Στην ανακοπή του άρθρου 702 παρ. 1 ΚΠολΔ υπάγονται οι ακυρότητες ή αταξίες της απόφασης δυνάμει της οποίας επισπεύσθηκε η εκτέλεση. –Απαράδεκτοι οι λόγοι περί παραγραφής της αξίωσης από τη νομή, περί της ουσίας και των περιστατικών δυνάμει των οποίων εκδόθηκε η απόφαση και περί της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, αν βάλλεται η ορθότητα του ληφθέντος μέτρου και επανελέγχεται με αυτόν τον τρόπο η απόφαση.
(Δημοσιευμένη απόφαση στη Δωδεκανησιακή Νομολογία 2010, 631)
Αριθμός αποφάσεως 9/2009
Το Ειρηνοδικείο Ρόδου (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)
Συγκροτημένο από την Ειρηνοδίκη Σύμης Σταματία Ζαχαρίου που αναπληρώνει νόμιμα την Ειρηνοδίκη Ρόδου και το Γραμματέα Τ.Χ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Νοεμβρίου 2008, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του καλούντα-ανακόπτοντα: Ε.Σ., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου Δικηγόρου του Ν.Γ.
Του καθού η κλήση-ανακοπή: Α.Α., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του Γεώργιο Λαμπαδάκη
Από τη διάταξη του άρθρου 702 παρ. 1 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 733, 924, 933 και 938 του ίδιου Κώδικα συνάγεται ότι διαφορές που αφορούν την εκτέλεση αποφάσεως που διατάσσει ασφαλιστικά μέτρα ή ανακαλούν, ολικά ή εν μέρει απόφαση περί αυτών, δικάζονται από το Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 686 επ. Η ως άνω διάταξη αναφερόμενη σε διαφορές (έριδες και διενέξεις) που προκύπτουν κατά την εκτέλεση αποφάσεων που διατάζουν ασφαλιστικά μέτρα, νοεί, προδήλως, τις αναγόμενες σε ακυρότητες ή αταξίες της απόφασης δυνάμει της οποίας επισπεύσθηκε η αναγκαστική εκτέλεση. Επομένως, σαφώς προκύπτει ότι αποκλείονται αμφισβητήσεις που οδηγούν στον επανέλεγχο της ορθότητας της αποφάσεως δια της οποίας διατάχθηκε το εκτελούμενο ασφαλιστικό μέτρο και ως εκ τούτου αντιρρήσεις κατά της εκτελέσεως δεν μπορεί να αντιμάχονται προς το εκ της αποφάσεως απορρέον προσωρινό δεδικασμένο, καθόσον παράπονα κατ’ αυτής μόνο με αίτηση ανακλήσεως είναι δυνατόν να προβληθεί, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις. Η άσκηση των αντιρρήσεων (ανακοπών) κατά της εκτελέσεως των αποφάσεων που διατάσσουν ασφαλιστικά μέτρα και η εκδίκαση αυτών γίνεται κατά τη διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων, συμπληρωματικώς δε κατ’ άρθρον 933 ΚΠολΔ (ΜΠΑ 3560/1991, ΑΠ 1734/1984). Εξάλλου κατά την παρ. 2 του άρθρου 591 του ΚΠολΔ «αν η υπόθεση δεν υπάγεται στη διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί, το δικαστήριο αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάζει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διαδικασία, σύμφωνα με την οποία δικάζεται». Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 933 ΚΠολΔ και 25 του Συντάγματος συνάγεται ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο αποτελεί και η δι’ αναγκαστικής εκτελέσεως πραγμάτωση της απαιτήσεως του δανειστή, ώστε λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης στα αντικειμενικά όρια που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, ασκούμενη εντός των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 934 του ίδιου Κώδικα (ΑΠ 279/2004, ΕλΔ 45,431, 370/2000, ΕλΔ 43.121).
Στην προκειμένη περίπτωση ο καλών-ανακόπτων με την ένδικη ανακοπή εκθέτει τα ακόλουθα: Ότι επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων εκδόθηκε η 124/2001 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ρόδου, με την οποία δια της από 21-09-2007 επιταγής προς εκτέλεση η οποία έχει τεθεί κάτω από το αντίγραφο της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων υποχρεώθηκε να αποδώσει στον καθού η κλήση-ανακοπή τη νομή δύο τμημάτων αγρού προερχομένων από μεγαλύτερα ακίνητα όπως αυτά περιγράφονται με πληρότητα και σαφήνεια στην υπό κρίση ανακοπή. Εν συνεχεία συντάχθηκε από το Δικαστικό Επιμελητή του Πρωτοδικείου Ρόδου …..η υπ’ αριθμ. 499/2008 έκθεση βίαιας αποβολής και εγκατάστασης στα ανωτέρω δύο τμήματα ακινήτων του καθού η κλήση-ανακοπή. Ζητεί δε με την υπό κρίση ανακοπή του και για τους λόγους που αναφέρει σε αυτήν την ακύρωση της υπ’ αριθμ. 499/2008 έκθεση βίαιας αποβολής και εγκατάστασης του ως άνω δικαστικού επιμελητή καθώς και της από 21-09-2007 επιταγής προς εκτέλεσης. Η ανακοπή αυτή που έχει ασκηθεί σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, νόμιμα και εμπρόθεσμα, δηλαδή μέσα στην εξάμηνη προθεσμία και παραδεκτά κατά την προσήκουσα διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, προκειμένης εκτελέσεως αποφάσεως εκδοθείσας κατά την ίδια διαδικασία (αρ. 702 παρ. 1, 591 παρ. 2 ΚΠολΔ) πλην όμως καθίσταται απορριπτέα ως απαράδεκτη ενόψει του ότι οι επικαλούμενοι λόγοι ακυρότητας δεν εμπίπτουν στα πλαίσια της ανακοπής του άρθρου 702 ΚΠολΔ και ειδικότερα: ο πρώτος λόγος ανακοπής αφορά την ακυρότητα της αναγκαστικής εκτέλεσης λόγω παραγραφής της αξίωσης του καθού από τη νομή. Ο λόγος αυτός δε στρέφεται κατά τυχόν ακυροτήτων ή αταξιών στην απόφαση του Ειρηνοδικείου Ρόδου κατά της οποίας στρέφεται η παρούσα ανακοπή κατ’ όρθή εκτίμηση του δικογράφου και συνεπώς απαραδέκτως προβάλλεται με την παρούσα ανακοπή. Ο δεύτερος λόγος ανακοπής αφορά την ουσία και τα πραγματικά περιστατικά δυνάμει των οποίων εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 124/2001 απόφασή του και η εξέταση αυτού κρίνεται ως απαράδεκτη, διότι η ανακοπή του άρθρου 702 ΚΠολΔ δεν μπορεί να οδηγεί έμμεσα σε επανέλεγχο της ορθότητας της αποφάσεως που εξέδωσε σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω στη νομική σκέψη της παρούσας και, τέλος, ο τρίτος λόγος της ανακοπής περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του καθού, η οποία αφορά στην αδράνεια επί μεγάλο χρονικό διάστημα του καθού στην άσκηση των δικαιωμάτων του νομής επί των επιδίκων ακινήτων είναι επίσης λόγος που δεν μπορεί να προταθεί παραδεκτά στην παρούσα δίκη, καθώς δεν ανάγεται σε ακυρότητες που εμφιλοχώρησαν στην έκδοση της αποφάσεως είτε κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ώστε η αντίθεσή τους προς τους κανόνες της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και τον κοινωνικό και οικονομικό του δικαιώματος να μπορεί να υποστηρίξει λόγο ανακοπής εκτελέσεως κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ, αλλά βάλλει ευθέως κατά της ορθότητας του ληφθέντος ασφαλιστικού μέτρου και οδηγεί στον επανέλεγχο της αποφάσεως που το διέταξε καθιστώντας το Δικαστήριο της ανακοπής που κατά ένα μέρος αποτελεί συνέχεια της διαγνωστικής δίκης, σε περίπτωση παραδοχής της βασιμότητας του σχετικού λόγου οιονεί Εφετείο της εξενεχθείσης κρίσεως, δεδομένου ότι παράπονα κατά της εκτελούμενης απόφασης μόνο με αίτηση ανακλήσεως είναι δυνατόν να προβληθούν, εφόσον συντρέχουν βεβαίως οι νόμιμες προϋποθέσεις. Κατά συνέπεια, εφόσον οι προβαλλόμενες με τους λόγους της ανακοπής αντιρρήσεις κατά της εκτελέσεως έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το απορρέον από την εκτελούμενη απόφαση προσωρινό δεδικασμένο, η κρινόμενη ανακοπή πρέπει, σύμφωνα και με όσα στην αρχή της παρούσας εκτέθηκαν, να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Στην ανακοπή του άρθρου 702 παρ. 1 ΚΠολΔ υπάγονται οι ακυρότητες ή αταξίες της απόφασης δυνάμει της οποίας επισπεύσθηκε η εκτέλεση. –Απαράδεκτοι οι λόγοι περί παραγραφής της αξίωσης από τη νομή, περί της ουσίας και των περιστατικών δυνάμει των οποίων εκδόθηκε η απόφαση και περί της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, αν βάλλεται η ορθότητα του ληφθέντος μέτρου και επανελέγχεται με αυτόν τον τρόπο η απόφαση.