθρο 24 του Ν. 3588/2007 (ΠτΚ) που εφαρμόζεται εν προκειμένω συμπληρωματικώς ως ισχύον κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης, από την θέση της ασφαλιστικής επιχείρησης σε εκκαθάριση, οι απαιτήσεις των πιστωτών παύουν να παράγουν νόμιμους ή συμβατικούς τόκους. Τέλος, ειδικώς όσον αφορά στην αξιούμενη με την ένδικη ανακοπή εξέλεγξη της αξίωσης της ανακόπτουσας περί χρηματικής ικανοποίησής της λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη, η ένδικη ανακοπή τυγχάνει επαρκώς ορισμένη, δεδομένου ότι στοιχεία του ορισμένου της αγωγής από αδικοπραξία είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς (πράξης ή παράλειψης), οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του ζημιώσαντος (ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων κατ` άρθρο 922 του ΑΚ), η πρόκληση ζημίας ή αναλόγως ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (σε περίπτωση θανάτου) και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας ή της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης που προκλήθηκαν (ΑΠ 367/2020 ΝΟΜΟΣ) στοιχεία που εν προκειμένω περιέχονται, απορριπτομένου ως αβασίμου του προσθέτου λόγου έφεσης που περιέχεται παραδεκτώς αν και δεν αναφέρεται πανηγυρικώς στις προτάσεις που κατέθεσε η εκκαλούσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης.

        VI) Από την προσήκουσα επανεκτίμηση των αποδείξεων και δη των εγγράφων που μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από το σύνολο των περιλαμβανομένων στις έγγραφες προτάσεις των διαδίκων ισχυρισμών και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία ουτεπαγγέλτως λαμβάνονται υπόψη, κατ’ άρθρον 336 παρ. 4 ΚΠολΔ, πιθανολογήθηκαν κατά την κρίση του δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 19-

7-2011 και περί ώρα 15·30 ο ………….. του ……….., σύζυγος της ανακόπτουσας ………χήρας ………, οδηγώντας την υπό στοιχεία κυκλοφορίας ………. δίκυκλη μοτοσικλέτα του, εκινείτο επί της Ε.Ο. Ρόδου – Λίνδου της νήσου Ρόδου, με κατεύθυνση από Λίνδο προς Ρόδο, κινούμενος στο μέσον της μοναδικής λωρίδας κυκλοφορίας του ρεύματος πορείας του. Η εν λόγω οδός, είναι οδός διπλής κατευθύνσεως, με συνολικό πλάτος οδοστρώματος 7,40 μ· ήτοι 3,70 μ. ανά κατεύθυνση, με μία λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, στο ύψος δε της 37ης χιλιομετρικής θέσης, όπου η ανώτατη επιτρεπόμενη ταχύτητα ρυθμίζεται σε 8ο χλμ./ώρα με ρυθμιστική της κυκλοφορίας πινακίδα Ρ-32, η τελευταία είναι διαμορφωμένη ως ευθεία, καλυμμένη με ασφαλτικό τάπητα, σημαίνεται δε με κατά μήκος διαγράμμιση επί του οδοστρώματος συνισταμένη σε διπλή διαχωριστική γραμμή, ενώ δεξιά και αριστερά του οδοστρώματος της υπάρχουν ερείσματα πλάτους 1,20 μ. Κατά τον ως άνω χρόνο, η κατάσταση του οδοστρώματος ήταν στο σημείο εκείνο ξηρά, υπήρχε πλήρης φυσικός φωτισμός, επικρατούσε καλοκαιρία και η κυκλοφορία των οχημάτων ήταν συχνή. Στο σημείο αυτό της οδού και συγκεκριμένα στη δεξιά πλευρά του ρεύματος πορείας προς Ρόδο, υπάρχει πρατήριο υγρών καυσίμων της ΕΚΟ. Την ίδια ημέρα και ώρα, ο ………. του …………οδηγώντας το με στοιχεία κυκλοφορίας …… ΙΧΦ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του, το οποίο για τις έναντι τρίτων προξενούμενες ζημίες ήταν ασφαλισμένο στην καθής η ανακοπή ασφαλιστική εταιρεία, αφού κινήθηκε επί της ανωτέρω εθνικής οδού, με κατεύθυνση ομοίως από Λίνδο προς Ρόδο, εισήλθε στο ανωτέρω πρατήριο προς ανεφοδιασμό του οχήματος του. Τη στιγμή που ο ανωτέρω οδηγός της μοτοσυκλέτας προσέγγιζε την ανωτέρω χιλιομετρική θέση, στο ύψος της οποίας ευρίσκεται το ανωτέρω πρατήριο, ο ανωτέρω οδηγός του ανωτέρω φορτηγού αυτοκινήτου, επεχείρησε να εξέλθει από αυτό, ούτως ώστε να εισέλθει στο ρεύμα κυκλοφορίας κατευθυνόμενος προς την πόλη της Ρόδου. Επειδή, ωστόσο, στο σημείο εξόδου από το χώρο του πρατηρίου προς την εθνική οδό και έμπροσθεν του οχήματος του ασφαλισμένου της καθής βρισκόταν ήδη σε θέση αναμονής, προκειμένου να εισέλθει, ομοίως, στην ίδια οδό με κατεύθυνση προς Ρόδο, άλλο αυτοκίνητο, οδηγούμενο από τον ……… του ………, ο ………., προσπέρασε το ανωτέρω έμπροσθεν αυτού όχημα από την αριστερή του πλευρά, ακολούθως εισήλθε από τη θέση εκείνη κάθετα στην εθνική οδό και ακολούθως πραγματοποίησε στροφή δεξιά, με αποτέλεσμα να βρεθεί στο μέσο του ρεύματος κυκλοφορίας της εν λόγω οδού προς Ρόδο. Εν τούτοις, ο τελευταίος αυτός οδηγός, αό αμέλειά του δεν ήλεγξε αν από αριστερά του επί της ανωτέρω οδού, με κατεύθυνση προς Ρόδο, εκινείτο κάποιο όχημα, ώστε να βεβαιωθεί απολύτως ότι μπορούσε να εισέλθει σε αυτή χωρίς κίνδυνο ή παρακώλυση των λοιπών χρηστών της οδού, λαμβάνοντας υπόψη τη θέση και την ταχύτητά τους, με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί την προαναφερομένη κίνηση της μοτοσυκλέτας στην οδό, όπως ευχερώς θα μπορούσε, εάν είχε διακόψει την πορεία του ακριβώς στο σημείο αναμονής του στην έξοδο από το ανωτέρω πρατήριο προς την εθνική οδό, καθώς στο σημείο αυτό δεν περιορίζεται η ορατότητα από φυσικά ή τεχνητά εμπόδια. Έτσι, κατά τον χρόνο που ο τελευταίος πραγματοποιούσε με το φορτηγό του τους παραπάνω ελιγμούς επί της εθνικής οδού, διέκοψε αιφνιδίως την πορεία της οδηγούμενης από τον σύζυγο της ανακόπτουσας μοτοσικλέτας, που εκινείτο στο μέσον του ρεύματος πορείας με κατεύθυνση προς Ρόδο. Ο τελευταίος, μολονότι επεχείρησε αποφευκτικό ελιγμό προς τα αριστερά, έτσι ώστε να διέλθει δια μέσου του ελευθέρου χώρου, αριστερά του φορτηγού, δεν κατόρθωσε να επιτύχει τούτο, έχασε τον έλεγχο του οχήματος του, καθώς ευρίσκετο σε κοντινή απόσταση από την έξοδο του πρατηρίου το εξερχόμενο όχημα του ………, και προσέκρουσε αρχικά με τη δεξιά πλευρά της υπ’ αυτού οδηγούμενης μοτοσυκλέτας στην αριστερή πλευρά του εξερχόμενου από το πρατήριο ανωτέρω φορτηγού αυτοκινήτου και ακολούθως, χωρίς να ανατραπεί, παρεξέκλινε προς τα αριστερά της πορείας του, εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, και αφού διήνυσε απόσταση περίπου είκοσι μέτρων, κινούμενος διαγωνίως επί του ρεύματος πορείας της ανωτέρω οδού προς Λίνδο, προσέκρουσε σε δένδρο που ευρίσκεται εντός του ερείσματος που υπάρχει στη δεξιά πλευρά του οδοστρώματος για τα κινούμενα προς Λίνδο οχήματα, όπου ακινητοποιήθηκε, ενώ η μοτοουκλέτα ακινητοποιήθηκε σε μικρή απόσταση από τον ίδιο και το δένδρο. Η πρόσκρουση του οδηγού της μοτοσυκλέτας στο δένδρο είχε ως αποτέλεσμα το θανάσιμο τραυματισμό του οδηγού αυτής, όπως ειδικότερα αναλύεται κατωτέρω. Οι παραπάνω συνθήκες του ατυχήματος και η αιφνίδια παρεμβολή του φορτηγού αυτοκινήτου στην κανονική κατά τα άνω πορεία της δίκυκλης μοτοσυκλέτας πιθανολογήθηκε και από την από 22-7-2011 ένορκη προανακριτική κατάθεση του αυτόπτη μάρτυρα ………… ο οποίος μεταξύ άλλων κατέθεσε «… Τότε από αριστερά, μου με προσπέρασε ένα πράσινο φορτηγάκι και χωρίς να σταματήσει μπήκε στην Εθνική οδό και συγκρούστηκε με μία μηχανή η οποία κινούνταν από Λίνδο προς Ρόδο και είχε κανονική πορεία…», και την από 30- 9-2015 συμπληρωματική μαρτυρία αυτού ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου κατά την οποία «… Ήμουν στην έξοδο του πρατηρίου από Λίνδο για Ρόδο. Από πίσω ήταν ο …………Με παρέκαμψε και βγήκε … Υπάρχει ορατότητα. Είναι ευθεία και βλέπεις μακριά. Σκέφτηκα δεν προλαβαίνω να βγω και μετά βγήκε ο κατηγορούμενος… Ο θανών έκανε προσπάθεια ελιγμού προς τα αριστερά… Είδα εγώ τη μηχανή και αποφάσισα να μην μπω στο ρεύμα. Είδα τη μηχανή. Εκινείτο κανονικά η μηχανή. Νορμάλ πήγαινε ο άνθρωπος…». Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται και από την έκθεση αυτοψίας σε συνδυασμό με την από 3-2-2012 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του μηχανολόγου μηχανικού …….., η οποία διενεργήθηκε στα πλαίσια της αστυνομικής προανάκρισης που διενεργήθηκε από το τμήμα τροχαίας Ρόδου. Επομένως, πιθανολογείται, ότι αποκλειστικός υπαίτιος του ανωτέρω τροχαίου ατυχήματος ήταν ο οδηγός του υπό στοιχεία κυκλοφορίας ………ΙΧΦ αυτοκινήτου, καθόσον από αμέλειά του και δη μη επιδεικνύοντας την απαιτούμενη κατά νόμο επιμέλεια, δεν συμμορφώθηκε με την υποχρέωσή του, λόγω της θέσης του σε παρακείμενο σταθμό ανεφοδιασμού και της πρόθεσής του να εισέλθει στην εθνική οδό, να διακόψει την πορεία του οχήματος του ακριβώς στο σημείο αναμονής στην έξοδο από το χώρο του σταθμού και να ελέγξει την κίνηση των οχημάτων προς Ρόδο, παραβιάζοντας τοιουτοτρόπως την προτεραιότητα της ανωτέρω μοτοσυκλέτας η οποία εκινείτο επί της ανωτέρω εθνικής οδού, με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί της πορείας της και να προκαλέσει την πρόσκρουσή της στο όχημά του και τελικά την ανατροπή της, κατά παράβαση των άρθρων 12 παρ.1, 26 παρ. 5 εδ.α, β περ.α α, β του Ν. 2696/1999· Εάν ο οδηγός του ανωτέρω υπό στοιχεία κυκλοφορίας …….. ΙΧΦ αυτοκινήτου συμμορφωνόταν με τους ανωτέρω κανόνες οδηγητικής συμπεριφοράς, θα διέκοπτε την πορεία αυτού προ της οδού, θα επέτρεπε τη διέλευση των οχημάτων που εκινούντο επ’ αυτής και θα συνέχιζε την πορεία του, αφού είχε βεβαιωθεί απολύτως ότι μπορούσε αν πράξει τούτο με ασφάλεια και χωρίς παρακώλυση των λοιπών χρηστών της οδού που εκινούντο στο ρεύμα κυκλοφορίας με κατεύθυνση προς Ρόδο και δεν θα ελάμβανε χώρα το ένδικο ατύχημα. Η επίδειξη εκ μέρους του οδηγού του υπό στοιχεία κυκλοφορίας ……. ΙΧΦ αυτοκινήτου της ανωτέρω αμελούς οδηγητικής συμπεριφοράς συνδέεται αιτιωδώς με το ατύχημα ως μόνης ενεργούς αιτίας αυτού, αφού δεν πιθανολογήθηκαν περιστατικά συμμετοχής του οδηγού της μοτοσυκλέτας στην πρόκληση του ατυχήματος, καθώς η αιφνίδια είσοδος του οχήματος που οδηγούσε ο ανωτέρω οδηγός του φορτηγού αυτοκινήτου, δεν κατέλειπε στον οδηγό της μοτοσυκλέτας κανένα περιθώριο αποτελεσματικού αποφευκτικού ελιγμού. Περαιτέρω, από την ένορκη κατάθεση του ανωτέρω αυτόπτη μάρτυρα που κανένα συμφέρον από την έκβαση της παρούσας δίκης έχει, αποδεικνύεται ότι ο ανωτέρω οδηγός της δίκυκλης μοτοσυκλέτας εκινείτο κανονικά, δίχως να αποδεικνύεται ότι εκινείτο με υπερβολική, πέραν του επιτρεπομένου ορίου, ταχύτητα ή υπερβολική για τις περιστάσεις ταχύτητα, επιπλέον δε απεδείχθη ότι επεχείρησε αποφευκτικό ελιγμό προς τα αριστερά δίχως αποτέλεσμα. Εξάλλου, η παράλειψη του οδηγού να εκτελέσει τροχοπέδηση ώστε να ακινητοποιήσει την υπ’ αυτού οδηγούμενη μοτοσυκλέτα δεν υποδηλώνει μη επίδειξη από μέρους του της απαιτούμενης επιμέλειας κατά την οδήγηση, διότι ένα τέτοιο εγχείρημα τη δεδομένη χρονική στιγμή δεν θα μπορούσε, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, να πραγματοποιηθεί επιτυχώς, δεδομένου ότι και από την ανωτέρω κατάθεση του αυτόπτη μάρτυρα ………… η ανωτέρω μοτοσυκλέτα ευρίσκετο πλησίον της εξόδου από το ανωτέρω πρατήριο, με αποτέλεσμα να πιθανολογείται ότι δεν είχε το χρονικό περιθώριο ο ανωτέρω οδηγός της ανωτέρω δίκυκλης μοτοσυκλέτας να πραγματοποιήσει τροχοπέδηση του οχήματος του ώστε να επιτύχει κατά τρόπο ασφαλή ομαλή ακινητοποίηση του οχήματος του. Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι ο ανωτέρω οδηγός της δίκυκλης μοτοσυκλέτας δεν διέθετε κατά το χρόνο του ενδίκου συμβάντος άδεια ικανότητας οδήγησης μοτοσυκλέτας κυλινδρισμού 125 κυβικών, αλλά μόνον άδεια ικανότητας μοτοποδηλάτου. Εντούτοις, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα, το ανωτέρω γεγονός ήτοι η μη διάθεση υπ’ αυτού άδειας ικανότητας οδήγησης μοτοσυκλέτας δεν πιθανολογείται ότι συνετέλεσε στο ένδικο ατύχημα, διότι η πρόσκρουση της ανωτέρω μοτοσυκλέτας στο ανωτέρω φορτηγό αυτοκίνητο δεν συνέβη εξαιτίας αδεξιότητας ή οιοδήποτε εσφαλμένου χειρισμού εκ μέρους του, αλλά εξαιτίας της αιφνίδιας παρεμβολής του οχήματος του ανωτέρω οδηγού του ανωτέρω φορτηγού αυτοκινήτου στο ρεύμα πορεία της ανωτέρω μοτοσυκλέτας που θα εμπόδιζε κάθε μέσο συνετό οδηγό που διέθετε σχετική άδεια οδήγησης μοτοσυκλέτας να αποφύγει την ένδικη σύγκρουση. Μόνη δε η παράβαση κάποιας διάταξης του ΚΟΚ δεν αρκεί για να θεμελιώσει πταίσμα του οδηγού για το ατύχημα εάν δεν συνδέεται αιτιωδώς με την πρόκλησή του, όπως εν προκειμένω. Κατόπιν των ανωτέρω, η περί συνυπαιτιότητος του θανόντος συζύγου της ανακόπτουσας και οδηγού της ανωτέρω μοτοσυκλέτας ένσταση της καθής η ανακοπή, που προεβλήθη παραδεκτώς στα πλαίσια της συζήτησης της ένδικης υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και επαναφέρεται, έστω και μη πανηγυρικά, με τις προτάσεις που κατετέθησαν υπό της εκκαλούσας κατά τη συζήτηση της ένδικης υπόθεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως πρόσθετος λόγος έφεσης, τυγχάνει απορριπτέα ως αβάσιμη στην ουσία της. Όμοια η εκκαλουμένη κρίνοντας, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου ως αβασίμου στην ουσία του του προσθέτου λόγου έφεσης της εκκαλούσας που υπεβλήθη με τις προτάσεις περί κακής εκτίμησης αποδείξεων. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι από τη βίαιη πρόσκρουση του οδηγού της μοτοσυκλέτας στο δένδρο, ο οδηγός αυτής υπέστη βαριές κακώσεις εκ των οποίων ως μόνης ενεργούς αιτίας επήλθε αμέσως ο θάνατός του. Ειδικότερα, πιθανολογήθηκε ότι κατόπιν παραγγελίας του Τμήματος Τροχαίας Ρόδου, διενεργήθηκε νεκροψία – νεκροτομή, από την οποία προέκυψε ότι ο θανών οδηγός της ανωτέρω μοτοσυκλέτας υπέστη θλαστικό τραύμα στη δεξιά βρεγματοκροταφική χώρα, θλαστικά τραύματα (ραχιαίας επιφάνειας δεξιάς άκρας χειρός, δεξιού γόνατος, δεξιάς πτερνικής χώρας), εκχύμωση κάτω βλεφάρου δεξιού οφθαλμού και άνω βλεφάρου του αριστερού οφθαλμού, περγαμηνοειδείς εκδορές και εκχυμώσεις (μετωπιαίας χώρας, προσώπου, δεξιού άνω άκρου, δεξιάς πλάγιας θωρακοκοιλιακής χώρας, δεξιάς ωμοπλατιαίας και ισχιακής χώρας, δεξιάς κνήμης, δεξιού γόνατος) και ανοιχτό κάταγμα δεξιάς ποδοκνήμης (κάτω τρίτη μορίου), ενώ από τα ευρήματα της νεκροτομής προέκυψαν ότι ο ίδιος υπέστη: α) συντριπτικά κατάγματα κρανίου (δεξιού κροταφικού, ινιακού, βρεγματικού οστού, βάσης, τουρκικού εφιπίου), διάχυτη υπαραχνοειδή αιμορραγία των εγκεφαλικών ημισφαιρίων, αιμορραγικές διηθήσεις και θλάσεις της εγκεφαλικής ουσίας, ιδιαίτερα της επιφάνειας του δεξιού ημισφαιρίου, β) αιμορραγικές διηθήσεις στο λαιμό και το θώρακα, οι κλείδες καθώς και όλες οι πλευρές έφεραν κατάγματα σώματος και περιστερνικά, οι θωρακικές κοιλότητες πλήρεις από ποσότητες αίματος, γ) κάταγμα στο ύψος των σπονδύλων Θ2-Θ3 της σπονδυλικής στήλης και πλήρης διατομή αυτής στο ύψος των σπονδύλων Θ5-Θ6, δ) έξαιμοι πνεύμονες που φέρουν μικρορήξεις και θλάσεις στην οπίσθια επιφάνειά τους, κυρίως ο δεξιός πνεύμονας ε) στην καρδιά η αορτή έφερε ρήξη τοιχώματος αυτής στην κατιούσα πλησίον του τόξου της, στ) ο σπλήνας έφερε ρήξη και οι περινεφρικοί ιστοί ελέγχθηκαν με οπισθοπεριτοναικό αιμάτωμα από δεξιά, ενώ ο δεξιός νεφρός έφερε θλάση. Κατά το συμπέρασμα της ιατροδικαστού ……….., ο θάνατος του συζύγου της ανακόπτουσας ………….. οφείλεται σε βαρεία κρανιοεγκεφαλική κάκωση, ρήξη θωρακικής αορτής και αιμορραγία. Περαιτέρω απεδείχθη ότι ο θανών δεν έφερε προστατευτικό κράνος πλην όμως η εν λόγω παράλειψη του θανόντος δεν συνετέλεσε αιτιωδώς στο επελθόν αποτέλεσμα, και δη στο θανάσιμο τραυματισμό του, ο οποίος θα επέρχονταν ακόμη κι αν δεν είχε τραυματισθεί στο κεφάλι, συνεπεία των λοιπών πολλαπλών κακώσεων των λοιπών ζωτικών οργάνων του και δη της καρδιάς πνευμόνων, θώρακα, σπλήνας. Επομένως, η περί συνυπαιτιότητος του ανωτέρω οδηγού της μοτοσυκλέτας στον επίδικο θανάσιμο τραυματισμό του ένσταση της εκκαλούσας την οποία η εκκαλούσα προέβαλε παραδεκτώς σε πρώτο βαθμό και ήδη επαναφέρει με πρόσθετο λόγο έφεσης που εκτιμάται ότι ασκείται με τις προτάσεις της παρούσας συζήτησης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, τυγχάνει απορριπτέα ως αβάσιμη στην ουσία της. Όμοια κρίνοντας και η εκκαλουμένη έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα παραδεκτώς, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του προσθέτου λόγου έφεσης που υπεβλήθη με τις προτάσεις της παρούσας συζήτησης περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων ως αβάσιμου στην ουσία του. Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι ο θανών οδηγός της ανωτέρω μοτοσυκλέτας και σύζυγος της ανακόπτουσας, ηλικίας 45 ετών κατά το χρόνο του ενδίκου ατυχήματος, ήταν υγιής και συνδέετο με την ανακόπτουσα, νυμφευμένος μεθ’ εαυτής επί δεκαοκτώ έτη, με σχέσεις αγάπης και στοργής. Ο βίαιος και αιφνίδιος θάνατος αυτού, προκάλεσε στην ανακόπτουσα βαθύτατη θλίψη και στεναχώρια. Για το λόγο αυτό, για την απάμβλυνση της ψυχικής οδύνης που υπέστη η ανακόπτουσα από το θάνατο του συζύγου της προς ψυχική αυτής παρηγοριά και ηθική της ανακούφιση δικαιούται εύλογης χρηματικής ικανοποίησης κατ’ άρθρο 932 ΑΚ, η οποία, λαμβάνοντας υπόψη το είδος της προσβολής, την ηλικία του θανόντος και τη σχέση του με την ανακόπτουσα, τις ιδιαίτερης συνθήκες του ατυχήματος, την αποκλειστική υπαιτιότητα του οδηγού του ανωτέρω φορτηγού αυτοκινήτου στο θανάσιμο τραυματισμό του, την οικονομική και κοινωνική κατάσταση της ανακόπτουσας και του υπαιτίου οδηγού αλλά και τις αρχές της αναλογικότητας, ανερχόμενη στο ποσό των ευρώ 65.000, όπως έχει κριθεί εξάλλου με δύναμη δεδικασμένου για το ίδιο συμβάν μεταξύ της ήδη ανακόπτουσας και του ανωτέρω οδηγού του ζημιογόνου οχήματος. Όμοια κρίνοντας και η εκκαλουμένη ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του σχετικού προσθέτου λόγου περί κακής εκτίμησης των αποδείξεων που προβάλλεται έστω και μη πανηγυρικά με τις προτάσεις της εκκαλούσας που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της ένδικης έφεσης. Για την ένδικη απαίτησή της η ανακόπτουσα ήγειρε κατά του ανωτέρω υπαιτίου οδηγού αλλά και της ήδη καθής η ανακοπή την από 18-4-2013 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, ζητώντας προς αποκατάσταση της χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη από το θάνατο του συζύγου της κατά το ανωτέρω ένδικο συμβάν το ποσό των ευρώ 249·500 νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της ανωτέρω αγωγής στην καθής η ανακοπή ήτοι από 23-5-2013. Η εν λόγω αγωγή συζητήθηκε ενώπιον του ανωτέρω του ανωτέρω δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 18-11-2013, πλην όμως δεν εκδόθηκε οριστική απόφαση και κατόπιν ανασυζητήσεως αυτής και επανάληψης ακολούθως της συζήτησης αυτής ορίσθηκε δικάσιμος προς συζήτησή της, κατόπιν αναβολής, η 17-9- 2018. Εξαιτίας της καθυστέρησης έκδοσης οριστικής απόφασης επί της ανωτέρω αγωγής της, η ανακόπτουσα, δυνάμει του από 27-9-2017 ιδιωτικού συμφωνητικού, συμβιβάστηκε εξωδίκως με την καθής. Κατά το εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό, προς αποφυγή περαιτέρω δικαστικών διενέξεων και εξόδων, τα διάδικα μέρη συμφώνησαν ότι η καθής η ανακοπή σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση κάθε είδους απαιτήσεων της ήδη ανακόπτουσας θα της καταβάλει το ποσό των ευρώ 65.000 (όρος Β.1), ποσό το οποίο συμφωνήθηκε όπως καταβληθεί σε τρεις δόσεις και δη ποσό ευρώ 32.500 την 27-9-2017, ποσό ευρώ 16.250 την 9-2-1018 και ποσό ευρώ 16.250 την 2-3-2018. Κατά τον όρο Β·5 του ανωτέρω συμφωνητικού συμφωνήθηκε ότι η ανωτέρω συμφωνία τελούσε υπό τον όρο εμπρόθεσμης πληρωμής των ανωτέρων δόσεων, σε περίπτωση δε μη πληρωμής έστω και μίας δόσης για οιαδήποτε αιτία η ανωτέρω συμφωνία θα θεωρείται ως μη γενομένη και τα ποσά που τυχόν έχουν καταβληθεί έως τότε θα συμψηφίζονται προς απαίτηση της ήδη ανακόπτουσας και θα καταλογισθεί ως έναντι εξόφληση της δικαστικής απόφασης που θα εκδίδετο επί της ανωτέρω αγωγής. Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι κατεβλήθησαν στην ανακόπτουσα υπό της καθής οι δύο πρώτες δόσεις του ποσού που συμφωνήθηκε εξωδίκως συμβιβαστικά, προ της ημερομηνίας εν τούτοις καταβολή της ανωτέρω τρίτης δόσης και δη με τη με αριθμό 261/23-2-2018 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ ΠΡΑ.Δ.Ι.Τ. …./23- 2-2018) αποφασίσθηκε η οριστική ανάκληση της αδείας λειτουργίας της καθής και η θέση της υπό καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης, διορίσθηκε δε ασφαλιστική εκκαθαρίστρια η ……… του …….. Η τελευταία, με ανακοίνωσή της η οποία δημοσιεύθηκε σε φύλλα ημερησίων, πανελλαδικής κυκλοφορίας εφημερίδων, όπως επίσης και στην ιστοσελίδα της καθής, κάλεσε τους δικαιούχους απαιτήσεων από ασφάλιση να αναγγείλουν τις απαιτήσεις που διατηρούν σε βάρος της καθής εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία της πρώτης δημοσίευσης ήτοι από 23-3-2018. Η ανακόπτουσα ανήγγειλε εμπροθέσμως την απαίτησή της για την καταβολή του ποσού των ευρώ 16.250, ήτοι της ανωτέρω δόσης του ανωτέρω συμβιβασμού, στις 23-4-2018 σύμφωνα με το άρθρο 242 του Ν. 4364/2016, επιφυλασσόμενη ρητά, εν τούτοις, με το έγγραφο της αναγγελίας της ανωτέρω απαίτησής της να προχωρήσει στην εκδίκαση της ανωτέρω αγωγής της κατά της καθής κατά την ανωτέρω μετ’ αναβολή ορισθείσα δικάσιμο της 17-9-2018 για το σύνολο των απαιτήσεών της σε περίπτωση που η καθής δεν κατέβαλε την ανωτέρω τρίτη συμφωνηθείσα με τον εξώδικο συμβιβασμό δόση, έως την ανωτέρω δικάσιμο, επικαλούμενη την πλήρωση της διαλυτικής αίρεσης υπό την οποία τελούσε ο ανωτέρω εξώδικος συμβιβασμός. Η ανωτέρω ημερομηνία παρήλθε δίχως την εκ μέρους της καθής καταβολή στην ανακόπτουσα του ανωτέρω ποσού, με αποτέλεσμα, η ανακόπτουσα να συζητήσει την ανωτέρω αγωγή σε βάρος της καθής, η συζήτηση της οποίας κηρύχθηκε απαράδεκτη. Η καθής ανήρτησε στην ιστοσελίδα της την 15-10- 2019 την Κατάσταση Δικαιούχων Απαιτήσεων από Ασφάλιση, στην οποία συμπεριέλαβε την ανακόπτουσα για την ανωτέρω αναγγελθείσα υπ’ αυτής απαίτηση των 16.250 ευρώ. Εν τούτοις, η ανακόπτουσα με την ένδικη ανακοπή της διατείνεται ότι πληρώθηκε η ανωτέρω διαλυτική αίρεση υπό την οποία τελούσε η ανωτέρω απαίτησή της κατά τον εξώδικο συμβιβασμό, όπως και έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη. Περαιτέρω με την εκκαλουμένη έγινε περαιτέρω δεκτό ότι πληρώθηκε η ανωτέρω διαλυτική αίρεση του ανωτέρω εξωδίκου συμβιβασμού με αποτέλεσμα η ανακόπτουσα να διατηρεί αξίωση σε βάρος της καθής η ανακοπή εταιρείας από την ανωτέρω αδικοπραξία. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εκκαλούσα δεν αντιλέγει ότι ο ανωτέρω εξώδικος συμβιβασμός τελούσε υπό την ανωτέρω διαλυτική αίρεση όπως δεν αρνείται ειδικώς την πλήρωση της εν λόγω διαλυτικής αίρεσης. Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι η απαίτηση της ανακόπτουσας σε βάρος της καθής η ανακοπή εταιρείας εκ της ανωτέρω αδικοπραξίας ανέρχεται, υπολογιζομένη μετά την αφαίρεση των ανωτέρω ποσών 32.500 που κατεβλήθη υπό της καθής την 27-9-2017 και ποσού ευρώ 16.250 που κατεβλήθη από την καθής την 9-2-2018 τα οποία και η ίδια η ανακόπτουσα αφήρεσε με την ένδικη ανακοπή της, πλέον τόκων υπερημερίας και όχι επιδικίας, όπως κατά τα άνω κρίθηκε, για το χρονικό διάστημα από την επομένη της επίδοσης της ανωτέρω αγωγής της ανακόπτουσας κατά της καθής η ανακοπή, έως της θέσεως της καθής η ανακοπή εταιρείας, υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, που κατά τα άνω τυγχάνει νόμιμο το αίτημα επιδίκασης τόκων, δεδομένου ότι ακολούθως κατά τα άνω παύει η τοκοφορία, ήτοι τόκων υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 23-5-2013 έως και 23-2-2018, στο συνολικό ποσό των ευρώ 38-7873,57- Συγκεκριμένα, (α) κατά το χρονικό διάστημα από 23-5-2013 έως 12-11-2013 επί κεφαλαίου 65.000 ευρώ με επιτόκιο υπερημερίας 8% οι αναλογούντες τόκοι υπερημερίας ανέρχονται στο ποσό των ευρώ 2 2.478,90, (β) κατά το χρονικό διάστημα από 13-11-2013 έως 10-6-2014 επί κεφαλαίου 65.000 ευρώ με επιτόκιο 7,75% οι αναλογούντες τόκοι υπερημερίας ανέρχονται στο ποσό των 2.898,29 ευρώ, (γ) κατά το χρονικό διάστημα από 11-6-2014 έως 9-9- 2014 επί κεφαλαίου 65.000 ευρώ με επιτόκιο 7,4% οι αναλογούντες τόκοι υπερημερίας ανέρχονται στο ποσό των ευρώ 1.199,21, (δ) κατά το χρονικό διάστημα από 10-9-2014 έως 15-3-2016 επί κεφαλαίου 65.000 ευρώ, με επιτόκιο 7,3% οι αναλογούντες τόκοι υπερημερίας ανέρχονται στο ποσό των ευρώ 7-186,34, (ε) κατά το χρονικό διάστημα από 16-3-2016 έως 27-9-2017, επί κεφαλαίου 65.000 ευρώ με επιτόκιο 7,25% οι αναλογούντες τόκοι υπερημερίας ανέρχονται στο ποσό των ευρώ 7.232,78, (στ) κατά το χρονικό διάστημα από 28-9-2017 έως 9-2-2018 επί κεφαλαίου εκ ποσού ευρώ 53-495,52 δεδομένου ότι έναντι των έως τότε τόκων και του ανωτέρω κεφαλαίου κατεβλήθη υπό της καθής στην ανακόπτουσατο ποσό των ευρώ 32.500, με επιτόκιο 7,25% οι αναλογούντες επί του τελευταίου αυτού κεφαλαίου τόκοι υπερημερίας ανέρχονται στο ποσό των ευρώ 1.434,49 ευρώ, (ζ) κατά το χρονικό διάστημα από 10-2-2018 έως 23-2-2018 επί κεφαλαίου εκ ποσού ευρώ 38.680,01, δεδομένου ότι την 9-2-2018 κατεβλήθη το ποσό των ευρώ 16.250 εκ του οποίου εξοφλήθησαν οι έως τότε τόκοι και μέρος του κεφαλαίου, με επιτόκιο 7,25%, οι αναλογούντες σε αυτό τόκοι υπερημερίας ανέρχονται στο ποσό των ευρώ 107,56. Ως εκ τούτου, κατόπιν ορθής εκτίμησης των αποδείξεων με την εκκαλουμένη έγινε δεκτό ότι η ανακόπτουσα εκ της προαναφερομένης αιτίας διατηρεί απαίτηση κατά της καθής εκ ποσού ευρώ 38.787,57 και ακολούθως, δεχόμενη την ένδικη ανακοπή ως βάσιμη και στην ουσία της διέταξε τη μεταρρύθμιση της ανωτέρω από 15-10-2019 Κατάστασης Δικαιούχων Απαιτήσεων από Ασφάλιση της καθής η ανακοπή υπό εκκαθάριση τελούσας ασφαλιστικής εταρείας που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της, προκειμένου να συμπεριληφθεί σε αυτήν, αντί του ποσού των 16.250 ευρώ για το οποίο η ανακόπτουσα κατετάγη, για το ποσό των ευρώ 38.787,57· θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ένδικη ανακοπή όπως αυτή εκτιμήθηκε ως θεμελιούμενη στις διατάξεις του άρθρου 92 του ανωτέρω Πτωχευτικού Κώδικα ασκήθηκε εντός 45 ημερών από την τελευταία δημοσίευση της ανωτέρω Κατάστασης, δεδομένου ότι η ανακόπτουσα, αναφέρει στην ένδικη ανακοπή της και δεν αμφισβητείται ειδικώς από την καθής ότι η τελευταία δημοσίευση αυτής (κατάστασης) έλαβε χώρα την 30- 10-2019.

        Κατόπιν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης και αντέφεσης προς διερεύνηση, πρέπει (ι) η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να απορριφθεί αυτή στην ουσία της όπως επίσης πρέπει (ιι) να γίνουν τυπικά δεκτοί οι περιεχόμενοι στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε η εκκαλούσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου πρόσθετοι λόγοι έφεσης και να απορριφθούν αυτοί στην ουσία τους, και τέλος πρέπει (ιιι) να γίνει τυπικά δεκτή η υπό της εφεσίβλητης ασκηθείσα ανωτέρω με αυτοτελές δικόγραφο αντέφεση και να γίνει εν μέρει δεκτή στην ουσία της, κατά τα άνω και δη καθό μέρος με την ένδικη ανακοπή η ανακόπτουσα αξίωνε την εξέλεγξη της ένδικης απαίτησής της μετά τόκων επιδικίας, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε σιωπηρά στην ουσία του ενώ έπρεπε να απορριφθεί ως μη νόμιμο. Περαιτέρω, πρέπει να εξαφανισθεί εκ του λόγου τούτου εν μέρει η εκκαλουμένη, να κρατηθεί και να αναδικασθεί η ένδικη ανακοπή, και αφού κριθεί εν μέρει νόμιμη κατά τα άνω, να γίνει περαιτέρω δεκτή στην ουσία της και να αναγνωρισθεί ότι η ανακόπτουσα είναι δικαιούχος απαίτησης που απορρέει από ένδικο τροχαίο ατύχημα και δη απαίτησης χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη από τον επελθόντα κατά το τροχαίο ατύχημα της 19-7-2011 θανάσιμο τραυματισμό του συζύγου της ……… η οποία (απαίτηση) ανέρχεται στο ποσό των 38-787,57 ευρώ, ώστε να επαληθευθεί η απαίτηση αυτή και να συμπεριληφθεί η ανακόπτουσα για το ως άνω ποσό στην κατάσταση δικαιούχων απαιτήσεως από ασφάλιση που έχει συνταχθεί από τον εκκαθαριστή της καθής εκκαλούσας, μεταρρυθμιζομένης της εν λόγω κατάστασης στην οποία η ανακόπτουσα περιελήφθη για το ποσό των ευρώ 16.250. Περαιτέρω, λόγω της απόρριψης της έφεσης της εκκαλούσας, πρέπει, κατά το άρθρο 494 παΡ 3 ΚΠολΔ, το καταβληθέν παράβολο άσκησης της κρινόμενης έφεσης, να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο, λόγω της ήττας της εκκαλούσας. Τέλος, πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα των διαδΐκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω της δυσχέρειας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (αρθρ. 179, 183 Κ.Πολ.Δ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

                                                   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

(……)        Δέχεται τυπικά και απορρίπτει στην ουσία τους (α) την από 07-07- 2020, κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ………/09-07-2020 και στη γραμματεία του Εφετείου Αθηνών, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……./09-07-2020, έφεση της εκκαλούσας υπό ασφαλιστική εκκαθάριση τελούσας εταιρείας με την επωνυμία «…….. ΑΑΕ» και (β) τους ασκηθέντες με τις προτάσεις που κατέθεσε η ανωτέρω εκκαλούσα εταιρεία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της ένδικης υπόθεσης, προσθέτους λόγους έφεσης….

        Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν την από 18.01.2021, κατατεθείσα στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου Εφετείου Αθηνών με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……../19-01-2021 αντέφεση της εφεσιβλήτου η ανωτέρω έφεση – αντεκκαλούσας ………..χήρας ……….., το γένος ……….., κατά της με αριθμό 2410/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εξεδόθη με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αντιμωλίαν των διαδίκων…..

        Αναγνωρίζει ότι η ανακόπτουσα ………..χήρα ……….. το γένος …………….., τυγχάνει δικαιούχος απαίτησης που απορρέει από το ένδικο τροχαίο ατύχημα και δη απαίτησης χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη από τον επελθόντα, κατά το τροχαίο ατύχημα της 19-7-2011, θανάσιμο τραυματισμό του συζύγου της ……….. η οποία (απαίτηση) ανέρχεται στο ποσό των 38.787,57 ευρώ, ώστε να επαληθευθεί η απαίτηση αυτή και να συμπεριληφθεί η ανακόπτουσα για το ως άνω ποσό στην κατάσταση δικαιούχων απαιτήσεως από ασφάλιση που έχει συνταχθεί από τον εκκαθαριστή της καθής η ανακοπή – εκκαλούσας, μεταρρυθμιζομένης της εν λόγω κατάστασης στην οποία η ανακόπτουσα περιελήφθη μόνον για το ποσό των ευρώ 16.250 (…………)

Προσωπικά Δεδομένα – Καταδίκη Δημοτικής Επιχείρησης από την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων σε συνολικό πρόστιμο €8.000 για παραβίαση προσωπικών δεδομένων πρώην εργαζόμενου στην επιχείρηση. (αποφ. 39/2021 της Α.Π.Π.Δ.)

Προσωπικά Δεδομένα. Καταγγελία για παραβίαση τους στην Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Επιβολή από  την Α.Π.Π.Δ. χρηματικού προστίμου συνολικού ύψους 8.000 ευρώ σε Δημοτική Επιχείρηση, επειδή κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1 στοιχ. γ’ και 12 παρ. 3 και 15 του ΓΚΠΔ  α) χορήγησε σε πρώην εργαζόμενο βεβαίωση προϋπηρεσίας στην οποία αναγράφηκε εκτός του είδους και της διάρκειας της εργασίας και η πληροφορία ότι απολύθηκε λόγω αξιόποινης πράξης και β) δεν απάντησε ποτέ γραπτώς στο αίτημα του καταγγέλλοντος να του χορηγηθεί αντίγραφο βιντεοσκοπημένου υλικού που τον αφορούσε, απορρίπτοντάς το σιωπηρά. (αποφ. 39/2021 της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων)

ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ 39/2021

(Τμήμα) 

Η  Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα συνεδρίασε σε σύνθεση Τμήματος στην έδρα της την 26.05.2021 μετά από πρόσκληση του Προέδρου της, προκειμένου να εξετάσει την υπόθεση που αναφέρεται στο ιστορικό της παρούσας. Παρέστησαν ο Αναπληρωτής Πρόεδρος Γ. Μπατζαλέξης, κωλυομένου του Προέδρου της Αρχής Κ. Μενουδάκου, τα τακτικά μέλη της Αρχής Σ. Βλαχόπουλος  και Κ. Λαμπρινουδάκης, ως εισηγητής και το αναπληρωματικό μέλος της Αρχής Γ. Τσόλιας, σε αντικατάσταση του τακτικού μέλους Χ. Ανθόπουλου, ο  οποίος, αν και εκλήθη νομίμως  εγγράφως,  δεν  παρέστη  λόγω  κωλύματος.  Παρούσες  χωρίς  δικαίωμα ψήφου ήταν οι K. Καρβέλη, ειδικός επιστήμονας-δικηγόρος, ως βοηθός εισηγητή, η οποία αποχώρησε μετά τη συζήτηση της υπόθεσης και πριν από τη διάσκεψη και τη λήψη απόφασης και η Ε. Παπαγεωργοπούλου, υπάλληλος του τμήματος διοικητικών υποθέσεων της Αρχής, ως γραμματέας.

Η Αρχή έλαβε υπόψη της τα ακόλουθα: 

Με τις υπ’ αρ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/1084/20 και Γ/ΕΙΣ/2648/20 καταγγελίες του προς την Αρχή, ο Α. καταγγέλλει τη Δημοτική Επιχείρηση …… Ρόδου «…..» για μη νόμιμη επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων. Συγκεκριμένα με την με αρ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/1084/20 καταγγελία του καταγγέλλει ότι κατόπιν της απολύσεώς του από τη  Δημοτική Επιχείρηση ………., ζήτησε βεβαίωση προϋπηρεσίας ότι εργάσθηκε στην επιχείρηση, την οποία του χορήγησαν, προσθέτοντας όμως κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας ότι απολύθηκε λόγω αξιόποινης πράξης, προκαλώντας με τον τρόπο αυτό, όπως ισχυρίζεται, βλάβη στα συμφέροντά του.

Επίσης με τη δεύτερη  με αρ. πρωτ.   Γ/ΕΙΣ/2648/20 καταγγελία  του καταγγέλλει την επιχείρηση για μη ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασής του. Ειδικότερα, κατόπιν  μηνύσεως  που  υποβλήθηκε  εναντίον  του  για  υπεξαίρεση  από  την επιχείρηση,  ως  πρώην  εργαζόμενου  στη  θέση  εισπράκτορα,  ζήτησε  από  την επιχείρηση για δικαστική χρήση υπεράσπισής του, ως κατηγορουμένου στη ποινική δίκη, με την από … αίτησή του να του χορηγηθεί αντίγραφο του βιντεοσκοπημένου υλικού που κατέγραψε το κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης του λεωφορείου στη θέση του οδηγού του λεωφορείου την ημέρα που συνέβη το επίμαχο περιστατικό στις …. Πλην όμως, όπως καταγγέλλει, η επιχείρηση δεν απάντησε ποτέ στο αίτημά του, απορρίπτοντάς το σιωπηρά, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 12 παρ. 3 και 15 του ΓΚΠΔ. Κατόπιν αυτών, η Αρχή απέστειλε στην καταγγελλομένη τα με αριθ. πρωτ. Γ/ΕΞ/1084-1/6.4.20 και Γ/ΕΞ/2648-1/22.6.20 έγγραφα για παροχή διευκρινίσεων επί των καταγγελλομένων, η οποία στο με αρ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/ 4683/20 απαντητικό έγγραφό της  ανέφερε  τα  εξής:  α)  η  βιντεοσκόπηση  και  η  μαγνητοσκόπηση  που πραγματοποιήθηκε δεν είναι παράνομη, αλλά επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, όπως και η χρήση του επίμαχου υλικού τους, όταν υπάρχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος, που αφορούν  στην  πρόληψη  τελέσεως  εγκλημάτων,  στην  προστασία  του  εννόμου συμφέροντος και την προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, β) όλοι οι εργαζόμενοι  της  επιχείρησης,  οδηγοί  και  εισπράκτορες,  έχουν  ενημερωθεί  και γνωρίζουν  για  τη  συγκεκριμένη  επεξεργασία,  και  γ)  η  εκδοθείσα  βεβαίωση προϋπηρεσίας  είναι  νόμιμη,  αληθής  και  πλήρως  ανταποκρινόμενη  στην πραγματικότητα.

Στη συνέχεια η Αρχή με τις υπ’ αριθ. πρωτ. Γ/ΕΞ/567/4.2.21 και Γ/ΕΞ/568/4.2.21 κλήσεις  κάλεσε  αντίστοιχα  τον  Γ.  Λαμπαδάκη,  πληρεξούσιο  δικηγόρο  του  καταγγέλλοντος  Α και  την  καταγγελλόμενη Δημοτική  Επιχείρηση  ……… Ρόδου  …. να  παραστούν  στη  συνεδρίαση  της  Αρχής  στις  10.02.2021, προκειμένου να συζητηθεί η ως άνω καταγγελία. Κατά την ακρόαση, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 24.02.21, κατόπιν αναβολής από  τη  συζήτηση  της  10.02.21,  παρέστησαν  οι  πληρεξούσιοι δικηγόροι  του καταγγέλλοντος Γεώργιος Λαμπαδάκης και  Η.Ζ. και εκ μέρους της Δημοτικής  Επιχείρησης  ………»  ο  Δ.Τ.,  Πρόεδρος  της επιχείρησης μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου Σ.Π.. Οι πληρεξούσιοι  δικηγόροι  του καταγγέλλοντος τόσο κατά την ακροαματική διαδικασία όσο και με το υπ’ αρ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/1546/21 υπόμνημά τους στην Αρχή ανέφεραν τα εξής: α) η καταγγελλομένη δεν έχει ικανοποιήσει μέχρι και σήμερα το δικαίωμα πρόσβασης του καταγγέλλοντος στο επίμαχο βιντεοσκοπημένο υλικό, ούτε έχει απαντήσει κάτι σχετικό επί του αιτήματός του β) παρόλο που η υπόθεση του ποινικού ακροατηρίου τέθηκε στο αρχείο, ο καταγγέλλων χρειάζεται το επίμαχο υλικό προς υπεράσπισή του στην αστική δίκη αγωγής αποζημιώσεώς του από την καταγγελλομένη, γ) κατά την ακροαματική διαδικασία ο νόμιμος εκπρόσωπος της επιχείρησης  ανέφερε ότι το βιντεοσκοπημένο υλικό έχει διαγραφεί και ότι έχει ενημερωθεί προφορικά  ο καταγγέλλων, ενώ κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ και ούτε το ανέφερε η καταγγελλόμενη στο απαντητικό της έγγραφο στην Αρχή το 2020, δ) η βεβαίωση προϋπηρεσίας περιείχε προσωπικά του δεδομένα μη αναγκαία, συναφή, και  ανάλογα  του  επιδιωκόμενου  σκοπού,  κατά  παράβαση  των  διατάξεων  των άρθρων 678 ΑΚ και 5 του ΓΚΠΔ, ε) σε μεταγενέστερο διάστημα ζήτησε να του χορηγηθεί εκ νέου βεβαίωση, στην οποία και πάλι αν και δεν αναγραφόταν ότι απολύθηκε λόγω αξιόποινης πράξης, αναγραφόταν ότι απολύθηκε λόγω καταγγελίας προ του συμφωνημένου χρόνου για σπουδαίο λόγο, και στ) τέλος, με τρίτη νέα αίτησή  του  και  παράλληλα  καταγγελία  στην  Επιθεώρηση  Εργασίας,  η καταγγελλόμενη  του  χορήγησε  νέα  βεβαίωση  στην  οποία  έκανε  μνεία  των αποφάσεων πρόσληψης και απόλυσης, οπότε ούτε και αυτή η γ’ βεβαίωση πληροί τα κριτήρια του 678 ΑΚ, εφόσον μπορεί κάποιος με τους αριθμούς των αποφάσεων να ανατρέξει στο ΔΙΑΥΓΕΙΑ και να δει το πλήρες κείμενο απόλυσής του, όπου εμφανίζεται ως υπεξαιρέτης. 

Ο Πρόεδρος της Δημοτικής Επιχείρησης ……….. Δ.Τ. και η πληρεξούσια δικηγόρος Σ. Π., τόσο κατά την ακροαματική διαδικασία όσο και με το υπ’ αρ. πρωτ. Γ/ΕΙΣ/1862/21 υπόμνημά τους στην Αρχή ανέφεραν τα εξής:

α)  σχετικά  με  τη  βεβαίωση  προϋπηρεσίας  έγινε  επεξεργασία  προσωπικών δεδομένων μόνον υπό το πρίσμα του δικαιώματος πρόσβασης, εφόσον η βεβαίωση δεν διαβιβάσθηκε σε τρίτους, σε κάθε δε περίπτωση κατόπιν της από 23.12.20 νέας αιτήσεως  του  καταγγέλλοντος,  η  επιχείρηση  εξέδωσε  νέα  βεβαίωση  με  ορθή επανάληψη στην οποία αναγράφεται μόνον ο χρόνος πρόσληψής του, το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του και  το είδος της εργασίας του, β) η καταγραφή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την κάμερα βιντεοσκόπησης που είναι οποθετημένη  εντός  των  λεωφορείων  άνωθεν  του  καθίσματος  του  οδηγού μαγνητοσκοπεί μόνον τη συναλλαγή έκδοσης εισιτηρίου μεταξύ οδηγού και επιβάτη, χωρίς να απεικονίζει πρόσωπα και χωρίς ήχο, και τα δεδομένα που συλλέγονται μέσω του συστήματος βιντεοεπιτήρησης δεν αποθηκεύονται σε σύστημα αρχειοθέτησης, η δε διάρκεια τήρησης τους περιορίζεται σε επτά (7) ημέρες, μετά το πέρας των οποίων διαγράφονται αυτόματα, γ) την …  διαγράφηκε αυτόματα το υλικό της κάμερας, γεγονός το οποίο γνώριζε και για το οποίο είχε ενημερωθεί προφορικά ο καταγγέλλων και δ) από 3.3.21 έχει υπερψηφίσει το Δ.Σ. της επιχείρησης έγγραφη πολιτική βιντεοεπιτήρησης μέσω καμερών, η οποία επισυνάπτεται στην Αρχή.

Η Αρχή, μετά από την ακροαματική διαδικασία και την εξέταση των στοιχείων του φακέλου και αφού άκουσε τον εισηγητή και τη βοηθό  εισηγητή, η οποία  αποχώρησε μετά τη συζήτηση της υπόθεσης και πριν από τη διάσκεψη και τη λήψη απόφασης, μετά από διεξοδική συζήτηση 

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

1. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 στοιχ. α’, β’ και γ’ του ΓΚΠΔ τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα θα πρέπει να α) υποβάλλονται σε σύννομη και θεμιτή επεξεργασία με διαφανή τρόπο σε σχέση με το υποκείμενο των δεδομένων (αρχές της νομιμότητας, αντικειμενικότητας και διαφάνειας), β) συλλέγονται για καθορισμένους,  ρητούς  και  νόμιμους  σκοπούς  και  να  μην  υποβάλλονται  σε περαιτέρω επεξεργασία κατά τρόπο ασύμβατο προς τους σκοπούς αυτούς (αρχή του περιορισμού του σκοπού), γ) είναι κατάλληλα, συναφή και να περιορίζονται στο αναγκαίο για τους σκοπούς για τους οποίους υποβάλλονται σε επεξεργασία (αρχή της ελαχιστοποίησης των δεδομένων). Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 3 του ΓΚΠΔ, «ο υπεύθυνος επεξεργασίας παρέχει  στο  υποκείμενο  των  δεδομένων  πληροφορίες  για  την  ενέργεια  που πραγματοποιείται  κατόπιν  αιτήματος  δυνάμει  των  άρθρων  15  έως  22  χωρίς  καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση εντός μηνός από την παραλαβή του αιτήματος. Η  εν  λόγω  προθεσμία  μπορεί  να  παραταθεί  κατά  δύο  ακόμη  μήνες,  εφόσον απαιτείται,  λαμβανομένων  υπόψη  της  πολυπλοκότητας  του  αιτήματος  και  του αριθμού των αιτημάτων. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας ενημερώνει το υποκείμενο των δεδομένων για την εν λόγω παράταση εντός μηνός από την παραλαβή του αιτήματος, καθώς και για τους λόγους της καθυστέρησης». Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 15 ΓΚΠΔ, το υποκείμενο των δεδομένων έχει το δικαίωμα να λαμβάνει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας επιβεβαίωση για το κατά πόσον ή όχι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν υφίστανται επεξεργασία. 

2. Επίσης,  σύμφωνα  με  το  άρθρο  678ΑΚ  «Κατά  τη  λήξη  της  σύμβασης  ο εργαζόμενος μπορεί να απαιτήσει από τον εργοδότη πιστοποιητικό για το είδος και τη διάρκεια της εργασίας του. Μόνο αν το ζητήσει ειδικά ο εργαζόμενος βεβαιώνεται και η ποιότητα της εργασίας του και η διαγωγή του».

3.  Στην υπό κρίση  περίπτωση, με βάση όσων προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και από την εξέταση των στοιχείων  του φακέλου, η καταγγελλόμενη Δημοτική Επιχείρηση ……., ως υπεύθυνη επεξεργασίας, α) κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 5 παρ. 1 στοιχ. γ’ του ΓΚΠΔ,  χορήγησε στον καταγγέλλοντα κατόπιν της απολύσεώς του από την επιχείρηση, βεβαίωση προϋπηρεσίας στην οποία αναγράφηκε εκτός του είδους και της διάρκειας της εργασίας και η πληροφορία ότι απολύθηκε λόγω αξιόποινης πράξης και β) κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 12 παρ. 3 και 15 του ΓΚΠΔ, δεν απάντησε ποτέ γραπτώς στο από 22.7.19 αίτημα του καταγγέλλοντος να του χορηγηθεί αντίγραφο του βιντεοσκοπημένου υλικού που κατέγραψε το κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης του λεωφορείου στη θέση του οδηγού του λεωφορείου την ημέρα που συνέβη το επίμαχο περιστατικό στις 23.2.20, απορρίπτοντάς το σιωπηρά.

Κατόπιν αυτών, προκύπτει παραβίαση των ως άνω αναφερόμενων διατάξεων της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 5 παρ. 1 στοιχ. γ’ ΓΚΠΔ), της μη ικανοποίησης του δικαιώματος πρόσβασης, καθώς και της μη ενημέρωσης επί του αιτήματος του καταγγέλλοντος για πρόσβαση σε δεδομένα που τον αφορούν (άρθρα 12 παρ. 3 και 15 ΓΚΠΔ).

4. Ενόψει των ανωτέρω, η Αρχή, λαμβάνοντας υπόψη τη βαρύτητα της παράβασης που αποδείχθηκε και της  προσβολής που επήλθε από αυτή στον καταγγέλλοντα, κρίνει ότι πρέπει να επιβληθεί στην καταγγελλόμενη κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 58 παρ. 2 εδ. θ’ του ΓΚΠΔ  αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό διοικητικό χρηματικό πρόστιμο, κατ’ άρθρρο 83 του ΓΚΠΔ1 .

Επειδή η διαπιστωθείσα από την Αρχή παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 5 παρ.  1  στοιχ. γ’,  12  παρ.  3  και  15 ΓΚΠ∆ υπάγεται στις  περιπτώσεις επιβολής διοικητικών προστίμων του άρθρου 83 παρ. 5 εδ. α’ και β’ ΓΚΠ∆.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Επιβάλλει στη Δημοτική Επιχείρηση ………, ως υπεύθυνη επεξεργασίας,  για  τους  λόγους  που  αναφέρονται  εκτενώς  στο  σκεπτικό  της παρούσας,  το  αναλογικό  και  αποτρεπτικό  διοικητικό  χρηματικό  πρόστιμο  που αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση,  σύμφωνα με τις ειδικότερες περιστάσεις αυτής α) ύψους πέντε χιλιάδων (5.000,00) Ευρώ, για την παραβίαση των διατάξεων των άρθρων  12 παρ. 3  και 15 ΓΚΠ∆ και β) ύψους τριών χιλιάδων (3.000,00) Ευρώ, για την παραβίαση  των  διατάξεων  του άρθρου 5 παρ. 1 στοιχ.  γ’ του  ΓΚΠ∆, ήτοι συνολικά το διοικητικό χρηματικό πρόστιμο των οκτώ χιλιάδων (8.000,00) Ευρώ.

Υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα (Ν. 3869/2010). Σύμφωνη με το Σύνταγμα η υπαγωγή των χρεών σε ασφαλιστικά ταμεία και Δημόσιο. (αρ. αποφ. 69/2021 Μον. Πρ. Ροδ. δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)

Υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα κατά Ν. 3869/2010. Οι έμποροι δύνανται να υπαχθούν στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του νόμου αν έχουν απωλέσει την εμπορική τους ιδιότητα και κατ` επέκταση την πτωχευτική τους ικανότητα σε χρόνο προ της υποβολής της σχετικής αίτησης. Οι εν λόγω περιορισμοί δεν ισχύουν για τους «μικρεμπόρους». Έννοια αυτών. Συνταγματική η ρύθμιση στα πλαίσια του Ν. 3869/2010 των οφειλών του αιτούντος από ανεξόφλητες ασφαλιστικές εισφορές έναντι φορέων κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και από χρέη στο Δημόσιο. Σφάλμα του πρωτόδικου δικαστηρίου που απέρριψε λόγω αντισυνταγματικότητας την αίτηση του εκκαλούντος κατά των γ` & δ` των εφεσίβλητων (ΕΦΚΑ και Δημόσιο). Δέχεται έφεση και εξαφανίζει την 57/2020 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ρόδου. Κρατεί και δικάζει. Δέχεται εν μέρει αίτηση. Εξαιρεί από την εκποίηση την κύρια κατοικία του οφειλέτη ορίζοντας μηνιαίες δόσεις για την σύμμετρη ικανοποίηση των πιστωτών.

Αριθμός Απόφασης

69/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ

(Εκούσια Δικαιοδοσία)

Συγκροτήθηκε από τον Δικαστή Δημήτριο Χαραλαμπάκη, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίστηκε από τον Προϊστάμενο του Πρωτοδικείου Ρόδου και από τη γραμματέα Π.Σ.

Συνεδρίασε δημοσίως στο ακροατήριο του στις 28 Ιανουαρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση:

Του εκκαλούντος: Γ.Β. ….., κατοίκου Ρόδου, οδός …….., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Γεωργίου Λαμπαδάκη.

Των εφεσίβλητων: 1. Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……… ΤράπεΖα της Ελλάδος Α.Ε.», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, οδός ……….., εκπροσωπείται νόμιμα και δεν παραστάθηκε, 2. Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…….. ΑΕ.», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, οδός …….., εκπροσωπείται νόμιμα και δεν παραστάθηκε. 3. Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α), που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ……., εκπροσωπείται νόμιμα και παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του, Ε.Α. και 4. Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών και παραστάθηκε δια του Δικαστικού πληρεξουσίου του Ν.Σ.Κ., Α.Π.

Ο εκκαλών κατέθεσε στο Ειρηνοδικείο Ρόδου την υπ` αριθμόν κατάθεσης …./07.07.2017 αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκαν: α. η υπ` αριθ. 148/2019 εν μέρει μη οριστική απόφαση, που την απέρριψε ως προς τους τρίτο και τέταρτη των καθ` ων και εν συνεχεία η υπ` αριθ. 57/2020 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Ρόδου, που τη δέχθηκε εν μέρει, ως προς τις πρώτη και δεύτερη των καθ` ων. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο αιτών και ήδη εκκαλών, δια της υπ` αριθμόν καταθέσεως Ειρηνοδικείου …../30.07.2020 και της με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……/26.08.2020 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Ρόδου εφέσεώς του, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.

                                                   ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

                                                        ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

(……..)

Ο αιτών, επικαλούμενος έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη, άνευ δόλου, αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του προς τους καθ’ ων πιστωτές του, που αναφέρονται στην αναλυτική κατάσταση, η οποία περιέχεται στην αίτησή του, ζητούσε να επικυρωθεί το προτεινόμενο σχέδιο διευθέτησης οφειλών του, διαφορετικά σε περίπτωση μη επίτευξης δικαστικού συμβιβασμού να ρυθμιστούν τα χρέη του κατ’ άρθρο 8 παρ. 1 και 2 του Ν. 3869/2010, αφού ληφθούν υπόψη τα εισοδήματά του, η περιουσιακή και οικογενειακή κατάστασή του, που εκθέτει αναλυτικά και να προστατευθεί από τη ρευστοποίηση η μοναδική κύρια κατοικία, ιδιοκτησίας του.

Περαιτέρω, εισήχθη προς εκδίκαση η υπ’ αριθ. κατάθεσης …../2017 αίτηση του αιτούντος, μετά από την έκδοση της υπ’ αριθ. 148/2019 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία απορρίφθηκε ως μη νόμιμη για τον τρίτο και το τέταρτο των καθ’ ων και έγινε δεκτή εν μέρει ως ουσία βάσιμη, εξαιρέθηκε από την εκποίηση η κύρια κατοικία του αιτούντος για τους λόγους που διαλαμβάνονται στην προρρηθείσα απόφαση, αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης για τις καταβολές της ρύθμισης των άρθρων 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2 ν. 3869/2010 και ορίσθηκε δικάσιμος αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας προκειμένου να προσκομισθεί από τον επιμελέστερο των διαδίκων, εκτίμηση πιστοποιημένου εκτιμητή του κλάδου των ακινήτων της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ. του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013, η οποία θα αποτιμά την τρέχουσα εμπορική αξία της κύριας κατοικίας της αιτούσας κατά το δικαίωμα και το ποσοστό δικαιώματος που της ανήκει και μνεία του εκτιμώμενου ποσοστού απομείωσης αυτής λόγω αναγκαστικής εκτέλεσης του ακινήτου καθώς και των εξόδων του πλειστηριασμού.

Η ένδικη αίτηση είναι ορισμένη, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τον τρίτο των εφεσίβλητων, καθόσον ο αϊτών περιλαμβάνει στην αίτησή του τα στοιχεία του άρθρου 4 παρ. 1 Ν. 3869/2010, καθώς και τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010, δεδομένου ότι πέραν των αναφερομένων στις παραπάνω διατάξεις, κανένα άλλο στοιχείο δεν απαιτείται για το ορισμένο της αίτησης (βλ. και ΑΠ 743/2020 – Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος)….

Σύμφωνα με τα άρθρα 2, 4, 5, 22 και 25 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει την προσωπικότητα του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας. Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Με το νόμο 3869/2010 δόθηκε η δυνατότητα σε υπερχρεωμένους πολίτες που έχουν αποδεδειγμένη και μόνιμη αδυναμία να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους, να ρυθμίσουν την εξόφλησή τους με ευνοϊκότερους όρους και να απαλλαγούν από αυτά, εφόσον εξυπηρετήσουν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα με βάση το εισόδημα τους ένα μέρος των χρεών τους. Η δυνατότητα ρύθμισης για το φυσικό πρόσωπο των χρεών του, με απαλλαγή από αυτά, βρίσκει τη νομιμοποίησή της ευθέως στο ίδιο το κοινωνικό κράτος δικαίου που επιτάσσει να μην εγκαταλειφθεί ο πολίτης σε μία χωρίς διέξοδο και προοπτική κατάσταση από την οποία, άλλωστε, και οι πιστωτές δεν μπορούν να αντλήσουν κανένα κέρδος. Μια τέτοια απαλλαγή χρεών δεν παύει, όμως, να εξυπηρετεί ευρύτερα και το γενικό συμφέρον, κάθώς οι πολίτες επανακτούν ουσιαστικά μέσω των εν λόγω διαδικασιών την αγοραστική τους δύναμη προάγοντας την οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 3869/2010). Δια του νόμου 4336/2015 διευρύνθηκε το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του νόμου 3869/2010 ως προς τα δυνάμενα προς υπαγωγή χρέη, προστιθεμένης στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 περίπτωσης υπό στ. γ` εφόσον πλέον υπάγονται και οι ασφαλιστικές εισφορές προς τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, όπως έχουν διαμορφωθεί με βάση τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής. Η δυνατότητα υπαγωγής πλέον των εν λόγω οφειλών, οι οποίες αρχικά δεν υπάγονταν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου, κρίθηκε επιβεβλημένη από το νομοθέτη, προκειμένου να επιτευχθεί ο προστατευτικός σκοπός των ρυθμίσεων του νόμου 3869/2010, που είναι η απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη του και η επάνοδός του στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Μάλιστα, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, και κατ` εξαίρεση της αρχής της καθολικότητας, δίδεται η δυνατότητα στον οφειλέτη να επιλέξει τη ρύθμιση που θα ακολουθήσει ως προς τις εν λόγω οφειλές, καθώς ο οφειλέτης που έχει ρυθμίσει καθ` οιονδήποτε τρόπο τις ανωτέρω οφειλές κάνοντας χρήση ενός άλλου θεσμικού πλαισίου, θα πρέπει να εγκαταλείψει την εν λόγω ρύθμιση, εφόσον επιθυμεί να υπαχθεί στις διατάξεις του νόμου 3869/2010, όπως τροποποιήθηκαν, καλούμενος ο ίδιος να σταθμίσει τυχόν επιπτώσεις που συνεπάγεται η μη προσήκουσα καταβολή των υποχρεώσεων αυτών. Κατά τα ως άνω, ουδόλως θίγεται με την εισαγωγή της ανωτέρω διάταξης η εγγύηση του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης, όπως αυτή εξειδικεύεται στην αρχή της προστασίας του ασφαλιστικού κεφαλαίου και της οικονομικής βιωσιμότητας των φορέων κοινωνικής ασφάλισης με τη δημιουργία εντονότατων προβλημάτων στην οικονομική τους βιωσιμότητα, καθώς η είσπραξη των εν λόγω οφειλών είναι λίαν επισφαλής, αν όχι αδύνατη, και οι φορείς δεν δύνανται να στηρίζουν σε αυτές τη βιωσιμότητα τους. Η περικοπή οφειλών υπερχρεωμένων ήδη πολιτών δεν στερεί τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης από αναγκαίους πόρους, όταν η αβεβαιότητα είσπραξης σε σχέση με τη δυνατότητα εξοφλήσεως είναι ιδιαίτερα υψηλή. Άλλωστε, ο υπερχρεωμένος οφειλέτης ακριβώς λόγω της ιδιότητας του δεν θα μπορούσε να ανταπεξέλθει ούτως ή άλλως στις υποχρεώσεις του έναντι αυτών, συνεπώς θα οδηγείτο στο ίδια αποτέλεσμα, ήτοι τη συσσώρευση οφειλών μη δυνάμενων να εισπραχθούν και την απώλεια παροχών. Άλλωστε, η ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη και η ενδεχόμενη απαλλαγή του από αυτά δεν επέρχεται αμέσως συνεπεία της αιτήσεως του, αλλά τίθεται σειρά προϋποθέσεων, με συμμετοχή στη διαδικασία και των πιστωτών. Η δε απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη συνιστά την κατάληξη μιας διαδικασίας, συνδυαζόμενη ενδεχομένως με τη ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη (ΜΠρΑθ 9556/2019 – Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος).

Δια του μοναδικού λόγου της εφέσεώς του, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι η ρύθμιση των οφειλών των φυσικών προσώπων, όταν προκύπτει από ασφαλιστικές εισφορές, είναι συνταγματική. Σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, προκύπτει ότι η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 γ` του Ν. 3869/2010, δια της οποίας υπάγονται σε ρύθμιση με τον νόμο των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και οι ασφαλιστικές εισφορές δεν είναι αντισυνταγματική, εφόσον διασφαλίζει την μερική έστω αποπληρωμή των εισφορών και δεν μπορεί να είναι το μόνο χρέος που εισάγεται ενώπιον δικαστηρίου προς ρύθμιση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε ως μη νόμιμη την αίτηση ως προς τους τρίτο και τέταρτο των καθ’ ων έσφαλε και δεκτού γενομένου του σχετικού λόγου εφέσεως, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, πρέπει να εξαφανιστεί η πρωτοβάθμια απόφαση και αφού κρατηθεί η υπόθεση, να δικαστεί επί της ουσίας.

Με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 ορίζεται ότι “φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών αυτών και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής”. Σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του ν. 3869/2010 είναι ο οφειλέτης να έχει περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του. Ο ν. 3869/2010 θεωρεί δεδομένη την έννοια του δόλου από τη γενική θεωρία του αστικού δικαίου. Στο πεδίο του τελευταίου ο δόλος, ως μορφή πταίσματος, προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 330 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι “ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της οχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νόμιμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές”. Η εν λόγω διάταξη θεσπίζει δύο μορφές πταίσματος, το δόλο και την αμέλεια. Ενώ όμως δίνει ορισμό της αμέλειας, τον προσδιορισμό του δόλου αφήνει στην επιστήμη και τη νομολογία. Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή και στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 27 παρ. 1 ΠΚ, που ορίζει ότι “με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης· επίσης όποιος γνωρίζει ότι με την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται”. Η τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει το δόλο σε άμεσο και ενδεχόμενο. Ορίζει δε ότι με άμεσο δόλο πράττει αυτός που “θέλει” την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει όμως ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξης του και, παρά ταύτα, δεν αφίσταται αυτής. Αντίθετα, με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξης του και το “αποδέχεται”. Η διάταξη αυτή ισχύει και για τις ενοχές άλλων κλάδων του ενοχικού δικαίου και έτσι αποκτά γενικότερη σημασία που ξεπερνά το πλαίσιο της ευθύνης από προϋφιστάμενη ενοχή. Περαιτέρω, από τη διατύπωση της παρ. 1 εδάφ. α` του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 προκύπτει ότι το στοιχείο του δόλου αναφέρεται στην “περιέλευση” του οφειλέτη σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμών. Επομένως, το στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει, τόσο κατά το χρόνο ανάληψης της οφειλής, όσο και κατά το χρόνο μετά την ανάληψη της τελευταίας. Ο δόλος πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, είτε είναι αρχικός είτε είναι μεταγενέστερος. Το κρίσιμο ζήτημα είναι το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε. Στην περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010, ο οφειλέτης ενεργεί δολίως όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνον ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωσή του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως είτε γνώριζε κατά την ανάληψη των χρεών ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών.

Συνεπώς, η εξαιτίας του δόλου μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη δεν είναι αναγκαίο να εμφανιστεί μετά την ανάληψη του χρέους αλλά μπορεί να υπάρχει και κατά την ανάληψη αυτού, όταν δηλαδή ο οφειλέτης ήδη από την αρχή, αναλαμβάνοντας το χρέος, γνωρίζει ότι με βάση τα εισοδήματά του και τις εν γένει ανάγκες του δεν μπορεί να το εξυπηρετήσει. Περίπτωση ενδεχόμενου δόλου συντρέχει και όταν ο οφειλέτης συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, προβλέποντας ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγήσει σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και όμως αποδέχεται το αποτέλεσμα αυτό. Αξίωση πρόσθετων στοιχείων για τη συγκρότηση του δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη κατά την ανάληψη του χρέους, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος ή η παράλειψη του πιστωτικού ιδρύματος να προβεί στις αναγκαίες έρευνες της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου. Ο δόλος του οφειλέτη στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών χρεών του περιορίζεται στην πρόθεσή του και μόνο, δηλαδή σε ένα υποκειμενικό στοιχείο, χωρίς να είναι ανάγκη προσθήκης και άλλων αντικειμενικών στοιχείων όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος και η παράλειψη, από την πλευρά των τελευταίων, να ενεργήσουν την αναγκαία έρευνα, πριν χορηγήσουν την πίστωση, της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, πράγμα το οποίο, άλλωστε, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου (ΑΠ 515/2018). Από το συνδυασμό των προαναφερόμενων συνάγεται ότι για να είναι ορισμένη και επομένως παραδεκτή, κατά το άρθρο 262 ΚΠολΔ, η ένσταση της πιστώτριας Τράπεζας ότι ο οφειλέτης περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων των προς αυτήν χρηματικών οφειλών από ενδεχόμενο δόλο, με την έννοια ότι συμφώνησε με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, παρότι πρόβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του, με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό, πρέπει να αναφέρει: α) τα τραπεζικά προϊόντα που ο οφειλέτης συμφώνησε, το αρχικό και τελικό ύψος αυτών, β) το χρόνο που τα συμφώνησε, γ) τις οικονομικές δυνατότητες αυτού κατά το χρόνο δημιουργίας των οφειλών ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οιονομικές του δυνατότητες, καθώς και δ) ότι, με βάση τα ως άνω οικονομικά δεδόμένα, πρόβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό (ΑΠ 515/2018, ΑΠ 1174/2019 – Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, οι δεύτερη και τρίτη των εφεσίβλητων, με τις προτάσεις τους στον πρώτο βαθμό, προέβαλαν την ένσταση υπάρξεως δολιότητας στο πρόσωπο του αιτούντος, εκθέτοντας ότι αυτός προέβη σε αλόγιστο υπερδανεισμό, ο οποίος υπερέβαινε τις δυνατότητες του οικογενειακού εισοδήματος και προϋπολογισμού του, έτσι ώστε, ήδη κατά τη λήψη των δανείων, να μην είναι σε θέση να τα αποπληρώσει σε βάθος χρόνου. Ο ισχυρισμός αυτός είναι πρωτίστως αόριστος, καθόσον δεν προτείνονται με σαφήνεια και πληρότητα τα γεγονότα που θεμελιώνουν την στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α` του ν. 3869/2010 ένσταση της δολιότητας, καίτοι βαρύνονται με την προβολή και απόδειξή τους οι πιστωτές. Ειδικότερα, δεν αναφέρεται πότε ο αιτών ανέλαβε κάθε δανειακή του υποχρέωση και ποιο το ύψος της ούτε τα εισοδήματά του κατά το συγκεκριμένο χρόνο, ώστε συγκρινόμενα να θεμελιώνεται αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων και εν γένει των οφειλών του, με βάση τις υφιστάμενες τότε αλλά και δυνάμενες να προβλεφθούν μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες. Επίσης, δεν αναφέρονται μεταγενέστερα περιστατικά, τα οποία συγκροτούν δική του υπαιτιότητα για την περιέλευσή του σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών περιστατικά δηλαδή τέτοια, τα οποία συνετέλεσαν στο να οδηγηθούν σε αυτήν την κατάσταση, τα οποία γνώριζε ή μπορούσε να προβλέψει.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010 «Φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών αυτών και απαλλαγή». Σύμφωνα με το σκοπό του νόμου, στη ρύθμιση του νόμου υπάγονται μόνο φυσικά πρόσωπα, και μάλιστα πρόσωπα που δεν ασκούν αυτοτελή αυτονομική δραστηριότητα, που να τους προσδίδει την ιδιότητα του εμπόρου. Προσθέτως, υπάγονται και όσοι ήταν έμποροι, έπαψαν όμως την εμπορία ή την οικονομική τους δραστηριότητα χωρίς κατά την παύση αυτή να έχουν παύσει τις πληρωμές τους (άρθρο 2 παρ. 3 του ΠτΚ). Από τη ρύθμιση του νόμου αποκλείονται τα φυσικά πρόσωπα που έχουν πτωχευτική ικανότητα. Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠτΚ (Ν. 3588/2007) πτωχευτική ικανότητα έχουν οι έμποροι. Σύμφωνα με το αρθρ. 1 του ΕμπΝ και τη διδασκαλία του εμπορικού δικαίου έμπορος είναι ο κατά σύνηθες επάγγελμα ασκών εμπορικές πράξεις. Οι έμποροι επομένως για τους οποίους μάλιστα βάσει του άρθρου 8 παρ. 2 του Διατάγματος περί αρμοδιότητος των εμποροδικείων ισχύει το τεκμήριο της εμπορικότητας, σύμφωνα με το οποίο όλες οι συναλλαγές που γίνονται από τον έμπορο τεκμαίρεται ότι γίνονται χάριν της εμπορίας που αποκλείονται από την εφαρμογή του νόμου. Γι` αυτούς, σε περίπτωση αδυναμίας εκπληρώοεως των ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεων τους κατά τρόπο γενικά και μόνιμο (παύση πληρωμών), ισχύουν οι ρυθμίσεις του ΠτΚ και όχι αυτές του ν. 3869/2010. Επομένως, κρίσιμο διάστημα για την εφαρμογή ή μη του νόμου, αποτελεί η ιδιότητα του αιχούντος οφειλέτη ως εμπόρου ή μη, βασικά, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως (Αθ. Κρητικός Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων ν. 3869/2010, 2014 σελ. 39). Παρά την έλλειψη ρητής στο νόμο διάταξης με την οποία εξαιρούνται του χαρακτηρισμού τους ως εμπόρων, με την έννοια του άρθρου 1 ΕμπΝ, «οι μικροέμποροι» όπως αποκαλούνται, τόσο από την επιστήμη όσο και από την νομολογία γίνεται δεκτός ο ως άνω αποκλεισμός (βλ. ΕφΑθ 11433/1995, ΔΕΕ 1996/490, ΕιρΘηβ 18/2011 – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κρητικός, Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων προσώπων, 2014, σελ. 36 επ., Βενιέρης- Κατσάς, Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, σελ. 67 επ.). Μικροεμπορία ασκούν πρόσωπα που διενεργούν εμπορικές πράξεις κατά το ΒΔ 1835, αλλά δεν δραστηριοποιούνται σε ριψοκίνδυνη κερδοσκοπική διαμεσολάβηση και κατ’ ουσίαν παρέχουν προσωπική εργασία με αντίτιμο κάποια αμοιβή (ΑΠ 1215/2018 – Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος). Η με διαφορετική διατύπωση, είναι πρόσωπα που ασκούν εμπορικές πράξεις και αποκομίζουν από αυτές κέρδος, το οποίο όμως αποτελεί ρισσότερο αμοιβή του σωματικού τους, κόπου και μόχθου και όχι αποτέλεσμα κερδοσκοπικών συνδυασμών και δραστηριότητα που ενέχει οργάνωση κεφαλαίου και εργασίας, λόγω της οποίας υπάρχει κερδοσκοπική εκμετάλλευση των αγοραζόμενων υλών και της εργασίας των χρησιμοποιούμενων τρίτων προσώπων και των μηχανικών ή άλλων εγκαταστάσεων (βλ. ΕφΑθ 5739/2002, ΕπισκΕμπΔ 2003/190).

Περαιτέρω, ο τρίτος εφεσίβλητος επαναφέρει την πρωτοδίκως υποβληθείσα ένσταση απαραδέκτου, λόγω μη ειλικρινούς δηλώσεως του εκκαλούντος, αναφορικά με το παύση της εμπορικής του ιδιότητας, ήτοι ότι αυτός προσδιορίζεται μετά το χρόνο παύσης των πληρωμών του. Ως εκ τούτου, ισχυρίζεται ότι ο εκκαλών είχε την εμπορική ιδιότητα και πτωχευτική ικανότητα, με αποτέλεσμα το απαράδεκτο της αιτήσεώς του. Επ’ αυτών, λεκτέον ότι, η ενασχόληση του αιτούντος με την ως άνω δραστηριότητα του ηλεκτρολόγου, ουδέποτε του προσέδωσε την εμπορική ιδιότητα. Αντίθετα, ο αϊτών είναι φυσικό πρόσωπο που δεν έχει πτωχευτική ικανότητα, διότι η δραστηριότητα που ασκούσε, του προσέδιδε την ιδιότητα του μικροεμπόρου. Ειδικότερα, ο αιτών εργαζόταν αυτοπροσώπως, παρέχοντας δηλαδή την προσωπική του εργασία, χωρίς ποτέ να απασχολήσει εργατικό προσωπικό, ενώ δεν διέθετει και ηλεκτρολογικά προϊόντα προς μεταπώληση, παρά μόνο για την άσκηση της άνω δραστηριότητάς του. Επιπλέον, δεν διαμεσολαβούσε στην κυκλοφορία των οικοδομικών υλικών, κατά τρόπο που να φέρει τα στοιχεία της αβεβαιότητας και του κινδύνου. Δεν υφίσταται, δηλαδή, από την πλευρά του κερδοσκοπική εκμετάλλευση των αγοραζόμενων υλών, καθώς το όποιο κέρδος αποκομίζει από αυτή τη δραστηριότητα, αποτελούσε αμοιβή του σωματικού του κόπου. Η ανωτέρω δραστηριότητα του αιτούντος, του προσδίδει την έννοια του μικροεμπόρου, η οποία δεν εμποδίζει την υπαγωγή του στις διατάζεις του νόμου 3869/2010, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη. Κατά συνέπεια τούτου, απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμος ο ισχυρισμός του ως άνω εφεσίβλητου, ότι ελλείπει η ουσιαστική προϋπόθεση της έλλειψης πτωχευτικής ικανότητας στο πρόσωπο του αιτούντος, λόγω αυτής του της δραστηριότητας.

Τέλος, ο ισχυρισμός του τρίτου εφεσίβλητου, που προέβαλε περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του αιτούντος, διότι ο τελευταίος προέβη σε δανεισμό από τα Τραπεζικά ιδρύματα μη βιώσιμης οφειλής, τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά, πέραν της αόριστης παράθεσής τους, δεν συνιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος του αιτούντος κατά τα υπό του άρθρου 281 ΑΚ τιθέμενα κριτήρια. Εξάλλου, στη συγκεκριμένη περίπτωση ο αιτών ασκεί νόμιμο δικαίωμά του και το σχέδιο διευθέτησής του, συνιστά πρόταση προς τις πιστώτριές του και δεν δεσμεύει το Δικαστήριο, που θα εκτιμήσει ελεύθερα την πρόταση αυτή με βάση τα σχετικά στοιχεία και τα διδάγματα της κοινής πείρας για τις συνθήκες και τις ανάγκες διαβίωσης του αιτούντος.

Από την ένορκη εξέταση της μάρτυρος του αιτούντος, που εξετάσθηκε ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η κατάθεση του οποίου περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, τα έγγραφα που προσκόμισαν και επικαλούνται οι παριστάμενοι διάδικοι, τα οποία όλα ανεξαιρέτως έλαβε υπ` όψη του το Δικαστήριο, από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ. 4 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με την αυτεπάγγελτη έρευνα των γεγονότων (744 ΚΠολΔ) και από την εν γένει προφορική διαδικασία στο ακροατήριο, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ο αιτών, ηλικίας σήμερα 51 ετών, είναι παντρεμένος με τη ……., ηλικίας 50 ετών και έχουν αποκτήσει δύο τέκνα, τον …….., ηλικίας 26 ετών, ο οποίος εργάζεται ως πυροσβέστης και την ………., ηλικίας 22,5 ετών, φοιτήτρια, όπως προκύπτει από την από 29.05.2017 βεβαίωση οικογενειακής κατάστασης του Τμήματος Αστικής και Δημοτικής Κατάστασης της Διεύθυνσης Αστικής και Δημοτικής Κατάστασης του Υπουργείου Εσωτερικών. Τόσο κατά τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης όσο και κατά το χρόνο συζήτησής της, ο αιτών είναι άνεργος, εγγεγραμμένος στα μητρώα ανέργων του ΟΑΕΔ, χωρίς να λαμβάνει επίδομα ανεργίας και ως εκ τούτου στερείται εισοδήματος. Η σύζυγός του εργάζεται τα τελευταία 12 έτη ως υπάλληλος σούπερ-μάρκετ στην εταιρεία «………. ΑΕ.». Το μέσο μηνιαίο εισόδημά της, το οποίο παράλληλα αποτελεί και το μέσο μηνιαίο οικογενειακό τους εισόδημα, ανέρχεται σε 830,00 ευρώ περίπου. Στο παρελθόν, ο αιτών εργαζόταν ως ηλεκτρολόγος-ελεύθερος επαγγελματίας. Ωστόσο, περί τα τέλη του έτους 2010 και αρχές του έτους 2011, διαπιστώθηκε ότι έπασχε από σκλήρυνση κατά πλάκας, οπότε και αυξήθηκαν τα έξοδά του στην προσπάθεια αντιμετώπισης του προβλήματος υγείας που του παρουσιάστηκε, αναγκάστηκε δε να μεταβεί αρκετές φορές σε νοσοκομεία του εξωτερικού, προκειμένου να ακολουθήσει συγκεκριμένη θεραπεία για την καλύτερη αντιμετώπιση του προβλήματος του, με έξοδα, τα οποία κάλυψε από τις αποταμιεύσεις του και της συζύγου του, καταβάλλοντας όμως ταυτόχρονα τις μηνιαίες δόσεις του προς τους πιστωτές του (βλ. και κατάθεση μάρτυρος).

Πλην όμως, δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις επαγγελματικές του υποχρεώσεις, οπότε και την 31.12.2013, προέβη σε διακοπή εργασιών της επιχείρησής του, προκειμένου να αφοσιωθεί στη θεραπεία της πάθησής του. Έκτοτε παραμένει άνεργος. Το δε οικογενειακό τους εισόδημα έχει υποστεί μεγάλη μείωση τα τελευταία χρόνια, λόγω του προαναφερόμενου προβλήματος υγείας και της διακοπής της επαγγελματικής του δραστηριότητας αλλά και της μείωσης των μισθών στον ιδιωτικό τομέα στα πλαίσια της γενικότερης οικονομικής κρίσης που έπληξε τους μισθούς του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, χωρίς αντίθετα να έχει μειωθεί, αναλογικά, το μηνιαίο κόστος διαβίωσης τους, το οποίο συνεχώς αυξάνεται, με βάση την παρούσα οικονομική συγκυρία και τα διδάγματα κοινής πείρας (έκτακτη φορολογία, αύξηση τιμών ειδών πρώτης ανάγκης, ΕΝΦΙΑ κλπ.). Λαμβανομένων υπόψιν όσων κατά τα ανωτέρω αποδείχθηκαν και των εύλογων δαπανών διαβίωσης όπως προσδιορίζονται στην Ε.Ο.Π. της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, οι οποίες, όμως, λειτουργούν μόνο ως κατευθυντήριες γραμμές (βλ. Βενιέρη/Κατσά, Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, 3η εκδ. 2015, σελ. 498), το Δικαστήριο κρίνει, δυνάμει και των άρθρων 336 § 4 και 744 ΚΠολΔ, ότι το ποσό που προκύπτει ως απολύτως απαραίτητο για τον αιτούντα προς κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών του και της οικογένειάς του, ήτοι για διατροφή, πληρωμή λογαριασμών (ύδρευσης, ηλεκτρικού ρεύματος, τηλεφωνίας, κοινοχρήστων), για έξοδα θέρμανσης και μετακίνησης, ένδυση- υπόδηση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, καθώς και για άλλα τυχόν έκτακτα έξοδα, (τα τέκνα τους, ενήλικα πλέον, ενόψει των συνθηκών ηλικίας και ικανότητας προς εργασία δεν εμπίπτουν στην έννοια του προστατευόμενου μέλους (άρθρο 1486 ΑΚ) ανέρχεται συνολικά σε περίπου 700 ευρώ μηνιαίως, με βάση τις συνθήκες διαβίωσης του συγκεκριμένου οφειλέτη. Για τον υπολογισμό του ανωτέρω ποσού, συνεκτιμάται ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο οφειλέτης ο οποίος ζητεί να υπαχθεί στις ευεργετικές ρυθμίσεις του νόμου, πρέπει από την πλευρά του να μειώσει στο ελάχιστο τις δαπάνες του μόνο στις απολύτως απαραίτητες και αναγκαίες για το προβλεπόμενο από το νόμο χρονικό διάστημα της ρύθμισης. Όπως δε κατατέθηκε, για την κάλυψη των ανωτέρω αναγκών αλλά και την καταβολή της μηνιαίας δόσης, που ορίστηκε να καταβάλλει ο αιτών με την από 22.09.2017 προσωρινή διαταγή, τον συνδράμουν οικονομικά οι γονείς του, οι οποίοι είναι συνταξιούχοι. Επιπροσθέτως, σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της αίτησης, ο αιτών είχε αναλάβει από τους καθ’ ων τα αναφερόμενα στην αίτηση δάνεια, τα οποία σύμφωνα με το νόμο θεωρούνται με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμα και σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3 του Ν. 3869/2010 τα ανέγγυα υπολογίζονται με τους νόμιμους τόκους έως την κοινοποίηση της αίτησης, ενώ τα εμπραγμάτως ασφαλισμένα έως την έκδοση απόφασης. Συγκεκριμένα, οφείλει: 1. προς την 1η των καθ’ ων πιστώτρια, όπως προκύπτει από την από 10.01.2017 αναλυτική βεβαίωση οφειλών, σε συνδυασμό με τις προσκομιζόμενες δανειακές συμβάσεις: α. ως οφειλέτης, δυνάμει της υπ’ αρ ……… σύμβασης στεγαστικού δανείου με αριθμό λογαριασμού …………(καταγγελμένη), ποσό 172.763,49 ευρώ (απαίτηση εμπραγμάτως εξασφαλισμένη με εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί της κύριας κατοικίας του, ιδιοκτησίας του), β. ως οφειλέτης, δυνάμει της υπ’ αρ ……….. σύμβασης στεγαστικού δανείου, με αριθμό λογαριασμού ………..(καταγγελμένη), ποσό 106.181,96 ευρώ (απαίτηση εμπραγμάτως εξασφαλισμένη με εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί της κύριας κατοικίας του), γ. ως οφειλέτης, δυνάμει σύμβασης πιστωτικής κάρτας, με αριθμό λογαριασμού …………. (καταγγελμένη), ποσό 5.440,68 ευρώ, δ. ως οφειλέτης, δυνάμει σύμβασης πιστωτικής   κάρτας, με αριθμό λογαριασμού …………. (καταγγελμένη), ποσό 33.140,13 ευρώ, ε. ως οφειλέτης, δυνάμει της υπ’ αρ ………. σύμβασης καταναλωτικής πίστης, με αριθμό λογαριασμού ……….. (καταγγελμένη), ποσό 16.626,40 ευρώ, στ. ως οφειλέτης δυνάμει της υπ’ αρ. ……….σύμβασης καταναλωτικής πίστης, με αριθμό λογαριασμού …………. (καταγγελμένη), ποσό 17.158,43 ευρώ, ζ. ως οφειλέτης, δυνάμει της υπ’ αρ ………σύμβασης καταναλωτικής κτίστης, με αριθμό λογαριασμού …………. (καταγγελμένη), ποσό 164,04 ευρώ, η. ως οφειλέτης, δυνάμει της υπ` αρ ……….σύμβασης στεγαστικής πίστης, με αριθμό λογαριασμού ………… (καταγγελμένη), ποσό 3.945,62 ευρώ, θ. ως οφειλέτης, δυνάμει της υπ` αρ ………… σύμβασης στεγαστικής πίστης, με αριθμό λογαριασμού ……………(καταγγελμένη), ποσό 1.413,07 ευρώ, ι. ως οφειλέτης, δυνάμει της υπ` αρ. ………… σύμβασης καταναλωτικής πίστης, με αριθμό λογαριασμού ………..(καταγγελμένη), ποσό 192,33 ευρώ, ια. ως οφειλέτης, δυνάμει της υπ` αρ ……….. σύμβασης καταναλωτικής πίστης, με αριθμό λογαριασμού …………..ποσό 102,23 ευρώ και ιβ. ως οφειλέτης, δυνάμει της υπ` αρ ………….σύμβασης καταναλωτικής πίστης, με αριθμό λογαριασμού …………..ποσό 270,71 ευρώ, και συνολικά το ποσό των 357.399,09 ευρώ, 2. Προς τη 2η των καθ` ων πιστώτρια, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από 16.01.2017 αναλυτική βεβαίωση οφειλών: α. ως οφειλέτης, δυνάμει του με αριθμό λογαριασμού …………ελεύθερου δανείου, ποσό 16.268,63 ευρώ (ληξιπρόθεσμη οφειλή) και β. ως οφειλέτης δυνάμει της με αρ. λογ. ……….. πιστωτικής κάρτας, ποσό 7.727,32 ευρώ (ληξιπρόθεσμη οφειλή και συνολικά το ποσό των 23.995,95 ευρώ, 3. Προς τον τρίτο των καθ` ων-εφεσίβλητο, το ποσό των 43.591,20 ευρώ και 4. Προς την τέταρτη των καθ` ων-εφεσίβλητη, το ποσό των 27.263,57 ευρώ. Η συνολική του δε οφειλή ανέρχεται στο ποσό των 452.249,81 ευρώ.

Όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία του αιτούντος, από τις προσκομιζόμενες δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης και συμβολαιογραφική πράξη, αποδείχθηκε ότι έχει την πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή ενός διώροφου διαμερίσματος, με στοιχεία πίνακα «…….», συνολικής μικτής επιφάνειας 116 τ.μ., αποτελούμενο από ισόγειο 58 τ.μ. και όροφο 58 τ.μ., που αποτελεί τμήμα οριζόντιας ιδιοκτησίας σε οικοδομή ανεγερθείσα επί ενός οικοπέδου, κειμένου εντός της πόλεως Ρόδου και επί της οδού ………. Το συγκεκριμένο ακίνητο αποτελεί την κύρια κατοικία της οικογένειάς του. Το απέκτησε δε, δυνάμει του υπ` αριθ. ……./01.06.2006 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Ρόδου, …………. και η αντικειμενική του αξία ανέρχεται στο ποσό των 89.523,00 ευρώ (βλ. ΕΝΦΙΑ 2016). Περαιτέρω, ως προς την κινητή περιουσία του αιτούντος, στη φορολογική του δήλωση (Ε1) φαίνεται ότι έχει στην πλήρη κυριότητά του ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο, με αριθμό κυκλοφορίας …….., εργοστασιακής κατασκευής ……….εμπορικής ονομασίας ……….με ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας το 20Ό4, του οποίου η σημερινή εμπορική αξία εκτιμάται στο ποσό των 500,00 ευρώ (αξία ανταλλακτικών), για το οποίο όμως, ήδη από την 21.09.2006, έχουν κατατεθεί πινακίδες και άδεια κυκλοφορίας στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., αφού έχει καταστραφεί ολοσχερώς λόγω ατυχήματος και δεν χρησιμοποιείται ούτε πρόκειται να χρησιμοποιηθεί στο μέλλον. Πέραν αυτών, δεν διαθέτει άλλο περιουσιακό στοιχείο.

Ο αιτών αρχικά ήταν συνεπής στην αποπληρωμή των δανειακών του υποχρεώσεων. Το σοβαρό πρόβλημα υγείας όμως, που του παρουσιάστηκε ξαφνικά, όπως προαναφέρθηκε και τον οδήγησε σε μεγάλες ιατρικές δαπάνες, η παύση των εργασιών της επιχείρησής του λόγω της σωματικής του αδυναμίας να τη συνεχίσει, η συνεχιζόμενη έκτοτε ανεργία του, αφού αδυνατεί να εξεύρει εργασία που να προσιδιάζει στις ιδιαίτερες ανάγκες του, η φοίτηση της κόρης του σε πανεπιστήμιο εκτός Ρόδου και η μείωση των μηνιαίων αποδοχών της συζύγου του, είχαν σαν αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει δυσχέρεια και να αδυνατεί να ανταπεξέλθει στις οικονομικές του υποχρεώσεις προς τις καθ` ων πιστώτριές του καθόσον το οικογενειακό μηνιαίο εισόδημά του, από το ποσό των 2.000,00 ευρώ κατά το χρόνο έναρξης της δανειοδότησής του (2006), μειώθηκε στο ποσό των 850,00 ευρώ κατά το έτος 2015, ενώ έβαινε μειούμενο και κατά τα επόμενα έτη, μέχρι την κατάθεση της υπό κρίση αίτησης. Η δε ανάληψη των δανειακών του υποχρεώσεων έγινε σε χρονικό διάστημα που τα εισοδήματά του ήταν αυξημένα και μπορούσε να είναι συνεπής στην εξυπηρέτησή τους, μη δυνάμενος να προβλέψει τις επερχόμενες δυσμενείς οικονομικές συνθήκες και το πρόβλημα υγείας του. Συνεπεία των ανωτέρω, η σχέση μεταξύ ρευστότητας και των οφειλών του αιτούντος κατά την τρέχουσα χρονική περίοδο είναι αρνητική, χωρίς να αναμένεται να βελτιωθεί στο εγγύς μέλλον, λόγω της αρνητικής οικονομικής συγκυρίας, των πολύ χαμηλών εισοδημάτων του και των συνεχώς αυξανομένων δανειακών του υποχρεώσεων.

Περαιτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι η ρύθμιση των χρεών του αιτούντος θα γίνει με μηνιαίες καταβολές επί τρία χρόνια, κατά τη διάταξη της παρ. 12 του άρθρου 8 του ν. 3869/2010. Ειδικότερα, ο αιτών-εκκαλών (3) ετών, ήτοι σε 36 (τριάντα έξι) ισόποσες μηνιαίες δόσεις των 300,00 ευρώ, καταβλητέες εντός του πρώτου δεκαημέρου εκάστου μηνός, το ποσό των 10.800,00 ευρώ, συμμέτρως διανεμόμενες στις απαιτήσεις των καθ’ ων- εφεσίβλητων.

Σε κάθε δε επιμέρους οφειλή του έναντι εκάστου πιστωτή – καθ’ ης η αίτηση αναλογούν τα εξής ποσά: 1. Για την πρώτη εφεσίβλητη, το ποσό των 225,00 ευρώ, 2. Για τη δεύτερη εφεσίβλητη, το ποσό των 21,00 ευρώ, 3. Για τον τρίτο εφεσίβλητο, το ποσό των 30,00 ευρώ και 4. Για την τέταρτη εφεσίβλητη, το ποσό των 24,00 ευρώ. Συνεπώς, πρέπει να ρυθμιστούν οι οφειλές του αιτούντος κατά πρώτο λόγο με μηνιαίες καταβολές των ως άνω ποσών, απευθείας στους πιστωτές του, από τα εισοδήματά του επί τρία έτη, συμφώνως με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 2 του νόμου, με αφετηρία την 1η εργάσιμη ημέρα του πρώτου μήνα αμέσως μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης. Μετά την καταβολή των ανωτέρω ποσών, θα έχει καταβληθεί έναντι της συνολικής οφειλής του αιτούντος, το ποσό των 10.800 ευρώ, με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μέρος των ληξιπρόθεσμων οφειλών του, ήτοι (452.249,81 – 10.800,00) = 441.449,81 ευρώ, να παραμένει ακόμη ανεξόφλητο.

Εν συνεχεία, η κατ’ άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 3869/2010 παραπάνω ρύθμιση θα συνδυαστεί με την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010 ρύθμιση, εφόσον με τις καταβολές της πρώτης ρύθμισης δεν επέρχεται εξόφληση των απαιτήσεων των τρίτου και τέταρτης των καθ’ ων πιστωτών και είχε υποβληθεί αίτημα εξαίρεσης της ανήκουσας στον αιτούντα κύριας κατοικίας, που έχει ήδη εξαιρεθεί από την εκποίηση καθώς όπως κρίθηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. 148/2019 απόφασης του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου για την ένταξη της κατοικίας της στη ρύθμιση του άρθρ. 9 παρ. 2 για εξαίρεση από την εκποίηση. Σύμφωνα δε με την ανωτέρω διάταξη, προκειμένου να καθορισθεί το ποσό που υποχρεούται να καταβάλει ο οφειλέτης για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του, θα πρέπει αφενός να ληφθεί υπόψη η μέγιστη δυνατότητα αποπληρωμής του και αφετέρου το ότι θα καταβάλλει τέτοιο ποσό ώστε οι πιστώτριές του να βρίσκονται στην ίδια οικονομική θέση σε σύγκριση με την ικανοποίησή τους από τυχόν εκποίηση της κατοικίας από αναγκαστική εκτέλεση. Συνεπώς, σημασία πλέον για το τι θα καταβάλλει ο οφειλέτης για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του έχει το εκτιμώμενο ποσό του πλειστηριάσματος, βάσει της τρέχουσας εμπορικής αξίας του ακινήτου, αφαιρουμένων των εξόδων της εκτέλεσης, ενώ η τιμή πρώτης προσφοράς για τον πλειστηριασμό ακινήτου ορίζεται η εμπορική του αξία (βλ. αρθρ. 993 παρ. 2 εδ. γ` και 995 παρ. 1 εδ. δ` ΚΠολΔ καθώς και Π.Δ. 59/2016 και υπ’ αριθ. 54/2015 Απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος). Για τη διάσωση λοιπόν της κύριας κατοικίας του, ο αϊτών θα πρέπει να καταβάλει ποσό που θα ελάμβαναν οι πιστωτές του, σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι ποσό που αντιστοιχεί στην εμπορική αξία της κύριας κατοικίας του (βλ. αρθρ. 993 παρ. 2 εδ. γ` και 995 παρ. 1 εδ. δ` ΚΠολΔ), αφαιρουμένων των εξόδων της αναγκαστικής εκτέλεσης. Δεδομένου ότι ο αιτών προσκόμισε σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 54/15-12- 2015 Πράξη της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, εκτίμηση σχετικά με το εκτιμώμενο ποσό του πλειστηριάσματος της κύριας κατοικίας του, το οποίο ανέρχεται στο ποσό των 113.000,00 ευρώ, το οποίο αναλύεται σε 115.000,00 ευρώ εκτιμώμενη εμπορική αξία κύριας κατοικίας – 2.000,00 ευρώ έξοδα εκτέλεσης.

Λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής δυνατότητας του αιτούντος αλλά και της ηλικίας του, ορίζονται μηνιαίες καταβολές επί 360 μήνες, ήτοι επί 30 έτη, που θα αρχίσουν την 1η εργάσιμη ημέρα του 1ου μήνα μετά τη λήξη των καταβολών επί τριετία της προηγούμενης ρύθμισης, θα είναι δε καταβλητέες μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο έκαστου μηνάς και κάθε μηνιαία καταβολή θα ανέρχεται στο ποσό των (113.000,00 : 360) 313,89 ευρώ.

Το ως άνω ποσό θα καταβληθεί συμμέτρως στους πιστωτές του και ειδικότερα: 1. Για την πρώτη εφεσίβλητη, το ποσό των 235,89 ευρώ, 2. Για την δεύτερη εφεσίβλητη, το ποσό των 22,00 ευρώ, 3. Για τον τρίτο εφεσίβλητο, το ποσό των 31 ευρώ και 4. Για την τέταρτη εφεσίβλητη, το ποσό των 25,00 ευρώ. Παράλληλα, θα πρέπει να του χορηγηθεί περίοδος χάριτος τριών ετών, ώστε να μη συμπέσει η τελευταία αυτή ρύθμιση με την πιο πάνω των καταβολών επί τριετία. Η καταβολή των παραπάνω δόσεων θα γίνει εντόκως, αλλά χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζα της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ο τόκος θα συμπεριλαμβάνεται στην δόση που ορίσθηκε και δεν θα προστίθεται σε αυτήν. Επισημαίνεται ότι ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει αίτηση στο Ελληνικό Δημόσιο για τη μερική κάλυψη του ποσού της μηνιαίας καταβολής του σχεδίου διευθέτησης οφειλών του άρθρου 9 το οποίο ορίζει η δικαστική απόφαση, ενημερώνοντας σχετικά τους πιστωτές. Από το σκέλος αυτό της ρύθμισης θα ικανοποιηθούν, προνομιακά, με βάση την αρχή της χρονικής , προτεραιότητας, οι απαιτήσεις των πιστωτριών Τραπεζών, που απορρέουν από τις ως άνω δανειακές συμβάσεις, οι οποίες είναι εμπραγμάτως ασφαλισμένες με προσημείωση υποθήκης πρώτης τάξης επί της ως άνω κατοικίας. Η απαίτηση αυτή, μετά το πέρας της προηγούμενης ρύθμισης, δηλαδή μετά τις καταβολές επί τριετία, θα έχει διαμορφωθεί, στο ποσό των (441.449,81 – 113.000,00) 328.449,81 ευρώ. Συνεπώς, με την τήρηση της παραπάνω ρύθμισης, η οποία θα επιφέρει την μερική εξόφληση της οφειλής του εκκαλούντος, θα επέλθει απαλλαγή από το υπόλοιπο των χρεών του, καθώς δεν μπορεί να ικανοποιηθεί το υπόλοιπο της απαίτησης των πιστωτριών, γιατί δεν μπορεί από το νόμο να επιβληθεί άλλη υποχρέωση στους αιτούντες.

Κατά συνέπεια των παραπάνω, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση ως βάσιμη και στην ουσία της και να ρυθμιστούν τα χρέη του εκκαλούντος, με σκοπό την απαλλαγή του, με την τήρηση των όρων της ρύθμισης, εξαιρουμένης της εκποίησης της κύριας κατοικίας του, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 6 του Ν. 3869/2010 που ισχύει και στη δευτεροβάθμια δίκη. Επιπλέον, παράβολο ερημοδικίας για τις απολειπόμενες εφεσίβλητες δεν ορίζεται, επειδή δεν προβλέπεται στο νόμο το ένδικο βοήθημα της ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης. Ενόψει δε της (μερικής) παραδοχής της έφεσης πρέπει, σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθρου 495 § 3 ΚΠολΔ, να διαταχθεί η επιστροφή του παράβολου στον εκκαλούντα.

                                                                 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των πρώτης και δεύτερης εφεσίβλητης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και στην ουσία την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθ. 57/2020 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Ρόδου, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της Εκούσιας δικαιοδοσίας.

(…)

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον αιτούντα, για χρονικό διάστημα τριών ετών, με αφετηρία την 1η εργάσιμη ημέρα του πρώτου μήνα αμέσως μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, να καταβάλει συμμέτρως στους πιστωτές του το ποσό των 300,00 ευρώ μηνιαίως και ειδικότερα: 1. Στην πρώτη εφεσίβλητη, το ποσό των 225,00 ευρώ, 2. Στη δεύτερη εφεσίβλητη, το ποσό των 21,00 ευρώ, 3. Στον τρίτο εφεσίβλητο, το ποσό των 30,00 ευρώ και 4. Στην τέταρτη εφεσίβλητη, το ποσό των 24,00 ευρώ.

ΕΞΑΙΡΕΙ της εκποίησης την κύρια κατοικία του αιτούντος, ήτοι διώροφο διαμέρισμα, με στοιχεία πίνακα «…….», συνολικής μικτής επιφάνειας 116 τ.μ., αποτελούμενο από ισόγειο 58 τ.μ. και όροφο 58 τ.μ., που αποτελεί τμήμα οριζόντιας ιδιοκτησίας σε οικοδομή ανεγερθείσα επί ενός οικοπέδου, κειμένου εντός της πόλεως Ρόδου και επί της οδού ………..

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον αιτούντα να καταβάλει για τη διάσωση της κατοικίας του, συμμέτρως στους πιστωτές του, το ποσό των 113.000,00 ευρώ, η αποπληρωμή του οποίου θα γίνει σε 30 χρόνια με τριακόσιες εξήντα (360) ισόποσες μηνιαίες δόσεις των 313,89 ευρώ εκάστη και ειδικότερα: 1. Στην πρώτη εφεσίβλητη, το ποσό των 235,89 ευρώ, 2. Στη δεύτερη εφεσίβλητη, το ποσό των 22,00 ευρώ, 3. Στον τρίτο εφεσίβλητο, το ποσό των 31 ευρώ και 4. Στην τέταρτη εφεσίβλητη, το ποσό των 25,00 ευρώ. Η καταβολή των μηνιαίων αυτών δόσεων θα ξεκινήσει την 1η εργάσιμη ημέρα του 1ου μήνα μετά τη λήξη των καταβολών επί τριετία της προηγούμενης ρύθμισης και θα γίνει εντόκως, αλλά χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζα της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ο τόκος θα συμπεριλαμβάνεται στην δόση που ορίσθηκε και δεν θα προστίθεται σε αυτήν.

Ανάθεση σε μηχανικό έκδοσης οικοδομικής άδειας – Σύμβαση έργου – Υποχρέωση του μηχανικού να αποδώσει τις παροχές που έλαβε σε περίπτωση μη έκδοσης της οικοδομικής άδειας. (αρ. αποφ. 223/2018 Μον.Πρ.Ροδ. δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)

Αμοιβή μηχανικού για έκδοση άδειας οικοδομής. Συνιστά σύμβαση έργου και όχι παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Διαβεβαίωση από τον εναγόμενο μηχανικό για την δυνατότητα έκδοσης οικοδομικής άδειας. Απάντηση από αρμόδια υπηρεσία ότι το παρόν οικόπεδο επειδή δεν έχει πρόσωπο σε προβλεπόμενο δρόμο του σχεδίου πόλης δεν είναι δυνατή η έκδοση οικοδομικής άδειας. Υπαναχώρηση εργοδότη και αίτημα για επιστροφή χρημάτων. Άρνηση μηχανικού να τα επιστρέψει. Υποχρέωση απόδοσης των παροχών με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Εσφαλμένως ο νομικός χαρακτηρισμός από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της παρούσας σύμβασης ως σύμβασης ανεξάρτητων υπηρεσιών. Δεκτή η έφεση τυπικά και κατ’ ουσία. Υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στην ενάγουσα τις ληφθείσες παροχές με τους νόμιμους τόκους. (Αρ. αποφ. 223/2018 Μον.Πρ.Ροδ. δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)

Αριθμός απόφασης: 223/2018

                                               ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ

ΣΥΓKPOTHΘHKE από τη Δικαστή Ευγενία Παναγιωτίδου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Πρόεδρος Πρωτοδικών Ρόδου και από την Γραμματέα Ε.Π.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 22 Φεβρουάριου 2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: …. του … η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεωργίου Λαμπαδάκη (AM ΔΣΡ 414), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: …. του …, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του, Α.Β. ….., η οποία κατέθεσε προτάσεις.

(………….)

Στη μεταξύ του εργολάβου – μηχανικού και του εργοδότη σύμβαση έργου εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 681 επόμ. του ΑΚ. μεταξύ των οποίων και η διάταξη του άρθρου 686 του ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι: “Αν ο εργολάβος δεν αρχίσει εγκαίρως την εκτέλεση του έργου, ή αν, χωρίς υπαιτιότητα του εργοδότη, επιβραδύνει την εκτέλεση στο σύνολό της ή εν μέρει με τρόπο που αντιβαίνει στη σύμβαση και καθιστά αδύνατη την έγκαιρη περάτωση του έργου, ο εργοδότης μπορεί να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, χωρίς να περιμένει το χρόνο της παράδοσης του έργου. Όταν υπάρχει υπερημερία του εργολάβου, διατηρούνται ακέραια τα δικαιώματα που έχει ο εργοδότης εξαιτίας της”. Όπως προκύπτει από την άνω ρύθμιση του άρθρου 686 εδ. α’ του ΑΚ για την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης από τη σύμβαση έργου εκ μέρους του εργοδότη δεν απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων της υπερημερίας του εργολάβου, ούτε η ύπαρξη υπαιτιότητας του εργολάβου στην καθυστέρηση, η οποία μπορεί να οφείλεται και σε αντικειμενικές δυσχέρειες, όπως σε ευθύνη τρίτου ή ακόμη και σε ανώτερη βία. Επίσης δεν απαιτείται η τήρηση των διατάξεων των άρθρων 383 επ. του ΑΚ, γιατί πρόκειται για υπαναχώρηση που παρέχεται ευθέως από το νόμο και σε αυτήν εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 389 έως 396 του ΑΚ (ΑΠ 77/2011, ΑΠ 1035/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από δε τις συνδυασμένες διατάξεις των ως άνω άρθρων 686 εδ. α, 387 παρ. 2, 389 και 390 ΑΚ προκύπτει ότι, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της πρώτης από τις διατάξεις αυτές, με την κατά τη διάταξη αυτή δήλωση του εργοδότη προς τον εργολάβο ότι υπαναχωρεί από τη σύμβαση της μίσθωσης έργου, η σύμβαση αυτή καταργείται από τη στιγμή της κατάρτισής της (ex tunc), η νομική σχέση ανάμεσα στον εργοδότη και τον εργολάβο διαλύεται αυτοδικαίως και αναδρομικά, επέρχεται απόσβεση όλων των υποχρεώσεων αυτών για παροχή που πηγάζουν από τη σύμβαση και δημιουργείται υποχρέωσή τους να αποδώσουν αμοιβαίως τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθ. 904 επόμ ΑΚ), για αιτία που έληξε (ΑΠ 1113/2017, 997/2010, ΑΠ 262/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες που ισχύουν για την υπαναχώρηση, τήρηση τύπου για την σχετική δήλωση δεν απαιτείται και δεν είναι απαραίτητο κατά νόμο στοιχείο του περιεχομένου της δήλωσης η χρησιμοποίηση της λέξης υπαναχώρηση (βλ. Παπανικολάου, σε Γεωργιάδη -Σταθόπουλου, Γεν. Ενοχικό, υπ` άρθρο 390 ΑΚ, σελ. 380), ενώ γίνεται δεκτό ότι το δικαίωμα υπαναχώρησης του άρθρου 686 ΑΚ δεν υπόκειται σε καμία προθεσμία ή παραγραφή. Μπορεί, συνεπώς, κατά την άποψη που προκρίνεται ως ορθότερη από το παρόν Δικαστήριο, να ασκηθεί και μετά από το συμφωνημένο χρόνο παράδοσης του έργου, αν δεν εκπληρώθηκαν έως τη λήξη της προθεσμίας παράδοσης αυτού οι υποχρεώσεις του εργολάβου από το άρθρο 686 παρ. 1 ΑΚ για έγκαιρη έναρξη και μη επιβράδυνση της εκτέλεσης του έργου με τρόπο που αντιβαίνει στη σύμβαση και καθιστά αδύνατη την έγκαιρη περάτωση αυτού, αφού κατ` εξοχήν στην περίπτωση αυτή προκύπτει ότι είναι ανέφικτη η έγκαιρη παράδοση του έργου (ΑΠ 1113/2017 ό.π, ΑΠ 652/2008, ΕλλΔνη2010. 776, ΑΠ 1619/1995, ΕλλΔνη39.128, ΕφΑΘ 2223/2009,ΕλλΔνη2009. 1522, ΕφΘεσ 1374/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Δεληγιάννη στο Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο Δεληγιάννη-Κορνηλάκη, τόμος II, έκδοση 1992, σελ. 168-169- υποστηρίζεται, ωστόσο, και η άποψη ότι η διάταξη του άρθρου 686 ΑΚ εφαρμόζεται μόνο στο στάδιο πριν από το χρόνο παράδοσης του έργου, ενώ μετά την παρέλευση του χρόνου παράδοσης του έργου η υπερημερία του εργολάβου καθώς και η εκπλήρωση των υποχρεώσεων του κρίνονται από τις γενικές διατάξεις των άρθρων 345, 383, 387, 389 ΑΚ, βλ. ΑΠ 746/1994, ΑΠ 339/1982, ΕφΘεσ 1729 /2003 Αρμ2004. 1401).

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την από 22/10/2013 αγωγή της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ρόδου, ισχυρίστηκε ότι τυγχάνει κυρία ενός ακινήτου και δη ενός οικοπέδου εκτάσεως 256 τ.μ. κείμενου στην περιοχή … του χωριού … της Ρόδου. Ότι επιθυμώντας να ανεγείρει οικοδομή εντός αυτού, απευθύνθηκε αρχές Νοεμβρίου του 2008 στον εναγόμενο, κατ’ επάγγελμα πολιτικό μηχανικό, προκειμένου να τον συμβουλευτεί για τη δυνατότητα έκδοσης άδειας οικοδομής. Ότι ο εναγόμενος, αν και γνώριζε ή έστω όφειλε να γνωρίζει εξαρχής ότι δεν ήταν εφικτή η έκδοση άδειας οικοδομής της παρέστησε ψευδώς ότι το ακίνητο ήταν άρτιο και οικοδομήσιμο «κατά παρέκκλιση», πείθοντάς την να συνάψει μαζί της σύμβαση έργου για την εκπόνηση μελέτης για την έκδοση άδειας οικοδομής και να προβεί την 20/11/2008 στην καταβολή προς τον ίδιο ποσού 12.000,00 ευρώ ως αμοιβής για το συμφωνηθέν έργο. Ότι ο εναγόμενος την 1/12/2008 υπέβαλε αίτηση στην αρμόδια Διεύθυνση Πολεοδομίας .. για την χορήγηση οικοδομικής άδειας για το εν λόγω ακίνητο, δηλώνοντας ότι αυτό ήταν άρτιο και οικοδομήσιμο «κατά παρέκκλιση». Ότι κατόπιν οχλήσεων προς τον εναγόμενο λόγω καθυστέρησης στην χορήγηση της άδειας, ο ίδιος δήλωνε ότι υπήρχε δυσκολία ως προς την έκδοση αυτής, διότι το ακίνητο δε διέθετε πρόσωπο σε δρόμο ωστόσο διαβεβαίωνε στην ίδια ότι αυτή (η άδεια) θα εκδοθεί. Ότι όπως έμαθε εκ των υστέρων, την 29/11/2011 ο εναγόμενος υπέβαλε στο όνομά της, εν αγνοία της, αίτηση για τροποποίηση του σχεδίου πόλεως στο συγκεκριμένο οικοδομικό τετράγωνο που βρίσκονταν το ακίνητο. Ότι ο αρμόδιος τοπογράφος μηχανικός του Δήμου … γνωμοδοτώντας αναφορικά με το παραπάνω αίτημα, ανέφερε ότι το επίδικο ακίνητο δεν είναι άρτιο και οικοδομήσιμο ούτε κατά κανόνα ούτε κατά παρέκκλιση και το ίδιο της απάντησε η Διεύθυνση Πολεοδομίας σε σχετικό αίτημά της. Ότι δυνάμει της από 3/10/2013 εξώδικης δήλωσης που επέδωσε στον εναγόμενο, δήλωσε ότι υπαναχωρεί από την παραπάνω σύμβαση αξιώνοντας την επιστροφή του ποσού των 12.000,00 ευρώ που του κατέβαλε. Με βάση τα ανωτέρω ζητούσε με απόφαση που θα κηρύσσονταν προσωρινώς εκτελεστή να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλλει το ποσό των 12.000,00 ευρώ κυρίως κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού κατόπιν της υπαναχώρησης έληξε η αιτία για την οποία καταβλήθηκε και επικουρικά κατά τις διατάξεις των αδικοπραξιών καθώς λόγω της παράβασης των διατάξεων της πολεοδομικής νομοθεσίας και της τέλεσης του αδικήματος της απάτης σε βάρος της, υπέστη ισόποση με το ανωτέρω ποσό, περιουσιακή ζημία, καθώς και το ποσό των 3.000,00 ευρώ για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στα δικαστικά της έξοδα. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 173/2017 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ρόδου, με την οποία αφού κρίθηκε η αγωγή, επαρκώς ορισμένη και νόμιμη πλην του κονδυλίου της ηθικής βλάβης κατά το μέρος του που στηρίζεται στην παράβαση των πολεοδομικών διατάξεων, απορρίφθηκε στην ουσία της. Την απόφαση αυτή, προσβάλλει ήδη η ενάγουσα, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, με την υπό κρίση έφεση, ζητώντας την εξαφάνισή της για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων.

Από το συνδυασμό των άρθρων 534 και 545 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν η εκκαλουμένη εκτιμώντας τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, έκανε λανθασμένο νομικό χαρακτηρισμό και υπαγωγή τους όχι στον προσήκοντα κανόνα δικαίου, δεν εξαφανίζεται από το Εφετείο, αφού στο στάδιο αυτό δεν έχει διαπιστωθεί αν το διατακτικό της είναι ορθό (άρθρο 534 ΚΠολΔ) και κατά πόσον περιέχει σφάλμα ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, αλλά, αντικαθιστάμενων τωv αιτιολογιών, η αγωγή θα κριθεί μέσα στα πλαίσια της νομικής βάσεως, τα στοιχεία της οποίας και περιέχει (Β. Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ Ερμηνευτική – νομολογιακή ανάλυση τ. Γ 374, Εφ ΑνατΚρητ 139/2017, Εφ Λαρ 146/2015, ΕφΔο 122/2007, Εφ Δωδ. 210/1998 Τ.Ν.Π. Νόμος). Από τη διάταξη του άρθρου 681 του ΑΚ με την οποία ορίζεται ότι με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή, προκύπτει ότι και η σύμβαση με την οποία ανατίθεται σε μηχανικό η εκπόνηση μελέτης ή/ και η επίβλεψη συγκεκριμένου οικοδομικού έργου, φέρει το χαρακτήρα μίσθωσης έργου γιατί μ` αυτή οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στο τελικό αποτέλεσμα παραδόσεως της μελέτης που εκπονήθηκε και των σχεδίων που συντάχθηκαν ως και στο αποτέλεσμα της επιβλέψεως που είναι η κατά τα συμβατικά στοιχεία, την επιστήμη και τους κανόνες της τέχνης έντεχνη, εμπρόθεσμη και οικονομική εκτέλεση των επιμέρους εργασιών του όλου έργου και όχι στην εργασία που καταβάλλεται για την εκτέλεση αυτών, ως περιεχόμενο της σχετικής συμβάσεως {ΑΠ 1113/2017, ΑΠ 77/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 225/2003 ΕλλΔνη 2004 467, ΑΠ 977/2003 ΕλλΔνη 2004. 1656, ΑΠ 2701/1999 ΝΟΒ 46. 1248, ΕφΔωδ 30/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με τη σύμβαση αυτή ο μηχανικός αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο εκπονώντας την αναληφθείσα μελέτη ή / και επιβλέποντας την κατασκευή του έργου, δικαιούται δε, παραδίδοντας τούτο (άρθ. 694 ΑΚ), να λάβει τη συμφωνηθείσα αμοιβή. Η ενάγουσα με τον πρώτο λόγο έφεσης ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη προέβη σε εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό της επίδικης σύμβασης ως σύμβασης ανεξάρτητων υπηρεσιών, ενώ έπρεπε να την χαρακτηρίσει ως σύμβαση έργου και ακολούθως να δεχθεί την αγωγή ως προς την κύρια βάση της. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η ενάγουσα ανέθεσε προφορικώς στον εναγόμενο την εκπόνηση της μελέτης για την έκδοση άδειας οικοδομής και την εκτέλεση όλων των συναφών εργασιών που απαιτούνταν για την έκδοση άδειας οικοδομής με τελικό στόχο την έκδοση αυτής. Η ως άνω προφορικώς συναφθείσα σύμβαση φέρει τον χαρακτήρα της σύμβασης έργου, δεδομένου ότι τα μέρη απέβλεψαν στο τελικό αποτέλεσμα της έκδοσης της άδειας οικοδομής και όχι στις επιμέρους εργασίες που θα απαιτούνταν για την εκτέλεση αυτού, ως περιεχόμενο της σχετικής συμβάσεως. Συνεπώς θα πρέπει να εξεταστεί η αγωγή, υπό τον ανωτέρω ορθό νομικό χαρακτηρισμό της σύμβασης, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην μείζονα σκέψη, χωρίς στο παρόν στάδιο να εξαφανιστεί η απόφαση, αφού δεν μπορεί να ελεγχθεί αν ο εσφαλμένος νομικός χαρακτηρισμός άγει και σε διαφορετικό δεδικασμένο. Περαιτέρω με το δεύτερο λόγο έφεσης και κατά το πρώτο σκέλος του, η εκκαλούσα- ενάγουσα παραπονείται ότι εσφαλμένα κατά το νόμο απορρίφθηκε από την εκκαλουμένη, ως μη νόμιμο, το κονδύλιο της ηθικής βλάβης κατά το μέρος που ερείδεται στην παραβίαση των διατάξεων της πολεοδομικής νομοθεσίας και δη των νόμων 651/1977, 1337/1983 και 3212/2003. Κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ο εναγόμενος ευθύνεται κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις διότι της παρέστησε ψευδώς ότι το ακίνητό της ήταν άρτιο και οικοδομήσιμο αν και γνώριζε ότι αυτό δεν ανταποκρινόταν στην αλήθεια προκειμένου να αποκτήσει παράνομο περιουσιακό όφελος και διότι ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας εσφαλμένα τις διατάξεις της ανωτέρω πολεοδομικής νομοθεσίας υπέβαλε αίτηση για την έκδοση άδειας οικοδομής βασιζόμενος στις διατάξεις αυτές. Ωστόσο η βάση της αγωγής που στηρίζεται στις περί αδικοπραξιών διατάξεις κατά το μέρος της που επιχειρείται να θεμελιωθεί στην ανωτέρω εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της πολεοδομικής νομοθεσίας είναι μη νόμιμη, διότι η εσφαλμένη ερμηνεία και επίκληση του νόμου για την έκδοση οικοδομικής άδειας, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει και την παράβαση αυτού ώστε να συντρέχει η έννοια του παρανόμου. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έστω με διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται από την αιτιολογία της παρούσας, απέρριψε το κονδύλιο της ηθικής βλάβης ως προς την παραπάνω βάση του ως μη νόμιμο, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και ο σχετικός δεύτερος λόγος έφεσης κατά το αντίστοιχο πρώτος σκέλος του πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω η ενάγουσα με το δεύτερο και τρίτο σκέλος του δεύτερου λόγου έφεσης επιχειρεί επίκληση νέων ισχυρισμών, διατεινόμενη την παράλειψη του εναγομένου να τηρήσει τις επιβαλλόμενες από την καλή πίστη, την γενική υποχρέωση πρόνοιας και ασφάλειας στις συναλλαγές, καθώς και τις απορρέουσες από τους κανόνες επιμέλειας σύμφωνα με τον Επαγγελματικό Κώδικα Ελλήνων Διπλωματούχων Μηχανικών, υποχρεώσεις του, οι οποίοι απαραδέκτως προβάλλονται το πρώτον καθώς κατατείνουν σε ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής. Κατόπιν τούτου ελέγχεται ως ουσιαστικά αβάσιμος και κατά το παραπάνω σκέλος του ο δεύτερος λόγος έφεσης.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα και της χωρίς όρκο κατάθεσης του εναγομένου, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα τσυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου Δικαστηρίου, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα τα οποία προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το έγγραφο που προσκομίσθηκε το πρώτον με την προσθήκη του εναγόμενου ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, δεδομένου ότι δεν προσκομίσθηκε προς αντίκρουση των ισχυρισμών που προβλήθηκαν όψιμα κατ’ άρθρο 269 ΚΠολΔ, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Η ενάγουσα τυγχάνει αποκλειστική κυρία, νομέας και κάτοχος ενός οικοπέδου εκτάσεως 256 τ.μ. που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια … του Δήμου …, θέση «…», με κτηματολογικά στοιχεία τόμος γαιών …, φύλλο .., μερίδα … και φάκελος … του Κτηματολογίου …, νομικής φύσης αρζί μιρί και ήδη μουλκ, το οποίο απέκτησε δυνάμει της νομίμως μεταγεγραμμένης, υπ’ αριθμ. …/2007 συμβολαιογραφικής πράξης γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Ρόδου …. Η παραπάνω μερίδα αποτελούσε τμήμα μεγαλύτερης μερίδας (… γαιών …), συνολικής αρχικής έκτασης 3.140 τ.μ., το οποίο αποσπάστηκε με χρησικτησία δυνάμει της υπ’ αριθμ. 709/1987 απόφασης του Ειρηνοδικείου Ρόδου (τακτική διαδικασία), η οποία μεταγράφηκε νόμιμα στο Κτηματολόγιο … και σχηματίστηκε η μερίδα (… γαιών …) που βρίσκεται σήμερα υπό την πλήρη κυριότητα της ενάγουσας. Στην ως άνω συμβολαιογραφική πράξη το παραπάνω ακίνητο αναφέρεται ως μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο. Τον Μάιο του έτους 2008, η ενάγουσα επιθυμώντας να ανεγείρει οικοδομή εντός του ως άνω ακινήτου επισκέφτηκε το γραφείο του εναγομένου στη .., αρχιτέκτονος μηχανικού, προκειμένου να τον συμβουλευτεί σχετικά με τη δυνατότητα έκδοσης άδειας οικοδομής. Ο εναγόμενος μελετώντας τα προσαγόμενα από αυτήν, έγγραφα, διαπίστωσε ότι σύμφωνα με το κτηματολογικό διάγραμμα επρόκειτο για ακίνητο που συνορεύει με παραλία- αιγιαλό (αναφερόμενη ως «spiaggia del mare»). Κατόπιν, μετέβη στην τοποθεσία του ακινήτου και διαπίστωσε ότι το εν λόγω ακίνητο δε συνορεύει με παραλία αλλά με άλλο ακίνητο τη φύση του οποίου (αν είναι κοινόχρηστο ή όχι) άρχισε να ερευνά. Έτσι υπέβαλε την από 20/5/2008 αίτηση (επ’ ονόματι της ενάγουσας) προς την Κτηματική Υπηρεσία Δωδεκανήσου, επί της οποίας η ως άνω Υπηρεσία με την με αριθμό πρωτοκόλλου …-5-2008 απάντησή της, ενημέρωνε ότι το ως άνω τμήμα που εφάπτεται το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα κοινόχρηστου χώρου αιγιαλού και παραλίας σύμφωνα με τον VII κτηματολογικό χάρτη γαιών … και ότι σύμφωνα με το ρυμοτομικό σχέδιο της περιοχής … του Δ.Δ. … του Δήμου … βρίσκεται εντός οικοδομικού τετραγώνου (Ο.Τ. …) και αποτελεί πλέον κοινόχρηστο δημοτικό χώρο. Υπολαμβάνοντας τότε ο εναγόμενος με βάσει την παραπάνω απάντηση της Κτηματικής Υπηρεσίας, ότι το επίδικο ακίνητο έχει πρόσωπο σε κοινόχρηστο χώρο και θεωρώντας ότι εμπίπτει στην περίπτωση του άρθρου 25 του ν. 1337/1983 και του ΓΟΚ του 1985 για τη δυνατότητα της κατ’ εξαίρεση οικοδόμησης μη άρτιων οικοπέδων, ενημέρωσε την ενάγουσα για τα παραπάνω και αφού τη διαβεβαίωσε για τη δυνατότητα έκδοσης οικοδομικής άδειας, της ζήτησε, να του καταβάλλει το χρηματικό ποσό των 12.000,00 ευρώ για την εκπόνηση της μελέτης και τις λοιπές διαδικασίες για την έκδοση της άδειας οικοδομής, ποσό το οποίο κατέβαλε την 20/11/2008 η ενάγουσα στον εναγόμενο δια καταθέσεως σε τραπεζικό λογαριασμό του τελευταίου (βλ. το από 20/11/2008 σχετικό παραστατικό της …). Ακολούθως ο εναγόμενος, προχώρησε στη σύνταξη του από Νοέμβριο του 2008 τοπογραφικού διαγράμματος του επίδικου ακινήτου και της από 21/11/2008 τεχνικής έκθεσης στα οποία αναφέρονταν ότι το ακίνητο ήταν άρτιο κατά παρέκκλιση και επιπλέον στην τεχνική έκθεση αναγράφονταν το μέγιστο ύψος της οικοδομής και τις αποστάσεις από τα πλευρικά όρια. Περαιτέρω, την 27/11/2008, κατέθεσε στη Διεύθυνση Πολεοδομίας … αίτηση στο όνομα της ενάγουσας για την χορήγησης άδειας για την ανέγερση διώροφης οικοδομής στο επίδικο ακίνητο. Εν συνεχεία, λόγω της καθυστέρησης στην έκδοση της άδειας, η ενάγουσα οχλούσε σχετικά τον εναγόμενο, ο οποίος τη διαβεβαίωνε ότι η άδεια θα εκδοθεί και η καθυστέρηση οφείλονταν σε συνήθεις γραφειοκρατικές διαδικασίες. Την 14/6/2011 ο εναγόμενος κατέθεσε στην Διεύθυνση Πολεοδομικού Σχεδιασμού …, την με αριθμό πρωτοκόλλου …/2011 αίτηση στο όνομα της ενάγουσας με την οποία υπέβαλε ερώτηση σχετικά με τη δυνατότητα έκδοσης οικοδομικής άδειας επί της μερίδας … γαιών … και σε απάντηση αυτής η ανωτέρω υπηρεσία εξέδωσε το με αριθμό πρωτοκόλλου …-11- 2011 έγγραφό της, στο οποίο ανέφερε ότι η ως άνω μερίδα κατά την ανωτέρω χρονική στιγμή δεν είχε πρόσωπο σε προβλεπόμενο δρόμο του σχεδίου πόλης (τυφλή ιδιοκτησία) με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η έκδοση οικοδομικής άδειας, ότι κατόπιν αιτήματος από τον ιδιοκτήτη τροποποίησης του σχεδίου πόλεως επί του Ο.Τ. … όπου ευρίσκετο η ως άνω μερίδα έτσι ώστε το ακίνητο να αποκτούσε πρόσωπο, η υπηρεσία θα εξέταζε το αίτημα και ότι η έκδοση οικοδομικής άδειας θα ήταν δυνατή αφού ολοκληρώνονταν η διαδικασία τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου. Την 29/11/2011 ο εναγόμενος κατέθεσε στο όνομα της ενάγουσας την με αριθμό πρωτοκόλλου ../29-11-2011 αίτησή του προς τη Διεύθυνση Πολεοδομικού Σχεδιασμού … με την οποία συνυποβάλλοντας δικαιολογητικά και την από 29/11/2011 τεχνική του έκθεση, αιτήθηκε τοπική τροποποίηση του σχεδίου πόλης στο συγκεκριμένο Ο.Τ για να είναι δυνατή η οικοδόμηση. Στη συνέχεια, η Διεύθυνση Πολεοδομικού Σχεδιασμού Δήμου …, με το με αριθμό πρωτοκόλλου …-2-2012 έγγραφό της, ενημέρωσε την ενάγουσα και τον εναγόμενο ότι προκειμένου να εξεταστεί το αίτημα τροποποίησης του Ο.Τ. έπρεπε να προσκομισθεί το σχέδιο της αιτούμενης τροποποίησης. Με το με αριθμό πρωτοκόλλου …/28-6-2012 έγγραφο της, η ως άνω Διεύθυνση αιτήθηκε από τον …., Αγρονόμο Τοπογράφο Μηχανικό, εξωτερικό συνεργάτη του Δήμου …, την γνωμοδότησή του σχετικά με το αίτημα τροποποίησης του Ο.Τ. που υπέβαλε ο εναγόμενος. Στο με αριθμό πρωτοκόλλου …/27-6-2013 έγγραφο του …. που απεύθυνε στην Διεύθυνση Πολεοδομικού Σχεδιασμού του Δήμου …, ο ανωτέρω ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής: « 1. Εντός του Ο.Τ. … και νότια των κτηματολογικών μερίδων … και …, το κτηματολογικό διάγραμμα αναγράφει ως όμορο ιδιοκτήτη «spiaggia del mare», που σημαίνει παραλία. Η αναγραφή αυτή έρχεται σε αντίθεση με τον γενικό κτηματολογικό χάρτη 1:5000 …, ο οποίος αναγράφει ως όμορη την μερίδα … γαιών … και το «via publica» δηλαδή δημόσιο δρόμο που αναγράφει η κτηματολογική μερίδα … Οικοδομών …. Οι αντιφάσεις αυτές δημιουργούν προβλήματα, τα οποία έχουν εκτεθεί προφορικά στον πολεοδομικό σχεδίασμά και έχουν γίνει σχετικές συσκέψεις, που αφορούν στην ολοκλήρωση της Πράξης Αναλογισμού στα πλαίσια της μελέτης της πράξης εφαρμογής του Σχεδίου Πόλης … …2.Η ολοκληρωμένη εξέταση της αρτιότητας και οικοδομησιμότητας της μερίδας … γαιών …, θα μπορούσε να γίνει μετά την γνωμοδότηση του κτηματολογίου για το καθεστώς της όμορης προς νότο ιδιοκτησίας σε περίπτωση που αυτή δεν αποτελεί παραλία. 3. Με βάση τα σημερινά δεδομένα η κτηματολογική μερίδα … γαιών … δεν είναι άρτια και οικοδομήσιμη. Δεν διαθέτει πρόσωπο σε δρόμο του σχεδίου Πόλης και δεν διαθέτει το ελάχιστο εμβαδόν ούτε κατά κανόνα ούτε κατά παρέκκλιση με βάση τους όρους δόμησης της περιοχής. 4. Με την αναγκαστική προσκύρωση της μερίδας … Οικοδομών … επίσης δεν καλύπτει το κατά παρέκκλιση εμβαδόν για να καταστεί οικοδομήσιμη βάση τα παραπάνω η μόνη περίπτωση να καταστούν οι μερίδες … και … άρτιες και οικοδομήσιμες είναι να συνενωθούν με κάθετη ιδιοκτησία..». Επιπλέον με το με αριθμό πρωτοκόλλου …/7-10-2013 έγγραφο του ανωτέρω Τοπογράφου Μηχανικού απευθυνόμενου πάλι στη Διεύθυνση Πολεοδομικού Σχεδιασμού …, ανέφερε εκ νέου την αμφισβήτηση που υπάρχει σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του όμορου ακινήτου και επεσήμανε την ανάγκη διατύπωσης σχετικής γνώμης επ’ αυτού και από το Κτηματολόγιο …

Τελικά, με το με αριθμό πρωτοκόλλου …/16-10-13 έγγραφο της, η Διεύθυνση Πολεοδομικού Σχεδιασμού …, ενημέρωνε του διαδίκους ότι θα προβεί στη διαβίβαση σχετικού τεκμηριωμένου αιτήματος στο Κτηματολόγιο … ώστε να εκφράσει την τελική του άποψη για την οριστική λύση του ζητήματος. Η ενάγουσα υπέβαλε στην Υπηρεσία Δόμησης … αίτηση χορήγησης βεβαίωσης περί μη διεκπεραίωσης αιτήματος έκδοσης οικοδομικής άδειας και επ’ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό πρωτοκόλλου …/2013 απάντηση της ως άνω Υπηρεσίας ότι δεν εκδόθηκε οικοδομική άδεια καθότι το επίδικο ακίνητο ήταν μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο χωρίς πρόσωπο σε κοινόχρηστο χώρο του σχεδίου πόλεως. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ο εναγόμενος, μολονότι έκανε έγκαιρη έναρξη του έργου που του είχε ανατεθεί, το οποίο έπρεπε να ολοκληρωθεί εντός έτους από την ανάληψή του, σύμφωνα με τα κρατούντα στις συναλλαγές για την εκτέλεση ομοειδών έργων, μετά από εκτίμηση των περιστάσεων και της φύσης της ενοχικής σχέσης, άλλα και της υποχρέωσης του εναγομένου να εκπληρώσει την παροχή του όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (άρ. 288 Α.Κ.), αφού τα μέρη δεν είχαν προσδιορίσει χρόνο εντός του οποίου ο εναγομένος όφειλε να παραδώσει στην ενάγουσα την άνω οικοδομική άδεια, εντούτοις επιβραδύνθηκε ο ρυθμός εκτέλεσης του έργου. Δυνάμει της από 3/10/2013 εξώδικης όχλησης που επιδόθηκε στον εναγόμενο την 15/10/2013 (βλ. την υπ’ αριθμ. ../15-10-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Ρόδου …), η ενάγουσα δήλωσε ότι υπαναχωρεί από τη σύμβαση έργου που συνήψε με τον εναγόμενο, λόγω της υπαίτιας καθυστέρησης του ίδιου στην εκτέλεση αυτού και τον καλούσε εντός 3 ημερών από την παραλαβή της να της καταβάλει το χρηματικό ποσό των 12.000,00 ευρώ που αντιστοιχούσε στην αμοιβή του για το ανωτέρω έργο. Η δήλωση αυτή έλαβε χώρα παραδεκτά κατά τη διάταξη του άρθρου 686 του ΑΚ. και δεδομένου ότι, η υπαναχώρηση από σύμβαση έργου κατά τη διάταξη του άρθρου 686 εδ α` Α.Κ. επιφέρει την αυτοδίκαιη και αναδρομική κατάργηση της έννομης σχέσης από την κατάρτισή της, με απόσβεση όλων των υποχρεώσεων των μερών για παροχή που πηγάζουν από τη σύμβαση και υποχρέωσή τους να αποδώσουν τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό για αιτία που έληξε, ανεξαρτήτως υπερημερίας και υπαιτιότητας του εργολάβου ως προς την καθυστέρηση και στην προκειμένη περίπτωση, εξαιτίας της, αντικειμενικά θεωρούμενης, καθυστέρησης, ως προς την περάτωση του επίδικου έργου, ήτοι την έκδοση της άδειας οικοδομής (αναμονή τρία έτη χωρίς ολοκλήρωση του έργου ενώ ο μέσος αναμενόμενος χρόνος είναι ένα έτος), η δήλωση υπαναχώρησης της ενάγουσας- εργοδότριας, επέφερε την αυτοδίκαιη και αναδρομική κατάργηση της επίδικης σύμβασης έργου. Κατόπιν τούτου, γεννήθηκε η υποχρέωση του εναγομένου να αποδώσει την αμοιβή που έλαβε στην ενάγουσα, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού λόγω αιτίας που έληξε, ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του ίδιου ως προς την καθυστέρηση αυτή. Ο εναγόμενος με τις προτάσεις του, επανέφερε τον πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό του περί συμψηφισμού του ποσού των 12.000,00 ευρώ, στηρίζοντάς τον στην αξία του έργου που εκτέλεσε και το οποίο παρέμεινε στα χέρια της ενάγουσας μετά τη γενομένη υπαναχώρηση από τον τελευταία. Η ένσταση αυτή στηρίζεται στο άρθρο 904 ΑΚ, είναι όμως απορριπτέα ως αόριστη, αφού δεν προσδιορίζεται επακριβώς το είδος και η αξία όλων των εργασιών που απαιτήθηκαν για την εκτέλεση του έργου, ως το σημείο που έλαβε χώρα η υπαναχώρηση, ώστε να μπορέσει στη συνέχεια να συναχθεί η εξοικονομηθείσα ωφέλεια του εργοδότη, δηλαδή το χρηματικό ποσό που θα δαπανούσε για την εκτέλεση του ίδιου έργου στον ίδιο τόπο και χρόνο και κάτω από τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις (ΠΠρωτΘεσ 21746/2002, Αρμ 2003/774). Περαιτέρω με τον ίδιο τρόπο επανέφερε τον ισχυρισμό του περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος αφενός της υπαναχώρησης και αφετέρου της άσκησης της αγωγής, ισχυρισμός ο οποίος ωστόσο είναι μη νόμιμος δεδομένου ότι τα αναφερόμενα στις προτάσεις πραγματικά περιστατικά και αληθή θεωρούμενα δεν συνστούν καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, δεν καθιστά δε καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος μόνο η αδράνεια του δικαιούχου να το ασκήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς τη συνδρομή πρόσθετων ειδικών συνθηκών και περιστάσεων προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (ΟλΑΠ 6/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), περιστάσεις οι οποίες δεν εκτίθενται στην αγωγή. Περαιτέρω, η εξέταση της ένστασης παραγραφής της αξίωσης από αδικοπραξία που επαναφέρει με τις προτάσεις του ο εφεσίβλητος παρέλκει ως προς το σκέλος της βάσης της αγωγής που απορρίφθηκε ως μη νόμιμο, ενώ κατά τα λοιπά προβάλλεται αλυσιτελώς αφού δεν προσβάλλεται περαιτέρω η βάση αυτή. Ως εκ τούτου η αγωγή κατά την κύρια βάση της που θεμελιώνεται στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. Συνεπώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, αφού χαρακτήρισε εσφαλμένα την επίδικη σύμβαση ως σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών ακολούθως δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 686 Α.Κ και απέρριψε τη βάση της αγωγής που στηρίζονταν στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις.

Συνακόλουθα όλων των ανωτέρω, η εκκαλούμενη απόφαση η οποία, απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη, ενώ έπρεπε να την δεχθεί εν μέρει ως ουσία βάσιμη κατά τα προαναφερθέντα, έσφαλε κατά το βάσιμο περί τούτου (πρώτου) λόγου της έφεσης ενάγουσας. Συνεπώς μη υπαρχόντων άλλων λόγων έφεσης πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει ως και κατ’ ουσία βάσιμη η έφεση της ενάγουσας και να εξαφανισθεί κατ’ άρθρ. 535 § 1 Κ.Πολ.Δ. η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, για λόγους ενότητας της εκτέλεσης και αναγκαίως η διάταξη της εκκαλουμένης για τα δικαστικά έξοδα. Ακολούθως αφού κρατηθεί και δικαστεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, ενόψει των προεκτιθέμενων περιστατικών που αποδείχθηκαν και αφού περιληφθούν στην παρούσα τα κεφάλαια της εκκαλουμένης τα οποία παρέμειναν αλώβητα, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσία βάσιμη η αγωγή και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 12.000,00 ευρώ το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, καταδικαζομένου συγχρόνως του εναγομένου σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας τους κατ’ άρθρα 178, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ., όπως καθορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Ενόψει δε της (μερικής) παραδοχής της έφεσης πρέπει, σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθρου 495§3 ΚΠολΔ, να διαταχθεί η επιστροφή του παράβολου στην εκκαλούσα.

                                                       ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και εν μέρει κατ` ουσία την έφεση.

(….)

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εφεσίβλητο-εναγόμενο, να καταβάλει στην εκκαλούσα-ενάγουσα το χρηματικό ποσό των δώδεκα χιλιάδων (12.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι πλήρη εξόφληση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εφεσίβλητο – εναγόμενο, σε μέρος των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας- ενάγουσας για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

(…….)

Αποδεικτικές απαγορεύσεις

Δεν μπορούν να εξεταστούν ως μάρτυρες στο ακροατήριο ή να αναγνωστούν έγγραφα της δικογραφίας που έχουν ληφθεί με παράνομες πράξεις για την παραβίαση των διατάξεων του π.δ. 343/2002. Αθώος ο κατηγορούμενος, ο οποίος φέρεται να πώλησε στους πολιτικούς ενάγοντες, υπαλλήλους ιδιωτικής εταιρίας συνδρομητικών υπηρεσιών που επικοινώνησαν μαζί του με ψεύτικο e-mail και πλαστά στοιχεία, δέκτη «TECVIEW 2050» με εγκατεστημένο παράνομο λογισμικό που επέτρεπε στον κάτοχό του να έχει πρόσβαση μέσω τηλεοπτικής μετάδοσης στις συνδρομητικές υπηρεσίες και στο μπουκέτο Ν. άνευ καταβολής οποιασδήποτε συνδρομής και χωρίς της έγκριση του φορέα «Μ.Η. Α.Ε.» (Μονομελές Πλημμελειοδικείο Ρόδου 1921/2013)

Διαφορές από εκτέλεση ασφαλιστικών μέτρων – ανακοπή του άρθρου 702 ΚΠολΔ

Στην ανακοπή του άρθρου 702 παρ. 1 ΚΠολΔ υπάγονται οι ακυρότητες ή αταξίες της απόφασης δυνάμει της οποίας επισπεύσθηκε η εκτέλεση. –Απαράδεκτοι οι λόγοι περί παραγραφής της αξίωσης από τη νομή, περί της ουσίας και των περιστατικών δυνάμει των οποίων εκδόθηκε η απόφαση και περί της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, αν βάλλεται η ορθότητα του ληφθέντος μέτρου και επανελέγχεται με αυτόν τον τρόπο η απόφαση.
(Δημοσιευμένη απόφαση στη Δωδεκανησιακή Νομολογία 2010, 631)
Αριθμός αποφάσεως 9/2009
Το Ειρηνοδικείο Ρόδου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)
Συγκροτημένο από την Ειρηνοδίκη Σύμης Σταματία Ζαχαρίου που αναπληρώνει νόμιμα την Ειρηνοδίκη Ρόδου και το Γραμματέα Τ.Χ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Νοεμβρίου 2008, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του καλούντα-ανακόπτοντα: Ε.Σ., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου Δικηγόρου του Ν.Γ.
Του καθού η κλήση-ανακοπή: Α.Α., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του Γεώργιο Λαμπαδάκη

Από τη διάταξη του άρθρου 702 παρ. 1 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 733, 924, 933 και 938 του ίδιου Κώδικα συνάγεται ότι διαφορές που αφορούν την εκτέλεση αποφάσεως που διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα ή ανακαλούν, ολικά ή εν μέρει απόφαση περί αυτών, δικάζονται από το Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 686 επ. Η ως άνω διάταξη αναφερόμενη σε διαφορές (έριδες και διενέξεις) που προκύπτουν κατά την εκτέλεση αποφάσεων που διατάζουν ασφαλιστικά μέτρα, νοεί, προδήλως, τις αναγόμενες σε ακυρότητες ή αταξίες της απόφασης δυνάμει της οποίας επισπεύσθηκε η αναγκαστική εκτέλεση. Επομένως, σαφώς προκύπτει ότι αποκλείονται αμφισβητήσεις που οδηγούν στον επανέλεγχο της ορθότητας της αποφάσεως δια της οποίας διατάχθηκε το εκτελούμενο ασφαλιστικό μέτρο και ως εκ τούτου αντιρρήσεις κατά της εκτελέσεως δεν μπορεί να αντιμάχονται προς το εκ της αποφάσεως απορρέον προσωρινό δεδικασμένο, καθόσον παράπονα κατ’ αυτής μόνο με αίτηση ανακλήσεως είναι δυνατόν να προβληθεί, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Η άσκηση των αντιρρήσεων (ανακοπών) κατά της εκτελέσεως των αποφάσεων που διατάσσουν ασφαλιστικά μέτρα και η εκδίκαση αυτών γίνεται κατά τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, συμπληρωματικώς δε κατ’ άρθρον 933 ΚΠολΔ (ΜΠΑ 3560/1991, ΑΠ 1734/1984). Εξάλλου κατά την παρ. 2 του άρθρου 591 του ΚΠολΔ «αν η υπόθεση δεν υπάγεται στη διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί, το δικαστήριο αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάζει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διαδικασία, σύμφωνα με την οποία δικάζεται». Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 933 ΚΠολΔ και 25 του Συντάγματος συνάγεται ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο αποτελεί και η δι’ αναγκαστικής εκτελέσεως πραγμάτωση της απαιτήσεως του δανειστή, ώστε λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, ασκούμενη εντός των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 934 του ίδιου Κώδικα (ΑΠ 279/2004, ΕλΔ 45,431, 370/2000, ΕλΔ 43.121).

Στην προκειμένη περίπτωση ο καλών-ανακόπτων με την ένδικη ανακοπή εκθέτει τα ακόλουθα: Ότι επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων εκδόθηκε η 124/2001 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ρόδου, με την οποία δια της από 21-09-2007 επιταγής προς εκτέλεση η οποία έχει τεθεί κάτω από το αντίγραφο της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων υποχρεώθηκε να αποδώσει στον καθού η κλήση-ανακοπή τη νομή δύο τμημάτων αγρού προερχομένων από μεγαλύτερα ακίνητα όπως αυτά περιγράφονται με πληρότητα και σαφήνεια στην υπό κρίση ανακοπή. Εν συνεχεία συντάχθηκε από το Δικαστικό Επιμελητή του Πρωτοδικείου Ρόδου …..η υπ’ αριθμ. 499/2008 έκθεση βίαιας αποβολής και εγκατάστασης στα ανωτέρω δύο τμήματα ακινήτων του καθού η κλήση-ανακοπή. Ζητεί δε με την υπό κρίση ανακοπή του και για τους λόγους που αναφέρει σε αυτήν την ακύρωση της υπ’ αριθμ. 499/2008 έκθεση βίαιας αποβολής και εγκατάστασης του ως άνω δικαστικού επιμελητή καθώς και της από 21-09-2007 επιταγής προς εκτέλεσης. Η ανακοπή αυτή που έχει ασκηθεί σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, νόμιμα και εμπρόθεσμα, δηλαδή μέσα στην εξάμηνη προθεσμία και παραδεκτά κατά την προσήκουσα διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, προκειμένης εκτελέσεως αποφάσεως εκδοθείσας κατά την ίδια διαδικασία (αρ. 702 παρ. 1, 591 παρ. 2 ΚΠολΔ) πλην όμως καθίσταται απορριπτέα ως απαράδεκτη ενόψει του ότι οι επικαλούμενοι λόγοι ακυρότητας δεν εμπίπτουν στα πλαίσια της ανακοπής του άρθρου 702 ΚΠολΔ και ειδικότερα: ο πρώτος λόγος ανακοπής αφορά την ακυρότητα της αναγκαστικής εκτέλεσης λόγω παραγραφής της αξίωσης του καθού από τη νομή. Ο λόγος αυτός δε στρέφεται κατά τυχόν ακυροτήτων ή αταξιών στην απόφαση του Ειρηνοδικείου Ρόδου κατά της οποίας στρέφεται η παρούσα ανακοπή κατ’ όρθή εκτίμηση του δικογράφου και συνεπώς απαραδέκτως προβάλλεται  με την παρούσα ανακοπή. Ο δεύτερος λόγος ανακοπής αφορά την ουσία και τα πραγματικά περιστατικά δυνάμει των οποίων εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 124/2001 απόφασή του και η εξέταση αυτού κρίνεται ως απαράδεκτη, διότι η ανακοπή του άρθρου 702 ΚΠολΔ δεν μπορεί να οδηγεί έμμεσα σε επανέλεγχο της ορθότητας της αποφάσεως που εξέδωσε σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω στη νομική σκέψη της παρούσας και, τέλος, ο τρίτος λόγος της ανακοπής περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του καθού, η οποία αφορά στην αδράνεια επί μεγάλο χρονικό διάστημα του καθού στην άσκηση των δικαιωμάτων του νομής επί των επιδίκων ακινήτων είναι επίσης λόγος που δεν μπορεί να προταθεί παραδεκτά στην παρούσα δίκη, καθώς δεν ανάγεται σε ακυρότητες που εμφιλοχώρησαν στην έκδοση της αποφάσεως είτε κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ώστε η αντίθεσή τους προς τους κανόνες της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και τον κοινωνικό και οικονομικό του δικαιώματος να μπορεί να υποστηρίξει λόγο ανακοπής εκτελέσεως κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ, αλλά βάλλει ευθέως κατά της ορθότητας του ληφθέντος ασφαλιστικού μέτρου και οδηγεί στον επανέλεγχο της αποφάσεως που το διέταξε καθιστώντας το Δικαστήριο της ανακοπής που κατά ένα μέρος αποτελεί συνέχεια της διαγνωστικής δίκης, σε περίπτωση παραδοχής της βασιμότητας του σχετικού λόγου οιονεί Εφετείο της εξενεχθείσης κρίσεως, δεδομένου ότι παράπονα κατά της εκτελούμενης απόφασης μόνο με αίτηση ανακλήσεως είναι δυνατόν να προβληθούν, εφόσον συντρέχουν βεβαίως οι νόμιμες προϋποθέσεις. Κατά συνέπεια, εφόσον οι προβαλλόμενες με τους λόγους της ανακοπής αντιρρήσεις κατά της εκτελέσεως έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το απορρέον από την εκτελούμενη απόφαση προσωρινό δεδικασμένο, η κρινόμενη ανακοπή πρέπει, σύμφωνα και με όσα στην αρχή της παρούσας εκτέθηκαν, να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

Στην ανακοπή του άρθρου 702 παρ. 1 ΚΠολΔ υπάγονται οι ακυρότητες ή αταξίες της απόφασης δυνάμει της οποίας επισπεύσθηκε η εκτέλεση. –Απαράδεκτοι οι λόγοι περί παραγραφής της αξίωσης από τη νομή, περί της ουσίας και των περιστατικών δυνάμει των οποίων εκδόθηκε η απόφαση και περί της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, αν βάλλεται η ορθότητα του ληφθέντος μέτρου και επανελέγχεται με αυτόν τον τρόπο η απόφαση.