Θανατηφόρο τροχαίο ατύχημα. Χρηματική ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης. Εξώδικος συμβιβασμός υπό διαλυτική αίρεση. Πτώχευση ασφαλιστικής εταιρείας και θέση υπό ειδική εκκαθάριση Ν. 4364/2016. Εμπρόθεσμη αναγγελία απαίτησης με ρητή επιφύλαξη. Πλήρωση διαλυτικής αίρεσης. Κατάταξη της αιτούσας-αντεφεσείουσας για το ποσό των €16.250, μικρότερο από αυτό που αναλογούσε λόγω της πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης. Ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης. Ανάλογη εφαρμογή του αρ. 92 ΠτΚ του Ν. 3588/2007 (ΠτΚ) που εφαρμόζεται συμπληρωματικά με το Ν. 4364/2016. Απορρίπτει την έφεση της υπό ειδική εκκαθάριση ασφαλιστικής εταρείας και δέχεται την αντέφεση της αιτούσας-αντεφεσείουσας. Μεταρρυθμίζει την Κατάσταση Δικαιούχων Απαιτήσεων υπολογίζοντας και τους τόκους υπερημερίας έως την πτώχευση της ασφαλιστικής εταιρείας στο συνολικό ποσό των €38.787,57. (δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)
Αριθμός απόφασης: 3359/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Λέκκου, Εφέτη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Αγγελική Κυριαζή.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 15η Απριλίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Της εκκαλούσας – αντεφεσιβλήτου — καθής η ανακοπή: Τελούσας υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…….Α.Α.Ε.» με ΑΦΜ ………η οποία εδρεύει στη ………Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα από τον εκκαθαριστή της, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελένη Γκίνη (αριθμός προείσπραξης ……….και ………ΔΣΑ).
Της εφεσιβλήτου – αντεκκαλούσας – ανακόπτουσας: ………χήρας …….., το γένος ………., με ΑΦΜ ……….κατοίκου ………Ρόδου, η οποία, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Λαμπαδάκη (αριθμός προείσπραξης ……..ΔΣ Ρόδου).
Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ασκήθηκε η από 09.12.2019 και με αριθμ. κατ. ………/09-12-2019 ανακοπή της ανακόπτουσας και αντεκκαλούσας – εφεσιβλήτου. Η εν λόγω ανακοπή εκδικάσθηκε ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, την 06-03-2020, αντιμωλίαν των διαδίκων, και με την με αριθμό 2410/2020 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, έγινε δεκτή ως εν μέρει νόμιμη και περαιτέρω ως βάσιμη στην ουσία της.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου α) η καθής η ανακοπή τελούσας υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……… Α.Α.Ε.» με την από 07-07-2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου, ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών, ………/09-07-2020 έφεσή της, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Εφετείου Αθηνών στις 09.07.2020 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………/2020 και προσδιορίσθηκε προς συζήτηση η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος, και β) η ανακόπτουσα ……….χήρα ………. το γένος ……….με την από 18.01.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ………/19-01-2021 αντέφεσή της, και προσδιορίσθηκε προς συζήτηση, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος.
(……………) Θα πρέπει να σημειωθεί ότι για την άσκηση της αντέφεσης δεν απαιτείται η καταβολή παράβολου (ΕΛαρ 467/2014 Δικογρ 2017-454, Στ. πανταζόπουλος, εις Κεραμευς/Κονδύλης/Νίκας, Ερμηνεία ΚΠολΔ2 εκδ. 2020, σελ. 20-21, παρ. 8)…..
III) Η εφεσίβλητη – αντεκκαλούσα, με την από 09-12-2019 ανακοπή της, που ήγειρε κατά της εκκαλούσας – τελούσας υπό ασφαλιστική εκκαθάριση εκκαλούσας εταιρείας με την επωνυμία ………ΑΑΕ, και κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου αυτής, ισχυρίζεται ότι στη Ρόδο, την 19-7-2011, από παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του οδηγού του υπό στοιχεία κυκλοφορίας …….. ΙΧΦ αυτοκινήτου, ασφαλισμένου για τις έναντι τρίτων προξενούμενες ζημίες στην ήδη τελούσα υπό ασφαλιστική εκκαθάριση εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία, επήλθε ο θάνατος του συζύγου της ………, υπό τις συνθήκες που περιγράφονται ειδικότερα στην εν λόγω ανακοπή. Ότι η ίδια ήγειρε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου την από 18-4-2013 αγωγή της αξιώνοντας, μεταξύ άλλων, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη από το θάνατο του συζύγου της, το ποσό των ευρώ 249.500. Ενόψει καθυστέρησης στην έκδοση αποφάσεως επί της ανωτέρω αγωγής της, η ίδια συμβιβάσθηκε εξωδίκως με την ανωτέρω καθής η ανακοπή εταιρεία, την 27-9-2017. Στα πλαίσια του εν λόγω εξωδίκου συμβιβασμού συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι η ανακόπτουσα, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη θα λάβει από την ανακόπτουσα συνολικά το ποσό των ευρώ 65.000, σε τρεις δόσεις της τελευταίας εκ ποσού ευρώ 16.500 καταβλητέας την 09-02-2018, με τη συμφωνία ότι ο εν λόγω εξώδικος συμβιβασμός θα ισχύει υπό τον όρο εμπρόθεσμης καταβολής των εν λόγω δόσεων. Ότι η καθής υπήρξε συνεπής στην καταβολή των δύο πρώτων δόσεων, πλην όμως την 23-2-2018 ετέθη υπό ασφαλιστική εκκαθάριση και δεν κατέβαλε την ανωτέρω συμφωνηθείσα τρίτη δόση. Κατά την ένδικη ανακοπή, η ίδια (ανακόπτουσα) ανήγγειλε την ανωτέρω απαίτησή της από τον ανωτέρω εξώδικο συμβιβασμό με τη ρητή επιφύλαξη ότι εάν δεν καταβληθεί και η τελευταία δόση του εν λόγω συμβιβασμού έως την 17-9-2018, οπότε είχε ορισθεί προς εκδίκαση η ανωτέρω αγωγή της, θα διεκδικήσει δικαστικά ολόκληρο το ποσό που ζητούσε με την ανωτέρω αγωγή της. Ειδικότερα, ως προς το σημείο αυτό αναφέρει στην ένδικη ανακοπή της «Για τους λόγους αυτούς προέβην σε αναγγελία προς την καθής νόμιμα και εμπρόθεσμα στις 23-04-2018 … για την καταβολή του ποσού των ευρώ 16.500,00 με τη ρητή επιφύλαξη σε περίπτωση που δεν πληρωθεί το υπόλοιπο των απαιτήσεών μου μέχρι τη συζήτηση της εκκρεμής αγωγής στις 17-09-2018 … να διεκδικήσω δικαστικά ολόκληρο το ποσό που αιτούμην με την αγωγή μου (ευρώ 344.900,οο) σύμφωνα με τον όρο 5 του ως άνω συμφωνητικού». Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι δεν έχει εισέτι καταβληθεί η ανωτέρω τελευταία δόση του ανωτέρω συμβιβασμού, η δε ανωτέρω αγωγή της συζητήθηκε πλην όμως η συζήτηση αυτής κηρύχθηκε απαράδεκτη, επιπλέον δε, σε βάρος του ομοδίκου της καθής η ανακοπή και οδηγού του ανωτέρω ζημιογόνου αυτοκινήτου εξεδόθη τελεσίδικη απόφαση με την οποία επιδικάσθηκε σε βάρος του και υπέρ της ανακόπτουσας το ποσό των ευρώ 65.000 ως χρηματική της ικανοποίηση για το ένδικο συμβάν. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι ενόψει της μη καταβολής της ανωτέρω τρίτης δόσης του εξωδίκου συμβιβασμού κατά την ορισθείσα προθεσμίας πληρώθηκε η διαλυτική αίρεση υπό την οποία τελούσε ο ανωτέρω εξώδικος συμβιβασμός, με αποτέλεσμα, ενόψει της ανωτέρω αδικοπραξίας, η καθής η ανακοπή να της οφείλει ως χρηματική της ικανοποίηση λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη από το ένδικο συμβάν, το ποσό των ευρώ 65.000, αφαιρουμένου του ποσού των ευρώ 48.750 που ήδη έχει λάβει, πλέον τόκων επιδικίας από της επιδόσεως της ανωτέρω αγωγής έως την 9-12-2019, ήτοι έως της εγέρσεως της ένδικης ανακοπής και συνολικά το ποσό των ευρώ 52·530,39· Τέλος διατείνεται ότι εσφαλμένως κατετάγη στην από 15-10-2019 Κατάσταση Δικαιούχων Απαιτήσεων από ασφάλιση που δημοσιεύθηκε τελευταία φορά την 30-10-2019 μόνο για το ποσό των ευρώ 16.500 και επικαλούμενη τις διατάξεις του άρθρου 242 παρ.2 του Ν. 4364/2016 ζητά να αναγνωρισθεί δικαιούχος ασφαλίσεως για το ποσό των 52·53Ο,39 ευρώ, να μεταρρυθμισθεί η ανωτέρω Κατάσταση Δικαιούχων ώστε να συμπεριληφθεί σε αυτήν για το ποσό των 52·53Ο,39 ευρώ και να καταδικασθεί η καθής στη δικαστική της δαπάνη.
Η εκκαλουμένη, αφού δίκασε την ανωτέρω ανακοπή κατά τη δικάσιμο της 6-3-2020, αντιμωλίαν των διαδίκων, κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, έκρινε αυτή νόμιμη, ως θεμελιούμενη στις διατάξεις του άρθρου 92 παρ.1 ΠτΚ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 235 παρ. 3 του Ν. 4364/2016, πλην του αιτήματος επιδίκασης τόκων για το χρόνο μετά τη θέση της καθής η ανακοπή υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ.ια του ΠτΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 235 παρ·3 του Ν. 4364/2016, ακολούθως δε αφού έκανε δεκτή την ανωτέρω ανακοπή μεταρρύθμισε την από 15-10-2019 Κατάσταση Δικαιούχων Απαιτήσεων από Ασφάλιση της καθής η ανακοπή που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της, ώστε να συμπεριληφθεί σε αυτήν η απαίτηση της ανακόπτουσας προερχομένη από την επικαλούμενη υπ’ αυτής αδικοπραξία εκ ποσού 38.787,54 ευρώ, αφού υπολόγισε επί του κεφαλαίου τόκους υπερημερίας και όχι επιδικίας, συμψήφισε δε τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας της ερμηνείας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
Κατά της απόφασης αυτής, η καθής η ανακοπή – εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεση της, ζητά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, επί τω τέλει απορρίψεως της ανωτέρω ανακοπής άλλως να περιορισθεί αυτή στο ποσό της αξίωσης της ανακόπτουσας για το οποίο επαληθεύθηκε, διότι, με το μοναδικό λόγο έφεσης, κατ’ εσφαλμένη του νόμου εφαρμογή και ερμηνεία έγινε δεκτή η ανωτέρω ανακοπή και μάλιστα ως θεμελιούμενη στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 92 του ΠτΚ. Περαιτέρω, παραδεκτός (σχετικά Στ. Πανταζόπουλος , ο.π. σελ. 119 παρ. 21) ενόψει της διαδικασίας εκδίκασης της ένδικης διαφοράς και δη αυτής των ασφαλιστικών μέτρων, δια των εγγράφων προτάσεών της και κατά τη δέουσα εκτίμηση αυτών, η εκκαλούσα ανωτέρω ασφαλιστική εταιρεία, άσκησε προσθέτους λόγους έφεσης και δη δεδομένου ότι κάνει λόγο για κακή εκτίμηση των αποδείξεων από την εκκαλουμένη (φύλλο 13° προτάσεων εκκαλούσας). Η ανακόπτουσα, με την ένδικη αντέφεσή της ζητά αφού απορριφθεί η ανωτέρω έφεση να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη με σκοπό γίνει δεκτή η ανακοπή της ως ανακοπή του άρθρου 242 παρ.2 του Ν. 4364/2016 καθόλο της το αιτητικό και αφού αναγνωρισθεί δικαιούχος του ποσού των ευρώ 52-530,39, να μεταρρυθμισθεί η ανωτέρω Κατάσταση Δικαιούχων για το ανωτέρω ποσό, διότι, κατά τον πρώτο της λόγο εσφαλμένως η εκκαλουμένη έκρινε αυτή (ανακοπή της) ως θεμελιούμενη στις διατάξεις του άρθρου 92 του ΠτΚ εφόσον σαφώς στην ανακοπή της ανέφερε ότι η ίδια αναγγέλθηκε για την ένδικη απαίτησή της, κατά δε το δεύτερο λόγο αντέφεσης ότι κατά κακή εφαρμογή του νόμου απορρίφθηκε ως μη νόμιμη η ανακοπή του καθό μέρος ζητούσε να συμπεριληφθούν στην ανωτέρω κατάσταση η απαίτησή της μετά των τόκων επιπλέον δε κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων κατετάγη μόνον για το ποσό των ευρώ 38.787,57 ευρώ .
IV) Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 235 του Ν. 4364/2016 ο οποίος εφαρμόζεται εν προκειμένω ως εκ του χρόνου θέσης σε εκκαθάριση της εκκαλούσας ασφαλιστικής εταιρείας) «Προσαρμογή της ελληνικής Νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2009 κλπ», γνωστή ως Οδηγία Φερεγγυότητας II ή Solvency II [με τον οποίο καταργήθηκε από 1-1-2016 στο σύνολό του το ν.δ. 400/1970 με το οποίο ρυθμίζονταν και τα ζητήματα της ασφαλιστικής εκκαθάρισης], υπό τον τίτλο «Έναρξη διαδικασιών εκκαθάρισης» «1. Η Εποπτική Αρχή είναι η μόνη αρμόδια να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης του άρθρου 220 του παρόντος. Στην περίπτωση αυτή ακολουθεί το στάδιο ασφαλιστικής εκκαθάρισης, εκτός αν άλλως ορίζεται στην απόφαση. … 3· Στην περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα, και επί ζητημάτων που δεν ρυθμίζονται από τον Πτωχευτικό Κώδικα, οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 και του ΚΠολΔ. 4· Τριάντα (30) ημέρες μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται αυτοδίκαια λυμένες όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις της. …» Κατά το άρθρο 239 του ίδιου Νόμου, υπό τον τίτλο «Διαδικασία ασφαλιστικής εκκαθάρισης» «1. … 2. … 3· Κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση, αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της και σε βάρος των ασφαλισμένων της για ασφαλίσεις αστικής ευθύνης, μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται εις ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης …». Κατά το άρθρο 240 του ίδιου Νόμου υπό τον τίτλο «Προνομιακή κατάταξη απαιτήσεων» «1. Οι απαιτήσεις από ασφαλίσεις έχουν απόλυτη προνομιακή μεταχείριση έναντι οποιοσδήποτε άλλης απαιτήσεως κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης, στο σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης. …». Κατά το άρθρο 242 του ίδιου Νόμου υπό τον τίτλο «Εργασίες εκκαθάρισης – Εξασφάλιση και αναγγελία απαιτήσεων από ασφάλιση» «1. Αμέσως μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης και τη θέση της σε ασφαλιστική εκκαθάριση, ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής προβαίνει σε σφράγιση, απογραφή και εν συνεχεία αποσφράγιση των κεντρικών γραφείων, των υποκαταστημάτων και των γραφείων εξυπηρέτησης της επιχείρησης σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ΚΠολΔ. Ανεξάρτητα από την υπαγωγή της επιχείρησης στο καθεστώς της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, η περάτωση των, εκτός του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου, εκκρεμών υποθέσεων, συνεχίζεται κατά τις διατάξεις της κοινής εκκαθάρισης. 2. Ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής καλεί μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από το διορισμό του ή από την πάροδο του χρονικού διαστήματος της παραγράφου 4 του άρθρου 235 του παρόντος, τους δικαιούχους απαιτήσεων από ασφάλιση, με ανακοίνωση, που δημοσιεύεται μια (1) φορά την εβδομάδα, επί τρεις (3) συνεχείς εβδομάδες σε πέντε (5) ημερήσιες, πανελλαδικής κυκλοφορίας, εφημερίδες, καθώς και στην ιστοσελίδα της επιχείρησης, να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά τους στοιχεία. Οι αναγγελίες απαιτήσεων γίνονται δεκτές εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από την πρώτη δημοσίευση. Η επαλήθευση των απαιτήσεων από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή, αρχίζει το αργότερο μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από τη λήξη της ως άνω προθεσμίας και ολοκληρώνεται στο συντομότερο χρονικό διάστημα. Γίνονται δεκτές οι απαιτήσεις από ασφαλίσεις που δεν αμφισβητούνται από τον ασφαλιστικό εκκαθαριστή ή έχουν επιδικασθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή με απόφαση διαιτητικού δικαστηρίου, εναντίον της οποίας δεν έχει ασκηθεί αγωγή ακύρωσης εντός της προβλεπόμενης από τον ΚΠολΔ προθεσμίας, ή αυτή έχει απορριφθεί τελεσίδικα. Ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής δημοσιεύει κατάσταση των δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση. Στην κατάσταση αυτήν περιλαμβάνονται: α) οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφαλίσεις ζωής, β) οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφαλίσεις κατά ζημιών, που έχουν δηλώσει την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης και έχει καταχωρηθεί η δήλωση στα βιβλία της ασφαλιστικής επιχείρησης, γ) όσοι αναγγέλθηκαν μέσα στην ως άνω προθεσμία. Στην ανωτέρω κατάσταση περιλαμβάνονται και εκείνες οι απαιτήσεις που αμφισβητούνται δικαστικά ή εξώδικα, με αναφορά στο ποσό που διεκδικεί ο δικαιούχος απαιτήσεων από ασφάλιση, καθώς και στο τυχόν ποσό που εκτιμά ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής ότι αναλογεί στην απαίτηση. Μέσα σε δύο (2) μήνες από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αναγγελιών, η ως άνω κατάσταση αναρτάται στην ιστοσελίδα της επιχείρησης και η ανακοίνωση της καταχώρησής της, δημοσιεύεται σε δύο (2) τουλάχιστον ευρείας κυκλοφορίας ημερήσιες εφημερίδες από τις οποίες η μία (ι) τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης, μία (1) φορά την εβδομάδα επί τρεις (3) συνεχείς εβδομάδες. Αντιρρήσεις κατά της πιο πάνω κατάστασης ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης μέσα σε σαράντα πέντε (45) ημέρες από την τελευταία δημοσίευση και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Έφεση κατά της απόφασης του πρωτοδικείου εκδικάζεται από το αρμόδιο εφετείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η απόφαση του εφετείου δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο. 3· Ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής γνωστοποιεί στο Επικουρικό Κεφάλαιο την αναλυτική κατάσταση με τις βεβαιωμένες απαιτήσεις από ασφαλίσεις αστικής ευθύνης αυτοκινήτων, καθώς και κάθε επικαιροποίηση αυτής. Το Επικουρικό Κεφάλαιο καταβάλει αποζημίωση σε κάθε δικαιούχο με βάση την κατάσταση του προηγουμένου εδαφίου και σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο ν.δ.489/1976 (Α` 331)· Στην περίπτωση αυτή, το Επικουρικό Κεφάλαιο δεν υποκαθίσταται στα εξ’ αιτίας του ατυχήματος δικαιώματα του προσώπου που ζημιώθηκε έναντι του υποχρέου για αποζημίωση, υποκαθίσταται όμως, μέχρι του ποσού της αποζημίωσης που κατέβαλε, στο κατ’ άρθρο 240 του παρόντος προνόμιο των απαιτήσεων από ασφάλιση. 4· Ο ασφαλιστικός εκκαθαριστής ικανοποιεί, από το προϊόν της εκποίησης περιουσιακών στοιχείων, δικαιούχους από ασφάλιση συμμέτρως.». Η τελευταία διάταξη του άρθρου 242 του Ν. 4364/2016, δεν διαφέρει ουσιαστικά από άποψη διαδικασίας, από τη διάταξη του άρθρου 10 παρ.3 του προηγούμενου ΝΔ 400/1970 με το οποίο ρυθμίζονταν ομοίως η διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Ειδικότερα, κατά το εν λόγω άρθρο ίο του ΝΔ 400/1970 «3· Σε περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης ή πτώχευσης ασφαλιστικής επιχείρησης ο, κατά το άρθρο 12α του παρόντος, επόπτης εκκαθάρισης ή πτώχευσης καλεί μέσα σε δέκα ημέρες από το διορισμό του τους δικαιούχους ασφαλίσματος, με ανακοίνωση, που δημοσιεύεται μια φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες σε πέντε ημερήσιες, ευρείας κυκλοφορίας, εφημερίδες, από τις οποίες μια τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης και μια οικονομική, να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά τους στοιχεία μέσα σε τρεις μήνες από την τελευταία δημοσίευση. Δεν καλούνται οι δικαιούχοι ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, καθώς και οι δικαιούχοι ασφαλίσεων ζωής, για τους οποίους δεν έχει επέλθει ασφαλιστική περίπτωση. Η επαλήθευση των απαιτήσεων γίνεται από τα ως άνω όργανα, αρχίζει το αργότερο μέσα σε τρεις ημέρες από τη λήξη της ως άνω προθεσμίας και ολοκληρώνεται στο συντομότερο χρονικό διάστημα. Γίνονται δεκτές οι απαιτήσεις που δεν αμφισβητούνται από τα ως άνω όργανα ή έχουν επιδικασθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή (εκτελεστή) απόφαση διαιτητικού δικαστηρίου. Ο επόπτης εκκαθάρισης και ο εκκαθαριστής ή ο επόπτης πτώχευσης και ο σύνδικος υποβάλλουν στο Υπουργείο Εμπορίου κατάσταση των δικαιούχων ασφαλίσματος μέσα σε δύο μήνες από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αναγγελιών. Στην κατάσταση αυτήν περιλαμβάνονται, εφόσον έχουν επαληθευθεί οι απαιτήσεις τους: α) οι δικαιούχοι ασφαλίσματος ασφαλίσεων ζωής, β) οι δικαιούχοι ασφαλίσματος ασφαλίσεων κατά ζημιών εκτός ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, που έχουν δηλώσει την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης και έχει καταχωρισθεί η δήλωση στα βιβλία της ασφαλιστικής επιχείρησης και γ) όσοι αναγγέλθηκαν μέσα στην ως άνω προθεσμία. Για τις απαιτήσεις που αμφισβητούνται δικαστικά ή εξώδικα γίνεται χωριστή μνεία, στην οποία αναφέρεται το ποσό που εκτιμά ο επόπτης εκκαθάρισης και ο εκκαθαριστής ή ο επόπτης πτώχευσης και ο σύνδικος και το ποσό που διεκδικεί ο δικαιούχος ασφαλίσματος. Στην κατάσταση καταχωρίζονται και οι τυχόν διαφωνίες κατά την επαλήθευση μεταξύ επόπτη και εκκαθαριστή ή συνδίκου. Η κατάσταση καταχωρίζεται αμέσως στο μητρώο ασφαλιστικών επιχειρήσεων και η ανακοίνωση της καταχώρισής της δημοσιεύεται σε δύο τουλάχιστον ευρείας κυκλοφορίας ημερήσιες εφημερίδες, από τις οποίες η μια τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης, μια φορά την εβδομάδα επί τρεις συνεχείς εβδομάδες. Αντιρρήσεις κατά της πιο πάνω κατάστασης ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την τελευταία δημοσίευση και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Έφεση κατά της απόφασης του πρωτοδικείου εκδικάζεται από το αρμόδιο εφετείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η απόφαση του εφετείου δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο.». Από τις παραπάνω διατάξεις του άρθρου 242 του Ν. 4364/2016, όπως και προηγούμενα εγίνετο δεκτό στα πλαίσια της διατάξεως του άρθρου ίο παρ.3 του ΝΔ 400/1970, σαφώς συνάγεται ότι σε περίπτωση ανάκλησης της αδείας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης επακολουθεί το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, κατά το οποίο αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις και η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ασφαλιστικής επιχείρησης, οι δε δικαιούχοι οποιοσδήποτε απαιτήσεως κατ’ αυτής, υποχρεούνται να υπαχθούν στη διαδικασία αναγγελίας και επαλήθευσης των απαιτήσεών τους, προκειμένου να συμμετάσχουν στη διανομή της ασφαλιστικής τοποθέτησης (όμοια Αναστασία Ματέλλα, Διπλωματική Εργασία Η προστασία ασφαλισμένου σε περίπτωση ανάκλησης αδείας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης, υπό το προηγούμενο καθεστώς μεταξύ άλλων ΕΑ 263/2019 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η αναγγελία αποτελεί δήλωση βούλησης με μορφή «ανακοίνωσης παράστασης», με την οποία ο ασφαλισμένος ανακοινώνει στον εκκαθαριστή την ύπαρξη της απαίτησής του, γίνεται δε εγγράφως και πρέπει να αναφέρει το είδος και την αιτία της απαίτησης του αναγγελλομένου, καθώς και το ύψος αυτής, ενώ θα πρέπει να κατατίθενται, μαζί με την αναγγελία, όλα τα δικαιολογητικά της απαίτησης στοιχεία, ώστε να μπορεί ο εκκαθαριστής να προβεί στην επαλήθευση της απαίτησης και του προνομιακού της χαρακτήρα. Ως δήλωση βούλησης η αναγγελία, υπόκειται σε ερμηνεία κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Εν τούτοις, αντικείμενο ερμηνείας δεν μπορούν να αποτελέσουν οι σαφείς δηλώσεις βούλησης (ΑΠ 1299/2008 ΝΟΜΟΣ). Ανάγκη προσφυγής στους ερμηνευτικούς κανόνες ανακύπτει μόνον όταν η δήλωση βούλησης είναι ασαφής, αμφίβολη ή παρουσιάζει κενά. Αντίθετα, όταν οι λέξεις από μόνες τους και χωρίς άλλο αποδίδουν τη βούληση του δηλούντος, τότε δεν υπάρχει έδαφος ερμηνείας με τις προαναφερόμενες διατάξεις (ΑΠ 768/2008 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σε περίπτωση κατά την οποία δικαιούχος απαιτήσεως δεν αναγγείλει εμπρόθεσμα και νόμιμα τις απαιτήσεις του, ανακύπτει το ζήτημα της δυνατότητας ένταξης των απαιτήσεων αυτών στη διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, εν προκειμένω, της ένταξής τους στην Κατάσταση Δικαιούχων Απαιτήσεων από Ασφάλιση. Μολονότι η δυνατότητα προβολής αιτήματος περί εκπρόθεσμης αναγγελίας θα μπορούσε, εκ πρώτης όψεως, να θεωρηθεί ως ένα είδος «αντιρρήσεως» της ανακοπής του άρθρου 242 του Ν. 4364/2016, εντούτοις η συγκεκριμένη ερμηνευτική προσέγγιση, αφενός, προσκρούει στη γραμματική διατύπωση του εν λόγω άρθρου, όπως αυτό παρατίθεται ανωτέρω στο σκεπτικό, αφετέρου δε, δεν είναι συμβατή με το ειδικότερο εννοιολογικό περιεχόμενο των «αντιρρήσεων» και την εν γένει συστηματική της ρύθμισης. Ειδικότερα, στην ανωτέρω διάταξη, όπως εξάλλου και υπό το προηγούμενο νομικό καθεστώς του άρθρου 10 παρ.3 του ΝΔ 400/1970, γίνεται λόγος περί «αντιρρήσεων», οι οποίες αφορούν επαληθευμένες απαιτήσεις, η δε επαλήθευση προϋποθέτει ότι έχει χωρήσει προηγουμένως αναγγελία. Επιπλέον, για τους σκοπούς της συγκεκριμένης διάταξης, το περιεχόμενο των αντιρρήσεων μπορεί να είναι παράπονο των ασφαλισμένων κατά της απόρριψης ή της εν μέρει παραδοχής της απαίτησής τους ή παράπονο οποιοσδήποτε ενδιαφερομένου κατά της παραδοχής απαίτησης ασφαλισμένου. Τούτο σημαίνει ότι η αποδοχή της προβολής αιτήματος περί εκπρόθεσμης αναγγελίας στο πλαίσιο της ανακοπής του ανωτέρω άρθρου 242, δεν θα αφορούσε σε επαλήθευση (σε «αντιρρήσεις») επί της ήδη υπάρχουσας Κατάστασης Δικαιούχων, αλλά σε εισαγωγή νέων απαιτήσεων σε αυτήν, μεταβάλλοντας την ειδικότερη αποστολή που υπηρετεί η συγκεκριμένη ρύθμιση (βλ. υπό το νομοθετικό καθεστώς του άρθρου 10 παρ.β του ΝΔ 400/1970 την από 25.04.2016 Γνωμοδότηση του Επικ. Καθηγητή Εμπορικού Δικαίου Παντείου Πανεπιστημίου, Αγγέλου Μπώλου). Τα ανωτέρω δε, ενισχύονται και από το γεγονός ότι ήδη, κατά τη διάταξη 235 παρ. 3 του ίδιου ως άνω νόμου «Στην περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα» Στα πλαίσια της πτωχευτικής διαδικασίας, ρυθμίζεται αντίστοιχα το θέμα της προβολής αντιρρήσεων κατά τη διαδικασία της επαλήθευσης των απαιτήσεων, με τη διάταξη του άρθρου 95 ΠτΚ. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ωστόσο, ήτοι στην έννοια των «αντιρρήσεων», δεν περιλαμβάνεται και η περίπτωση της εκπρόθεσμης αναγγελίας των απαιτήσεων στην πτωχευτική διαδικασία, αφού γι’ αυτήν την περίπτωση υπάρχει ειδική πρόβλεψη. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 92 § 1 του Ν. 3588/2007 (ΠτΚ) που εφαρμόζεται εν προκειμένω, προβλέπεται ότι «Πιστωτές που δεν ανήγγειλαν την απαίτησή τους μέσα στη νόμιμη προθεσμία, ώστε να μετάσχουν στην επαλήθευση, μπορούν με ανακοπή και δικά τους έξοδα να ζητήσουν την επαλήθευσή της από το πτωχευτικό δικαστήριο, που δικάζει κατά τη διαδικασία του άρθρου 54»· Επομένως, και στο Πτωχευτικό Δίκαιο διαχωρίζεται η περίπτωση της προβολής αντιρρήσεων κατά της επαλήθευσης των απαιτήσεων από αυτήν της μη αναγγελίας των απαιτήσεων. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, είναι σαφές ότι για τον δικαιούχο που δεν ανήγγειλε την απαίτησή του στον εκκαθαριστή ή δεν την ανήγγειλε εμπροθέσμως, δεν χωρεί η ως άνω ανακοπή του άρθρου 242 του Ν. 4364/2016 (προηγούμενο άρθρο 10 § 3 ν.δ. 400/1970)· Χωρεί, όμως, η ανακοπή της διατάξεως του αμέσως ανωτέρω αναφερόμενου άρθρου 92 ΠτΚ, συμπληρωματικώς εφαρμοζόμενου και στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Ειδικότερα, τούτο είναι δογματικά ορθό, καθώς δεν δύναται σε δύο εξίσου συλλογικές διαδικασίες με παρεμφερείς και, σε κάποια σημεία ομοίους σκοπούς, όπως είναι η πτώχευση και η ασφαλιστική εκκαθάριση, στην μεν πρώτη να παρέχεται στον πιστωτή, που δεν ανήγγειλε εμπρόθεσμα την απαίτησή του, η δυνατότητα να την αναγγείλει, ώστε να συμμετάσχει στην πτωχευτική διαδικασία τη στιγμή μάλιστα που ο σύνδικος οφείλει, κατ’ άρθρο 89 § 2 του ΠτΚ, να ειδοποιήσει εγγράφως όλους τους πιστωτές των οποίων τα στοιχεία είναι γνωστά και να τους καλέσει να αναγγείλουν την απαίτησή τους, ενώ στη δεύτερη όπου η διαδικασία πρόσκλησης μέσω δημοσίευσης σε εφημερίδες δεν μπορεί να εξασφαλίσει την αναγγελία των απαιτήσεων, να μην προβλέπεται τέτοια δυνατότητα στον ασφαλισμένο, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει αυτός να χάσει κάθε δυνατότητα ικανοποίησης αντίθετα μάλιστα στο σκοπό της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, που είναι, όπως προεκτέθηκε, η ικανοποίησή του από περιουσιακά στοιχεία επί των οποίων έχει προνόμιο. Ωστόσο, προκειμένου η συμπληρωματική εφαρμογή του άρθρου 92 του ΠτΚ να μην έρχεται σε αντίθεση με τον έτερο σκοπό της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, που είναι η γρήγορη ικανοποίηση των ασφαλισμένων, θα πρέπει να ληφθεί το όλο νομοθετικό πλαίσιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, για να εξυπηρετηθεί δε η ανάγκη για ταχεία περάτωση της διαδικασίας της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, να γίνει δεκτό ότι θα εκδικάζεται από το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Περαιτέρω, ζήτημα τίθεται ως προς την προθεσμία άσκησης της εν λόγω ανακοπής. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 εδ.β της ίδιας διάταξης του άρθρου 92 του ΠτΚ, η εν λόγω ανακοπή μπορεί να ασκηθεί μέχρι και την τελευταία διανομή, σε καμία δε περίπτωση πέραν των έξι (6) μηνών από το πέρας της προθεσμίας αναγγελίας.». Στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 10 παρ.3 του ΝΔ 400/1970 προ της τροποποίησης του ανωτέρω άρθρου 92 παρ.2β ΠτΚ με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ.1 του Ν.4446/2Ο16, οπότε προεβλέπετο ότι η ανακοπή του άρθρου 92 ΠτΚ μπορεί να ασκηθεί μέχρι και την τελευταία διανομή, εγίνετο παγίως δεκτό ότι η νομοθετική στόχευση της άμεσης και ταχείας εκδίκασης των ανακοπών και μάλιστα στο μονομελές πρωτοδικείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον σημαντικότατο όγκο των ασφαλιστικών συμβάσεων, καθώς και το πλήθος των ασφαλισμένων μιας υπό εκκαθάριση ασφαλιστικής εταιρείας, με αποτέλεσμα να γίνεται δεκτό ότι καθίσταται ανεφάρμοστη η εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρ. 92 ΠτΚ ως προς την εκεί προβλεπόμενη προθεσμία άσκησης της ανακοπής μέχρι την τελευταία διανομή. Εγίνετο δε δεκτό ότι ετύγχανε εφαρμογής η προθεσμία της ανακοπής του άρθρου 10 αρ.3 του ΝΔ 400/1975 ήτοι η προθεσμία των 45 ημερών, άποψη που συνεχίζει να ισχύει, εφόσον με την τροποποίηση του εν λόγω άρθρου δεν προβλέφθηκε, αν και ήταν γνωστό στο νομοθέτη, ότι αντίστοιχα επηρεάζεται και η προθεσμία της ανακοπής του μη αναγγελθέντος πιστωτή στα πλαίσια της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Η εν λόγω προθεσμία των 45 ημερών άρχεται από την τελευταία δημοσίευση της κατάστασης δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρ. 24 παρ. 1 εδ. α` του Πτωχευτικού Κώδικα, η οποία ορίζει ότι «Από την κήρυξη της πτώχευσης οι απαιτήσεις των πιστωτών που δεν είναι εξασφαλισμένες με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματο δικαίωμα παύουν να παράγουν νόμιμους ή συμβατικούς τόκους», πρέπει για την ταυτότητα του δικαιολογητικού λόγου, να ισχύει και στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, η οποία, όπως προεκτέθηκε, αποτελεί θεσμό ανάλογο προς αυτόν της πτώχευσης, μετά του οποίου ταυτίζεται κατά βάση ως προς τον σκοπό και την τηρούμενη για την επίτευξή του διαδικασία. Συνακόλουθα, και στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης οι υποκείμενες σε αυτή απαιτήσεις των ασφαλισμένων παύουν να παράγουν τόκους, νόμιμους ή συμβατικούς, από τη θέση της συμβατικής επιχείρησης στο καθεστώς της εκκαθάρισης (ΕΑ 3/2019 ΝΟΜΟΣ) Ο κανόνας της παύσης της τοκογονίας αποτελεί εκδήλωση της αρχής ότι τα δικαιώματα των πτωχευτικών πιστωτών καθορίζονται με βάση την κατάστασή τους τη στιγμή της κήρυξης της πτώχευσης, κάτι που ανταποκρίνεται στην πρακτική ανάγκη σταθεροποίησης των ποσών για τα οποία θα καταταγούν οι πιστωτές (Ευαγ. Περάκης, Πτωχευτικός Δίκαιο, 2η έκδοση, σελ. 230-231). Κατά τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Από το μεταβιβαστικό αυτό αποτέλεσμα της έφεσης το εφετείο αποκτά την εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 525 έως 527 του ίδιου Κώδικα, τόσο από τη μια πλευρά όσο και από την άλλη και, παρόλο ότι ο εκκαλών, με την έφεση, παραπονείται γιατί η αγωγή του απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, μπορεί να κρίνει, μετά και από αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη. Στην περίπτωση αυτή, μη επιτρεπόμενης, κατά τη διάταξη του άρθρου 534 του άνω Κώδικα, της αντικατάστασης των αιτιολογιών της εκκαλουμένης απόφασης, διότι η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, εξαφανίζεται η εκκαλουμένη απόφαση και απορρίπτεται η αγωγή ως μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη και μάλιστα χωρίς ειδικό γι` αυτό παράπονο, κατά τη διάταξη του άρθρου 533 παρ. 1 του Κώδικα αυτού, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα (άρθρα 68, 536 ΚΠολΔ, ΑΠ 356/2013, ΑΠ 1686/2010, ΑΠ 298/2010, ΑΠ 778/2009, ΑΠ 1951/2007, ΑΠ 1493/2007 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ασκούνται και με τις προτάσεις (Στ. Πασνταζόπουλος, ο.π. σελ. 119 με παραπομπή σε ΕΑ 5560/2003), για την παραδεκτή προβολή των οποίων με τις προτάσεις αρκεί να, περιληφθεί το περιεχόμενο αυτών σε αυτές, οπότε αυτή εκτιμάται ως πρόσθετος λόγος έφεσης, χωρίς να χρειάζεται να αναφέρεται τούτο πανηγυρικά στις προτάσεις (ΑΠ 1179/2017 ΝΟΜΟΣ).
V) Στην προκειμένη περίπτωση το παρόν δικαστήριο, επανεκτιμώντας το ιστορικό, υπό τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά και το αιτητικό, της ένδικης ανακοπής, κρίνει, ότι η ένδικη ανακοπή, και δεδομένου ότι στο ελάχιστο περιεχόμενο αυτής σαφώς αναφέρεται ότι η ανακόπτουσα ανήγγειλε την απαίτησή της ποσού ευρώ 16.500 από τον ανωτέρω εξώδικο συμβιβασμό και περαιτέρω ότι ρητά επιφυλάχθηκε για το υπόλοιπο της αξιούμενης με την ανωτέρω αγωγή απαίτησή της, τυγχάνει νόμιμη, θεμελιούμενη στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 92 του Ν. 3588/2007 (ΠτΚ) που εφαρμόζεται εν προκειμένω ως ισχύον κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης, το οποίο εφαρμόζεται συμπληρωματικά κατά τις διατάξεις του άρθρου 235 παρ.3 του Ν. 4364/2016, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, καθώς και σε αυτές των άρθρων 299, 914, 932 ΑΚ, πλην (α) του αιτήματος επαλήθευσης της εξ αδικοπραξίας ένδικης απαίτησης της ανακόπτουσας για το μετά τη θέση της καθής η ανακοπή εταιρείας σε εκκαθάριση, μετά νομίμων τόκων, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, δεδομένου ότι όπως προελέχθη από τη θέση της ασφαλιστικής εταιρείας σε εκκαθάριση παύει η τοκογονία των απαιτήσεων, και (β) του αιτήματος επαλήθευσης της εξ αδικοπραξίας ένδικης απαίτησης της ανακόπτουσας για τον προ της θέσεως της καθής η ανακοπή εταιρείας σε εκκαθάριση, μετά τόκων επιδικίας, το οποίο τυγχάνει νόμιμο μόνον καθό μέρος εξιώνεται μετά τόκων υπερημερίας και τούτο διότι, δεδομένου ότι (α) όπως αναφέρεται και ανωτέρω στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, κατά γενική αρχή δικαίου που εφαρμόζεται και εν προκειμένω συμπληρωματικά, τα δικαιώματα των πτωχευτικών πιστωτών καθορίζονται με βάση την κατάστασή τους τη στιγμή της κήρυξης της πτώχευσης, κάτι που ανταποκρίνεται στην πρακτική ανάγκη σταθεροποίησης των ποσών για τα οποία θα καταταγούν οι πιστωτές (Ευαγ. Περάκης, Πτωχευτικός Δίκαιο, 2η έκδοση, σελ. 230-231). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 346 ΑΚ «Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και εάν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ` εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ` εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης.», και β) κατά την ένδικη ανακοπή, καθόν χρόνο η καθής η ανακοπή εταιρεία ετέθη υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ήταν σε ισχύ ο ανωτέρω εξώδικος συμβιβασμός.
Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, (α) καθό μέρος με την ένδικη ανακοπή, η ανακόπτουσα αν και η ίδια ισχυρίζεται ότι καθόν χρόνο ετέθη η καθής η ανακοπή ασφαλιστική εταιρεία υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ίσχυε ο μεταξύ των διαδίκων εξώδικος συμβιβασμός, αξιώνει όπως, πλην του κεφαλαίου της απαίτησής της, εξελεγχθεί [δεδομένου ότι αντικείμενο της ένδικης ανακοπής είναι η εξέλεγξη και όχι η επιδίκαση της απαίτησης (ΕφΑθ 125/2020 ΕφΑθ 116/2009 ΕλΔ 2009, 605, ΕφΠειρ 109/2006 ΕΕμπΔ 2006, 1029)], στα πλαίσια της ένδικης διαδικασίας εκκαθάρισης, η ένδικη απαίτησή της και ως προς τους τόκους επιδικίας, η ένδικη ανακοπή τυγχάνει μη νόμιμη, διότι κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη, κατά γενική αρχή δικαίου που διέπει το πτωχευτικό δίκαιο και εφαρμόζεται εν προκειμένω, κατά τα άνω συμπληρωματικά, τα δικαιώματα των πτωχευτικών πιστωτών καθορίζονται με βάση την κατάστασή τους τη στιγμή της θέσης της ασφαλιστικής εταιρείας υπό ασφαλιστική εκκαθάριση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε
την αγωγή σιγή ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά το σκέλος αυτό και δη υπολογίζοντας μόνον τόκους υπερημερίας και όχι επιδικίας, ενώ έπρεπε να απορρίψει την ένδικη ανακοπή κατά το σκέλος αυτό ως μη νόμιμη, έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πρέπει, έστω και χωρίς προβολή ειδικού περί τούτου παραπόνου, εφόσον με την κρινόμενη αντέφεση η καθής η ανακοπή εκκαλούσα παραπονείται για την απόρριψη της αγωγής της ως προς το σκέλος αυτό ως ουσιαστικά αβάσιμης, να γίνει δεκτή η αντέφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το σκέλος αυτό. Στην συνέχεια αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο [άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ] και δικαστεί η υπό κρίση ανακοπή, πρέπει να απορριφθεί ως προς το σκέλος αυτό η ένδικη ανακοπή ως μη νόμιμη, διότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για την αντεκκαλούσα, από την εκκαλουμένη. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, (ι) το σχετικό αίτημα της ένδικης ανακοπής τυγχάνει νόμιμο μόνον καθόσον ζητείται ο συνυπολογισμός τόκων υπερημερίας, και (ιι) δεν κρίνεται ότι πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη έφεση εφόσον το σχετικό κονδύλιο εξέλεγξης της ένδικης απαίτησης μετά τόκων επιδικίας, απερρίφθη ως αβάσιμο στην ουσία του κ` τοιουτοτρόπως θα καθιστούσε την εκκαλούσα σε χειρότερη θέση, και β) Καθό μέρος η ένδικη ανακοπή κρίθηκε νόμιμη ως θεμελιούμενη στις διατάξεις του άρθρου 92 του ΠτΚ, όπως ίσχυε κατά τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, ορθά η εκκαλουμένη απόφαση εφάρμοσε και ερμήνευσε τις ανωτέρω διατάξεις και πρέπει να απορριφθεί ο λόγος έφεσης που περιέχεται στην ένδικη έφεση, κατά τον οποίο η ένδικη ανακοπή τυγχάνει μη νόμιμη, διότι κατά τον ίδιο λόγο δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω η διάταξη του άρθρου 92 του ΠτΚ. Όμοια απορριπτέος τυγχάνει και ο λόγος αντέφεσης καθό μέρος ζητείται η εξαφάνιση της εκκαλουμένης διότι κατά παράβαση του νόμου εκρίθη αυτή ως θεμελιούμενη στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 92 ΠτΚ συμπληρωματικώς εφαρμοζομένη και όχι στις διατάξεις του άρθρου 242 του Ν. 4364/2016, δεδομένου ότι σαφώς στην ένδικη ανακοπή αναφέρεται ότι η ανακόπτουσα ανηγγέλθη στην ανωτέρω διαδικασία μόνον για το ποσό των 16.250 ευρώ που αφορά στην τρίτη δόση του εξωδίκου συμβιβασμού και όχι για την ένδικη απαίτηση από την ένδικη αδικοπραξία για την οποία σαφώς αναφέρεται ότι η ίδια (ανακόπτουσα) εδήλωσε επιφύλαξη. Επιπλέον, πρέπει να απορριφθεί και ο λόγος αντέφεσης κατά τον οποίο κατά παράβαση του νόμου απερρίφθη με την εκκαλουμένη ως μη νόμιμο το αίτημα εξέλεγξης της ένδικης απαίτησης της ανακόπτουσας για το μετά τη θέση της καθής η ανακοπή εταιρείας σε εκκαθάριση μετά τόκων, δεδομένου ότι κατά τα αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας, κατά το άρθρο 24 του Ν. 3588/2007 (ΠτΚ) που εφαρμόζεται εν προκειμένω συμπληρωματικώς ως ισχύον κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης, από την θέση της ασφαλιστικής επιχείρησης σε εκκαθάριση, οι απαιτήσεις των πιστωτών παύουν να παράγουν νόμιμους ή συμβατικούς τόκους. Τέλος, ειδικώς όσον αφορά στην αξιούμενη με την ένδικη ανακοπή εξέλεγξη της αξίωσης της ανακόπτουσας περί χρηματικής ικανοποίησής της λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη, η ένδικη ανακοπή τυγχάνει επαρκώς ορισμένη, δεδομένου ότι στοιχεία του ορισμένου της αγωγής από αδικοπραξία είναι η ύπαρξη παράνομης συμπεριφοράς (πράξης ή παράλειψης), οφειλόμενης σε υπαιτιότητα του ζημιώσαντος (ή των προστηθέντων από αυτόν προσώπων κατ` άρθρο 922 του ΑΚ), η πρόκληση ζημίας ή αναλόγως ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης (σε περίπτωση θανάτου) και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας ή της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης που προκλήθηκαν (ΑΠ 367/2020 ΝΟΜΟΣ) στοιχεία που εν προκειμένω περιέχονται, απορριπτομένου ως αβασίμου του προσθέτου λόγου έφεσης που περιέχεται παραδεκτώς αν και δεν αναφέρεται πανηγυρικώς στις προτάσεις που κατέθεσε η εκκαλούσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης.
VI) Από την προσήκουσα επανεκτίμηση των αποδείξεων και δη των εγγράφων που μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από το σύνολο των περιλαμβανομένων στις έγγραφες προτάσεις των διαδίκων ισχυρισμών και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία ουτεπαγγέλτως λαμβάνονται υπόψη, κατ’ άρθρον 336 παρ. 4 ΚΠολΔ, πιθανολογήθηκαν κατά την κρίση του δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 19-
7-2011 και περί ώρα 15·30 ο ………….. του ……….., σύζυγος της ανακόπτουσας ………χήρας ………, οδηγώντας την υπό στοιχεία κυκλοφορίας ………. δίκυκλη μοτοσικλέτα του, εκινείτο επί της Ε.Ο. Ρόδου – Λίνδου της νήσου Ρόδου, με κατεύθυνση από Λίνδο προς Ρόδο, κινούμενος στο μέσον της μοναδικής λωρίδας κυκλοφορίας του ρεύματος πορείας του. Η εν λόγω οδός, είναι οδός διπλής κατευθύνσεως, με συνολικό πλάτος οδοστρώματος 7,40 μ· ήτοι 3,70 μ. ανά κατεύθυνση, με μία λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, στο ύψος δε της 37ης χιλιομετρικής θέσης, όπου η ανώτατη επιτρεπόμενη ταχύτητα ρυθμίζεται σε 8ο χλμ./ώρα με ρυθμιστική της κυκλοφορίας πινακίδα Ρ-32, η τελευταία είναι διαμορφωμένη ως ευθεία, καλυμμένη με ασφαλτικό τάπητα, σημαίνεται δε με κατά μήκος διαγράμμιση επί του οδοστρώματος συνισταμένη σε διπλή διαχωριστική γραμμή, ενώ δεξιά και αριστερά του οδοστρώματος της υπάρχουν ερείσματα πλάτους 1,20 μ. Κατά τον ως άνω χρόνο, η κατάσταση του οδοστρώματος ήταν στο σημείο εκείνο ξηρά, υπήρχε πλήρης φυσικός φωτισμός, επικρατούσε καλοκαιρία και η κυκλοφορία των οχημάτων ήταν συχνή. Στο σημείο αυτό της οδού και συγκεκριμένα στη δεξιά πλευρά του ρεύματος πορείας προς Ρόδο, υπάρχει πρατήριο υγρών καυσίμων της ΕΚΟ. Την ίδια ημέρα και ώρα, ο ………. του …………οδηγώντας το με στοιχεία κυκλοφορίας …… ΙΧΦ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του, το οποίο για τις έναντι τρίτων προξενούμενες ζημίες ήταν ασφαλισμένο στην καθής η ανακοπή ασφαλιστική εταιρεία, αφού κινήθηκε επί της ανωτέρω εθνικής οδού, με κατεύθυνση ομοίως από Λίνδο προς Ρόδο, εισήλθε στο ανωτέρω πρατήριο προς ανεφοδιασμό του οχήματος του. Τη στιγμή που ο ανωτέρω οδηγός της μοτοσυκλέτας προσέγγιζε την ανωτέρω χιλιομετρική θέση, στο ύψος της οποίας ευρίσκεται το ανωτέρω πρατήριο, ο ανωτέρω οδηγός του ανωτέρω φορτηγού αυτοκινήτου, επεχείρησε να εξέλθει από αυτό, ούτως ώστε να εισέλθει στο ρεύμα κυκλοφορίας κατευθυνόμενος προς την πόλη της Ρόδου. Επειδή, ωστόσο, στο σημείο εξόδου από το χώρο του πρατηρίου προς την εθνική οδό και έμπροσθεν του οχήματος του ασφαλισμένου της καθής βρισκόταν ήδη σε θέση αναμονής, προκειμένου να εισέλθει, ομοίως, στην ίδια οδό με κατεύθυνση προς Ρόδο, άλλο αυτοκίνητο, οδηγούμενο από τον ……… του ………, ο ………., προσπέρασε το ανωτέρω έμπροσθεν αυτού όχημα από την αριστερή του πλευρά, ακολούθως εισήλθε από τη θέση εκείνη κάθετα στην εθνική οδό και ακολούθως πραγματοποίησε στροφή δεξιά, με αποτέλεσμα να βρεθεί στο μέσο του ρεύματος κυκλοφορίας της εν λόγω οδού προς Ρόδο. Εν τούτοις, ο τελευταίος αυτός οδηγός, αό αμέλειά του δεν ήλεγξε αν από αριστερά του επί της ανωτέρω οδού, με κατεύθυνση προς Ρόδο, εκινείτο κάποιο όχημα, ώστε να βεβαιωθεί απολύτως ότι μπορούσε να εισέλθει σε αυτή χωρίς κίνδυνο ή παρακώλυση των λοιπών χρηστών της οδού, λαμβάνοντας υπόψη τη θέση και την ταχύτητά τους, με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί την προαναφερομένη κίνηση της μοτοσυκλέτας στην οδό, όπως ευχερώς θα μπορούσε, εάν είχε διακόψει την πορεία του ακριβώς στο σημείο αναμονής του στην έξοδο από το ανωτέρω πρατήριο προς την εθνική οδό, καθώς στο σημείο αυτό δεν περιορίζεται η ορατότητα από φυσικά ή τεχνητά εμπόδια. Έτσι, κατά τον χρόνο που ο τελευταίος πραγματοποιούσε με το φορτηγό του τους παραπάνω ελιγμούς επί της εθνικής οδού, διέκοψε αιφνιδίως την πορεία της οδηγούμενης από τον σύζυγο της ανακόπτουσας μοτοσικλέτας, που εκινείτο στο μέσον του ρεύματος πορείας με κατεύθυνση προς Ρόδο. Ο τελευταίος, μολονότι επεχείρησε αποφευκτικό ελιγμό προς τα αριστερά, έτσι ώστε να διέλθει δια μέσου του ελευθέρου χώρου, αριστερά του φορτηγού, δεν κατόρθωσε να επιτύχει τούτο, έχασε τον έλεγχο του οχήματος του, καθώς ευρίσκετο σε κοντινή απόσταση από την έξοδο του πρατηρίου το εξερχόμενο όχημα του ………, και προσέκρουσε αρχικά με τη δεξιά πλευρά της υπ’ αυτού οδηγούμενης μοτοσυκλέτας στην αριστερή πλευρά του εξερχόμενου από το πρατήριο ανωτέρω φορτηγού αυτοκινήτου και ακολούθως, χωρίς να ανατραπεί, παρεξέκλινε προς τα αριστερά της πορείας του, εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, και αφού διήνυσε απόσταση περίπου είκοσι μέτρων, κινούμενος διαγωνίως επί του ρεύματος πορείας της ανωτέρω οδού προς Λίνδο, προσέκρουσε σε δένδρο που ευρίσκεται εντός του ερείσματος που υπάρχει στη δεξιά πλευρά του οδοστρώματος για τα κινούμενα προς Λίνδο οχήματα, όπου ακινητοποιήθηκε, ενώ η μοτοουκλέτα ακινητοποιήθηκε σε μικρή απόσταση από τον ίδιο και το δένδρο. Η πρόσκρουση του οδηγού της μοτοσυκλέτας στο δένδρο είχε ως αποτέλεσμα το θανάσιμο τραυματισμό του οδηγού αυτής, όπως ειδικότερα αναλύεται κατωτέρω. Οι παραπάνω συνθήκες του ατυχήματος και η αιφνίδια παρεμβολή του φορτηγού αυτοκινήτου στην κανονική κατά τα άνω πορεία της δίκυκλης μοτοσυκλέτας πιθανολογήθηκε και από την από 22-7-2011 ένορκη προανακριτική κατάθεση του αυτόπτη μάρτυρα ………… ο οποίος μεταξύ άλλων κατέθεσε «… Τότε από αριστερά, μου με προσπέρασε ένα πράσινο φορτηγάκι και χωρίς να σταματήσει μπήκε στην Εθνική οδό και συγκρούστηκε με μία μηχανή η οποία κινούνταν από Λίνδο προς Ρόδο και είχε κανονική πορεία…», και την από 30- 9-2015 συμπληρωματική μαρτυρία αυτού ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου κατά την οποία «… Ήμουν στην έξοδο του πρατηρίου από Λίνδο για Ρόδο. Από πίσω ήταν ο …………Με παρέκαμψε και βγήκε … Υπάρχει ορατότητα. Είναι ευθεία και βλέπεις μακριά. Σκέφτηκα δεν προλαβαίνω να βγω και μετά βγήκε ο κατηγορούμενος… Ο θανών έκανε προσπάθεια ελιγμού προς τα αριστερά… Είδα εγώ τη μηχανή και αποφάσισα να μην μπω στο ρεύμα. Είδα τη μηχανή. Εκινείτο κανονικά η μηχανή. Νορμάλ πήγαινε ο άνθρωπος…». Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται και από την έκθεση αυτοψίας σε συνδυασμό με την από 3-2-2012 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του μηχανολόγου μηχανικού …….., η οποία διενεργήθηκε στα πλαίσια της αστυνομικής προανάκρισης που διενεργήθηκε από το τμήμα τροχαίας Ρόδου. Επομένως, πιθανολογείται, ότι αποκλειστικός υπαίτιος του ανωτέρω τροχαίου ατυχήματος ήταν ο οδηγός του υπό στοιχεία κυκλοφορίας ………ΙΧΦ αυτοκινήτου, καθόσον από αμέλειά του και δη μη επιδεικνύοντας την απαιτούμενη κατά νόμο επιμέλεια, δεν συμμορφώθηκε με την υποχρέωσή του, λόγω της θέσης του σε παρακείμενο σταθμό ανεφοδιασμού και της πρόθεσής του να εισέλθει στην εθνική οδό, να διακόψει την πορεία του οχήματος του ακριβώς στο σημείο αναμονής στην έξοδο από το χώρο του σταθμού και να ελέγξει την κίνηση των οχημάτων προς Ρόδο, παραβιάζοντας τοιουτοτρόπως την προτεραιότητα της ανωτέρω μοτοσυκλέτας η οποία εκινείτο επί της ανωτέρω εθνικής οδού, με αποτέλεσμα να παρεμβληθεί της πορείας της και να προκαλέσει την πρόσκρουσή της στο όχημά του και τελικά την ανατροπή της, κατά παράβαση των άρθρων 12 παρ.1, 26 παρ. 5 εδ.α, β περ.α α, β του Ν. 2696/1999· Εάν ο οδηγός του ανωτέρω υπό στοιχεία κυκλοφορίας …….. ΙΧΦ αυτοκινήτου συμμορφωνόταν με τους ανωτέρω κανόνες οδηγητικής συμπεριφοράς, θα διέκοπτε την πορεία αυτού προ της οδού, θα επέτρεπε τη διέλευση των οχημάτων που εκινούντο επ’ αυτής και θα συνέχιζε την πορεία του, αφού είχε βεβαιωθεί απολύτως ότι μπορούσε αν πράξει τούτο με ασφάλεια και χωρίς παρακώλυση των λοιπών χρηστών της οδού που εκινούντο στο ρεύμα κυκλοφορίας με κατεύθυνση προς Ρόδο και δεν θα ελάμβανε χώρα το ένδικο ατύχημα. Η επίδειξη εκ μέρους του οδηγού του υπό στοιχεία κυκλοφορίας ……. ΙΧΦ αυτοκινήτου της ανωτέρω αμελούς οδηγητικής συμπεριφοράς συνδέεται αιτιωδώς με το ατύχημα ως μόνης ενεργούς αιτίας αυτού, αφού δεν πιθανολογήθηκαν περιστατικά συμμετοχής του οδηγού της μοτοσυκλέτας στην πρόκληση του ατυχήματος, καθώς η αιφνίδια είσοδος του οχήματος που οδηγούσε ο ανωτέρω οδηγός του φορτηγού αυτοκινήτου, δεν κατέλειπε στον οδηγό της μοτοσυκλέτας κανένα περιθώριο αποτελεσματικού αποφευκτικού ελιγμού. Περαιτέρω, από την ένορκη κατάθεση του ανωτέρω αυτόπτη μάρτυρα που κανένα συμφέρον από την έκβαση της παρούσας δίκης έχει, αποδεικνύεται ότι ο ανωτέρω οδηγός της δίκυκλης μοτοσυκλέτας εκινείτο κανονικά, δίχως να αποδεικνύεται ότι εκινείτο με υπερβολική, πέραν του επιτρεπομένου ορίου, ταχύτητα ή υπερβολική για τις περιστάσεις ταχύτητα, επιπλέον δε απεδείχθη ότι επεχείρησε αποφευκτικό ελιγμό προς τα αριστερά δίχως αποτέλεσμα. Εξάλλου, η παράλειψη του οδηγού να εκτελέσει τροχοπέδηση ώστε να ακινητοποιήσει την υπ’ αυτού οδηγούμενη μοτοσυκλέτα δεν υποδηλώνει μη επίδειξη από μέρους του της απαιτούμενης επιμέλειας κατά την οδήγηση, διότι ένα τέτοιο εγχείρημα τη δεδομένη χρονική στιγμή δεν θα μπορούσε, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, να πραγματοποιηθεί επιτυχώς, δεδομένου ότι και από την ανωτέρω κατάθεση του αυτόπτη μάρτυρα ………… η ανωτέρω μοτοσυκλέτα ευρίσκετο πλησίον της εξόδου από το ανωτέρω πρατήριο, με αποτέλεσμα να πιθανολογείται ότι δεν είχε το χρονικό περιθώριο ο ανωτέρω οδηγός της ανωτέρω δίκυκλης μοτοσυκλέτας να πραγματοποιήσει τροχοπέδηση του οχήματος του ώστε να επιτύχει κατά τρόπο ασφαλή ομαλή ακινητοποίηση του οχήματος του. Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι ο ανωτέρω οδηγός της δίκυκλης μοτοσυκλέτας δεν διέθετε κατά το χρόνο του ενδίκου συμβάντος άδεια ικανότητας οδήγησης μοτοσυκλέτας κυλινδρισμού 125 κυβικών, αλλά μόνον άδεια ικανότητας μοτοποδηλάτου. Εντούτοις, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα, το ανωτέρω γεγονός ήτοι η μη διάθεση υπ’ αυτού άδειας ικανότητας οδήγησης μοτοσυκλέτας δεν πιθανολογείται ότι συνετέλεσε στο ένδικο ατύχημα, διότι η πρόσκρουση της ανωτέρω μοτοσυκλέτας στο ανωτέρω φορτηγό αυτοκίνητο δεν συνέβη εξαιτίας αδεξιότητας ή οιοδήποτε εσφαλμένου χειρισμού εκ μέρους του, αλλά εξαιτίας της αιφνίδιας παρεμβολής του οχήματος του ανωτέρω οδηγού του ανωτέρω φορτηγού αυτοκινήτου στο ρεύμα πορεία της ανωτέρω μοτοσυκλέτας που θα εμπόδιζε κάθε μέσο συνετό οδηγό που διέθετε σχετική άδεια οδήγησης μοτοσυκλέτας να αποφύγει την ένδικη σύγκρουση. Μόνη δε η παράβαση κάποιας διάταξης του ΚΟΚ δεν αρκεί για να θεμελιώσει πταίσμα του οδηγού για το ατύχημα εάν δεν συνδέεται αιτιωδώς με την πρόκλησή του, όπως εν προκειμένω. Κατόπιν των ανωτέρω, η περί συνυπαιτιότητος του θανόντος συζύγου της ανακόπτουσας και οδηγού της ανωτέρω μοτοσυκλέτας ένσταση της καθής η ανακοπή, που προεβλήθη παραδεκτώς στα πλαίσια της συζήτησης της ένδικης υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και επαναφέρεται, έστω και μη πανηγυρικά, με τις προτάσεις που κατετέθησαν υπό της εκκαλούσας κατά τη συζήτηση της ένδικης υπόθεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως πρόσθετος λόγος έφεσης, τυγχάνει απορριπτέα ως αβάσιμη στην ουσία της. Όμοια η εκκαλουμένη κρίνοντας, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου ως αβασίμου στην ουσία του του προσθέτου λόγου έφεσης της εκκαλούσας που υπεβλήθη με τις προτάσεις περί κακής εκτίμησης αποδείξεων. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι από τη βίαιη πρόσκρουση του οδηγού της μοτοσυκλέτας στο δένδρο, ο οδηγός αυτής υπέστη βαριές κακώσεις εκ των οποίων ως μόνης ενεργούς αιτίας επήλθε αμέσως ο θάνατός του. Ειδικότερα, πιθανολογήθηκε ότι κατόπιν παραγγελίας του Τμήματος Τροχαίας Ρόδου, διενεργήθηκε νεκροψία – νεκροτομή, από την οποία προέκυψε ότι ο θανών οδηγός της ανωτέρω μοτοσυκλέτας υπέστη θλαστικό τραύμα στη δεξιά βρεγματοκροταφική χώρα, θλαστικά τραύματα (ραχιαίας επιφάνειας δεξιάς άκρας χειρός, δεξιού γόνατος, δεξιάς πτερνικής χώρας), εκχύμωση κάτω βλεφάρου δεξιού οφθαλμού και άνω βλεφάρου του αριστερού οφθαλμού, περγαμηνοειδείς εκδορές και εκχυμώσεις (μετωπιαίας χώρας, προσώπου, δεξιού άνω άκρου, δεξιάς πλάγιας θωρακοκοιλιακής χώρας, δεξιάς ωμοπλατιαίας και ισχιακής χώρας, δεξιάς κνήμης, δεξιού γόνατος) και ανοιχτό κάταγμα δεξιάς ποδοκνήμης (κάτω τρίτη μορίου), ενώ από τα ευρήματα της νεκροτομής προέκυψαν ότι ο ίδιος υπέστη: α) συντριπτικά κατάγματα κρανίου (δεξιού κροταφικού, ινιακού, βρεγματικού οστού, βάσης, τουρκικού εφιπίου), διάχυτη υπαραχνοειδή αιμορραγία των εγκεφαλικών ημισφαιρίων, αιμορραγικές διηθήσεις και θλάσεις της εγκεφαλικής ουσίας, ιδιαίτερα της επιφάνειας του δεξιού ημισφαιρίου, β) αιμορραγικές διηθήσεις στο λαιμό και το θώρακα, οι κλείδες καθώς και όλες οι πλευρές έφεραν κατάγματα σώματος και περιστερνικά, οι θωρακικές κοιλότητες πλήρεις από ποσότητες αίματος, γ) κάταγμα στο ύψος των σπονδύλων Θ2-Θ3 της σπονδυλικής στήλης και πλήρης διατομή αυτής στο ύψος των σπονδύλων Θ5-Θ6, δ) έξαιμοι πνεύμονες που φέρουν μικρορήξεις και θλάσεις στην οπίσθια επιφάνειά τους, κυρίως ο δεξιός πνεύμονας ε) στην καρδιά η αορτή έφερε ρήξη τοιχώματος αυτής στην κατιούσα πλησίον του τόξου της, στ) ο σπλήνας έφερε ρήξη και οι περινεφρικοί ιστοί ελέγχθηκαν με οπισθοπεριτοναικό αιμάτωμα από δεξιά, ενώ ο δεξιός νεφρός έφερε θλάση. Κατά το συμπέρασμα της ιατροδικαστού ……….., ο θάνατος του συζύγου της ανακόπτουσας ………….. οφείλεται σε βαρεία κρανιοεγκεφαλική κάκωση, ρήξη θωρακικής αορτής και αιμορραγία. Περαιτέρω απεδείχθη ότι ο θανών δεν έφερε προστατευτικό κράνος πλην όμως η εν λόγω παράλειψη του θανόντος δεν συνετέλεσε αιτιωδώς στο επελθόν αποτέλεσμα, και δη στο θανάσιμο τραυματισμό του, ο οποίος θα επέρχονταν ακόμη κι αν δεν είχε τραυματισθεί στο κεφάλι, συνεπεία των λοιπών πολλαπλών κακώσεων των λοιπών ζωτικών οργάνων του και δη της καρδιάς πνευμόνων, θώρακα, σπλήνας. Επομένως, η περί συνυπαιτιότητος του ανωτέρω οδηγού της μοτοσυκλέτας στον επίδικο θανάσιμο τραυματισμό του ένσταση της εκκαλούσας την οποία η εκκαλούσα προέβαλε παραδεκτώς σε πρώτο βαθμό και ήδη επαναφέρει με πρόσθετο λόγο έφεσης που εκτιμάται ότι ασκείται με τις προτάσεις της παρούσας συζήτησης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, τυγχάνει απορριπτέα ως αβάσιμη στην ουσία της. Όμοια κρίνοντας και η εκκαλουμένη έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα παραδεκτώς, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του προσθέτου λόγου έφεσης που υπεβλήθη με τις προτάσεις της παρούσας συζήτησης περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων ως αβάσιμου στην ουσία του. Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι ο θανών οδηγός της ανωτέρω μοτοσυκλέτας και σύζυγος της ανακόπτουσας, ηλικίας 45 ετών κατά το χρόνο του ενδίκου ατυχήματος, ήταν υγιής και συνδέετο με την ανακόπτουσα, νυμφευμένος μεθ’ εαυτής επί δεκαοκτώ έτη, με σχέσεις αγάπης και στοργής. Ο βίαιος και αιφνίδιος θάνατος αυτού, προκάλεσε στην ανακόπτουσα βαθύτατη θλίψη και στεναχώρια. Για το λόγο αυτό, για την απάμβλυνση της ψυχικής οδύνης που υπέστη η ανακόπτουσα από το θάνατο του συζύγου της προς ψυχική αυτής παρηγοριά και ηθική της ανακούφιση δικαιούται εύλογης χρηματικής ικανοποίησης κατ’ άρθρο 932 ΑΚ, η οποία, λαμβάνοντας υπόψη το είδος της προσβολής, την ηλικία του θανόντος και τη σχέση του με την ανακόπτουσα, τις ιδιαίτερης συνθήκες του ατυχήματος, την αποκλειστική υπαιτιότητα του οδηγού του ανωτέρω φορτηγού αυτοκινήτου στο θανάσιμο τραυματισμό του, την οικονομική και κοινωνική κατάσταση της ανακόπτουσας και του υπαιτίου οδηγού αλλά και τις αρχές της αναλογικότητας, ανερχόμενη στο ποσό των ευρώ 65.000, όπως έχει κριθεί εξάλλου με δύναμη δεδικασμένου για το ίδιο συμβάν μεταξύ της ήδη ανακόπτουσας και του ανωτέρω οδηγού του ζημιογόνου οχήματος. Όμοια κρίνοντας και η εκκαλουμένη ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου του σχετικού προσθέτου λόγου περί κακής εκτίμησης των αποδείξεων που προβάλλεται έστω και μη πανηγυρικά με τις προτάσεις της εκκαλούσας που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της ένδικης έφεσης. Για την ένδικη απαίτησή της η ανακόπτουσα ήγειρε κατά του ανωτέρω υπαιτίου οδηγού αλλά και της ήδη καθής η ανακοπή την από 18-4-2013 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, ζητώντας προς αποκατάσταση της χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη από το θάνατο του συζύγου της κατά το ανωτέρω ένδικο συμβάν το ποσό των ευρώ 249·500 νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της ανωτέρω αγωγής στην καθής η ανακοπή ήτοι από 23-5-2013. Η εν λόγω αγωγή συζητήθηκε ενώπιον του ανωτέρω του ανωτέρω δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 18-11-2013, πλην όμως δεν εκδόθηκε οριστική απόφαση και κατόπιν ανασυζητήσεως αυτής και επανάληψης ακολούθως της συζήτησης αυτής ορίσθηκε δικάσιμος προς συζήτησή της, κατόπιν αναβολής, η 17-9- 2018. Εξαιτίας της καθυστέρησης έκδοσης οριστικής απόφασης επί της ανωτέρω αγωγής της, η ανακόπτουσα, δυνάμει του από 27-9-2017 ιδιωτικού συμφωνητικού, συμβιβάστηκε εξωδίκως με την καθής. Κατά το εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό, προς αποφυγή περαιτέρω δικαστικών διενέξεων και εξόδων, τα διάδικα μέρη συμφώνησαν ότι η καθής η ανακοπή σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση κάθε είδους απαιτήσεων της ήδη ανακόπτουσας θα της καταβάλει το ποσό των ευρώ 65.000 (όρος Β.1), ποσό το οποίο συμφωνήθηκε όπως καταβληθεί σε τρεις δόσεις και δη ποσό ευρώ 32.500 την 27-9-2017, ποσό ευρώ 16.250 την 9-2-1018 και ποσό ευρώ 16.250 την 2-3-2018. Κατά τον όρο Β·5 του ανωτέρω συμφωνητικού συμφωνήθηκε ότι η ανωτέρω συμφωνία τελούσε υπό τον όρο εμπρόθεσμης πληρωμής των ανωτέρων δόσεων, σε περίπτωση δε μη πληρωμής έστω και μίας δόσης για οιαδήποτε αιτία η ανωτέρω συμφωνία θα θεωρείται ως μη γενομένη και τα ποσά που τυχόν έχουν καταβληθεί έως τότε θα συμψηφίζονται προς απαίτηση της ήδη ανακόπτουσας και θα καταλογισθεί ως έναντι εξόφληση της δικαστικής απόφασης που θα εκδίδετο επί της ανωτέρω αγωγής. Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι κατεβλήθησαν στην ανακόπτουσα υπό της καθής οι δύο πρώτες δόσεις του ποσού που συμφωνήθηκε εξωδίκως συμβιβαστικά, προ της ημερομηνίας εν τούτοις καταβολή της ανωτέρω τρίτης δόσης και δη με τη με αριθμό 261/23-2-2018 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ ΠΡΑ.Δ.Ι.Τ. …./23- 2-2018) αποφασίσθηκε η οριστική ανάκληση της αδείας λειτουργίας της καθής και η θέση της υπό καθεστώς ασφαλιστικής εκκαθάρισης, διορίσθηκε δε ασφαλιστική εκκαθαρίστρια η ……… του …….. Η τελευταία, με ανακοίνωσή της η οποία δημοσιεύθηκε σε φύλλα ημερησίων, πανελλαδικής κυκλοφορίας εφημερίδων, όπως επίσης και στην ιστοσελίδα της καθής, κάλεσε τους δικαιούχους απαιτήσεων από ασφάλιση να αναγγείλουν τις απαιτήσεις που διατηρούν σε βάρος της καθής εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία της πρώτης δημοσίευσης ήτοι από 23-3-2018. Η ανακόπτουσα ανήγγειλε εμπροθέσμως την απαίτησή της για την καταβολή του ποσού των ευρώ 16.250, ήτοι της ανωτέρω δόσης του ανωτέρω συμβιβασμού, στις 23-4-2018 σύμφωνα με το άρθρο 242 του Ν. 4364/2016, επιφυλασσόμενη ρητά, εν τούτοις, με το έγγραφο της αναγγελίας της ανωτέρω απαίτησής της να προχωρήσει στην εκδίκαση της ανωτέρω αγωγής της κατά της καθής κατά την ανωτέρω μετ’ αναβολή ορισθείσα δικάσιμο της 17-9-2018 για το σύνολο των απαιτήσεών της σε περίπτωση που η καθής δεν κατέβαλε την ανωτέρω τρίτη συμφωνηθείσα με τον εξώδικο συμβιβασμό δόση, έως την ανωτέρω δικάσιμο, επικαλούμενη την πλήρωση της διαλυτικής αίρεσης υπό την οποία τελούσε ο ανωτέρω εξώδικος συμβιβασμός. Η ανωτέρω ημερομηνία παρήλθε δίχως την εκ μέρους της καθής καταβολή στην ανακόπτουσα του ανωτέρω ποσού, με αποτέλεσμα, η ανακόπτουσα να συζητήσει την ανωτέρω αγωγή σε βάρος της καθής, η συζήτηση της οποίας κηρύχθηκε απαράδεκτη. Η καθής ανήρτησε στην ιστοσελίδα της την 15-10- 2019 την Κατάσταση Δικαιούχων Απαιτήσεων από Ασφάλιση, στην οποία συμπεριέλαβε την ανακόπτουσα για την ανωτέρω αναγγελθείσα υπ’ αυτής απαίτηση των 16.250 ευρώ. Εν τούτοις, η ανακόπτουσα με την ένδικη ανακοπή της διατείνεται ότι πληρώθηκε η ανωτέρω διαλυτική αίρεση υπό την οποία τελούσε η ανωτέρω απαίτησή της κατά τον εξώδικο συμβιβασμό, όπως και έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη. Περαιτέρω με την εκκαλουμένη έγινε περαιτέρω δεκτό ότι πληρώθηκε η ανωτέρω διαλυτική αίρεση του ανωτέρω εξωδίκου συμβιβασμού με αποτέλεσμα η ανακόπτουσα να διατηρεί αξίωση σε βάρος της καθής η ανακοπή εταιρείας από την ανωτέρω αδικοπραξία. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εκκαλούσα δεν αντιλέγει ότι ο ανωτέρω εξώδικος συμβιβασμός τελούσε υπό την ανωτέρω διαλυτική αίρεση όπως δεν αρνείται ειδικώς την πλήρωση της εν λόγω διαλυτικής αίρεσης. Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι η απαίτηση της ανακόπτουσας σε βάρος της καθής η ανακοπή εταιρείας εκ της ανωτέρω αδικοπραξίας ανέρχεται, υπολογιζομένη μετά την αφαίρεση των ανωτέρω ποσών 32.500 που κατεβλήθη υπό της καθής την 27-9-2017 και ποσού ευρώ 16.250 που κατεβλήθη από την καθής την 9-2-2018 τα οποία και η ίδια η ανακόπτουσα αφήρεσε με την ένδικη ανακοπή της, πλέον τόκων υπερημερίας και όχι επιδικίας, όπως κατά τα άνω κρίθηκε, για το χρονικό διάστημα από την επομένη της επίδοσης της ανωτέρω αγωγής της ανακόπτουσας κατά της καθής η ανακοπή, έως της θέσεως της καθής η ανακοπή εταιρείας, υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, που κατά τα άνω τυγχάνει νόμιμο το αίτημα επιδίκασης τόκων, δεδομένου ότι ακολούθως κατά τα άνω παύει η τοκοφορία, ήτοι τόκων υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 23-5-2013 έως και 23-2-2018, στο συνολικό ποσό των ευρώ 38-7873,57- Συγκεκριμένα, (α) κατά το χρονικό διάστημα από 23-5-2013 έως 12-11-2013 επί κεφαλαίου 65.000 ευρώ με επιτόκιο υπερημερίας 8% οι αναλογούντες τόκοι υπερημερίας ανέρχονται στο ποσό των ευρώ 2 2.478,90, (β) κατά το χρονικό διάστημα από 13-11-2013 έως 10-6-2014 επί κεφαλαίου 65.000 ευρώ με επιτόκιο 7,75% οι αναλογούντες τόκοι υπερημερίας ανέρχονται στο ποσό των 2.898,29 ευρώ, (γ) κατά το χρονικό διάστημα από 11-6-2014 έως 9-9- 2014 επί κεφαλαίου 65.000 ευρώ με επιτόκιο 7,4% οι αναλογούντες τόκοι υπερημερίας ανέρχονται στο ποσό των ευρώ 1.199,21, (δ) κατά το χρονικό διάστημα από 10-9-2014 έως 15-3-2016 επί κεφαλαίου 65.000 ευρώ, με επιτόκιο 7,3% οι αναλογούντες τόκοι υπερημερίας ανέρχονται στο ποσό των ευρώ 7-186,34, (ε) κατά το χρονικό διάστημα από 16-3-2016 έως 27-9-2017, επί κεφαλαίου 65.000 ευρώ με επιτόκιο 7,25% οι αναλογούντες τόκοι υπερημερίας ανέρχονται στο ποσό των ευρώ 7.232,78, (στ) κατά το χρονικό διάστημα από 28-9-2017 έως 9-2-2018 επί κεφαλαίου εκ ποσού ευρώ 53-495,52 δεδομένου ότι έναντι των έως τότε τόκων και του ανωτέρω κεφαλαίου κατεβλήθη υπό της καθής στην ανακόπτουσατο ποσό των ευρώ 32.500, με επιτόκιο 7,25% οι αναλογούντες επί του τελευταίου αυτού κεφαλαίου τόκοι υπερημερίας ανέρχονται στο ποσό των ευρώ 1.434,49 ευρώ, (ζ) κατά το χρονικό διάστημα από 10-2-2018 έως 23-2-2018 επί κεφαλαίου εκ ποσού ευρώ 38.680,01, δεδομένου ότι την 9-2-2018 κατεβλήθη το ποσό των ευρώ 16.250 εκ του οποίου εξοφλήθησαν οι έως τότε τόκοι και μέρος του κεφαλαίου, με επιτόκιο 7,25%, οι αναλογούντες σε αυτό τόκοι υπερημερίας ανέρχονται στο ποσό των ευρώ 107,56. Ως εκ τούτου, κατόπιν ορθής εκτίμησης των αποδείξεων με την εκκαλουμένη έγινε δεκτό ότι η ανακόπτουσα εκ της προαναφερομένης αιτίας διατηρεί απαίτηση κατά της καθής εκ ποσού ευρώ 38.787,57 και ακολούθως, δεχόμενη την ένδικη ανακοπή ως βάσιμη και στην ουσία της διέταξε τη μεταρρύθμιση της ανωτέρω από 15-10-2019 Κατάστασης Δικαιούχων Απαιτήσεων από Ασφάλιση της καθής η ανακοπή υπό εκκαθάριση τελούσας ασφαλιστικής εταρείας που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της, προκειμένου να συμπεριληφθεί σε αυτήν, αντί του ποσού των 16.250 ευρώ για το οποίο η ανακόπτουσα κατετάγη, για το ποσό των ευρώ 38.787,57· θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ένδικη ανακοπή όπως αυτή εκτιμήθηκε ως θεμελιούμενη στις διατάξεις του άρθρου 92 του ανωτέρω Πτωχευτικού Κώδικα ασκήθηκε εντός 45 ημερών από την τελευταία δημοσίευση της ανωτέρω Κατάστασης, δεδομένου ότι η ανακόπτουσα, αναφέρει στην ένδικη ανακοπή της και δεν αμφισβητείται ειδικώς από την καθής ότι η τελευταία δημοσίευση αυτής (κατάστασης) έλαβε χώρα την 30- 10-2019.
Κατόπιν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης και αντέφεσης προς διερεύνηση, πρέπει (ι) η ένδικη έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να απορριφθεί αυτή στην ουσία της όπως επίσης πρέπει (ιι) να γίνουν τυπικά δεκτοί οι περιεχόμενοι στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε η εκκαλούσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου πρόσθετοι λόγοι έφεσης και να απορριφθούν αυτοί στην ουσία τους, και τέλος πρέπει (ιιι) να γίνει τυπικά δεκτή η υπό της εφεσίβλητης ασκηθείσα ανωτέρω με αυτοτελές δικόγραφο αντέφεση και να γίνει εν μέρει δεκτή στην ουσία της, κατά τα άνω και δη καθό μέρος με την ένδικη ανακοπή η ανακόπτουσα αξίωνε την εξέλεγξη της ένδικης απαίτησής της μετά τόκων επιδικίας, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε σιωπηρά στην ουσία του ενώ έπρεπε να απορριφθεί ως μη νόμιμο. Περαιτέρω, πρέπει να εξαφανισθεί εκ του λόγου τούτου εν μέρει η εκκαλουμένη, να κρατηθεί και να αναδικασθεί η ένδικη ανακοπή, και αφού κριθεί εν μέρει νόμιμη κατά τα άνω, να γίνει περαιτέρω δεκτή στην ουσία της και να αναγνωρισθεί ότι η ανακόπτουσα είναι δικαιούχος απαίτησης που απορρέει από ένδικο τροχαίο ατύχημα και δη απαίτησης χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη από τον επελθόντα κατά το τροχαίο ατύχημα της 19-7-2011 θανάσιμο τραυματισμό του συζύγου της ……… η οποία (απαίτηση) ανέρχεται στο ποσό των 38-787,57 ευρώ, ώστε να επαληθευθεί η απαίτηση αυτή και να συμπεριληφθεί η ανακόπτουσα για το ως άνω ποσό στην κατάσταση δικαιούχων απαιτήσεως από ασφάλιση που έχει συνταχθεί από τον εκκαθαριστή της καθής εκκαλούσας, μεταρρυθμιζομένης της εν λόγω κατάστασης στην οποία η ανακόπτουσα περιελήφθη για το ποσό των ευρώ 16.250. Περαιτέρω, λόγω της απόρριψης της έφεσης της εκκαλούσας, πρέπει, κατά το άρθρο 494 παΡ 3 ΚΠολΔ, το καταβληθέν παράβολο άσκησης της κρινόμενης έφεσης, να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο, λόγω της ήττας της εκκαλούσας. Τέλος, πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα των διαδΐκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω της δυσχέρειας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (αρθρ. 179, 183 Κ.Πολ.Δ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
(……) Δέχεται τυπικά και απορρίπτει στην ουσία τους (α) την από 07-07- 2020, κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου ………/09-07-2020 και στη γραμματεία του Εφετείου Αθηνών, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……./09-07-2020, έφεση της εκκαλούσας υπό ασφαλιστική εκκαθάριση τελούσας εταιρείας με την επωνυμία «…….. ΑΑΕ» και (β) τους ασκηθέντες με τις προτάσεις που κατέθεσε η ανωτέρω εκκαλούσα εταιρεία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της ένδικης υπόθεσης, προσθέτους λόγους έφεσης….
Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν την από 18.01.2021, κατατεθείσα στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου Εφετείου Αθηνών με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……../19-01-2021 αντέφεση της εφεσιβλήτου η ανωτέρω έφεση – αντεκκαλούσας ………..χήρας ……….., το γένος ……….., κατά της με αριθμό 2410/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που εξεδόθη με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αντιμωλίαν των διαδίκων…..
Αναγνωρίζει ότι η ανακόπτουσα ………..χήρα ……….. το γένος …………….., τυγχάνει δικαιούχος απαίτησης που απορρέει από το ένδικο τροχαίο ατύχημα και δη απαίτησης χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστη από τον επελθόντα, κατά το τροχαίο ατύχημα της 19-7-2011, θανάσιμο τραυματισμό του συζύγου της ……….. η οποία (απαίτηση) ανέρχεται στο ποσό των 38.787,57 ευρώ, ώστε να επαληθευθεί η απαίτηση αυτή και να συμπεριληφθεί η ανακόπτουσα για το ως άνω ποσό στην κατάσταση δικαιούχων απαιτήσεως από ασφάλιση που έχει συνταχθεί από τον εκκαθαριστή της καθής η ανακοπή – εκκαλούσας, μεταρρυθμιζομένης της εν λόγω κατάστασης στην οποία η ανακόπτουσα περιελήφθη μόνον για το ποσό των ευρώ 16.250 (…………)