Αναγνωριστική αγωγή κυριότητας επί ακινήτου και διόρθωσης εσφαλμένης κτηματολογικής εγγραφής ως προς αναγκαίες γεωμετρικές μεταβολές σε αυτό. Αποχή του τεκμηρίου κυριότητας του Δημοσίου κατά το άρθρο 10 παρ. 1 του Ν. 3208/2003 από την προβολή δικαιωμάτων κυριότητας σε δάση, δασικές εκτάσεις και εκτάσεις των περιπτώσεων α’ και β` της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του άνω νόμου για τις οποίες το Ελληνικό Δημόσιο δε διαθέτει τίτλους ιδιοκτησίας ή άλλα επαρκή στοιχεία απόδειξης της κυριότητάς του. Δεκτή η αγωγή – αναγνωρίζεται η ενάγουσα ως κύρια του ακινήτου που φερόταν ως κυριότητας του Δημοσίου λόγω του τεκμηρίου ως δασική έκταση (αρ. αποφ. 348/2025 Μ.Π.Ρόδου δημοσιευμένη στην ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ)

Αναγνωριστική αγωγή κυριότητας επί ακινήτου και διόρθωσης εσφαλμένης κτηματολογικής εγγραφής ως προς αναγκαίες γεωμετρικές μεταβολές σε αυτό. Αναγκαία προδικασία για το παραδεκτό της συζήτησης αγωγής διόρθωσης εσφαλμένης κτηματολογικής εγγραφής ακινήτου κατά το άρθρο 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998. Βασικά έγγραφα που απαιτείται να προσκομίζονται κατά την συζήτηση αυτής ιδίως αν αφορά απαιτούμενες γεωμετρικές μεταβολές επί ακινήτου. Κύρωση δασικού χάρτη κατά την κείμενη νομοθεσμία. Για τα ακίνητα που καταχωρούνται στους άνω χάρτες ως δασικά, παράγεται τεκμήριο κυριότητας υπέρ του ελληνικού δημοσίου. Αποχή του τελευταίου κατά το άρθρο 10 παρ. 1 του Ν. 3208/2003 από την προβολή δικαιωμάτων κυριότητας σε δάση, δασικές εκτάσεις και εκτάσεις των περιπτώσεων α’ και β της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του άνω νόμου για τις οποίες το Ελληνικό Δημόσιο δε διαθέτει τίτλους ιδιοκτησίας ή άλλα επαρκή στοιχεία απόδειξης της κυριότητάς του. Για την εφαρμογή της άνω ρύθμισης απαιτείται ταυτόχρονα οι διεκδικούντες την έκταση ιδιώτες να διαθέτουν τίτλους ιδιοκτησίας, οι ίδιοι ή οι δικαιοπάροχοί τους, που έχουν συνταχθεί μέχρι τις 1.7.2001 έστω και αν μεταγράφηκαν μετά την άνω καταληκτική ημερομηνία. Από τις αποδείξεις προέκυψε πως η η ενάγουσα - λόγω προσαύξησης της νομής των δικαιοπαρόχων της - διέθετε τίτλους ιδιοκτησίας για το επίδικο ακίνητο συνταχθέντες και μεταγραφέντες μέχρι την 1η Ιουλίου 2001 κατά το άρθρο 152 Ν.4819/2021. Κατλα συνέπεια η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ ουσίαν. Δέχεται αγωγή.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 348/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Αναπληρώτρια Κτηματολογική Δικαστή, Αλεξάνδρα Βλασακούδη, Πρωτoδίκη, η οποία ορίστηκε από τη Διευθύνουσα το Πρωτοδικείο Πρόεδρο Πρωτοδικών, και από τη Γραμματέα, Ιωάννα Γιαννοπούλου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 14 Νοεμβρίου 2024, για να δικάσει τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………. /26-2-2024 αναγνωριστική της κυριότητας και διόρθωσης ανακριβούς εγγραφής στο κτηματολογικό βιβλίο, αγωγή, μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ………. ………. του ………. , κατοίκου Η.Π.Α. , ………. ………. ………. , ………. ………. ………. , ………. , ………. , Α.Φ.Μ. ………. , η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Γεώργιο Λαμπαδάκη (ΑΜΔΣΡοδ 414), ο οποίος δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσε προτάσεις και το υπαριθ. .......... /18-12-2023 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών κι ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Ρόδου, και μετά από κλήση του Δικαστηρίου μέσω της Γραμματείας του κατάρθρο 227 ΚΠολΔ, το υπ`αριθ. ………. /30-6-2025 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών κι ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Ρόδου.

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξούσια ΝΣΚ, Θ. Ι. (AM 590), η οποία δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσε προτάσεις.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, που προσδιορίσθηκε, μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο με πράξη της Προέδρου Πρωτοδικών Ρόδου, με την οποία ορίσθηκε η σύνθεση του Δικαστηρίου για την εκδίκαση της υπόθεσης, και εγγράφηκε στο πινάκιο με αριθμό ………. , οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως αναφέρεται παραπάνω, και η υπόθεση συζητήθηκε χωρίς την παρουσία των ιαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, και οι διάδικοι ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προκατατεθείσες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ

Η ενάγουσα προκατέθεσε προτάσεις στις 17-6-2024, και το εναγόμενο στις 13-6-2024, ήτοι νομίμως και εμπροθέσμως. Μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, με την Πράξη της Προέδρου Πρωτοδικών Ρόδου, ορίσθηκε η σύνθεση του παρόντος Δικαστηρίου και δικάσιμος για τη συζήτηση της υπόθεσης αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και ακολούθως η υπόθεση εγγράφηκε στο πινάκιο (αριθμός ………. ), της εγγραφής αυτής επέχουσας θέση νόμιμης κλήτευσης. Προσκομίσθηκε, επίσης εμπροθέσμως το από 26-2-2024 πληρεξούσιο της ενάγουσας προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, το οποίο φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής, κατά τα άρθρα 96 παρ. 1 και 237 παρ. 1 εδ. β` ΚΠολΔ.

Σημειώνεται ότι η ενάγουσα παραιτήθηκε του δικογράφου της με αριθμό κατάθεσης ………. /16-02-2024 αγωγής της, ασκηθείσας ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με την υπό κρίση αγωγή, νομίμως επιδοθείσα στο εναγόμενο.

Με την υπό κρίση από αγωγή της η ενάγουσα εκθέτει ότι δυνάμει των υπαριθ. .......... /07-10-2005 και .......... /19-10-2005 συμβολαιογραφικών πράξεων δωρεάς και πώλησης αντιστοίχως της συμβολαιογράφου Ρόδου, .......... .......... , νομίμως μετεγγραμμένων στο Υποθηκοφυλακείο .......... στις 04-07-2006 στον τόμο .......... και με αριθμούς .......... και .......... αντίστοιχα, η .......... .......... του .......... , της μεταβίβασε κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή (με τη μεν πρώτη συμβολαιογραφική πράξη το 1/2 εξ αδιαιρέτου, με τη δε δεύτερη το λοιπό 1/2 εξ αδιαιρέτου) έναν αγρό (και εν μέρει οικόπεδο) συνολικής επιφάνειας 6.028 τ.μ. , που βρίσκεται στη θέση «Εμποριός ή Νημποριός» Σύμης, όπως περιγράφεται στο προσαρτώμενο στα ως άνω συμβόλαια και επισυναπτόμενο με το προσκομιζόμενο κτηματογραφικό διάγραμμα βανάρτησης και ΚΑΕΚ ………. , το οποίο η δικαιοπάροχός της, ………. ………. του ………. , είχε αποκτήσει δυνάμει του υπαριθ. .......... /1979 συμβολαίου αποδοχής δωρεάς της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, που είχε μεταγράφει νομίμως στο Υποθηκοφυλακείο ..... στις 25-5-1979 στον τόμο .......... με αριθμό ...., και κατόπιν της υπαριθ. ………. /1987 διορθωτικής πράξης της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου που είχε, επίσης, μεταγράφει νομίμως στο Υποθηκοφυλακείο ……… στις 02-04-1987 στον τόμο ………. με αριθμό ………. , με τη σημείωση ότι στη συγκεκριμένη διορθωτική πράξη το επίδικο ακίνητο φερόταν να έχει έκταση 5.877,25 τ.μ. , όπως εμφανιζόταν στο από 23-7-1985 συνημμένο στη διορθωτική πράξη τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού, ………. με στοιχεία γωνιών (Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Η, Θ, I, Κ) και να συνορεύει βόρεια με οικόπεδο αγνώστων και θαλάσσια περιοχή όρμου Νημποριού, ανατολικά με οικόπεδο ………. ………. , δυτικά με περιβόλι θυγατέρων ………. ………. και ………. ………. και ξηροπόταμο και νότια με ιδιοκτησία οικογένειας ………. ………. ………. . Ότι από τότε που απέκτησε το ακίνητο με τον προαναφερόμενο τρόπο, το νεμόταν και το κατείχε διανοία κυρίου, με τους τρόπους που αναφέρει αναλυτικά στην αγωγή. Ότι καίτοι έτσι είχε η κατάσταση του ακινήτου, όπως προέκυπτε από το συνημμένο κτηματογραφικό διάγραμμα της βανάρτησης, με μεγάλη της έκπληξη όταν δημοσιεύθηκαν, οι πρώτες εγγραφές, προέκυψαν τα ακόλουθα: Α) Εγγράφηκε αποκλειστικά επονόματί της κατά πλήρη κυριότητα μόλις ένα μικρό τμήμα του παραπάνω ακινήτου, εμβαδού 974,37 τ.μ. (κατά στρογγυλοποίηση στο κτηματολογικό φύλλο φαίνεται η έκταση ως 974 τ.μ. , ωστόσο στην κτηματολογική βάση περιγράφεται επακριβώς 974,37), το οποίο βρίσκεται εντός της οριογραμμής του οικισμού του Δήμου Σύμης, όπως αυτό περιγράφεται με στοιχεία κορυφών 1-2-3-4-5-31-32-33-34-35-36-37-38-39-40-41-1 στο συνημμένο από 16-9-2023 τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών του τοπογράφου μηχανικού, ………. ………. , λαμβάνοντας το ήδη υφιστάμενο ΚΑΕΚ ………. Β) Τμήμα του παραπάνω ακινήτου εκτάσεως 3.661,24 τ.μ. , το οποίο βρίσκεται εκτός της οριογραμμής του οικισμού του Δήμου Σύμης και περιγράφεται με στοιχεία κορυφών 5-6-7-8-9-10-11-12-13-14-15-16-17-18-19-20-21-22-23-24-25-26-27-28-29-30-31-5 στο συνημμένο από 16-09-2023 τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών του τοπογράφου μηχανικού, ………. ………. , φαίνεται εγγεγραμμένο κατά πλήρη κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο λόγω του τεκμηρίου της δασικής έκτασης και έχει λάβει ΚΑΕΚ ………. (κατά στρογγυλοποίηση στο κτηματολογικό φύλλο φαίνεται η έκταση ως 3.661 τ.μ. , ωστόσο στην κτηματολογική βάση περιγράφεται επακριβώς 3.661,24) . Γ) Ένα μικρό εναπομείναν τμήμα του παραπάνω ακινήτου εκτάσεως 418,02 τ.μ. εγγράφηκε σε διάφορους ιδιοκτήτες γειτονικών μερίδων, χωρίς όμως αυτό να ενδιαφέρει εν προκειμένω, αφού δεν το διεκδικεί με την παρούσα αγωγή της. Ότι μετά από ενδελεχή έρευνά της προέκυψε ότι το εν λόγω επίδικο τμήμα με ΚΑΕΚ ………. εκτάσεως 3.661,24 τ.μ. που φέρεται πλέον εγγεγραμμένο κατά το στάδιο των αρχικών εγγραφών στο Ελληνικό Δημόσιο και βρισκόταν εκτός της οριογραμμής του οικισμού Σύμης, φαινόταν με την ένδειξη Δ-Δ (δασική έκταση) στους δασικούς χάρτες που είχαν αναρτηθεί στον Δήμο Σύμης, ενώ το υπόλοιπο τμήμα με ΚΑΕΚ ………. εμβαδού 974,37 τ.μ. βρισκόταν εντός της οριογραμμής του οικισμού, και εκ του νόμου δεν μπορούσε να κηρυχθεί δασικό, έτσι εντέλει ενεγράφη στο όνομά της κατά πλήρη κυριότητα κατά το στάδιο της αρχικής εγγραφής. Ότι λόγω απουσίας της στο εξωτερικό δεν είχε ενημερωθεί για τους αναρτημένους δασικούς χάρτες στον Δήμο Σύμης, με αποτέλεσμα να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία, προσβολής τους για το επίμαχο τμήμα των 3.661,24 τ.μ. και να κυρωθεί ο δασικός χάρτης του συνόλου της περιοχής αρμοδιότητας της Διεύθυνσης Δασών Δωδεκανήσου (ΦΕΚ 907Δ/29-11-2022) χωρίς να προβάλει ένσταση για το επίμαχο τμήμα. Ότι ουσιαστικά, ενώ διέθετε νόμιμο τίτλο για όλο το τμήμα των 4.635,61 τ.μ. , που περιλαμβανόταν στις υπαριθ. .......... /07-10-2005 και .......... /19-10-2005 ως άνω συμβολαιογραφικές πράξεις, το επίδικο τμήμα έκτασης 3.661,24 τ.μ. που βρισκόταν εκτός οικισμού «αποσπάσθηκε» με βάση το -υποτιθέμενο - τεκμήριο κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου λόγω του χαρακτήρα του ως δασικής έκτασης και εγγράφηκε με νέο ΚΑΕΚ .......... , όπως αποτυπώνεται στο συνημμένο από 16-09-2023 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού, .......... .......... , με στοιχεία κορυφών (1-2-3-4-5-6-7-8-9...... - 42-1), το οποίο συνορεύει βόρεια με το ΚΑΕΚ .......... , δυτικά με ΚΑΕΚ .......... , .......... και .......... , νότια με ΚΑΕΚ .......... και ανατολικά με ΚΑΕΚ .......... . Ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο ουδέποτε άσκησε καμία διακατοχική πράξη επί του ακινήτου με ΚΑΕΚ .......... ούτε φέρει κάποιο νόμιμο τίτλο ιδιοκτησίας ή παραχωρητήριο, παρά μόνο φαίνεται κύριο της επίμαχης έκτασης δυνάμει του τεκμηρίου της δασικής έκτασης. Ότι πέραν του γεγονότος ότι ήδη κινεί διαδικασίες για τον αποχαρακτηρισμό της επίμαχης έκτασης ως δασικής, μία διαδικασία ωστόσο που λόγω της κύρωσης των δασικών χαρτών ναι μεν προβλέπεται, ωστόσο αναμένεται να είναι μακροχρόνια και δαπανηρή, ακόμη κι αν η έκταση τελικά παραμείνει ως έχει (δασική), μπορεί να παραμείνει στην κυριότητά της ως ιδιωτικό δάσος και κακώς εγγράφηκε στο όνομα του Ελληνικού Δημοσίου λόγω του τεκμηρίου, το οποίο για την υπό κρίση περίπτωση δεν ισχύει, επικαλούμενη το πρώτο εδάφιο του άρθρου 110 Ν. 4821/2021 που τροποποίησε το άρθρο 62 Ν. 998/1979 και την περ. IV της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 3208/2003 (Α303), η οποία προστέθηκε με το άρθρο 152 Ν.4819/2021. Ότι κατά συνέπεια, με βάση την ως άνω παρατεθείσα νομοθεσία συνάγεται ότι εσφαλμένως ενεγράφη το επίδικο τμήμα με ΚΑΕΚ ………. , εκτάσεως 3.661,24 τ.μ. στο Ελληνικό Δημόσιο με το τεκμήριο του χαρακτήρα της έκτασης ως δασικής, δεδομένου η ενάγουσα ως διεκδικούσα το επίδικο ακίνητο διαθέτει τίτλους ιδιοκτησίας από το 2005, ωστόσο οι τίτλοι της δικαιοπαρόχου της, ………. ………. , χρονολογούνται τουλάχιστον από το 1979 άλλως από το 1987 (το υπαριθ. .......... /1979 συμβόλαιο αποδοχής δωρεάς της τέως συμβολαιογράφου .......... .......... , που είχε μεταγράφει νομίμως στο Υποθηκοφυλακείο ........ στις 25-5-1979 στον τόμο .......... με αριθμό .......... , και κατόπιν της υπαριθ. ………. /1987 διορθωτικής πράξης της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου που είχε, επίσης, μεταγράφει νόμιμα στο Υποθηκοφυλακείο ………. στις 02-04-1987 στον τόμο ………. με αριθμό ….), ήτοι έχουν συνταχθεί προγενέστερα της 1ης-7ου-2001 που θέτει ως προϋπόθεση η περ. IV της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 3208/2003, και ότι πρέπει επιπλέον να συνυπολογιστεί και το γεγονός ότι το Ελληνικό Δημόσιο δε διαθέτει τίτλους ιδιοκτησίας ή άλλα επαρκή στοιχεία απόδειξης της κυριότητάς του. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί να γίνει δεκτή η παρούσα αγωγή, να αναγνωριστεί για τους λόγους που αναφέρονται στο ιστορικό η κυριότητα της στο παραπάνω ακίνητο με ΚΑΕΚ ………. , όπως αποτυπώνεται στο συνημμένο από 16-09-2023 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού, ………. ………. με στοιχεία κορυφών (5-6-7-8-9-10-11-12-13-14-15-16-17-18-19-20-21-22-23-24-25-26-27-28-29-30-1-5), το οποίο συνορεύει βόρεια με το ΚΑΕΚ ………. , δυτικά με ΚΑΕΚ ………. , ………. και ………. , νότια με ΚΑΕΚ ………. και ανατολικά με ΚΑΕΚ ………. , εκτάσεως 3.661,24 τ.μ. , να διορθωθεί μετά ταύτα η ανακριβής πρώτη εγγραφή που καταχωρίσθηκε στο οικείο κτηματολογικό βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου Σύμης και να διαταχθεί η γεωμετρική μεταβολή που περιγράφεται στο από 16-09-2023 συνημμένο τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών του τοπογράφου μηχανικού, ………. με την ενοποίηση του ΚΑΕΚ ………. στο ΚΑΕΚ ………. , έτσι ώστε να εμφανίζεται ως αποκλειστική κυρία του όλου ενιαίου ακινήτου με ΚΑΕΚ ………. (μετά την ενοποίηση, συνάθροιση και συμπερίληψη του ΚΑΕΚ ………. εκτάσεως 3.661,24 τ.μ.) με στοιχεία κορυφών 1-2-3-4-5-6-7-8-9-10-11-12-13-14-15-16-17-18-19-20-21-22-23-24-25-26-27-28-29-30-31-32-33-34-35-36-37-38-39-40-41-42-1 συνολικής εκτάσεως 4.635,61 τ.μ. και με τίτλο κτήσης τις υπ. αριθ. ………. /07-10-2005 και ………. /19-10-2005 συμβολαιογραφικές πράξεις της συμβολαιογράφου Ρόδου, ………. ………. , καθώς και να καταδικαστεί το εναγόμενο στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή – η παραδεκχώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος καθύλην και κατά τόπον αρμόδιου Δικαστηρίου (άρθρο 6§2 Ν. 2664/1998 και 29 ΚΠολΔ) κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία. Έχει, δε, τηρηθεί η νόμιμη προδικασία, καθώς η αγωγή ασκήθηκε εμπροθέσμως, αντίγραφό της έχει εγγράφει εμπροθέσμως στα οικεία κτηματολογικά φύλλα (προσκομίζονται το με αριθμ. πρωτοκ. .......... /05-03-2024 πιστοποιητικό καταχώρισης της ως άνω αγωγής στο Κτηματολογικά Γραφείο Σύμης και στα δύο ΚΑΕΚ-τόσο ΚΑΕΚ της ενάγουσας όσο και στο επίδικο ΚΑΕΚ που φέρεται να ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο, καθώς και το υπαριθ. πρωτ. ………. /15-03-2024 για την καταχώριση της εγγραπτέας διαδικαστικής πράξης (αγωγής διόρθωσης κτηματολογικής εγγραφής και μεταβολής γεωμετρικών στοιχείων) για τούς ΚΑΕΚ ………. και ………. στο Κτηματολογικά Γραφείο Σύμης, το απόσπασμα του προσωρινού κτηματολογικού διαγράμματος Βανάρτησης για τον ΚΑΕΚ .......... και το απόσπασμα ηλεκτρονικού κτηματολογικού διαγράμματος που έχει αναρτηθεί για τον ΚΑΕΚ .......... , όπου φαίνεται η ένδειξη Δ-Δ, δηλαδή ότι αποτελεί δασικό τμήμα, και επιπλέον το από 16-9-2023 συνημμένο τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών του τοπογράφου μηχανικού .......... .......... , για τους αριθμούς ΚΑΕΚ .......... και ΚΑΕΚ .......... , στο οποίο αποτυπώνεται η επερχόμενη με την αιτούμενη διόρθωση γεωμετρική μεταβολή και ότι η αιτούμενη μεταβολή είναι τεχνικά εφαρμόσιμη, και τέλος προσαρτάται το υπαριθμ. ………. /4-11-2023 αποδεικτικό υποβολής του ηλεκτρονικού διαγράμματος με ΚΗΔ ………. . Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται για το παραδεκτό της αγωγής, κατά τη διάταξη του άρθρου 54Α παρ. 5 του Ν. 4174/2013, η προσκόμιση πιστοποιητικού ΕΝ.Φ.ΙΑ, καθώς, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τυχόν τέτοια απαίτηση έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τα άρθρα 17, 20 και 25 Συντάγματος, καθώς και με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, διότι δε θα μπορούσε μια καθαρά φορολογικού χαρακτήρα διάταξη, που δεν αφορά στην προστασία των συναλλασσόμενων σε σχέση με τα ακίνητα ούτε επιδιώκει την παροχή δικαστικής προστασίας, να αποτελεί ειδική διαδικαστική προϋπόθεση μιας εμπράγματης αγωγής και προαπαιτούμενο προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας (βλ ΟλΣΤΕ 601/2012 ΝΟΒ 2012.376, ΟλΣΓΕ 3087/2011, ΟλΕλΣυν 2006/2008, ΑΠ 293/2014) . Περαιτέρω, η αγωγή τυγχάνει ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 6, παρ. 2 Ν. 2664/1998, 974,1033 επ. , 1192 ΑΚ, άρθρου 10 παρ. 1, περ. IV. Ν. 3208/2003, άρθρο 152 Ν.4819/2021, 70, 176, ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από την από 10-4-2024 ένορκη βεβαίωση του ………. ………. του ………. ενώπιον του Δικηγόρου Ρόδου, ………. ………. του ………. , η οποία ελήφθη μετά από νόμιμη κλήτευση του εναγομένου (βλ. τη με αριθμό ………. /01-03-2024 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, ………. ………. . ………. ήτοι προ τουλάχιστον δύο εργάσιμων ημερών, κατά τα άρθρα 421 ΚΠολΔ, από όλα τα έγγραφα, τα οποία νομίμως προσκομίζουν κι επικαλούνται οι διάδικοι, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν του είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339, 395 ΚΠολΔ), χωρίς να παραλείπεται κανένα κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, έστω κι αν δε γίνεται ρητή μνεία σε καθένα από αυτά, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: δυνάμει των υπ. αριθ. ………. /07-10-2005 και ………. /19-10-2005 συμβολαιογραφικών πράξεων δωρεάς και πώλησης αντίστοιχα της συμβολαιογράφου Ρόδου, ………. ………. , νομίμως μετεγγραμμένων στο Υποθηκοφυλακείο …….. στις 04-07-2006 στον τόμο ………. και με αριθμούς ………. και ……..αντίστοιχα, η ………. ………. του ………. , μεταβίβασε στην ενάγουσα κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή (με την μεν πρώτη συμβολαιογραφική πράξη το 1/2 εξ αδιαιρέτου, με τη δε δεύτερη το λοιπό 1/2 εξ αδιαιρέτου) έναν αγρό (και εν μέρει οικόπεδο) συνολικής επιφάνειας 6.028 τ.μ. , που βρίσκεται στη θέση «Εμποριός ή Νημποριός» Σύμης, όπως περιγράφεται στο προσαρτώμενο στα ως άνω συμβόλαια και προσκομιζόμενο κτηματογραφικό διάγραμμα βανάρτησης και ΚΑΕΚ .......... . Το παραπάνω ακίνητο η δικαιοπάροχός της, .......... .......... του .......... , είχε αποκτήσει δυνάμει του υπαριθ. ………. /1979 συμβολαίου αποδοχής δωρεάς της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, που είχε μεταγράφει νομίμως στο Υποθηκοφυλακείο ………. στις 25-5-1979 στον τόμο ………. με αριθμό ………. , και κατόπιν της υπαριθ. .......... /1987 διορθωτικής πράξης της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου που είχε, επίσης, μεταγράφει νομίμως στο Υποθηκοφυλακείο .......... στις 2-4-1987 στον τόμο .......... με αριθμό .......... . Στη συγκεκριμένη διορθωτική πράξη το επίδικο ακίνητο φερόταν να έχει έκταση 5.877,25 τ.μ. , όπως εμφανιζόταν στο από 23-7-1985 συνημμένο στη διορθωτική πράξη τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού, .......... με στοιχεία γωνιών (Α, Β, Γ, Δ, Ε, Ζ, Η, Θ, I, Κ) και να συνορεύει βόρεια με οικόπεδο αγνώστων και θαλάσσια περιοχή όρμου Νημποριού, ανατολικά με οικόπεδο .......... .......... , δυτικά με περιβόλι θυγατέρων .......... . .......... και .......... .......... και ξηροπόταμο και νότια με ιδιοκτησία οικογένειας ........ Από τότε που απέκτησε το ακίνητο με τον προαναφερόμενο τρόπο, το νεμόταν και το κατείχε διανοία κυρίου. Ειδικότερα, το επισκεπτόταν συχνά, όταν βρισκόταν στην Ελλάδα (η μόνιμη διαμονή της είναι στις Η.Π.Α.), το καθάριζε, είχε βοηθούς νομής, κατοίκους Σύμης, ενόσω απούσιαζε στο εξωτερικό για να το επιβλέπουν, και το προστάτευε από σφετεριστικές ενέργειες τρίτων. Ωστόσο, καίτοι έτσι είχε η κατάσταση του ακινήτου, όπως προέκυπτε από το συνημμένο κτηματογραφικό διάγραμμα της β ανάρτησης, όταν δημοσιεύθηκαν οι πρώτες εγγραφές Α) Εγγράφηκε αποκλειστικά επονόματι της ενάνουσας κατά πλήρη κυριότητα μόλις ένα μικρό τμήμα του παραπάνω ακινήτου, εμβαδού 974,37 τ.μ. (κατά στρογγυλοποίηση στο κτηματολογικό φύλλο φαίνεται η έκταση ως 974 τ.μ. , ωστόσο στην κτηματολογική βάση περιγράφεται επακριβώς 974,37), το οποίο βρίσκεται εντός της οριογραμμής του οικισμού του Δήμου Σύμης, όπως αυτό περιγράφεται με στοιχεία κορυφών 1-2-3-4-5-31-32-33-34-35-36-37-38-39-40-41-1 στο συνημμένο από 16-9-2023 τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών του τοπογράφου μηχανικού, .......... .......... , λαμβάνοντας το ήδη υφιστάμενο ΚΑΕΚ .......... 8) Τμήμα του παραπάνω ακινήτου εκτάσεως 3.661,24 τ.μ. , το οποίο βρίσκεται εκτός της οριογραμμής του οικισμού του Δήμου Σύμης και περιγράφεται με στοιχεία κορυφών 5-6-7-8-9-10-11-12-13-14-15-16-17-18-19-20-21-22-23-24-25-26-27-28-29-30-31-5 στο συνημμένο από 16-9-2023 τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών του τοπογράφου μηχανικού. .......... .......... φαίνεται εγγεγραμμένο κατά πλήρη κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο λόγω του τεκμηρίου της δασικής έκτασης και έχει λάβει ΚΑΕΚ .......... (κατά στρογγυλοποίηση στο κτηματολογικό φύλλο φαίνεται η έκταση ως 3.661 τ.μ. , ωστόσο στην κτηματολογική βάση περιγράφεται επακριβώς 3.661,24) . Γ) ‘Ενα μικρό εναπομείναν τμήμα του παραπάνω ακινήτου εκτάσεως 418,02 τ.μ. εγγράφηκε σε διάφορους ιδιοκτήτες γειτονικών μερίδων, χωρίς όμως αυτό να ενδιαφέρει εν προκειμένω, αφού δεν είναι επίδικο. Μετά από έρευνα της ενάγουσας προέκυψε ότι το εν λόγω επίδικο τμήμα με ΚΑΕΚ ..........…..εκτάσεως 3.661,24 τ.μ. που φέρεται πλέον εγγεγραμμένο κατά το στάδιο των αρχικών εγγραφών στο Ελληνικό Δημόσιο και βρισκόταν εκτός της οριογραμμής του οικισμού Σύμης φαινόταν με την ένδειξη Δ-Δ (δασική έκταση) στους δασικούς χάρτες που είχαν αναρτηθεί στον Δήμο Σύμης. Το υπόλοιπο τμήμα με ΚΑΕΚ .......... εμβαδου 974,37 τ.μ. βρισκόταν εντός της οριογραμμής του οικισμού και, εκ του νόμου, δεν μπορούσε να κηρυχθεί δασικό, έτσι τελικώς ενεγράφη στο όνομα της ενάγουσας κατά πλήρη κυριότητα κατά το στάδιο της αρχικής εγγραφής. Λόγω απουσίας της στο εξωτερικό δεν είχε ενημερωθεί για τους αναρτημένους δασικούς χάρτες στον Δήμο Σύμης, με αποτέλεσμα να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία προσβολής τους για το επίμαχο τμήμα των 3.661,24 τ.μ. και να κυρωθεί ο δασικός χάρτης του συνόλου της περιοχής αρμοδιότητας της Διεύθυνσης Δασών Δωδεκανήσου (ΦΕΚ 907Δ/29-11-2022) χωρίς να προβάλει ένσταση για το επίμαχο τμήμα. Ουσιαστικά, δηλαδή, ενώ διέθετε νόμιμο τίτλο για όλο το τμήμα των 4.635,61 τ.μ. , που περιλαμβανόταν στις υπαριθ. ………. /07-10-2005 και ………. /19-10-2005 ως άνω συμβολαιογραφικές πράξεις, το επίδικο τμήμα έκτασης 3.661,24 τ.μ. που βρισκόταν εκτός οικισμού «αποσπάσθηκε» με 3άση το φερόμενο τεκμήριο κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου λόγω του χαρακτήρα του ως δασικής έκτασης και εγγράφηκε με νέο ΚΑΕΚ ………. , όπως αποτυπώνεται στο από 16-9-2023 τοπογραφικό διαγραμμα του τοπογράφου μηχανικού, …………… με στοιχεία κορυφών (1-2-3-4-5-6-7-8-9……. – 42-1), το οποίο συνορεύει βόρεια με το ΚΑΕΚ ………. , δυτικά με ΚΑΕΚ ………. , ………. και ………. , νότια με ΚΑΕΚ ………. και ανατολικά με ΚΑΕΚ ………. . Το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο προσκομίζει το με αρ. πρωτ. ………. /10-6-2024 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών Δωδεκανήσου, σύμφωνα με το οποίο το τμήμα 3 του γεωτεμαχίου με εμβαδόν 3.529,54 τ.μ. κυρώθηκε ως διαχρονικά δασικού χαρακτήρα έκταση (ΔΔ) και δεσμεύεται από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, και ισχυρίζεται ότι το τμήμα 4 του γεωτεμαχίου, εμβαδού 62 τ.μ. , εμπίπτει εντός πολυγώνου (ΔΔ), στο οποίο εντάσσονται οι διαχρονικά δασικού χαρακτήρα εκτάσεις που δεσμεύονται από τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας. Πλην όμως δεν αποδεικνύεται ότι άσκησε διακατοχικές πράξεις επί του ακινήτου με ΚΑΕΚ ………. ούτε φέρει κάποιο νόμιμο τίτλο ιδιοκτησίας ή παραχωρητήριο, ενώ φέρει το ίδιο το βάρος απόδειξης κατά το άρθρο 110 Ν. 4821/2021. Επίσης, σύμφωνα με την περ. IV της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 3208/2003, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 152 Ν.4819/2021, το Δημόσιο δεν προβάλλει δικαιώματα κυριότητας σε δάση, δασικές εκτάσεις και στις εκτάσεις των περιπτώσεων α’ και βτης παραγράφου 5 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου που περιλαμβάνονται σε περιοχές του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 62 του ν. 998/1979, για τις οποίες το Ελληνικό Δημόσιο δε διαθέτει τίτλους ιδιοκτησίας ή άλλα επαρκή στοιχεία απόδειξης της κυριότητάς του, όπως πράξεις μίσθωσης, παραχώρησης ή άλλης εκμετάλλευσης, αξιοποίησης και προστασίας της έκτασης ως δημόσιας και, συγχρόνως, οι διεκδικούντες την έκταση διαθέτουν τίτλους ιδιοκτησίας, οι ίδιοι ή οι δικαιοπάροχοί τους, οι οποίοι έχουν συνταχθεί μέχρι την 1η.7ου.2001 το αρνότερο, έστω και εάν έχουν μεταγράφει μεταγενέστερα, και επομένως η ενάγουσα διαθέτουσα τίτλους ιδιοκτησίας από το 2005 στο όνομά της, στον χρόνο νομής της οποίας προσμετρώνται οι τίτλοι της δικαιοπαρόχου της, .......... .......... , χρονολογούνται τουλάχιστον από το 1987 (το υπαριθ. ………. /1979 συμβόλαιο αποδοχής δωρεάς της συμβολαιογράφου, ………….. , είχε μεταγραφεί νόμιμα στο Υποθηκοφυλακείο ………. στις 25-5-1979 στον τόμο ………. με αριθμό ………. , και κατόπιν της υπαριθ. .......... /1987 διορθωτικής πράξης της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου που είχε, επίσης, μεταγράφει νομίμως στο Υποθηκοφυλακείο .......... στις 2-4-1987 στον τόμο .......... με αριθμό .......... ), ήτοι έχουν συνταχθεί προγενέστερα της 1ης Ιουλίου 2001 που θέτει ως προϋπόθεση η περ. IV της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 3208/2003. Μετά ταύτα, αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα-λόγω προσαύξησης της νομής των δικαιοπαρόχων της - διέθετε τίτλους ιδιοκτησίας συνταχθέντες και μεταγραφέντες μέχρι την 1η Ιουλίου 2001, κατά το άρθρο 152 Ν.4819/2021, και επομένως η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατουσίαν. Κατακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει δεκτή και ως βάσιμη κατουσίαν, και να αναγνωριστεί η κυριότητα της ενάγουσας στο παραπάνω ακίνητο με ΚΑΕΚ ………. , όπως αποτυπώνεται στο συνημμένο από 16-09-2023 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού, ………. ………. με στοιχεία κορυφών (5-6-7-8-9-10-11-12-13-14-15-16-17-18-19-20-21-22-23-24-25-26-27-28-29-30-1-5), το οποίο συνορεύει βόρεια με το ΚΑΕΚ ………. , δυτικά με ΚΑΕΚ ………. , ………. και ………. , νότια με ΚΑΕΚ ………. και ανατολικά με ΚΑΕΚ ………. , εκτάκτως 3.661,24 τ.μ. , να διορθωθεί μετά ταύτα η ανακριβής πρώτη εγγραφή που καταχωρίσθηκε στο οικείο κτηματολογικό βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου Σύμης και να διαταχθεί η γεωμετρική μεταβολή που περιγράφεται στο από 16-09-2023 συνημμένο τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών του τοπογράφου μηχανικού, ………. ………. με την ενοποίηση του ΚΑΕΚ ………. στο ΚΑΕΚ ………. , έτσι ώστε να εμφανίζεται ως αποκλειστική κυρία του όλου ενιαίου ακινήτου με ΚΑΕΚ ………. (μετά την ενοποίηση, συνάθροιση και συμπερίληφη του ΚΑΕΚ ………. εκτάσεως 3.661,24 τ.μ.) με στοιχεία κορυφών 1-2-3-4-5-6-7-8-9-10-11-12-13-14-15-16-17-18-19-20-21-22-23-24-25-26-27-28-29-30-31-32-33-34-35-36-37-38-39-40-41-42-1 συνολικής εκτάσεως 4.635,61 τ.μ. και με τίτλο κτήσης τις υπ. αριθ. ………. /07-10-2005 και ………. /19-10-2005 συμβολαιογραφικές πράξεις της συμβολαιογράφου Ρόδου, ………. ………. . Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί το εναγόμενο λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, πλην όμως μειωμένων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22§ 1 Ν. 3693/1957, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………. /26-2-2024 αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ η κυριότητα της ενάγουσας στο παρακάνω ακίνητο με ΚΑΕΚ ………. , όπως αποτυπώνεται στο συνημμένο από 16-09-2023 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού, . ………. με στοιχεία κορυφών (5-6-7-8-9-10-11-12-13-14-15-16-17-18-19-20-21-22-23-24-25-26-27-28-29-30-1-5), το οποίο συνορεύει βόρεια με το ΚΑΕΚ ………. , δυτικά με ΚΑΕΚ ………. ………. , ………. και ………. , νότια με ΚΑΕΚ ………. και ανατολικά με ΚΑΕΚ ………. , εκτάσεως 3.661,24 τ.μ..

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ μετά ταύτα να διορθωθεί η ανακριβής πρώτη εγγραφή που καταχωρίσθηκε στο οικείο κτηματολογικό βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου Σύμης και να διαταχθεί η γεωμετρική μεταβολή που περιγράφεται στο από 16-09-2023 συνημμένο τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών του τοπογράφου μηχανικού, ………. . ………. με την ενοποίηση του ΚΑΕΚ ………. στο ΚΑΕΚ ………. , έτσι ώστε να εμφανίζεται ως αποκλειστική κυρία του όλου ενιαίου ακινήτου με ΚΑΕΚ ………. (μετά την ενοποίηση, συνάθροιση και συμπερίληφη του ΚΑΕΚ ………. εκτάσεως 3.661,24 τ.μ.) με στοιχεία κορυφών 1-2-3-4-5-6-7-8-9-10-11-12-13-14-15-16-17-18-19-20-21-22-23-24-25-26-27-28-29-30-31-32-33-34-35-36-37-38-39-40-41-42-1 συνολικής εκτάσεως 4.635,61 τ.μ. και με τίτλο κτήσης τις υπ. αριθ. ………. /07-10-2005 και ………. /19-10-2005 συμβολαιογραφικές πράξεις της συμβολαιογράφου Ρόδου, ………. ………. .

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τη δικαστική δαπάνη εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, την οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων ενενήντα τριών (293) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΗΚΕ και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στη Ρόδο, στις 30 Ιουνίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων. Και θεωρήθηκε αυθημερόν.

Αγωγή αξίωσης στα αποκτήματα μεταξύ συζύγων. Ορισμός αποκτήματος που συνδέεται με την αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου συζύγου μεταξύ του χρόνου τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία) και του χρόνου γέννησης της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα (τελική περιουσία).Για την εξεύρεση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων σε χρήμα, κρίσιμος είναι ο χρόνος της άσκησης της αγωγής. Τεκμήριο συμβολής του δικαιούχου στο 1/3 της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου. Δυνατότητα ανταπόδειξης κατ’ αυτού από έκαστο των διαδίκων αντίστοιχα. Μορφές συμμετοχής του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου. Δέχεται έφεση. Υποχρεώνει τον σύζυγο να καταβάλει στην ενάγουσα-σύζυγο το χρηματικό ποσό των €130.000 με τους νόμιμους τόκους (αρ. αποφ. 86/2025 Εφετείου Δωδεκανήσου δημοσιευμένη στην ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ)

(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)
Αγωγή συμμετοχής στα αποκτήματα μεταξύ συζύγων. Η άνω αξίωση μπορεί να ασκηθεί επί αμετάκλητης λύσης ή ακύρωσης γάμου αλλά κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 1400 ΑΚ και επί συμπλήρωσης υπερδιετούς διάστασης της εγγάμου συμβιώσεως των συζύγων. Στοιχεία βασίμου αξίωσης. Ορισμός αποκτήματος που συνδέεται με την αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου συζύγου μεταξύ του χρόνου τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία) και του χρόνου γέννησης της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα (τελική περιουσία). Στην άνω αύξηση δεν εντάσσεται ότι απέκτησε ο υπόχρεος σύζυγος κατά την διάρκεια του γάμου από δωρεά, κληρονομιά και κληροδοσία αντίστοιχα. Επίσης εξαιρούνται από την έννοια του αποκτήματος ότι ανήκε στον υπόχρεο προ του γάμου αλλά και απαιτήσεις που εισέπραξε διαρκεία του γάμου αλλά από έννομες σχέσεις που προυπήρχαν αυτού. Κατ’ εξαίρεση απόκτημα αποτελούν τα κέρδη που εισέπραξε ο υπόχρεος σύζυγος βάσει επωφελέστερης αξιοποίησης στοιχείων της αρχικής του περιουσίας με την συνεισφορά του δικαιούχου συζύγου. Η ύπαρξη αρχικής περιουσίας δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της αγωγής αλλά ένσταση του υπόχρεου συζύγου. Ο τελευταίος δύναται επίσης να αιτηθεί την αφαίρεση εκ της τελικής περιουσίας του αντίστοιχου παθητικού αυτής. Κρίσιμος χρόνος υπολογισμού της τελικής περιουσίας επί λύσης ή ακύρωσης του γάμου άλλως επί υπερδιετούς διαστάσεως. Για την εξεύρεση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων σε χρήμα, κρίσιμος είναι ο χρόνος της άσκησης της αγωγής. Τεκμήριο συμβολής του δικαιούχου στο 1/3 της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου. Δυνατότητα ανταπόδειξης κατ’ αυτού από έκαστο των διαδίκων αντίστοιχα. Μορφές συμμετοχής του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου. Μεταξύ αυτών η παροχή υπηρεσιών εντός της οικογενειακής στέγης αλλά και επιμέλειας και ανατροφής των τέκνων στο βαθμό που αυτές υπερβαίνουν την υποχρέωση συνεισφοράς των συζύγων στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών. Διαδικασία χρηματικής αποτίμησης των άνω υπηρεσιών που απαιτείται μόνο όταν βάση της αγωγής είναι η πραγματική και όχι η τεκμαρτή συμβολή του ενάγοντος συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου. Ορισμένο αγωγής σε εκάστη των περιπτώσεων. Σφάλμα του πρωτόδικου δικαστηρίου που έκρινε αόριστη την αγωγή ως προς την πραγματική συμβολή της ενάγουσας, δέχθηκε ως βάσιμη την ένσταση αφαίρεσης του παθητικού της τελική περιουσίας και επιδίκασε στην ενάγουσα μειωμένο ποσό. Απορρίπτει έφεση εναγομένου. Δέχεται έφεση εκκαλούσας – ενάγουσας και εξαφανίζει την 78/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου. Κρατεί και δικάζει. Δέχεται εν μέρει αγωγή.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
86/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Κατέχη, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος Εφετών Δωδεκανήσου και από τη Γραμματέα Δέσποινα Μαυροειδή.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 8 Μαρτίου 2024, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας : ……….. του ………., κατοίκου …….. Ρόδου, με ΑΦΜ ……. ΔΟΥ …….., την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιός της δικηγόρος Γεώργιος Λαμπαδάκης (AM ΔΣ Ρόδου 414) βάσει δηλώσεως.

Του εφεσιβλήτου: ……….. του …….., κατοίκου Ρόδου, οδός ………., με ΑΦΜ …….. ΔΟΥ …….., ο οποίος εμφανίστηκε στο ακροατήριο με την πληρεξούσιά του δικηγόρο Α.Κ. (AM ΔΣ Ρόδου 542).

Του εκκαλούντος: ………. του ………, κατοίκου Ρόδου, οδός …….., με ΑΦΜ …… ΔΟΥ ……, ο οποίος εμφανίστηκε στο ακροατήριο με την πληρεξούσιά του δικηγόρο Α.Κ. (AM ΔΣ Ρόδου 542).

Της εφεσίβλητης: ……… του ……, κατοίκου …….. Ρόδου, με ΑΦΜ ……. ΔΟΥ ……., την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιός της δικηγόρος Γεώργιος Λαμπαδάκης (AM ΔΣ Ρόδου 414) βάσει δηλώσεως.

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη ζήτησε να γίνει δεκτή η από 4/2/2022 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ειδικής πινακίου μονομελές οικογενειακών – περιουσιακών διαφορών …./4-2-2022. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 78/2023 απόφασή του, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή. Ήδη, α) η εκκαλούσα με την από 31/7/2023 έφεσή της, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../31-7-2023 και ακολούθως προσδιορίστηκε προς συζήτηση από τη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου (…../2023) για τη δικάσιμο της 8/12/2023, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο και β) ο εκκαλών με την από 23/11/2023 έφεσή του, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/8-1-2024 και ακολούθως προσδιορίστηκε προς συζήτηση από τη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου (…/2024) για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο, προσβάλλουν την απόφαση αυτή.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο παραστάθηκε μόνο η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσιβλήτου-εκκαλούντος, η οποία κατέθεσε προτάσεις και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτές, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας-εφεσίβλητης δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσε στις 6/3/2024 τις προβλεπόμενες από το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ με ίδια ημερομηνία δύο (2) μονομερείς δηλώσεις και προκατέθεσε προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες εφέσεις και δη : Α) η πρώτη από 31/7/2023 (αρ. κατ. …../31-7-2023) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας πρωτοδίκως ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας-εφεσίβλητης και Β) η δεύτερη από 23/11/2023 (αρ. κατ. …/8-1-2024) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος πρωτοδίκως εναγομένου και ήδη εφεσιβλήτου-εκκαλούντος κατά της υπ’ αριθμ. 78/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση, αντιμωλία των διαδίκων επί της από 4/2/2022 (αρ. κατ. …/4-2-2022) αγωγής, αρμοδίως φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατ’ άρθρο 19 περ. α’ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 ν. 3994/2011, αφού αυτές ασκήθηκαν, δηλαδή κατατέθηκαν από τους εκκαλούντες στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, στις 31/7/2023 και 8/1/2024, αντίστοιχα, όπως προκύπτει από τις παρά πόδας των εφετήριων δικογράφων υπ’ αριθμ. …../2023 και …/2024 εκθέσεις της γραμματέως του δικαστηρίου αυτού (Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου) και πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας (άρθρο 524 παρ. 1 εδ. α’ σε συνδ. με άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ), ως στρεφόμενες κατά της αυτής απόφασης και υπαγόμενες στην ίδια ως άνω ειδική διαδικασία, η δε διαφορά τους πηγάζει από την αυτή έννομη σχέση και η συνεκδίκασή τους επιβάλλεται, ώστε να επιταχυνθεί η διεξαγωγή της δίκης και να επέλθει μείωση των εξόδων, κυρίως όμως για να αποτραπεί η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων (ΑΠ 1843/2007, ΜΕφΑΘ 1483/2016, ΜΕφΘεσ 742/2016, ΜΕφΠατρ 105/2016, ΕφΠειρ 810/2009, ΕφΛαμ 69/2007, ΕφΚρητ 114/2009, ΕφΔωδ 6/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 5190/2000 ΑρχΝ 2001. 239). Έχουν ασκηθείνομοτύπως και εμπροθέσμως σύμφωνα μετά άρθρα495, 511, 513 παρ. 1 εδ. α’ στοιχ. β’, 516 παρ. 1, 517 εδ. α’, 518 παρ. 2 σε συνδ. με άρθρ. 144επ., 520 παρ. 1 και 591 ΚΠολΔ και, συνεπώς, παραδεκτώς κατ’ άρθρο 532 ΚΠολΔ, καθόσον από τα στοιχείατης δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης υπ’ αριθμ. 78/2023 απόφασης, ενώ εξάλλου μέχρι την άσκηση των εφέσεων (στις 31/7/2023 και 8/1/2024, αντίστοιχα) δεν παρήλθε η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ [όπως η διάταξη αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 (ΦΕΚ 87/τ.Α’/23-7-2015 με έναρξη ισχύος από 1/1/2016 για τα κατατεθειμένα από 1/1/2016 ένδικα μέσα κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του ν. 4335/2015)] καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης υπ’ αριθμ. 78/2023 απόφασης (2/3/2023). Σημειώνεται ότι κατά το χρόνο άσκησης των εφέσεων η υποχρέωση καταβολής παράβολου, σύμφωνα με την παρ. 3 εδ. τελευτ. του άρθρου 495 ΚΠολΔ [όπως ισχύει μετά την τροποποίηση και αντικατάσταση του άρθρου αυτού (495) με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο ν. 4335/2015 (ΦΕΚ 87/τ.Α’/23-7-2015), που σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του ίδιου νόμου εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από 1/1/2016 ένδικα μέσα και αγωγές και με τα άρθρα 35 παρ. 2 και 45 ν. 4446/2016 (ΦΕΚ 240/τ.Α/22-12-2016) με έναρξη ισχύος από 23/1/20.17], δεν ίσχυε για τις οικογενειακές διαφορέςτου άρθρου 592 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, μεταξύ των οποίων και αυτές που αφορούν στην αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, υπαγόμενη στις περιουσιακές διαφορές που απορρέουν από τη σχέση των συζύγων (άρθρο 592 παρ. 3 περ. δ’ ΚΠολΔ), όπως η προκειμένη περίπτωση (ΑΠ 236/2024 ΝΟΜΟΣ). Πρέπει επομένως, οι ανωτέρω ένδικες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν, ήτοι ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 522 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως πρωτοδίκως ειδική διαδικασία.

Κατά την παρ. 1 του άρθρου 1400 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 του ν. 1529/1983, “Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέλαβε με οποιονδήποιε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή» και κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου «Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομιά ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες». Ο λόγος είναι προφανής, αφού στις τελευταίες αυτές περιπτώσεις δεν υπάρχει συμβολή του άλλου συζύγου. Λαμβανομένου δε υπόψη του σκοπού της πιο πάνω διάταξης, ως δωρεά πρέπει να νοηθεί οποιαδήποτε απόκτηση οφέλους από χαριστική αιτία (ΑΠ 362/2022 και 588/2020 https://www.areiospagos.gr). Όμως αν μετά την απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων από τον έναν των συζύγων ο άλλος σύζυγος συμβάλλει στην κερδοφόρα αξιοποίησή τους, πρέπει στην έκταση αυτή τα σωζόμενα κέρδη να συνυπολογιστούν στην τελική περιουσία του υπόχρεου συζύγου ως απόκτημα οφειλόμενο στη συμβολή του δικαιούχου συζύγου (ΑΠ 817/2013 https://www.areiospagos.gr). Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου «Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων που διάρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια». Ως αύξηση νοείται όχι μία συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου (αρχική περιουσία) και κατά το χρόνο που γεννάται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα (τελική περιουσία). Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγομένης σε τιμές του χρόνου της έγερσης της αγωγής, θα κριθεί αν υπάρχει αύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Προς υπολογισμό της τελικής περιουσίας, με την έννοια του καθορισμού των περιουσιακών στοιχείων που την αποτελούν, κρίσιμος χρόνος θεωρείται, στη μεν περίπτωση της τριετούς διάστασης (κατά την οποία προϋποτίθεται ότι ο γάμος δεν έχει ακόμη λυθεί ή ακυρωθεί), ο χρόνος της συμπλήρωσης της τριετούς διάστασης (ΑΠ 1548/2022, ΑΠ 1646/2018 https://www.areiospagos.gr), στη δε περίπτωση λύσης ή ακύρωσης του γάμου με δικαστική απόφαση, ο χρόνος κατά τον οποίο η απόφαση αυτή έγινε αμετάκλητη. Για την περαιτέρω όμως αναγωγή σε χρήμα των περιουσιακών αυτών στοιχείων, δηλαδή για την εξεύρεση της αξίας τους σε χρήμα, κρίσιμος, σε κάθε περίπτωση, είναι ο χρόνος της παροχής έννομης προστασίας, ήτοι ο χρόνος άσκησης της αγωγής (ΑΠ 1284/2021, ΑΠ 526/2015 https://www.areiospagos.gr). Ειδικότερα, για το στοιχείο της αύξησης λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής κατάστασης του υποχρέου, ώστε, από τη σύγκριση αυτής κατά το χρονικό σημείο τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία) προς εκείνη που υφίσταται κατά το χρονικό σημείο γέννησης της αξίωσης (τελική περιουσία), να προκύπτει αύξηση (ΑΠ 1316/2017, ΑΠ 492/2017 https://www.areiospagos.gr). Η τυχόν ύπαρξη αρχικής περιουσίας ή στοιχείων που την διαφοροποιούν, αποτελεί βάση ένστασης, που προβάλλεται και αποδεικνύεται από τον εναγόμενο. Έτσι, δεν αποτελεί απόκτημα με την προαναφερθείσα έννοια οτιδήποτε αποκτήθηκε από το σύζυγο πριν από την τέλεση του γάμου, ή, κατά τη διάρκεια μεν αυτού, από αιτία όμως που προϋπήρχε, όπως αυτό συμβαίνει σε περίπτωση είσπραξης από το σύζυγο διαρκούντος του γάμου μιας απαίτησης, η αιτία της οποίας είχε γεννηθεί πριν από την τέλεσή του. Ο δικαιολογητικός λόγος της προαναφερόμενης εξαίρεσης είναι ο ίδιος που αποκλείει τον υπολογισμό στα αποκτήματα των αποκτηθέντων από δωρεά, κληρονομιά ή κληροδοσία και συνίσταται στο ότι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχει συμβολή του άλλου συζύγου. Εάν όμως ένα περιουσιακό στοιχείο που απέκτησε ο σύζυγος από προϋπάρχουσα του γάμου αιτία, αξιοποιήθηκε κατά τη διάρκεια αυτού, θεωρείται απόκτημα και εφόσον ο άλλος σύζυγος συνέβαλε στην εν λόγω αξιοποίηση, έχει, συντρεχουσών και των λοιπών προβλεπομένων από την προαναφερθείσα διάταξη προϋποθέσεων, αξίωση συμμέτοχης στην εκ μέρους της επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου (ΑΠ 1697/2018 https://www.areiospagos.gr). Σε ό,τι αφορά τις τιμές υπολογισμού των περιουσιακών στοιχείων (π.χ. ενός ακινήτου), όταν αυτό υπάρχει στην (αρχική) περιουσία και στο χρόνο γέννησης της αξίωσης (τελική περιουσία), για να αποφεύγονται οι τιμαριθμικές και πλασματικές αυξήσεις, γίνεται δεκτό ότι υπολογίζονται, τα ακίνητα κυρίως, με τις ίδιες τιμές που υπολογίζονται και στην τελική περιουσία ή δεν υπολογίζονται καθόλου, εφόσον δεν συγκαταλέγονται στην αύξηση (περιουσιακό στοιχείο κατά την τέλεση του γάμου και κατά τη λύση του γάμου)(Α. Κοτζάμπαση, Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου, έκδ. 3η, 2023, παρ. 13, σελ. 112 σε sakkoulas-online). Κατά το χρόνο δε γέννησης της αξίωσης απαιτείται να διατηρείται η αύξηση της περιουσίας που έγινε με τη συμβολή του δικαιούχου συζύγου (ΑΠ 182/2021, ΑΠ 3/2016 https://www.areiospagos.gr), ενώ οι ενδιάμεσες μεταβολές της αρχικής περιουσίας του υπόχρεου συζύγου δεν επιδρούν προσδιορισμό της τελικής περιουσίας και συνακόλουθα του αποκτήματος 363/2022, ΑΠ 804/2020, ΑΠ 1478/2017 https://www.areiospagos.gr). Η συμβολή του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, υπό την έννοια των διατάξεων του άρθρου 1400 ΑΚ, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών αποτιμώμενων σε χρήμα, ακόμη και υπηρεσιών, οι οποίες παρέχονται στον συζυγικό οίκο για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την κατά τα άρθρα 1389 και 1390 ΑΚ υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κατά το οποίο ο υπόχρεος σύζυγος έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του σε συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του (ΑΠ 1550/2018, ΑΠ 1978/2014 https://www.areiospagos.gr). Συγκεκριμένα, κατά τη διάταξη του άρθρου 1389 ΑΚ οι σύζυγοι έχουν την υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας και η συνεισφορά αυτή γίνεται με οποιοδήποτε τρόπο, όπως με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματά τους και την περιουσία τους, και κατά τη διάταξη του άρθρου 1390 του ιδίου Κώδικα στην υποχρέωση του προηγούμενου άρθρου περιλαμβάνονται η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή τους, η κοινή υποχρέωση για διατροφή των τέκνων τους και γενικά η υποχρέωση για συμβολή τους στη λειτουργία του κοινού οίκου. Το μέτρο της υποχρέωσης προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωσή της γίνεται με τον τρόπο που επιβάλλει η έγγαμη συμβίωση (ΑΠ 182/2021 https://www.areiospagos.gr). Η αποτίμηση όμως των υπηρεσιών του ενάγοντος, με τις οποίες αυτός συνέβαλε στην επελθούσα αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου συζύγου του, δεν είναι αναγκαία για το ορισμένο και νόμιμο της αγωγής, όταν αυτή ερείδεται επί της εξ 1/3 τεκμαρτής συμβολής του στα αποκτήματα του συζύγου του ή σε μικρότερο ποσοστό, όπως αντιθέτως απαιτείται όταν η αγωγή στηρίζεται επί της υπερβαίνουσας την τεκμαρτή, πραγματικής συμβολής (ΑΠ 182/2021, ΑΠ 1473/2019 https://www.areiospagos.gr). Μόνο στην τελευταία περίπτωση, για να ληφθούν υπόψη και να υπολογιστούν αυτού του είδους οι υπηρεσίες ως συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, απαιτείται να γίνεται η κατά το μέρος που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών μέτρο χρηματική αποτίμησή τους ή η αποτίμηση των δυνάμεων που εξοικονόμησε από την παροχή τους ο υπόχρεος σύζυγος, εάν προβάλλεται ότι η εξοικονόμηση αυτή συνέβαλε κατά διαφορετικό από την αποτίμηση των υπηρεσιών ποσό στην αύξηση της περιουσίας του υποχρέου, που διαφορετικά δεν θα επιτυγχανόταν χωρίς αυτήν (ΑΠ 1092/2021, ΑΠ 1473/2019, ΑΠ 43/2015, ΑΠ 1280/2014 https://www.are.ospagos.gr). Κατά συνέπεια, οι υπηρεσίες αυτές πρέπει να προσδιορίζονται κατ’ είδος και αξία, τόσο στην αγωγή, όσο και στην απόφαση, μόνο όταν και κατά το μέρος που υπερβαίνουν το μέτρο το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες (ΑΠ 588/2020, ΑΠ 1059/2014, ΑΠ 566/2014 https://www.areiospagos.gr). Εάν ως συμβολή προβάλλεται η διάθεση κεφαλαίου, δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής και το πώς αποκτήθηκε το κεφάλαιο αυτό, αλλά τούτο θα εκτιμηθεί ως στοιχείο κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού είναι προφανές ότι εάν αποδειχθεί ότι καμία πηγή εισοδημάτων και γενικά απόκτησης κεφαλαίου δεν είχε εκείνος που αξιώνει συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου συζύγου, δεν μπορεί να εξαχθεί αποδεικτικό πόρισμα ότι αυτός διέθεσε κεφάλαιο για την αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου (ΑΠ 1316/2017 https://www.areiospagos.gr). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι προϋποθέσεις της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα του ενός συζύγου από τον άλλο με βάση το άρθρο 1400 ΑΚ είναι: α) η λύση ή ακύρωση του γάμου ή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, β) η αύξηση της περιουσίας του ενός των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου, γ) η συμβολή του άλλου συζύγου στην αύξηση αυτή με οποιονδήποτε τρόπο, περιλαμβανομένης και της υπερβαίνουσας το μέτρο της συνεισφοράς του ενάγοντος συζύγου συμβολής του στις τρέχουσες οικογενειακές δαπάνες, με χρηματικές εισφορές ή εισφορές χρήσης ακινήτου για στέγαση της οικογένειας ή με παροχή προσωπικών υπηρεσιών στην αντιμετώπιση των οικογενειακών εν γένει αναγκών και δ) η αιτιώδης σχέση της συμβολής αυτής προς την αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου συζύγου (ΑΠ 804/2020, ΑΠ 492/2017 https://www.areiospagos.gr). Η αντίστοιχη αγωγική αξίωση είναι δυνατόν να στηρίζεται είτε κυρίως, είτε και επικουρικώς σε σχέση με τις αξιώσεις από την παρ. 1 -ου άρθρου 1400 ΑΚ και στην τεκμαρτή συμβολή από την παρ. 1 εδ. β’ του άρθρου 1400 ΑΚ, δηλαδή στο νόμιμο τεκμήριο, οπότε μοναδική προϋπόθεση έχει την επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου, την οποία και μόνον ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει, προσδιορίζοντας την τυχόν αρχική κατά την τέλεση του γάμου περιουσία του εναγόμενου και την τελική κατά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου ή την άσκηση της αγωγής επί τριετούς διάστασης περιουσία του, καθώς και την σε χρήμα αξία αμφοτέρων κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγός, οπότε η συμβολή του τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο 1/3 της περιουσιακής επαύξησης, που προκύπτει με την αφαίρεση της αρχικής περιουσίας από την τελική. Άρα, στην περίπτωση αυτή ο ενάγων σύζυγος δεν βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη ούτε της συμβολής του καθεαυτής ούτε του ποσοστού της, υπό την προϋπόθεση βέβαια της επίκλησης και απόδειξης τέτοιας αύξησης της περιουσίας του άλλου συζύγου (ΑΠ 955/2022, ΑΠ 182/2021, ΑΠ 1550/2018 https://www.areiospagos.gr). Επίσης στην περίπτωση αυτή, ο ενάγων σύζυγος δεν βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη, ούτε και του ποσού της οφειλόμενης συνεισφοράς του, αν έχει συμβάλει με παροχές που συνιστούν εκπλήρωση της υποχρέωσης για συνεισφορά στις ανάγκες της οικογένειας, ούτε της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ αυτής και της περιουσιακής επαύξησης του εναγομένου (ΑΠ 421/2022, ΑΠ 1155/2017 https://www. areiospagos.gr). Δεν είναι επίσης αναγκαίο για το ορισμένο της αγωγής αυτής να αναφέρεται ότι η συμμετοχή του ενάγοντος συζύγου υπερέβαινε την υποχρέωσή του για συνεισφορά στις ανάγκες της οικογένειας αναλόγως των δυνάμεών του, όπως αυτή (η συνεισφορά) προσδιορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 1389 ΑΚ και τις συνθήκες ζωής των διαδίκων, ούτε να προσδιορίζονται οι οικογενειακές ανάγκες, οι δυνάμεις του και συνακολούθως η υποχρέωσή του για συνεισφορά σ’ αυτές και να συγκρίνονται με την επίσης προσδιοριστέα συνολική συμβολή τους, ώστε να προκύπτει διαφορά υπέρ της τελευταίας (συνολικής συμβολής) (ΑΠ 1646/2014 https://www.areiospagos.gr). Ωστόσο, ο εναγόμενος, ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου η περιουσία φέρεται ότι αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου, μπορεί να προβάλει, μεταξύ άλλων, και στις δύο περιπτώσεις του άρθρου 1400 ΑΚ, ότι η συμβολή του ενάγοντος ήταν κάτω από το ένα τρίτο ή ότι δεν υπάρχει κάποια συμβολή. Για να γίνει όμως δεκτή η ανυπαρξία συμβολής που αποκλείει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, θα πρέπει ο εναγόμενος σύζυγος, να επικαλεστεί και αποδείξει ότι ο δικαιούχος της αξίωσης συμμετοχής σύζυγος, είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων είτε δεν ήθελε να συμβάλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο στον ίδιο (ΑΠ 1451/2022, ΑΠ 421/2022 https://www.areiospagos.gr). Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, ενόψει του ότι το καθιερούμενο από το άρθρο 1400 ΑΚ τεκμήριο της συμβολής συμμετοχής στα αποκτήματα κατά το 1/3 ενεργεί και ως προς τους δύο συζύγους, συνιστά, ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου, ένσταση (ΑΠ 492/2017, ΑΠ 1899/2014, ΑΠ 1646/2014 https://www.areiospagos.gr), ενώ όσον αφορά τον πραγματικό υπολογισμό αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής (ΑΠ 1526/2022, ΑΠ 182/2021, ΑΠ 804/2020, ΑΠ 566/2014 https://www.areiospagos.gr). Δηλαδή, το καθιερούμενο από τη διάταξη του άρθρου 1400 εδ. β’ ΑΚ ως άνω μαχητό τεκμήριο ότι η συμβολή του δικαιούχου συζύγου ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης της περιουσίας του υποχρέου, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή, λειτουργεί αμφιμερώς και υπέρ των δύο διαδίκων, με την έννοια ότι αν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του ποσοστό της αύξησης που αντιστοιχεί σε μεγαλύτερη του 1/3 συμβολή, αυτός υποχρεούται να αποδείξει το μεγαλύτερο του τεκμαρτού ποσοστό της συμβολής του, ενώ ο εναγόμενος μπορεί να προβάλει και να αποδείξει ότι ο ενάγων είχε μικρότερη της τεκμαιρόμενης ή και καμία συμβολή (ΑΠ 182/2021, ΑΠ 588/2020 https://www.areiospagos.gr). Με την ανωτέρω διάταξη δεν καθιερώνεται ιδιαίτερος τρόπος υπολογισμού της αξίωσης σε σχέση με το ποσοστό του τεκμηρίου, αλλά απλώς γίνεται κατανομή του βάρους της απόδειξης με βάση μαχητό τεκμήριο, ενώ η αξίωση συμμετοχής στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου είναι μία και ενιαία, οποιοδήποτε ποσοστό (μεγαλύτερο ή μικρότερο του τεκμαιρόμενου) συμμετοχής και αν ζητεί με την αγωγή ο δικαιούχος σύζυγος (ΑΠ 1451/2022, ΑΠ 955/2022, ΑΠ 182/2021, ΑΠ 588/2020 https://www.areiospagos.gr). Συνεπώς, εάν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του μεγαλύτερο του τεκμαιρόμενου ποσοστό και δεν απέδειξε καμία πραγματική συμβολή του με τους τρόπους και κατά την αξία που εκθέτει στην αγωγή, η αγωγή δεν απορρίπτεται εξ ολοκλήρου, αλλά μόνο κατά το πλέον του ενός τρίτου ποσοστό της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, ενώ κατά το αντίστοιχο με το ένα τρίτο ποσό, που καλύπτεται από το τεκμήριο, γίνεται δεκτή, εφόσον ο εναγόμενος δεν επικαλέστηκε ή, εάν επικαλέστηκε, δεν απέδειξε ότι το ποσοστό συμβολής του ενάγοντος στην αύξηση ήταν μικρότερο ή ότι δεν υπήρξε καμία συμβολή του ενάγοντος στην αύξηση της περιουσίας αυτού (εναγομένου). Στην περίπτωση αυτή, ο ενάγων σύζυγος, κατ’ επιτρεπτή ανταπόδειξη, μπορεί να επικαλεστεί και αποδείξει την οποιαδήποτε συμβολή έστω και αν είναι μικρότερη από το 1/3 (ΑΠ 362/2022 https://www.areiospagos.gr). Στον ανωτέρω ισχυρισμό του εναγόμενου συζύγου περί μηδενικής συμβολής, εμπεριέχεται, κατά νομική και λογική αναγκαιότητα, και ο ισχυρισμός ότι η συμβολή του ενάγοντος συζύγου ήταν κάτω από το 1/3 (ΑΠ 182/2021 https://www.areiospagos.gr), αφού ο τελευτάς ισχυρισμός είναι λιγότερο επωφελής για τον εναγόμενο από τον ισχυρισμό του για μηδενική συμβολή του ενάγοντος (ΑΠ 1548/2022 https://www.areiospagos.gr). η ‘ περιουσία του υποχρέου κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία) δεν αποτελεί στοιχείο της βάσης της αγωγής (ΑΠ 825/2015 https://www. areiospagos.gr), ώστε να καθίσταται αυτή αόριστη από την παράλειψη αναφοράς ύπαρξης τέτοιας περιουσίας και των στοιχείων της. Εάν, όμως, ο δικαιούχος σύζυγος εκθέτει στην αγωγή ότι κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου ο υπόχρεος είχε περιουσία, αποτελούμενη από ακίνητα, είναι απαραίτητη η αναφορά της κατά το χρόνο αυτό αξίας τους, ανεξαρτήτως του αν αυτή είναι μεγάλη ή μικρή, καθόσον δεν νοείται “μηδενική” αξία αυτών (ΑΠ 1165/2015 https://www.areiospagos.gr). Η τυχόν ύπαρξη αρχικής περιουσίας ή στοιχείων που την διαφοροποιούν, αποτελεί, όπως προεκτέθηκε, βάση ένστασης, που προβάλλεται και αποδεικνύεται από τον εναγόμενο (ΑΠ 3/2016, ΑΠ 1357/2015 https://www.areiospagos.gr). Έτσι, εάν μεν στην αγωγή αναφέρεται ότι δεν υπήρχε κατά την τέλεση του γάμου των διαδίκων αρχική περιουσία του υπόχρεου συζύγου, ή δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σχετικά με την αρχική περιουσία αυτού, ο τελευταίος, μπορεί κατ’ ένσταση να επικαλεστεί την ύπαρξη περιουσιακών του στοιχείων κατά την τέλεση του γάμου, ώστε με τον υπολογισμό τους και την αφαίρεση από την τελική περιουσία, να εμφανιστεί μειωμένο ποσό διαφοράς των δύο περιουσιών και συνεπώς μικρότερο ποσό στο οποίο θα υπολογιστεί το τυχόν δικαίωμα αποκτημάτων. Με τον ίδιο σκοπό, ο υπόχρεος, στην περίπτωση που ο δικαιούχος ενάγων αναφέρεται στην ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων του υποχρέου, τα οποία αποτελούν αρχική περιουσία αυτού, μπορεί να ισχυριστεί κατ’ ένσταση ότι αντικείμενα της αρχικής περιουσίας δεν είναι μόνο τα αναφερόμενα στην αγωγή, αλλά και άλλα, τα οποία αυτός περιγράφει στον ισχυρισμό του. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, εάν ο δικαιούχος σύζυγος, στην περί αποκτημάτων αγωγή του, αναφέρει την ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων στον υπόχρεο σύζυγο κατά την τέλεση του γάμου τους, ήτοι την ύπαρξη αρχικής περιουσίας, το δικαστήριο, για να σχηματίσει την κρίση του ως προς το ζήτημα της αύξησης της περιουσίας του υποχρέου κατά τη διάρκεια του γάμου, θα λάβει υπόψη του την ύπαρξη της επικαλούμενης αρχικής περιουσίας αυτού, ανεξάρτητα από την προβολή ισχυρισμού από τον εναγόμενο υπόχρεο σχετικά με την ύπαρξη αρχικής περιουσίας, ή διαφοροποίησης των στοιχείων αυτής που περιλαμβάνονται στην αγωγή (ΑΠ 1841/2017 https://www.areiospagos.gr).

Επίσης, ο εναγόμενος στην εν λόγω αγωγή μπορεί κατ’ ένσταση να ζητήσει, προκειμένου να εξευρεθεί η τελική καθαρή αύξηση της περιουσίας, να αφαιρεθεί το παθητικό αυτής, το οποίο υπάρχει κατά το χρόνο παροχής έννομης προστασίας, δηλαδή κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής (ΑΠ 363/2022, ΑΠ 588/2020, ΑΠ 1316/2017 https://www.areiospagos.gr). Η αξίωση του κάθε συζύγου συμμετοχής στα αποκτήματα είναι καταρχήν ενοχή αξίας (ΟλΑΠ 28/1996), δηλαδή χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της περιουσιακής αύξησης του υπόχρεου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή του δικαιούχου άμεση ή έμμεση. Ο κανόνας, όμως, αυτός δεν αποκλείει την εξουσία του δικαστή να διατάξει, δεχόμενος σχετικό αίτημα του ενός ή του άλλου συζύγου, ενοχικώς δε πάντοτε, την απόδοση του ποσοστού της συμβολής του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου με αυτούσια απόδοση είτε ανάλογου ποσοστού συγκυριότητας επί των αποκτημάτων είτε ορισμένου ή ορισμένων πραγμάτων ίσης αξίας προς το ποσοστό της συ μμετοχής του δικαιούχου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου (ΑΠ 1499/2021, ΑΠ 1478/2017 https://www.areiospagos.gr) [ΑΠ 676/2024 https://www,areiospagos.gr].

Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα-εφεσίβλητη άσκησε την από 4/2/2022 (αρ. κατ. …/2022) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου σε βάρος του εναγομένου και ήδη εφεσιβλήτου-εκκαλούντος, με την οποία εξέθετε ότι με τον εναγόμενο τέλεσε νόμιμο θρησκευτικό γάμο κατά τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στην ……… Ρόδου στις 25/11/2007, από τον οποίο απέκτησαν δύο (ανήλικα) τέκνα, τον ………. και την ……….., που γεννήθηκαν στις 27/3/2008 και 8/10/2012, αντίστοιχα, ενώ η ενάγουσα είχε ήδη από τον προηγούμενο γάμο της ένα ακόμη τέκνο, την …….., που γεννήθηκε στις 27/6/2001. Ότι ο γάμος τους λύθηκε δυνάμει της υπ’ αριθμ. 85/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, που κατέστη αμετάκλητη στις 13/2/2020. Ότι κατά το χρόνο τέλεσης του μεταξύ τους γάμου ο εναγόμενος είχε τα λεπτομερώς περιγραφόμενα στο αγωγικό δικόγραφο περιουσιακά στοιχεία, συνολικής αξίας 57.479,87 ευρώ, ενώ κατά το χρόνο αμετάκλητης λύσης αυτού, η περιουσία του είχε αυξηθεί ειδικότερα : 1) με την ανοικοδόμηση τριώροφης κατοικίας στη ……. Ρόδου, σε οικόπεδο, όπως προέκυψε μετά από συνένωση, που ήδη ο εναγόμενος εν μέρει κατείχε πριν από το γάμο τους και εν μέρει απέκτησε μετά από αυτόν, που αποτέλεσε την οικογενειακή στέγη, 2) με την απόκτηση ακινήτου, με τα εντός αυτού κτίσματα, στη …… Ρόδου (πλατεία ……), το οποίο συνενώθηκε με το ήδη πριν από το γάμο ευρισκόμενο στην κυριότητα του εναγομένου όμορο ακίνητο, που αποτέλεσε αρχικώς τη συζυγική οικία, 3) με την απόκτηση ακινήτου με τον εντός αυτού πρόχειρο αποθηκευτικό χώρο/χώρο στάθμευσης στη ……… Ρόδου, 4) με την απόκτηση δύο όμορων ακινήτων στη ……. Ρόδου, τα οποία δεν έχουν συνενωθεί, 5) με την ανακαίνιση διαμερίσματος, που ήδη πριν από το γάμο είχε στην κυριότητά του ο εναγόμενος στις εργατικές κατοικίες Ρόδου-περιοχή ………, 6) με την απόκτηση καταστήματος-ηλεκτρολογείου στην πόλη της Ρόδου, επί της οδού ………, όπου στεγάζεται η επιχείρηση του εναγομένου, κατά τα επίσης λεπτομερώς περιγραφόμενα στην αγωγή, συνολικής αξίας 580.000 ευρώ, η οποία δεν διαφοροποιείται κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής και, συνεπώς, αφού αφαιρεθεί από αυτήν η αξία ολόκληρης της αρχικής περιουσίας του, η αποκτηθείσα περιουσία του εναγομένου κατά τη διάρκεια του γάμου αυξήθηκε κατά το ποσό των 522.520 ευρώ. Ότι, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους, ο εναγόμενος εργαζόταν ως ηλεκτρολόγος αυτοκινήτων και σκαφών, λειτουργώντας κατάστημα παροχής των υπηρεσιών του, αλλά και πώλησης ανταλλακτικών και μπαταριών παντός τύπου, εργασία από την οποία αποκέρδαινε μηνιαίως περίπου το ποσό των 2.000 ευρώ κατά μέσον όρο, ενώ επιπλέον μίσθωνε κατά καιρούς διάφορα ακίνητά του, αποκερδαίνοντας μηνιαίως το ποσό των 500 ευρώ περίπου. Ότι η ίδια εργαζόταν εποχικά κατά τη θερινή τουριστική περίοδο (Απρίλιος-Οκτώβριος) ως ξενοδοχοϋπάλληλος (σερβιτόρα), λαμβάνοντας τους υπόλοιπους μήνες επίδομα ανεργίας, οπότε τα μέσα μηνιαία καθαρά εισοδήματά της από την εργασία της, συνυπολογιζομένων των δώρων και λοιπών επιδομάτων, ανέρχονταν κατά μέσον όρο στο ποσό των 875 ευρώ, ενώ επιπλέον μίσθωνε ένα διαμέρισμα 30τ.μ. επί της οδού ……, στον …….. Αττικής, το οποίο απέκτησε από κληρονομιά, αντί μηνιαίου μισθώματος 150 ευρώ. Ότι η ίδια συνέβαλε στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου κατά ποσοστό 50% και επικουρικώς κατά ποσοστό 1/3, όσο και το τεκμήριο έκτου άρθρου 1400 ΑΚ και δη, όπως ειδικότερα προσδιορίζεται στην αγωγή η συμβολή της και σε κάθε επιμέρους περιουσιακό στοιχείο της τελικής περιουσίας του εναγομένου που αποκτήθηκε από αυτόν κατά τη διάρκεια του γάμου, με τις αποτιμητές σε χρήμα υπηρεσίες της ως συζύγου και μητέρας, συμβολή συνολικού ύψους 215.000 ευρώ, που ξεπερνά την εκ του νόμου υποχρέωση συνεισφοράς της στις οικογενειακές δαπάνες και συγκεκριμένα με τις υπηρεσίες που προσέφερε στη συζυγική οικία και τη φροντίδα και ανατροφή των τέκνων τους, τις οποίες αποτιμά σε 800 ευρώ μηνιαίως και με την απασχόλησή της κατά τους μήνες Νοέμβριο έως Μάρτιο κατά τις πρωινές ώρες και ορισμένες φορές, τους θερινούς μήνες, τις απογευματινές ώρες, στην επιχείρηση του εναγομένου, καθώς και με την απασχόλησή της στον καθαρισμό των ακινήτων που μίσθωνε ο εναγόμενος, υπηρεσίες από τις οποίες ο τελευταίος εξοικονομούσε μηνιαίως το ποσό των 675 ευρώ, και, επίσης, και με την παροχή κεφαλαίου, συνολικού ύψους 130.000 ευρώ, το οποίο προερχόταν από δωρεά της μητέρας της προς την ίδια και το οποίο η ενάγουσα σταδιακά μεταβίβασε στον εναγόμενο και ο τελευταίος το ανάλωσε αυξάνοντας την περιουσία του. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 261.260,06 ευρώ, επικουρικώς δε το ποσό των 174.173,37 ευρώ, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που δίκασε την αγωγή αντιμωλία των διαδίκων, με την εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 78/2023 οριστική απόφασή του, δέχθηκε την αγωγή εν μέρει ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των 89.840,04 ευρώ, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι εκκαλούντες με τις κρινόμενες εφέσεις τους και ειδικότερα: α) η εκκαλούσα [της πρώτης (αρ. κατ. ……/2023)] έφεσης και για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το μέρος που απέρριψε την αγωγή της, προκειμένου η τελευταία να γίνει δεκτή εξ ολοκλήρου και β) ο εκκαλών [της δεύτερης (αρ. κατ. …/2024)] έφεσης και για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το μέρος που δέχθηκε την αγωγή της αντιδίκου του, προκειμένου η τελευταία να απορριφθεί στο σύνολό της.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2,118 εδ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής, πρέπει, το δικόγραφο αυτής να περιέχει με ποινή απαραδέκτου, εκτός από τα άλλα στοιχεία, : α) σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου (ιστορική βάση της αγωγής), β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Καθιερώνεται έτσι ως ουσιώδες και απαραίτητο στοιχείο της αγωγής η ιστορική βάση, δηλαδή η ευκρινής έκθεση όλων των πραγματική γεγονότων, όσων κατά νόμο είναι αναγκαία του αξιούμενου δικαιώματος, πραγματικά περιστατικά πρέπει να είναι τόσα, όσα απαιτούνται για τη θεμελίωση της αξίωσης, να αναφέρονται δε αυτά με τέτοια σαφήνεια, ώστε να μην αφήνεται αμφιβολία για την αξίωση του ενάγοντα που απορρέει από αυτά, αλλά και τέτοιο τρόπο, ώστε ο εναγόμενος να έχει τη δυνατότητα άμυνας με ανταπόδειξη ή ένσταση κατά της αξίωσης του ενάγοντα, το δε δικαστήριο να έχει τη δυνατότητα ελέγχου του κατά νόμο και κατ’ ουσίαν βάσιμου αυτής. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχοντα όλα τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας, το απαράδεκτο δε αυτό ερευνάται κατ’ ένσταση, αλλά και αυτεπαγγέλτως από το δικαστή, ως αναγόμενο στην προδικασία, η οποία αφορά στη δημόσια τάξη. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να θεραπευτεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με την παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 367/2020, ΑΠ 1073/1993 ΕλλΔνη 35. 1582, ΑΠ 1408/1983 ΝοΒ 32. 1343, ΜΕφΠειρ 304/2023, ΜΕφΑθ 687/2023, ΕφΑΘ 175/2021 ΝΟΜΟΣ).

Με τον πρώτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα [της πρώτης (αρ. κατ. …../2023) έφεσης] παραπονείται για την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας ως προς την πραγματική συμμετοχή της στην επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου. Ωστόσο, υπό τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, κατά το μεν μέρος που η συμβολή συνίσταται στην παροχή κεφαλαίου, δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής και το πώς αποκτήθηκε το κεφάλαιο αυτό, το οποίο άλλωστε και αναφέρεται στην αγωγή, κατά το δε μέρος που η συμβολή συνίσταται στην παροχή υπηρεσιών αποτιμώμενων σε χρήμα, προσδιορίζεται στην αγωγή η κατά το μέρος που υπερβαίνουν το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών μέτρο χρηματική αποτίμησή τους και η αποτίμηση των δυνάμεων που εξοικονόμησε από την παροχή τους ο εναγόμενος, ως υπόχρεος σύζυγος και δεν απαιτείται ούτε να εκτίθενται τα εισοδήματα της ενάγουσας από την εργασία της ανά μήνα και έτος, όπως και τα εισοδήματα του εναγομένου, ούτε το ποσό κατά το οποίο η ενάγουσα ήταν υποχρεωμένη να συνεισφέρει με βάση τις δυνάμεις της στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε την αγωγή αόριστη κατά τούτο, έσφαλε στην εφαρμογή του νόμου, η δε αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 346, 1389, 1390, 1440 ΑΚ, ερευνητέα περαιτέρω κατ` ουσίαν, αφού, όπως αναφέρεται στη μείζονα σκέψη, δεν καθιερώνεται ιδιαίτερος τρόπος υπολογισμού της αξίωσης και η αξίωση συμμετοχής στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου είναι μία και ενιαία, οποιοδήποτε ποσοστό συμμετοχής και αν ζητεί η ενάγουσα.

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ……… του ………, που εξετάστηκε με επιμέλεια του εναγομένου πρωτοδίκως, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από 30/9/2022, 30/9/2022, 30/9/2022 και 7/10/2022 ένορκες βεβαιώσεις των ………. συζύγου ……… το γένος ……, ……….. του …….., …….. του ……… και ……… του ………, αντίστοιχα, που δόθηκαν με πρωτοβουλία της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας-εφεσίβλητης ενώπιον της δικηγόρου Ρόδου ………, κατ’ άρθρο 74 παρ. 6 ν. 4690/2020, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγομένου και ήδη εφεσιβλήτου-εκκαλούντος (άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. …….Β/27-9-2022 οι τρεις πρώτες και …….Β/4-10-2022 η τελευταία εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Δωδεκανήσου με έδρα στο Πρωτοδικείο Ρόδου, …….., τις υπ’ αριθμ. ……/30-9-2022 και ……/10-10-2022 ένορκες βεβαιώσεις των …… του …….. και …….. του ………, αντίστοιχα, που δόθηκαν με πρωτοβουλία του εναγομένου και ήδη εφεσιβλήτου-εκκαλούντος ενώπιον του συμβ/φου Ρόδου …….., κατόπιν νόμιμης και εκπρόθεσμης κλήτευσης της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας-εφεσίβλητης (άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. ………Β/27-9-2022 και ……..Β/5-10-2022 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Δωδεκανήσου με έδρα στο Πρωτοδικείο Ρόδου, ………, αντίστοιχα, και όλα τα προσκομισθέντα μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους έγγραφα, είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339, 395 και 524 παρ. 1 ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων και i) οι προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ. 1 περ. γ’, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ) και ii) οι προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από τον εφεσίβλητο-εκκαλούντα υπ’ αριθμ. …./2019, …../2019, …./2019 και …./2019 των ………. του …….., ……… του …….., ……….. του ………. και ………. του …….., ενώπιον της Ειρηνοδίκη Ρόδου, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για έμμεση απόδειξη προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, δεδομένου ότι λήφθηκαν στο πλαίσιο άλλης δίκης μεταξύ των ίδιων διαδίκων (ΟλΑΠ 8/2016, ΑΠ 1405/2019, ΑΠ 774/2019 ΝΟΜΟΣ) και δεν προκύπτει ότι έχουν ληφθεί επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν και στην προκειμένη δίκη για την οποία κρίνεται η διαφορά, συμπεριλαμβανομένου και του από 24/7/2015 ιδιωτικού συμφωνητικού που συνήφθη μεταξύ του εναγομένου και του Πρωτοπρεσβύτερου …….., το οποίο προσκομίζει μετεπικλήσεως η ενάγουσα, η γνησιότητα του οποίου δεν αμφισβητήθηκε από τον εναγόμενο {απορριπτομένου έτσι του αιτήματός του να μη ληφθεί αυτό υπόψη, αφού αποτελεί πλήρη απόδειξη ότι οι δηλώσεις που περιέχονται σ αυτό προέρχονται από τους ως άνω συμβληθέντες στη σύνταξή του (άρθρα 443,445,457 και 458 ΚΠολΔ)[σημειουμένου ότι άλλο είναι το ζήτημα της τυχόν εικονικής δήλωσης που αυτό εμπεριέχει, το οποίο θα ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν]}, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο θρησκευτικό γάμο κατά τους Κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στην ....... Ρόδου στις 25/11/2007 (υπ’ αρ. ...../2007 ληξιαρχική πράξη γάμου του Ληξιάρχου ...... Ρόδου), από τον οποίο απέκτησαν δύο τέκνα, τον ...... και την ........., που γεννήθηκαν στις 27/3/2008 και 8/10/2012, αντίστοιχα, ενώ η ενάγουσα είχε ήδη από τον προηγούμενο γάμο της ένα ακόμη τέκνο, την ........., που γεννήθηκε στις 27/6/2001. Από την έναρξη του έγγαμου βίου τους, οι διάδικοι εγκαταστάθηκαν στη ........ Ρόδου, στην κατοικία του εναγομένου στην πλατεία ......., για την οποία γίνεται ειδικότερα λόγος κατωτέρω, μέχρι το έτος 2011, οπότε και μετεγκαταστάθηκαν στη μεζονέτα, επίσης κυριότητας του εναγομένου, που αυτός ανήγειρε σε έτερο ακίνητο στον ίδιο οικισμό, για την οποία επίσης γίνεται λόγος κατωτέρω, όπου και διέμειναν μέχρι την αμετάκλητη λύση του γάμου τους, εξακολουθεί δε να διαμένει σ’ αυτήν η ενάγουσα με τα τέκνα των διαδίκων. Δυνάμει της υπ’ αριθμ. 85/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου (ειδικής διαδικασίας οικογενειακών διαφορών), η οποία κατέστη αμετάκλητη στις 13/2/2020 [μετά από παραίτηση των διαδίκων από το δικαίωμά τους άσκησης κατ’ αυτής όλων των τακτικών και έκτακτων ενδίκων μέσων (υπ’ αρ. .../13-2-2020 έκθεση παραίτησης από τα ένδικα μέσα του Πρωτοδικείου Ρόδου)], απαγγέλθηκε η λύση του γάμου τους, ο οποίος, επομένως, λύθηκε αμετακλήτως στις 13/2/2020. Κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης οι διάδικοι δεν είχαν επιλέξει το σύστημα της κοινοκτημοσύνης (άρθρα 1403επ. ΑΚ). Ο εναγόμενος ήδη από πολύ νεαρή ηλικία εργαζόταν ως ηλεκτρολόγος αυτοκινήτων και σκαφών. Κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου τους λειτουργούσε κατάστημα παροχής των υπηρεσιών του αυτών και πώλησης ανταλλακτικών και μπαταριών παντός τύπου. Λόγω των γνώσεων του αντικειμένου του και των ικανοτήτων του η επαγγελματική του πορεία υπήρξε επιτυχημένη και κερδοφόρα, ιδιαίτερα σε σχέση με τις υπηρεσίες που παρείχε σε σκάφη. Έτσι, αρχικώς ασκούσε τη δράστηριότητά του σε μισθωμένο χώρο επί της οδού .......... στη Ρόδο, ενώ ήδη από το έτος 2017 στεγάζει την επιχείρησή του σε ιδιόκτητο χώρο συνολικής επιφάνειας 186,70τ.μ., επί της οδού ......... στην πόλη της Ρόδου, κατά τα όσα θα αναφερθούν ειδικότερα κατωτέρω. Στην επιχείρησή του αυτή απασχολούσε ανέκαθεν τουλάχιστον δύο εργαζόμενους, όπως επιβεβαιώνει και η μητέρα του στην υπ’ αριθμ. ......../2022 ένορκη βεβαίωσή της. Λαμβανομένων υπόψη των παραπάνω σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, του γεγονότος ότι αυτός έχει πολύ καλή φήμη στις επαγγελματικές του ικανότητες, του ότι η δραστηριότητά του καλύπτει και σκάφη αναψυχής και της αξίας της ακίνητης και κινητής περιουσίας που αυτός απέκτησε από την τέλεση του γάμου μέχρι και την αμετάκλητη λύση του, για την οποία λεπτομερής αναφορά θα γίνει κατωτέρω, αποδείχθηκε ότι τα πραγματικά εισοδήματα του εναγομένου από την εργασία του από το χρόνο τέλεσης του γάμου και εφεξής ανήλθαν μηνιαίως κατά μεν τα έτη 2008 (οικονομικό έτος 2009), 2009 (έτος 2010), 2010 (οικονομικό έτος 2011) σε 2.200 ευρώ, 2.350 ευρώ και 2.500 ευρώ, αντιστοίχως, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά σημειώματα της ΔΟΥ ......., κατά δε τα υπόλοιπα έτη σε τουλάχιστον 2.000 ευρώ και όχι στα σαφώς χαμηλότερα ποσά που δήλωνε στις ετήσιες φορολογικές δηλώσεις του, οι οποίες, άλλωστε, δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο, ενόψει του ότι δεν αποδείχθηκε ότι έχει γίνει έλεγχος της περιουσιακής του κατάστασης και έτσι δεν συνιστούν αψευδές τεκμήριο περί των εισοδημάτων από την επιχειρηματική του δραστηριότητα (ΜΕφΑιγ 92/2019, ΜΕφΑΘ 493/2018 ΝΟΜΟΣ). Η ενάγουσα καθόλη τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων εργαζόταν εποχικά κατά τη θερινή τουριστική περίοδο (Απρίλιος-Οκτώβριος) ως ξενοδοχοϋπάλληλος (σερβιτόρα). Από την εργασία της αυτή εισέπραξε το έτος 2007 6.633,51 ευρώ, το έτος 2008 5.527,50 ευρώ, το έτος 2009 7.911,97 ευρώ, το έτος 2010 7.767,12 ευρώ, το έτος 2011 5.262,19 ευρώ, το έτος 2012 7.835,84 ευρώ, το έτος 2013 5.950,58 ευρώ, το έτος 2014 8.330,76 ευρώ, το έτος 2015 8.597,41 ευρώ, το έτος 2016 9.135,27 ευρώ και το έτος 2017 6.759,50 ευρώ, παρόμοιο δε ήταν το ύψος της αμοιβής της από την εργασία της και κατά τα έτη 2018 και 2019 (μη προσκομιζομένων σχετικών εκκαθαριστικών σημειωμάτων). Κατά τους μήνες που η ενάγουσα δεν εργαζόταν, ελάμβανε επίδομα ανεργίας και ειδικότερα έλαβε το έτος 2014 1.492,20 ευρώ, το έτος 2015 1.740,96 ευρώ, το έτος 2016 2.040,48 ευρώ και το έτος 20171.609,92ευρώ, ενώ παρόμοιο ποσό έλαβε και κατά τα έτη 2018 και 2019 (μη προσκομιζομένων σχετικών εκκαθαριστικών σημειωμάτων). Κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου τους, η ενάγουσα δεν είχε στην κυριότητά της ούτε ακίνητη, ούτε κινητή περιουσία, πλην μίας ισόγειας οικίας στην Δ.Κ. .......... Ρόδου. Αντίθετα, ο εναγόμενος πριν από την τέλεση του γάμου των διαδίκων είχε αποκτήσει αιτία πωλήσεως από τον ............ του ........, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ....../18-7-2003 συμβολαίου πώλησης της συμβ/φου Ρόδου ......., νομίμως καταχωρισθέντος στο Κτηματολόγιο Ρόδου (υπ’ αριθμ. ....../23-7-2003 εγγραφή), κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα ένα ακίνητο, με κτηματολογικά στοιχεία Μερίδα Οικοδομών (Μ.Ο.) ......., τόμος ..., φύλλο ... και φάκελος ... του Κτηματολογίου Ρόδου και ειδικότερα μία λιθόκτιστη μονώροφη οικοδομή, χρησιμοποιούμενη ως κατοικία, αποτελούμενη από ένα δωμάτιο, καλυμμένης επιφάνειας 59,75τ.μ. με αυλή επιφάνειας 21τ.μ., εντός του οικισμού της κτηματικής περιφέρειας του Δημοτικού Διαμερίσματος ...... του Δήμου Πεταλούδων Ρόδου, αντί τιμήματος 9.240,14 ευρώ. Ακολούθως, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 6/2010 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ρόδου, νομίμως καταχωρισθείσα στο Κτηματολόγιο Ρόδου (υπ’ αριθμ. ...../15-7-2010 εγγραφή), δυνάμει της οποίας αναγνωρίστηκε ότι συμπληρώθηκε στο πρόσωπο του εναγομένου ο νόμιμος χρόνος κτητικής παραγραφής για την απόκτηση κυριότητας με χρησικτησία σε ένα ακίνητο και δη κτίσμα, επιφάνειας 50,85τ.μ. με ακάλυπτο χώρο 50τ.μ., που βρίσκεται στον ίδιο οικισμό, με κτηματολογικά στοιχεία Μερίδα Οικοδομών ............, τόμος ...., φύλλο .... και φάκελος ... του Κτηματολογίου Ρόδου. Στην ως άνω μερίδα .... προσαρτήθηκε, συνεπεία ενοποιήσεως, η μερίδα .. (υπ’ αριθμ. ...../26-7-2010 εγγραφή του Κτηματολογίου Ρόδου), καθότι όμορή της, οπότε η συνολική έκταση του (ενιαίου πλέον) ακινήτου ανήλθε σε 181,60τ.μ.. Η αξία του ακινήτου με Μ.0. ..., πριν τη συνένωση της μερίδας αυτής με τη Μ.Ο. ...., ανερχόταν σε 10.000 ευρώ, όπως αποτιμάται και από την ενάγουσα, η οποία δέχεται ότι η επαύξηση αυτή έλαβε χώρα χωρίς τη δική της συμβολή. Ωστόσο, η απόκτηση του ακινήτου με Μ.Ό. ...... και η συνένωση της μερίδας αυτής με τη Μ.Ό. .... επαύξησε την αξία του ακινήτου, και δη χωρίς τη συμβολή της ενάγουσας. Και τούτο διότι δημιουργήθηκε ένα ενιαίο και μεγαλύτερο ακίνητο, έκτασης 181,60τ.μ., με άλλες πλέον δυνατότητες δόμησης και εν γένει εκμετάλλευσης, οπότε, λαμβανομένης υπόψη και της μερικής ανακαίνισής του ήδη πριν από την τέλεση του γάμου, η αρχική αξία του ακινήτου ανέρχεται σε 35.000ευρώ, δεκτού γενομένου ως εν μέρει βάσιμου κατ’ ουσίαν του σχετικού ισχυρισμού του εναγομένου ως προς την αξία της αρχικής του περιουσίας, που αποτελεί νόμιμη ένσταση. Σημειώνεται ότι ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι το ακίνητο με Μ.0. ...., πριν τη συνένωση της μερίδας αυτής με τη Μ.0. ...., αποτελεί προϊόν αγοραπωλησίας, που υποκρύπτεται στην εικονικώς ασκηθείσα αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αρ. 6/2010 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ρόδου, ουδόλως επηρεάζει την κρίση του Δικαστηρίου ως προς την αξία της αρχικής περιουσίας το εναγομένου, εφόσον η ίδια η ενάγουσα δέχεται τη μη συμβολή της στην απόκτηση του περιουσιακού αυτού στοιχείου. Η πραγματική κατάσταση του ακινήτου κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων διαφέρει από τα αναφερόμενα στους τίτλους και τα κτηματολογικά στοιχεία. Ειδικότερα, δεν υπάρχουν πλέον δύο κτίσματα, ένα στην αρχική μερίδα ...., επιφάνειας 59,75τ.μ. και ένα στην αρχική μερίδα 63, επιφάνειας 50,85τ.μ., συνολικού εμβαδού 110,60τ.μ., αλλά μία ισόγεια κατοικία, επιφάνειας 64,58τ.μ., που διαθέτει στεγασμένη βεράντα με κεραμοσκεπή, που καταλήγει στο βατό δώμα, στη δυτική της όψη, και ένας μικρότερος ισόγειος χώρος στη δυτική της όψη, επιφάνειας 5,50τ.μ. περίπου, ο οποίος συνδέεται λειτουργικά εσωτερικά με την κατοικία, κτισμένα στην αρχική μερίδα ...., ενώ εντός των αρχικών ορίων της μερίδας .... δεν υπάρχει πια κανένα κτίσμα, αλλά το τμήμα αυτό αποτελεί ακάλυπτο χώρο της ισόγειας οικοδομής που υφίσταται εντός της αρχικής μερίδας ..... Το κτίσμα αυτό δεν εξαντλεί το συντελεστή δόμησης του ακινήτου, αλλά επιτρέπεται η δόμηση επιπλέον 111,52τ.μ., ενώ δεν αποδείχθηκε ότι το ακίνητο έχει τακτοποιηθεί πολεοδομικά με την υπαγωγή του στο ν. 4495/2017 ή στους προηγούμενους ισχύσαντες. Το ακίνητο αυτό αποτέλεσε την κατοικία της οικογένειας από την έναρξη του έγγαμου βίου των διαδίκων μέχρι το έτος 2011, έκτοτε δε ο εναγόμενος εκμεταλλευόταν τούτο με την εκμίσθωσή του σε τρίτους, έχοντας προβεί σε περαιτέρω ανακαίνισή του τόσο για τη διαμονή της οικογένειας όσο και για την εκμίσθωσή του. Η εμπορική αξία της κατοικίας ανέρχεται κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων, αλλά και κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, χωρίς να διαφοροποιείται η αξία της στα εν λόγω χρονικά σημεία, στο ποσό των 60.000ευρώ, λαμβανομένων υπόψη των διδαγμάτων της κοινής πείρας, σε συνδυασμό με το είδος της χρήσης του ακινήτου (κατοικία), την επιφάνεια και παλαιότητά του, τη μέτρια ποιότητα κατασκευής του, τη θέσης του στο χωριό ........ (μικρό ορεινό οικισμό με οικιστικό χαρακτήρα, χωρίς ιδιαίτερο οικιστικό ενδιαφέρον, σε απόσταση 15χλμ. από την πόλη της Ρόδου στο δυτικό τμήμα του νησιού και 2,5χλμ. περίπου από τον αερολιμένα «ΔΙΑΓΟΡΑΣ» της Ρόδου και σε μεγάλη σχετικά απόσταση από το παραλιακό μέτωπο), στο κέντρο του οικισμού, απέναντι από την πλατεία ......., με πρόσωπο σε δύο δημόσιες οδούς και πρόσβαση από το νότο, συνεκτιμωμένων των οικονομικών συνθηκών στη χώρα και των τιμών πώλησης έτερων ακινήτων στην ίδια περιοχή, που αναφέρονται ως συγκριτικά στοιχεία στην προσκομιζόμενη από την ενάγουσα υπ’ αρ. ...../2022 έκθεση του πολιτικού μηχανικού .......... (πιστοποιημένου εκτιμητή του Υπουργείου Οικονομικών), με θέμα τη μελέτη εκτίμησης αγοραίας αξίας του ως άνω ακινήτου, σημειουμένου όμως ότι δεν πρόκειται για τετελεσμένες αγοραπωλησίες, αλλά μόνο για προτάσεις σύναψης πώλησης, χωρίς να προκύπτει αγοραστικό ενδιαφέρον για την ολοκλήρωσή τους, ενώ οι λοιπές αγγελίες που έλαβε υπόψη του ο ως άνω μηχανικός δεν αποτελούν πρόσφορα συγκριτικά στοιχεία για την εκτίμησή της, πρωτίστως διότι αυτά βρίσκονται σε άλλους οικισμούς. Επίσης, κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου των διαδίκων ο εναγόμενος είχε στην πλήρη και αποκλειστική του κυριότητα δύο όμορα ακίνητα και δη δύο ισόγειες ερειπωμένες κατοικίες, επιφάνειας 36,90τ.μ. με αυλή 6τ.μ. και 32,40τ.μ. με αυλή 8τ.μ., αντίστοιχα, στον οικισμό της κτηματικής περιφέρειας του Δημοτικού Διαμερίσματος ……... του Δήμου Πεταλούδων Ρόδου, με κτηματολογικά στοιχεία το μεν πρώτο Μερίδα Οικοδομών ........, τόμος ..., φύλλο ... και φάκελος ..., το δε δεύτερο Μ.Ο. ......., τόμος ..., φύλλο ... και φάκελος .... στο Κτηματολόγιο Ρόδου, τα οποία απέκτησε με αγορά από τη ........ σύζυγο ........... το γένος ........., αντί συνολικού τιμήματος 10.000ευρώ, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ........./23-1-2007 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβ/φου Ρόδου ..........., νομίμως καταχωρισθέντος στο Κτηματολόγιο Ρόδου (υπ’ αριθμ. ........./14-2-2007 εγγραφή). Ακολούθως, και κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, προσαρτήθηκε, λόγω ενοποίησης, η μερίδα ... στην μερίδα ... (υπ’ αριθμ. ..../24-3-2009 εγγραφή του Κτηματολογίου Ρόδου) και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ..../17-9-2019 άδεια οικοδόμησης της Δ/νσης Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Δωδεκανήσου για την αντικατάσταση στέγης και προσθήκης πρώτου ορόφου. Δυνάμει της υπ’ αριθμ. 120/2011 απόφασης του Ειρηνοδικείου Ρόδου, νομίμως καταχωρισθείσας στο Κτηματολόγιο Ρόδου, αναγνωρίστηκε ότι συμπληρώθηκε στο πρόσωπο του εναγομένου ο νόμιμος χρόνος κτητικής παραγραφής για την απόκτηση κυριότητας με χρησικτησία σε ένα οικόπεδο έκτασης 23τ.μ., που βρίσκεται στον ίδιο οικισμό, με κτηματολογικά στοιχεία Μ.Ο. .........., τόμος ..., φύλλο ... και φάκελος ... του Κτηματολογίου Ρόδου. Η ως άνω μερίδα ... προσαρτήθηκε επίσης, συνεπεία ενοποιήσεως, στη μερίδα ... (υπ’ αριθμ. ....../6-9-2011 εγγραφή του Κτηματολογίου Ρόδου), καθότι όμορη δυτικά αυτής, οπότε η συνολική έκταση του (ενιαίου πλέον) ακινήτου ανήλθε σε 106,30τ.μ., εκ των οποίων τα 37τ.μ. ήταν ο ακάλυπτος χώρος του. Η αξία του ακινήτου με Μ.Ο. ..., πριν τη συνένωση της μερίδας αυτής με τη Μ.Ο. ...., ανερχόταν σε 2.000 ευρώ, όπως αποτιμάται και από την ενάγουσα, η οποία δέχεται ότι η επαύξηση αυτή έλαβε χώρα χωρίς τη δική της συμβολή. Ωστόσο, η συνένωση των μερίδων ... και ... και ακολούθως η απόκτηση του ακινήτου με Μ.Ο. ... και η συνένωση και της μερίδας αυτής στη Μ.0. ... επαύξησαν έτι περαιτέρω την αξία του ακινήτου και δη χωρίς τη συμβολή της ενάγουσας. Και τούτο διότι δημιουργήθηκε ένα ενιαίο και μεγαλύτερο ακίνητο, έκτασης 106,30τ.μ., με άλλες πλέον δυνατότητες δόμησης και εν γένει εκμετάλλευσης, οπότε και η αρχική αξία του ακινήτου ανέρχεται σε 25.000 ευρώ, δεκτής γενομένης ως εν μέρει βάσιμης κατ’ ουσίαν της συναφούς νόμιμης ένστασης του εναγομένου ως προς την αξία της αρχικής του περιουσίας. Σημειώνεται ότι ο τρίτος λόγος έφεσης του εκκαλούντος κατά το μέρος που παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αναγνώρισε στην ενάγουσα δικαίωμα στη μερίδα Μ.Ο. ..., αφού είχε αποκτήσει αυτήν με τα προσόντα της χρησικτησίας είναι απορριπτέος, καθόσον το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (αλλά και το παρόν) ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο και εκτιμώντας τις αποδείξεις, συνυπολόγισαν το ακίνητο αυτό στην αρχική περιουσία του εναγομένου και δεν το εξαίρεσαν ως μη αποκτηθέν δια χρησικτησίας και μάλιστα το παρόν Δικαστήριο αποτίμησε την αξία του περιουσιακού αυτού στοιχείου σε μεγαλύτερο ύφος λόγω της συνένωσής του με τη Μ.Ο. .... Ο εναγόμενος προχώρησε στη σταδιακή ανοικοδόμηση του ακινήτου και συγκεκριμένα κατασκεύασε τριώροφη οικοδομή αποτελούμενη από ισόγειο επιφάνειας 76,17τ.μ., που περιλαμβάνει μία ανεξάρτητη κατοικία (η οποία λόγω υψομετρικής διαφοράς στη νότια πλευρά της οικοδομής φαίνεται ως ημιϋπόγεια) και ενιαία κατοικία (μεζονέτα) πρώτου και δεύτερου ορόφου, επιφάνειας του μεν α’ ορόφου /6,17τ.μ.» του δε β’ ορόφου 49,32τ.μ., πλέον ημιύπαίθριου χώρου επιφάνειας 17,11τ.μ., στον δε ακάλυπτο χώρο της οικοδομής, κάτω από την ανοιχτή κλίμακα ανόδου προς τον α’ όροφο υπάρχει βοηθητικός χώρος (εκτός του περιγράμματος του ισογείου), επιφάνειας 3τ.μ., ενώ δυτικά της οικοδομής, όπου βρισκόταν η άλλοτε Μ.Ο. ..., το ακίνητο παρέμεινε αδόμητο και χρησιμοποιείται ως χώρος στάθμευσης. Η κατασκευή ολοκληρώθηκε περί τα τέλη του έτους 2011 και όχι το έτος 2010, οπότε και ηλεκτροδοτήθηκε η οικοδομή, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο εναγόμενος. Και τούτο διότι ναι μεν στις 26/11/2010 συνήφθη μεταξύ του εναγομένου και της ΔΕΗ ΑΕ συμβόλαιο παροχής ηλεκτρικού ρεύματος για οικιακή χρήση (με αριθμό παροχής .........), πλην όμως κατά το χρόνο εκείνο δεν είχε αποπερατωθεί η κατασκευή της, αφού το κτίριο ανοικοδομήθηκε σταδιακά κατ’ ορόφους. Τούτο άλλωστε προκύπτει και από το έντυπο Ε2 του έτους 2011 (οικονομικό έτος 2012) που υπέβαλε ο εναγόμενος στη ΔΟΥ ....., απ’ όπου προκύπτει ότι η ως άνω οικοδομή ήταν ακόμη υπό ανέγερση. Η οικοδομή κατασκευάστηκε καθ’ υπέρβαση της εκδοθείσας οικοδομικής άδειας, που επέτρεπε ανέγερση α’ ορόφου ολικής επιφάνειας 72,75τ.μ., αυθαίρετο δε τμήμα της κατασκευής β’ επιπέδου α’ ορόφου, εμβαδού 40,86τ.μ., υπήχθη οριστικώς στο ν. 4178/2013 στις 21 /3/2019, όπως προκύπτει και από τη σχετική υπ’ αρ. πρωτ. ......../16-1-2014 βεβαίωση περαίωσης της διαδικασίας υπαγωγής του Υπουργείου Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, πλην όμως δεν αποδείχθηκε ότι το ακίνητο έχει κατά τα λοιπά τακτοποιηθεί πολεοδομικά με την υπαγωγή του στο ν. 4495/2017 ή στους προηγούμενους ισχύσαντες. Η μεζονέτα αποτέλεσε από το έτος 2011 την κατοικία της οικογένειας, ενώ την ισόγεια κατοικία ο εναγόμενος εκμίσθωνε έκτοτε σε τρίτους. Η εμπορική αξία του ακινήτου ανέρχεται κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων, αλλά και κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, χωρίς να διαφοροποιείται η αξία του στα εν λόγω χρονικά σημεία, στο ποσό των 170.000 ευρώ, λαμβανομένων υπόψη των διδαγμάτων της κοινής πείρας, σε συνδυασμό με το είδος της χρήσης του ακινήτου (κατοικία), την επιφάνεια και παλαιότητά του, την καλή ποιότητα κατασκευής του, τη θέση του στο χωριό ........, κατά τα προαναφερθέντα, στο κέντρο του οικισμού, με πρόσωπο σε δύο δημόσιες οδούς, μία δημοτική διαστρωμένη αμαξιτή οδό νότια και μία δημοτική οδό με βαθμίδες (σκαλιά) δυτικά, σε περιοχή με ανισόπεδο έδαφος και υψομετρικές διαφορές, συνεκτιμωμένων των οικονομικών συνθηκών στη χώρα και των τιμών πώλησης έτερων ακινήτων στην (δια περιοχή, που αναφέρονται ως συγκριτικά στοιχεία στην προσκομιζόμενη από την ενάγουσα υπ’ αρ. .../2022 έκθεση του μηχανικού .............., με θέμα τη μελέτη εκτίμησης αγοραίας αξίας του ως άνω ακινήτου, σημειουμένου όμως ότι δεν πρόκειται για τετελεσμένες αγοραπωλησίες, αλλά μόνο για προτάσεις σύναψης πώλησης, χωρίς να προκύπτει αγοραστικό ενδιαφέρον για την ολοκλήρωσή τους, ενώ οι λοιπές αγγελίες που έλαβε υπόψη του ο ως άνω μηχανικός δεν αποτελούν πρόσφορα συγκριτικά στοιχεία για την εκτίμησή του, πρωτίστως διότι αυτά βρίσκονται σε άλλους οικισμούς. Επίσης, ο εναγόμενος, πριν από την τέλεση του γάμου του με την ενάγουσα, είχε αποκτήσει, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ........../7-2-2007 συμβολαίου πώλησης οριζόντιας ιδιοκτησίας του συμβ/φου Ρόδου, .......... του .........., νομίμως καταχωρισθέντος στο Κτηματολόγιο Ρόδου (υπ’ αριθμ. ......../15-2-2007 εγγραφή), αιτία πωλήσεως, από τη ......... χήρα ........., κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα ένα ακίνητο και ειδικότερα το ισόγειο διαμέρισμα με στοιχείο Γ1 της πολυκατοικίας με στοιχείο 1/3-Π, που αποτελείται από δύο δωμάτια, έχει επιφάνεια 49,70τ.μ. και επιφάνεια εξωστών 4,95τ.μ., αποτελεί δε οριζόντια ιδιοκτησία κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 1002 και 1117 AK και του ν. 3741/1929 και έχει ποσοστό συνιδιοκτησίας 43,12°/οο στο όλον οικόπεδο, που κείται στην τοποθεσία ....... της πόλης της Ρόδου, με κτηματολογικά στοιχεία Μερίδα Γαιών Ρόδου ......., τόμος ..., φύλλο .. και φάκελος ...... του Κτηματολογίου Ρόδου, νομικής φύσεως μουλκ. Το διαμέρισμα, που φέρει κτηματολογικά στοιχεία Μερίδα Γαιών (Μ.Γ.) Ρόδου ....../β, τόμος ..., φύλλο ... και φάκελος ......../β του Κτηματολογίου Ρόδου, αγόρασε ο εναγόμενος αντί τιμήματος 26.239,73 ευρώ, η οποία και αποτελεί την αρχική αξία του ακινήτου, αφού η εμπορική του αξία δεν διαφέρει ουσιαστικά από την αξία κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου. Το ακίνητο αυτό ανακαινίστηκε εσωτερικά και εξωτερικά πριν από το γάμο των διαδίκων, όπως βασίμως ισχυρίζεται ο εναγόμενος με τη σχετική νόμιμη ένστασή του, με την εμπορική αξία του να ανέρχεται τόσο κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου των διαδίκων όσο και κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του, αλλά και κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, χωρίς να διαφοροποιείται η αξία της στα εν λόγω χρονικά σημεία, στο ποσό των 35.000 ευρώ, δεκτής γενομένης ως εν μέρει κατ’ ουσίαν βάσιμης της αντίστοιχης νόμιμης ένστασης που προέβαλε ο εναγόμενος, λαμβανομένων υπόψη των διδαγμάτων της κοινής πείρας σε συνδυασμό με το είδος της χρήσης του ακινήτου (κατοικία), την επιφάνεια και παλαιότητά του, τη μέτρια ποιότητα κατασκευής του, τη θέση του σε ήσυχη, αλλά σχετικά υποβαθμισμένη περιοχή (στις εργατικές κατοικίες Ρόδου, στην περιοχή "............"), εντός του σχεδίου πόλεως της Ρόδου, με πρόσοψη επί των οδών ..........., στο βόρειο τμήμα του νησιού, σε απόσταση 1,5χλμ. περίπου από το κέντρο της πόλης και 600μ. περίπου από τη ........, σε περιοχή που βρίσκεται σε ήδη ανάπτυξη, είναι πυκνοδομημένη με κτίρια κατοικίας δύο έως τεσσάρων ορόφων συνοικιακά καταστήματα στο ισόγειο, κατασκευής κατά τις δεκαετίες 1970 και 1980, πλησίον και άλλων συγκροτημάτων εργατικών κατοικιών, συνεκτιμωμένων και των οικονομικών συνθηκών στη χώρα και των τιμών πώλησης έτερων ακινήτων στην ίδια περιοχή, που αναφέρονται ως συγκριτικά στοιχεία στην προσκομιζόμενη από την ενάγουσα υπ’ αρ. ......./2021 έκθεση του μηχανικού .........., με θέμα τη μελέτη εκτίμησης αγοραίας αξίας του ως άνω ακινήτου, σημειουμένου όμως ότι δεν πρόκειται για τετελεσμένες αγοραπωλησίες, αλλά μόνο για προτάσεις σύναψης πώλησης, χωρίς να προκύπτει αγοραστικό ενδιαφέρον για την ολοκλήρωσή τους, ενώ οι λοιπές αγγελίες που έλαβε υπόψη του ο ως άνω μηχανικός δεν αποτελούν πρόσφορα συγκριτικά στοιχεία για την εκτίμησή του, πρωτίστως διότι αυτά βρίσκονται σε άλλους οικισμούς. Περαιτέρω, διαρκούσης της έγγαμης συμβίωσής του με την ενάγουσα, ο εναγόμενος απέκτησε κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ../24-7-2015 πρακτικού συμβιβαστικής επίλυσης διαφοράς που επικυρώθηκε από τον Ειρηνοδίκη Ρόδου, νομίμως μεταγεγραμμένου στο Κτηματολόγιο Ρόδου (υπ’ αρ. ..../23-10-2015 πράξη εγγραφής),: α) ένα ακίνητο και δη αγρό, έκτασης 70τ.μ., τμήμα ευρύτερου ακινήτου συνολικής επιφάνειας 39.700τ.μ., που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια ......... στη θέση «.......», νομικής φύσης αρζιμιρί και ήδη μουλκ, με κτηματολογικά στοιχεία Μερίδα Γαιών ......, τόμος ..., φύλλο ....... και φάκελος ........ του Κτηματολογίου Ρόδου, καθώς και β) έτερο ακίνητο και δη οικόπεδο, εμβαδού 16,35τ.μ., που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια ......., με κτηματολογικά στοιχεία Μερίδα Οικοδομών ........, τόμος ..., φύλλο ... και φάκελος ... του Κτηματολογίου Ρόδου. Το πρακτικό αυτό συντάχθηκε κατόπιν συμβιβασμού μεταξύ του εναγομένου και του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ιερός Ορθόδοξος Ναός «.........» ......., όπως νομίμως εκπροσωπούνταν, επί της από 24/6/2015 (αρ. κατ. ...../9-7-2015) αγωγής που είχε ασκήσει ο εδώ εναγόμενος σε βάρος του Ναού ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ρόδου, αιτούμενος να αναγνωριστεί ότι συμπληρώθηκε στο πρόσωπό του ο νόμιμος χρόνος κτητικής παραγραφής για τη με χρησικτησία απόκτηση της κυριότητας των ως άνω ακινήτων. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε από το από 24/7/2015 «ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΠΩΛΗΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΣΤΟ Τ.Δ. ......... [Μ.Γ. .... ΚΑΙ ΜΌ. ...] ΣΥΝΟΛΙΚΟΥ ΤΙΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΧΙΛΙΑΔΩΝ ΕΥΡΩ (4.000,00) ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΠΛΗΡΟΥΣ ΕΞΟΦΛΗΣΗΣ», που μετ’ επικλήσεως προσκομίζει η ενάγουσα σε αντίγραφο, ο εναγόμενος κατέβαλε στο Ναό το συνολικό ποσό των 4.000 ευρώ για την κτήση των δύο αυτών ακινήτων, ο δε Ναός ανέλαβε την υποχρέωση να υπογράψει δια των νομίμων εκπροσώπων του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου το πρακτικό συμβιβαστικής επίλυσης επί της ως άνω αγωγής, που, όπως προεκτέθηκε, συντάχθηκε, δεκτού γενομένου ως κατ’ ουσίαν βάσιμου του ισχυρισμού της ενάγουσας ότι για την απόκτηση του πρώτου ακινήτου καταβλήθηκε προς το εκεί εναγόμενο νομικό πρόσωπο το ποσό των 3.000 ευρώ και για την απόκτηση του δεύτερου ακινήτου καταβλήθηκε στο ίδιο νομικό πρόσωπο το ποσό των 1.000 ευρώ. Τούτο άλλωστε επιρρωνύεται και από το ότι και ο ίδιος ο εναγόμενος ομολόγησε με την προσθήκη των προτάσεων που κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (τελευταία παράγραφος 6ης σελίδας-αρχή 7ης σελίδας αυτής) ότι πράγματι έδωσε ένα χρηματικό ποσό στην εκκλησία και συντάχθηκε το συμφωνητικό, το ότι δε το ποσό αυτό είναι, κατά τον ισχυρισμό του εναγόμενου, συμβολικό και ως εκ τούτου δεν αντιστοιχεί στην αξία των ακινήτων, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν επιβεβαιώθηκε, ενώ εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι το συμφωνητικό αυτό περιήλθε στην κατοχή της ενάγουσας με παράνομο τρόπο, αλλά είχε λάβει γνώση αυτού και διατηρούσε αντίγραφό του ήδη από το χρόνο του γάμου της με τον εναγόμενο κατά τον οποίο υπήρχε αμοιβαία μεταξύ τους εμπιστοσύνη, ήτοι είχε αποκτήσει τούτο με τη συναίνεσή του και, επομένως, δεν αποτελεί παράνομο αποδεικτικό μέσο, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του εναγομένου ως κατ ουσίαν αβάσιμου. Επομένως, απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος είναι ο τρίτος λόγος της [δεύτερης (αρ. κατ. …/2024)] έφεσης του εκκαλούντος κατά το μέρος που αυτός παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων λόγω συνυπολογισμού του ακινήτου αυτού ως στοιχείου που επαύξησε την περιουσία του. Εντός του πρώτου ακινήτου ο εναγόμενος ανήγειρε πρόχειρη καλή κατασκευή από λαμαρίνα, εμβαδού 23 τ.μ. περίπου, που χρησιμοποιείται ως αποθηκευτικός χώρος. Από όλα τα παραπάνω στοιχεία, λαμβανομένων υπόψη και των διδαγμάτων της κοινής πείρας σε συνδυασμό με το είδος της χρήσης των ακινήτων (αγρού και οικοπέδου, αντίστοιχα), την ιδιαίτερα μικρή έκτασή τους για την αντίστοιχη χρήση, τη θέση τους, του μεν πρώτου με πρόσοψη σε ασφαλτοστρωμένη οδό, του δε δεύτερου με πρόσοψη σε τρεις οδούς σε επικλινή περιοχή του οικισμού με υψομετρικές διαφορές μεταξύ των πλευρών των ορίων του, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες από την ενάγουσα υπ’ αρ. …… και …../2022 εκθέσεις του μηχανικού ………., με θέμα τη μελέτη εκτίμησης αγοραίας αξίας των ως άνω ακινήτων, αντίστοιχα, συνεκτιμωμένων και των οικονομικών συνθηκών στη χώρα, η εμπορική αξία τους, σημειουμένου ότι οι αγγελίες που έλαβε υπόψη του ο ως άνω μηχανικός δεν αποτελούν πρόσφορα συγκριτικά στοιχεία για την εκτίμησή τους, πρωτίστως διότι διαφέρουν σε έκταση με τα επίμαχα, ενώ δεν προσδιορίζονται άλλα χαρακτηριστικά τους, είτε βρίσκονται σε άλλους οικισμούς, ανέρχεται κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων, αλλά και κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, χωρίς να διαφοροποιείται η αξία τους στα εν λόγω χρονικά σημεία, στο ποσό των 8.000 ευρώ για το πρώτο ακίνητο (Μ.Γ. …..) και στο ποσό των 1.000 ευρώ για το δεύτερο ακίνητο (Μ.Ο. …). Επίσης, ο εναγόμενος, διαρκούσης της έγγαμης συμβίωσής του με την ενάγουσα, απέκτησε αιτία πωλήσεως από τους …….. του ……, ……….. του …….. και ……… του ………, κατά κυριότητα σε ποσοστό 7/8 εξ αδιαιρέτου, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………./7-10-2013 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβ/φου Ρόδου …….. του ………, νομίμως μεταγεγραμμένου στο Κτηματολόγιο Ρόδου, ένα ακίνητο και δη μία παλαιό λιθόκτιστη ερειπωμένη ισόγεια οικία, συνολικής επιφάνειας (καλυμμένου και ακάλυπτου οικοπέδου) 50τ.μ., που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια της Δ.Κ. ….. της Δημ. Ενότητας Πεταλούδων Ρόδου, με κτηματολογικά στοιχεία Μερίδα Οικοδομών ………, τόμος …, φύλλο ….. και φάκελος … του Κτηματολογίου Ρόδου, νομικής φύσης μουλκ, αντί τιμήματος 4.200 ευρώ. Πρόκειται για ερειπωμένο ασκεπές κτίσμα, που δεν είναι κατοικήσιμο. Το ακίνητο αυτό είναι όμορο του ανωτέρω περιγραφέντος ακινήτου της Μ.Ο. …, πλην όμως η από 23/5/2016 αίτηση του εναγομένου προς το Κτηματολόγιο Ρόδου για την ενοποίηση των δύο ιδιοκτησιών απορρίφθηκε, καθόσον αυτός δεν ήταν αποκλειστικός κύριος της Μ.Ο. …. (υπ’ αριθμ. …../2-6-2016 πράξη). Από όλα τα παραπάνω στοιχεία, λαμβανομένων υπόψη των διδαγμάτων της κοινής πείρας σε συνδυασμό με το είδος της χρήσης του ακινήτου (κατοικία), την ιδιαίτερα μικρή έκτασή του, η οποία, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη από την ενάγουσα υπ’ αρ. …./2022 έκθεση του μηχανικού …….., με θέμα τη μελέτη εκτίμησης αγοραίας αξίας του ως άνω ακινήτου, έχει πραγματική επιφάνεια 64,41τ.μ. περίπου, και ως εκ τούτου διαφέρει από τα αναφερόμενα στον τίτλο κτήσης και τα κτηματολογικά στοιχεία, την κατάσταση εγκατάλειψή του, τη θέση του με πρόσοψη σε τρεις οδούς σε επικλινή περιοχή του οικισμού με υψομετρικές διαφορές μεταξύ των πλευρών των ορίων του, συνεκτιμωμένων και των οικονομικών συνθηκών στη χώρα, σημειουμένου ότι οι αγγελίες που έλαβε υπόψη του ο ως άνω μηχανικός δεν αποτελούν πρόσφορα συγκριτικά στοιχεία για την εκτίμησή του, πρωτίστως διότι είτε δεν προσδιορίζεται η θέση τους σε σχέση με το επίμαχο ούτε αναφέρονται άλλα χαρακτηριστικά τους, είτε αυτά βρίσκονται σε άλλους οικισμούς, η εμπορική αξία του ως άνω ακινήτου ανέρχεται κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων, αλλά και κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, χωρίς να διαφοροποιείται η αξία του στα εν λόγω χρονικά σημεία, στο ποσό των 8.000 ευρώ. Τέλος, ο εναγόμενος, κατά τη διάρκεια του γάμου του με την ενάγουσα, απέκτησε κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……/22-3-2017 συμβολαίου της συμβ/φου Ρόδου ………. (υπ’ αριθμ. …/2017 κτηματολογικής πράξης), με αγορά από τους …………. του ……. και ……… του …….., ένα ακίνητο και ειδικότερα το υπ’ αριθμ. …. εργαστήριο-κατάστημα, που αποτελεί αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία κατά τις διατάξεις των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ και του ν. 3741/1929, όπως συμπληρώθηκε από το ν.δ. 1024/1971 και περιλαμβάνει : α) το καθαυτό ισόγειο κατάστημα, καθαρής επιφάνειας 135,70 τ.μ. και β) το υπό το κατάστημα υπόγειο, ίδιας επιφάνειας, με αναλογία 1/76 εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου που βρίσκεται στην οδό ……., εντός της πόλης της Ρόδου, με κτηματολογικά στοιχεία Μερίδα Οικοδομών Ρόδου ……., τόμος …., φύλλο …. και φάκελος ……. του Κτηματολογίου Ρόδου, με εσωτερικό πατάρι επιφάνειας 37,38τ.μ. και διαφορετική διαστρωμάτωση που υπήχθησαν στις διατάξεις του ν. 4178/2013 και κοινόχρηστο κλιμακοστάσιο 9,37τ.μ., με τα κτηματολογικά στοιχεία Μερίδα Οικοδομών Ρόδου ….., υπ` αριθ. ….. εργαστήριο-κατάστημα τόμος …., φύλλο ….. και φάκελος ……. του Κτηματολογίου Ρόδου, αντί τιμήματος 65.000 ευρώ. Σ’ αυτό το εργαστήριο-κατάστημα ο εναγόμενος έχει εγκαταστήσει την ατομική του επιχείρηση, ήτοι ηλεκτρολογείο αυτοκινήτων και σκαφών. Το ακίνητο αυτό ανακαινίστηκε πλήρως εσωτερικά και εξωτερικά, με την εμπορική αξία του να ανέρχεται κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων, αλλά και κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, χωρίς να διαφοροποιείται η αξία του στα εν λόγω χρονικά σημεία, στο ποσό των 100.000 ευρώ, λαμβανομένων υπόψη των διδαγμάτων της κοινής πείρας σε συνδυασμό με το είδος της χρήσης του ακινήτου (εργαστήριο-κατάστημα), την επιφάνεια και παλαιότητά του, την ανακαίνισή του, το είδος κατασκευής του (συνήθης), τη θέση του εντός του σχεδίου πόλεως της Ρόδου, κοντά στο λιμάνι και τη ………, σε απόσταση 1,4χλμ. (σε ευθεία) από το κέντρο της Ρόδου (………), σε πυκνοδομημένη περιοχή οχλούσας βιομηχανίας-βιοτεχνίας, χωρίς ιδιαίτερο οικιστικό ενδιαφέρον, όπου υπάρχουν κυρίως ισόγεια και διώροφα καταστήματα, αποθήκες, συνεργεία αυτοκινήτων, εκθεσιακοί χώροι κλπ, με δυσκολία στη στάθμευση και χωρίς πρόβλεψη για ιδιαίτερη ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια, συνεκτιμωμένων και των οικονομικών συνθηκών στη χώρα και των τιμών πώλησης έτερων ακινήτων στην ίδια περιοχή, που αναφέρονται ως συγκριτικά στοιχεία στην προσκομιζόμενη από την ενάγουσα υπ’ αρ. ……../2021 έκθεση του μηχανικού ………., με θέμα τη μελέτη εκτίμησης αγοραίας αξίας του ως άνω ακινήτου, σημειουμένου όμως ότι δεν πρόκειται για τετελεσμένες αγοραπωλησίες, αλλά μόνο για προτάσεις σύναψης πώλησης, χωρίς να προκύπτει αγοραστικό ενδιαφέρον για την ολοκλήρωσή τους, ενώ εσφαλμένα ο ως άνω εκτιμητής υπολογίζει ίδια την τιμή ανά τ.μ. τόσο για το ισόγειο όσο και για το πατάρι και τον υπόγειο όροφο του ακινήτου, αφού κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η αξία του τετραγωνικού μέτρου του υπογείου και του παταριού είναι σαφώς κατώτερη σε σχέση με αυτή των λοιπών ορόφων. Σημειώνεται ότι το αίτημα του κατηγορουμένου για διενέργεια τεχνικής πραγματογνωμοσύνης για την εκτίμηση της εμπορικής αξίας των ακινήτων κρίνεται απορριπτέο ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο, καθόσον από τα προσκομιζόμενα με νόμιμη επίκληση ως άνω αποδεικτικά μέσα το Δικαστήριο μόρφωσε πλήρη δικανική πεποίθηση για όσα παραπάνω αναφέρονται, για την εκτίμηση δεν της εμπορικής αξίας των ακινήτων δεν είναι απαραίτητη η συνδρομή προσώπου με ιδιαίτερες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Όλα τα παραπάνω περιουσιακά στοιχεία διατηρούνταν στην περιουσία του εναγομένου κατά το χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου του διατηρούσε τραπεζικές καταθέσεις ύψους 69.871,14ευρώ, που αποτελεί νόμιμη ένσταση κατά τα ήδη προεκτεθέντα, είναι απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Και τούτο διότι το προσκομιζόμενο αντίγραφο του βιβλιαρίου του υπ’ αριθμ. ……….. ατομικού τραπεζικού λογαριασμού που τηρούσε στην ………. Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ αφορά στο χρονικό διάστημα από 3/12/2007, ήτοι μετά την τέλεση του γάμου, στο δε προσκομιζόμενο αντίγραφο του βιβλιαρίου του υπ’ αριθμ. ………… ατομικού τραπεζικού λογαριασμού που τηρούσε στην ………, εμφανίζει ως πιο πρόσφατη στο χρόνο τέλεσης του γάμου εγγραφή, αυτή της 9/2/2007 (ήτοι πάνω από 8 μήνες πριν από την κρίσιμη ημερομηνία), όπου το υπόλοιπο του λογαριασμού ανερχόταν στα 0,78 ευρώ. Περαιτέρω, η νόμιμη ένσταση που προέβαλε ο εναγόμενος, με την οποία ζητεί να αφαιρεθεί από την περιουσία του το παθητικό αυτής, προκειμένου να εξευρεθεί η τελική καθαρή αύξηση της περιουσίας του, είναι απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος υπέβαλε στην ………. Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. αίτηση για τη δανειοδότηση του επιχειρηματικού του σχεδίου και την ένταξή του στη συγχρηματοδοτούμενη με την ……. Δράση «ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ – ……..». Με βάση το από 4/11/2020 έγγραφο της τράπεζας, του γνωστοποιήθηκε ότι εγκρίθηκε η χορήγηση ποσού 25.000ευρώ, «για την κάλυψη δαπανών που στοχεύουν στην ενίσχυση της ρευστότητας της επιχείρησης, η οποία υφίσταται τις δυσμενείς επιπτώσεις από την εξάπλωση του COVID – 19 ή/και ανέστειλε τη δραστηριότητα της λόγω της πανδημίας Covid-19, (δάνειο κεφαλαίου κίνησης), με ένταξη στο Υποπρόγραμμα 4 μετά από αξιολόγηση της χρηματοδοτικής δομής και της επιχειρηματικής συγκρότησης και δραστηριότητας της επιχείρησης, με τα μέχρι σήμερα (ενν. τότε) διαθέσιμα στοιχεία, πληροφορίες και άλλα δεδομένα και σύμφωνα με την ισχύουσα εσωτερική διαδικασία της Τράπεζας». Στο πλαίσιο αυτό εκδόθηκε το από 28/1/2021 ένταλμα πληρωμής χορηγήσεων, ποσού 25.000 ευρώ προς τον εναγόμενο, ποσό που αυτός εισέπραξε αυθημερόν και οφείλει να εξοφλήσει μέχρι τις 28/1/2026 με την καταβολή τριμηνιαίων δόσεων, ποσού 1.562,50 ευρώ εκάστης. Από τα παραπάνω αποδείχθηκε ότι το ποσό αυτό αφορά στην περιουσία του εναγομένου τη σχετιζόμενη με την επιχειρηματική του δραστηριότητα μετά την αμετάκλητη λύση του γάμου των διαδίκων στις 13/2/2020, στο πλαίσιο των μέτρων οικονομικής στήριξης των επιχειρήσεων που έλαβε η πολιτεία για την αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών της εμφάνισης του κορωνοϊού COVID-19, που ξεκίνησε στην Ελλάδα, ως παγκοίνως γνωστόν, στις 26/2/2020 και γιγαντώθηκε με το κλείσιμο των σχολείων, των κρατικών υπηρεσιών και επιχειρήσεων περί τα μέσα Μαρτίου του ίδιου έτους. Η εξόφληση του δανείου αυτού αποτελεί, επομένως, υποχρέωσή του που δημιουργήθηκε μετά από την αμετάκλητη λύση του γάμου των διαδίκων και δεν συνέχεται με την αξίωση της ενάγουσας για συμμετοχή της στα αποχτήματα κατ’ άρθρο 1400 ΑΚ, και ως εκ τούτου, δεν εμπίπτει στην έννοια του παθητικού της περιουσίας του σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγέθηκε (βλ. και ΜΕφΔωδ 22/2024 ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς εσφαλμένως εκτιμώντας τις αποδείξεις, κατά το βάσιμο σχετικώς προβαλλόμενο τρίτο λόγο [της πρώτης (αρ. κατ. …./2023)] έφεσης της εκκαλούσας, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την ένσταση περί ύπαρξης παθητικού στην τελική περιουσία του εναγομένου εκ της παραπάνω αιτίας, ανερχομένου στο ποσό των 25.000 ευρώ.

Επομένως, η αρχική περιουσία του εναγομένου ανερχόταν σε (35.000 + 25.000 + 35.000 =) 95.000ευρώ και η τελική ανήλθε στο ποσό των (60.000 +170.000 + 35.000 + 8.000 + 1.000 + 8.000 + 100.000 =) 382.000ευρώ. Επομένως, η περιουσία του εναγομένου αυξήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου στο ποσό των (382.000 – 95.000 =) 287.000ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, πέραν των εισοδημάτων από την εργασία του, ο εναγόμενος εκμεταλλευόταν ορισμένα από τα παραπάνω αναφερόμενα, αλλά και έτερα ακίνητα, εκμισθώνοντάς τα είτε με μακροχρόνιες είτε με βραχυχρόνιες μισθώσεις (airbnb) και, όπως προκύπτει από τις υποβληθείσες από αυτόν στη ΔΟΥ …….. δηλώσεις Ε2, αποκόμισε μισθώματα : το έτος 2008 (οικονομικό έτος 2009) συνολικού ποσού 3.150ευρώ, το έτος 2009 (οικονομικό έτος 2010) συνολικού ποσού 3.570ευρώ, το έτος 2010 (οικονομικό έτος 2011) συνολικού ποσού 2.160ευρώ, το έτος 2011 [οικονομικό έτος 2012) συνολικού ποσού 3.240 ευρώ, το έτος 2012 (οικονομικό έτος 2013) συνολικού ποσού 2.800ευρώ, το έτος 2013 (οικονομικό έτος 2014) συνολικού ποσού 4.000 ευρώ, το έτος 2014 συνολικού ποσού 2.400ευρώ, το έτος 2015 συνολικού ποσού 2.600ευρώ, το έτος 2016 συνολικού ποσού 5.480 ευρώ, το έτος 2017 συνολικού ποσού 7.360ευρώ, το έτος 2018 συνολικού ποσού 5.745,54 ευρώ και το 2019 συνολικού ποσού 6.264,19 ευρώ. Αντίστοιχα, η ενάγουσα κατά τα τελευταία έτη του γάμου, και δη περί το έτος 2015, είχε αποκτήσει κατά κυριότητα, ως εκ διαθήκης κληρονόμος της αποβιώσασας νονός της, ένα διαμέρισμα επιφάνειας 32,70τ.μ., που βρίσκεται στον ……… Αττικής, από την εκμίσθωση του οποίου αποκόμιζε το ποσό των 150 ευρώ μηνιαίως. Από τα παραπάνω αναφερθέντα σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας κρίνεται ότι τα εισοδήματα του εναγομένου ήταν υπέρτερα αυτών της ενάγουσας. Οι διάδικοι συνεισέφεραν κατ’ αναλογία των δυνάμεών τους στην αντιμετώπιση των οικογενειακών δαπανών, ενώ επίσης κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους απέκτησαν και άλλα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία, εφόσον δεν περιλαμβάνονται στην αγωγή, δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσας δίκης, όπως λ.χ. τα υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ……… ΙΧΕ αυτοκίνητο, μάρκας ……….., και ………. ΙΧΕ αυτοκίνητο, μάρκας ………., κυριότητας του εναγομένου και της ενάγουσας, αντίστοιχα. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα κατά τα παραπάνω έτη συνεισέφερε στις οικογενειακές ανάγκες και με την παροχή της προσωπικής της εργασίας για τη φροντίδα της συζυγικής οικίας του εναγομένου και για τη φροντίδα και ανατροφή των τέκνων τους, με εκτέλεση εργασιών για την οργάνωση και ομαλή λειτουργία της συζυγικής οικίας και με προσφορά υπηρεσιών παρασκευής φαγητού, πλυσίματος και καθαριότητας για τα ανήλικα τέκνα και τον εναγόμενο. Αντίστοιχα όμως και ο εναγόμενος βοηθούσε στη φροντίδα και ανατροφή των τέκνων τους, αλλά ακόμη και της θυγατέρας της ενάγουσας, ………., την οποία αντιμετώπιζε σαν τέκνο του, χωρίς να το ξεχωρίζει από τα δικά του παιδιά, και μάλιστα, η ανήλικη ήταν εγγεγραμμένη στο ….. Δημοτικό Σχολείο της πόλης της Ρόδου και ο εναγόμενος ήταν αυτός που την πήγαινε στο σχολείο κάθε πρωί, πριν τη μετάβασή του στην επιχείρησή του και παραλάμβανε κάθε μεσημέρι, την φρόντιζε δε και την απασχολούσε στο συνεργείο μέχρι να την παραλάβει η μητέρα της, ενώ κατά τους μήνες που η ενάγουσα εργαζόταν, αλλά συχνά και κατά τον υπόλοιπο χρόνο, ήταν εκείνος που φρόντιζε τα τέκνα τους και πολλές φορές επιμελούνταν της διατροφής τους και απασχολούσε αυτά στο συνεργείο τα απογεύματα μέχρι τη λήξη της εργασίας της, πολλάκις δε, συνεπικουρούνταν και από τη μητέρα του ……… του ………, στην οποία η ενάγουσα άφηνε τα τέκνα της λέγοντάς της χαρακτηριστικά “σου έφερα το πακέτο σου” (όπως βεβαιώνει αυτή στην υπ’ αριθμ. ……../2022 ένορκη βεβαίωσή της). Από τα παραπάνω σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν προέκυψε ότι η ενάγουσα ως προς τη συνεισφορά της στις οικογενειακές δαπάνες υπερέβαινε το επιβαλλόμενο μέτρο (κατά τις διατάξεις των άρθρων 1389 και 1390 ΑΚ) της υποχρέωσής της στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται αναγκαία η χρηματική αποτίμηση των τελευταίων, απορριπτομένου ως κατ’ ουσίαν αβάσιμου του σχετικού αγωγικού ισχυρισμού. Εξάλλου, και ο ισχυρισμός της ότι βοηθούσε το σύζυγό της στην εργασία του, αλλά και στον καθαρισμό των ακινήτων που αυτός εκμίσθωνε και έτσι αυτός εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις (της τάξεως μάλιστα των 675 ευρώ μηνιαίως), που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του, είναι απορριπτέος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Τούτο διότι αφενός μεν ο εναγόμενος απασχολούσε υπαλλήλους στην επιχείρησή του, που ήταν εξειδικευμένοι στο αντικείμενο της δραστηριότητας του εναγομένου, αφετέρου δε, κατά το χρόνο που υπήρχε φόρτος εργασίας, ήτοι τη θερινή περίοδο, λαμβανομένου υπόψη ότι, όπως προεκτέθηκε, αναλάμβανε την επισκευή ηλεκτρολογικών βλαβών οχημάτων, αλλά και σκαφών αναψυχής, που λόγω της αυξημένης τουριστικής κίνησης στο νησί της
Ρόδου, ήταν μεγαλύτερη και η ανάγκη επισκευών, η ίδια εργαζόταν ως ξενοδοχοϋπάλληλος, κατά τα προεκτεθέντα. Επιπρόσθετα, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος εκμίσθωνε ακίνητα κυρίως με μακροχρόνιες μισθώσεις, οπότε και δεν απαιτούνταν η πρόσληψη καθαρίστριας, αντί της εργασίας της οποίας ο εναγόμενος να χρησιμοποιούσε τις υπηρεσίες της συζύγου του, σύμφωνα δε με τα προσκομισθέντα έντυπα Ε2 που υπέβαλε αυτός στην αρμόδια ΔΟΥ, μόνο το έτος 2018 και για ελάχιστες φορές εκμισθώθηκε η ισόγεια μονοκατοικία του στη ……. Ρόδου σε διάφορους εκμισθωτές στο πλαίσιο βραχυχρόνιων μισθώσεων (airbnb) και μάλιστα το αποκομισθέν μίσθωμα ανέρχεται σε μόλις 385,84 ευρώ. Επομένως, η ενάγουσα μόνο περιστασιακά εξυπηρετούσε τον εναγόμενο τόσο στην εργασία του όσο και στις εκμισθώσεις των ακινήτων του, εξυπηρέτηση που εντάσσεται στο πλαίσιο της συζυγικής τους σχέσης και της συνεισφοράς της στις οικογενειακές ανάγκες. Συνέβαλε, ωστόσο, στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου με την παροχή κεφαλαίου, συνολικού ύψους 130.000 ευρώ. Το ότι οι καταβολές του τιμήματος για την αγορά των αντίστοιχων ακινήτων και οι πληρωμές των τιμολογίων και αποδείξεων για την ανακαίνισή τους έγιναν από τον εναγόμενο μέσω των ατομικών τραπεζικών λογαριασμών του, δεν αναιρεί το γεγονός της προέλευσης των χρημάτων από το κεφάλαιο που του παρέσχε η ενάγουσα. Άλλωστε, σαφής ως προς την πορεία του κεφαλαίου αυτού είναι η μητέρα της ενάγουσας, …….. συζ. ………. το γένος ……. στην από 30/9/2022 ένορκη βεβαίωσή της, σύμφωνα με την οποία στις 18/8/2010 κατέθεσε σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε με την ενάγουσα στην ……… Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ, ποσό 150.000 ευρώ, προερχόμενο από μεγαλύτερο ποσό που κέρδισε από τυχηρά παίγνια (αγορά Λαϊκού λαχείου). Από τα χρήματα αυτά η ενάγουσα της επέστρεψε 20.000 ευρώ, προκειμένου να συμπληρώσει για την αγορά διαμερίσματος στη μεγαλύτερη κόρη της ενάγουσας-και εγγονή της βεβαιούσας, ……… Το υπόλοιπο ποσό των 130.000 ευρώ η ενάγουσα το έδωσε σταδιακά στον εναγόμενο, για να ανακαινίζει ή αγοράζει ακίνητα, τα οποία της είχε υποσχεθεί ότι θα μεταβιβάζονταν στα τέκνα τους, και μάλιστα, γι’ αυτό το λόγο η ενάγουσα δεν προέβη στην προσθήκη κατ’ έκταση και καθ’ ύψος ισόγειας οικίας στο ακίνητό της στο ……….. Ρόδου, παρόλο που είχε ήδη από 30/9/2010 αιτηθεί την έκδοση σχετικής άδειας οικοδομής στη Δ/νση Πολεοδομικών Εφαρμογών του Δήμου Ρόδου (αριθμός άδειας …/2011). Η ενάγουσα ανέλαβε αμέσως το χρηματικό ποσό των 20.000 ευρώ, το οποίο έδωσε στον εναγόμενο σε μετρητά για τα έξοδα της τριώροφης οικοδομής (Μ.Ο. ……….). Ακολούθως, ανέλαβε άλλα 40.000 ευρώ, που έδωσε στον εναγόμενο για τον ίδιο λόγο. Μέχρι να ολοκληρωθούν οι εργασίες της οικοδομής έδωσε συνολικά στον εναγόμενο το ποσό των 75.000 ευρώ, το οποίο αυτός χρησιμοποίησε τόσο για της εργασίες ανοικοδόμησης (μόνωση, σοβάτισμα, κτισίματα κ.ά.) όσο και για τον εξοπλισμό της κατοικίας (αγορά επίπλων, τζάκι, κουφώματα, κάγκελα κλπ). Σημειώνεται ότι κατά το χρόνο εκείνο στην Ελλάδα η ανάληψη τέτοιου ύψους ποσών από τραπεζικό λογαριασμό, ακόμη και σε μετρητά, δεν υπόκειτο σε οποιονδήποτε περιορισμό και δεν ήταν υποχρεωτική η διατραπεζική μεταφορά των χρημάτων, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει ο εναγόμενος, απορριπτομένου του συναφούς τρίτου λόγου έφεσής του κατά το αντίστοιχο σκέλος ως κατ’ ουσίαν αβάσιμου. Τα υπόλοιπα χρήματα, μαζί με άλλα που είχαν ήδη αποταμιεύσει οι τότε σύζυγοι, ύψους 83.000 ευρώ, τα κατέθεσαν σε κοινό λογαριασμό στη Συνεταιριστική Τράπεζα ….. στις 10/4/2012 και από εκεί τοποθετούνταν σε προθεσμιακούς λογαριασμούς με σκοπό την απολαβή μεγαλύτερου ποσού τόκων, λόγω προνομιακού επιτοκίου. Από τα χρήματα αυτά η ενάγουσα διέθεσε τα ποσά των 1.500 και των 2.500 ευρώ για την αγορά του ακινήτου-γκαράζ και της ισόγειας ερειπωμένης οικίας στη …….. (Μ.Γ. ……… και Μ.Ο. ……….), αντίστοιχα. Επίσης, με ποσό 50.000 ευρώ από αυτά τα χρήματα η ενάγουσα συνέβαλε στην αγορά του καταστήματος-ηλεκτρολογείου, το οποίο ο εναγόμενος της είχε υποσχεθεί ότι θα μεταβιβάσει στον υιό τους ……., προκειμένου να τον διαδεχθεί στην επιχείρηση. Η ως άνω ένορκη βεβαίωση της ………. κρίνεται πειστική (σε αντίθεση με όσα εν μέρει ανακόλουθα προς τα παραπάνω είχε η ίδια βεβαιώσει στην υπ’ αριθμ. …/2019 ένορκη βεβαίωσή της ενώπιον της Ειρηνοδίκη Ρόδου), αφού προσδιορίζει ακριβέστερα την πορεία των χρημάτων και το ύφος αυτών, αλλά και τους λόγους για τους οποίους η ενάγουσα προέβη στην παροχή του κεφαλαίου αυτού προς τον εναγόμενο, ενώ και ο εναγόμενος σε λίγο μικρότερο ποσό (45.000 ευρώ) προσδιορίζει το αναλογούν στην ενάγουσα μερίδιο από το κατατεθέν στη Συνεταιριστική Τράπεζα …… Μόνη δε η από αυτόν αποσπασματική προσκόμιση φύλλων βιβλιαρίων τραπεζών δεν οδηγεί σε επιβεβαίωση του ισχυρισμού του ότι από το κεφάλαιο των 130.000 ευρώ η ενάγουσα έχει καταθέσει σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό των διαδίκων που τηρούνταν στη Συνεταιριστική Τράπεζα …. μόνο το χρηματικό ποσό των 45.000 ευρώ εκ των 83.000 ευρώ που κατατέθηκε στην τράπεζα στις 10/4/2012, και μάλιστα ο εναγόμενος αναληθώς ισχυρίζεται ότι από το ποσό αυτό 8.000 ευρώ επιστράφηκαν στην ενάγουσα για την αγορά του αυτοκινήτου της, αφού το αυτοκίνητο η ενάγουσα το αγόρασε σε προηγούμενο χρόνο και δη στις 10/5/2011, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τον εναγόμενο άδεια κυκλοφορίας του οχήματος. Με βάση τα παραπάνω, ο εναγόμενος ωφελήθηκε κατά το ποσό των 130.000 ευρώ, ο οποίος τα διέθεσε για την επαύξηση της περιουσίας του και η ενάγουσα μπορούσε εκ των πραγμάτων να συμβάλει και πράγματι συνέβαλε με τον ανωτέρω τρόπο στην επαύξηση αυτή, που ανήλθε, κατά τα προεκτεθέντα, στο ποσό των 287.000 ευρώ, ήτοι κατά ποσοστό 45,30%, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι η συμβολή της ήταν σε ποσοστό κατώτερο του ως άνω, πολλώ δε μάλλον του 1/3 ή μηδενική, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο εναγόμενος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση επιδίκασε στην ενάγουσα μικρότερο ποσό και δη αυτό των 89.840,04 ευρώ, αντί του μεγαλύτερου ποσού των 130.000 ευρώ, που έπρεπε να της επιδικάσει, έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και στην εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει, επακολούθως, απορριπτομένων και των λοιπών (πλην των επιμέρους κριθέντων κατά τα ανωτέρω) λόγων της [δεύτερης υπ’ αρ. κατ. …/2024] έφεσης του εκκαλούντος, με τους οποίους ζητούσε τη μη επιδίκαση σε βάρος του ή την επιδίκαση μικρότερου του ως άνω ποσού ως κατ’ ουσίαν αβάσιμων, να γίνουν δεκτοί όλοι οι λόγοι της [πρώτης υπ’ αρ. κατ. …./2023] έφεσης της εκκαλούσας ως κατ’ ουσίαν βάσιμοι.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές οι εφέσεις και: Α] να απορριφθεί κατ’ ουσίαν η από 23/11/2023 (αρ. κατ. …/2024) έφεση και να επιβληθούν στον εκκαλούντα, ο οποίος ηττήθηκε στην έκκλητη δίκη, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, δεκτού γενομένου του σχετικού νόμιμου αιτήματος που αυτή υπέβαλε παραδεκτώς με τις προτάσεις της (άρθρα 106,176,183,189παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα κατωτέρω στο διατακτικό και Β] να γίνει δεκτή κατ` ουσίαν η από 31/7/2023 (αρ. κατ. …./2023) έφεση της εκκαλούσας-ενάγουσας και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη υπ’ αριθμ· 78/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου (ειδικής διαδικασίας διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση), αναγκαίως δε και κατά τη διάταξη περί δικαστικής δαπάνης που θα καθοριστεί εξαρχής. Αφού, δε, κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και δικαστεί η αγωγή (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των εκατόν τριάντα χιλιάδων ευρώ (130.000€), νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας της εκκαλούσας-ενάνουσας, πρέπει, κατόπιν υποβολής του σχετικού, νόμιμου αιτήματος της, να επιβληθούν εν μέρει σε βάρος του εφεσιβλήτου-εναγομένου, λόγω της εν μέρει ήττας του και αναλογικώς προς αυτήν (άρθρα 106,178 παρ. 1,183,189 παρ. 1,191 παρ. 2 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού συντρέχει μερική «ήττα» του κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων, η οποία προσδιορίζεται από το γεγονός ότι γίνεται δεκτή εν μέρει η εναντίον του αγωγή (ΜονΕφΠατρ 44/2017, 34/2016 αδημ., Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, ΕρμΚΠολΔ I [2000], άρθρο 183 αρ. 1 με περαιτέρω παραπομπές), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων : α) την από 31/7/2023 (αρ. κατ. …./2023) έφεση και β) την από 23/11/2023 (αρ. κατ. …/2024) έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 78/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου (ειδικής διαδικασίας διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση.

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις.

Απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 23/11/2023 (αρ. κατ. …/2024) έφεση.

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

Δέχεται κατ’ ουσίαν την από 31/7/2023 (αρ. κατ. …../2023) έφεση της εκκαλούσας-ενάγουσας.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθμόν 78/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου (ειδικής διαδικασίας διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση).

Κρατεί και δικάζει την από 4/2/2022 (αρ. κατ. ειδικής πινακίου μονομελές οικογενειακών-περιουσιακών διαφορών …/4-2-2022) αγωγή.
Δέχεται εν μέρει αυτήν.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των εκατόν τριάντα χιλιάδων ευρώ (130.000€), νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

Καταδικάζει τον εναγόμενο-εφεσίβλητο στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας-εκκαλούσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει σε έξι χιλιάδες πεντακόσια (6.500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Ρόδο σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του με άλλη σύνθεση λόγω μετάθεσης και αναχώρησης της Εφέτη Μαρίας Κατέχη, αποτελούμενη από την ορισθείσα από τον Πρόεδρο Εφέτη, Παρασκευή Χρυσοχόου, και τη Γραμματέα Ελένη Παπαγρηγορίου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 13 Μαρτίου 2025.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ανατροπή κατάσχεσης κατ΄ άρθρο 1019 ΚΠολΔ. Χρονικά διαστήματα που εξαιρούνται ρητά αλλά όχι περιοριστικά κατ΄ άρθρο 1019§2 ΚΠολΔ από τον υπολογισμό της απαιτούμενης ενιαύσιας προθεσμίας ανατροπής της κατάσχεσης.Η ελάχιστη ως άνω χρονική διάρκεια προσδιορισμού του πλειστηριασμού δεν αφαιρείται κατά τον έλεγχο συμπλήρωσης ή μη της προθεσμίας ανατροπής της κατάσχεσης. Δέχεται αίτηση-ανατρέπει κατάσχεση (αρ. αποφ. 502/2024 Μ.Π.Ρόδου δημοσιευμένη στην ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ)

Ανατροπή κατάσχεσης κατ΄ άρθρο 1019 ΚΠολΔ. Διατάσσεται αιτήσει όποιου προσώπου έχει έννομο συμφέρον προς τούτο από το αρμόδιο ειρηνοδικείο βάσει του τόπου της κατάσχεσης. Ενεργητική νομιμοποίηση διαδίκων στην δεδομένη δίκη. Για την ευδοκίμηση της απαιτείται πιθανολόγηση παρόδου χρονικού διαστήματος πλέον έτους από την εγγραφή της κατάσχεσης επί ακινήτου στα οικεία βιβλία κατασχέσεων χωρίς να διενεργηθεί πλειστηριασμός. Αφετηρία υπολογισμού της άνω δικονομικής προθεσμίας. Χρονικά διαστήματα που εξαιρούνται ρητά αλλά όχι περιοριστικά κατ΄ άρθρο 1019§2 ΚΠολΔ από τον υπολογισμό της απαιτούμενης ενιαύσιας προθεσμίας ανατροπής της κατάσχεσης. Αντίστοιχες χρονικές περίοδοι που έχουν εξαιρεθεί από τον υπολογισμό της άνω προθεσμίας βάσει αναλογικής εφαρμογής της ιδίας ρύθμισης όπως η νομοθετική αναστολή της διενέργειας πλειστηριασμών λόγω εκλογών. Χρόνος προσδιορισμού της διενέργειας του πλειστηριασμού μετά την επιβολή της κατάσχεσής κατά τον ΚΠολΔ. Δεν μπορεί να υπολείπεται των 7 μηνών. Η ελάχιστη ως άνω χρονική διάρκεια προσδιορισμού του πλειστηριασμού δεν αφαιρείται κατά τον έλεγχο συμπλήρωσης ή μη της προθεσμίας ανατροπής της κατάσχεσης. H αυτή ρύθμιση ισχύει και για την ελάχιστη προθεσμία 2 μηνών για τον προσδιορισμό νέου πλειστηριασμού κατόπιν ματαίωσης του και υποβολής δήλωσης συνέχισης αυτού από πιστωτή (973§1 ΚΠολΔ). Από την επιβολή της κατάσχεσης παρήλθε άπρακτο χρονικό διάστημα πλέον του έτους άνευ διενέργειας πλειστηριασμού. Δέχεται αίτηση.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 502/2024

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ

(ΠΡΩΗΝ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Παναγιώτα Ντώνη, Δόκιμη Πρωτοδίκη Ειδικής Επετηρίδας, που ορίστηκε με κλήρωση, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέα.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Νοεμβρίου 2024 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: …………, κατοίκου ………….. Ρόδου (άνευ οδού και αριθμού), με ΑΦΜ ……………, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Γεωργίου Λαμπαδάκη, κατοίκου Ρόδου, οδός ……………, αριθ. …………(Α.Μ.Δ.Σ.Ρ.: 414), που κατέθεσε σημείωμα και προσκόμισε, κατόπιν ειδοποίησης του Δικαστηρίου το υπ’ αριθ. ……………../2024 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Ρ., κατ’ άρθρο 61 παρ. 1, 2 και 4 του Ν. 4194/2013 και 227 ΚΠολΔ.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ» και τον διακριτικό τίτλο «……………………», όπως μετονομάσθηκε η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………………ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ», που εδρεύει στο Δήμο …………., …………….., και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …………………, ενεργούσης υπό την ιδιότητά της ως μη δικαιούχος και μη υπόχρεος διάδικος και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…………….» (……………….. ……………), που εδρεύει στο …………. Ιρλανδίας, αριθμός μητρώου …………….., …………….., ……………. όροφος,……….., ….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στην ……….., οδός ……………, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Λ.Β. κατοίκου Ρόδου, οδός ………. (Α.Μ.Δ.Σ.Ρ: 372), που κατέθεσε σημείωμα και προσκόμισε το υπ’ αριθ. …../2024 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Ρ., κατ` άρθρο 61 παρ. 1 και 2 του Ν. 4194/2013.

Ο αιτών ζητεί να γίνει δεκτή η από 12-9-2024 αίτησή του με αντικείμενο ανατροπή κατάσχεσης, που κατατέθηκε στις 12-9-2024 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………../2024 στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Ρόδου και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 6-11-2024, οπότε και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο ακροατήριο από τη σειρά του οικείου εκθέματος, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα προφορικά ανέπτυξαν και διέλαβαν στα σημειώματα που κατέθεσαν νόμιμα στο ακροατήριο.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1019 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προ του Ν. 5134/2024, η κατάσχεση, εφόσον δεν ακολούθησε πλειστηριασμός μέσα σε ένα έτος αφότου επιβλήθηκε ή αναπλειστηριασμός μέσα σε έξι μήνες από τον πλειστηριασμό, ανατρέπεται, αν το ζητήσει οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον, με απόφαση του Ειρηνοδικείου (και ήδη Μονομελούς Πρωτοδικείου), στην περιφέρεια του οποίου επιβλήθηκε η κατάσχεση, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ. Το δικαστήριο που διατάσσει την ανατροπή, ερευνά μόνο την ύπαρξη των προϋποθέσεων του Νόμου, και εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση της παρέλευσης του νόμιμου χρόνου, είναι υποχρεωμένο να τη διατάξει (ΑΠ 1508/2018, δημ σε. www.areiospagos.gr). Το δικαστήριο γνωστοποιεί χωρίς υπαίτια καθυστέρηση την απόφαση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, που οφείλει να σταματήσει κάθε παραπέρα ενέργεια και να ζητήσει να εγγράφει σχετική σημείωση στο βιβλίο κατασχέσεων. Η ανατροπή λογίζεται ότι έχει επέλθει ως προς όλους
αφότου δημοσιευτεί η απόφαση. Με τη διάταξη αυτή, εισάγεται ο θεσμός της ανατροπής της κατάσχεσης, εφόσον ο πλειστηριασμός δεν γίνει μέσα στο καθοριζόμενο από αυτήν χρονικό διάστημα, με σκοπό την επίσπευση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, την αποφυγή της παρέλκυσής της από τον επισπεύδοντα, που ενδεχομένως αδρανεί, και την αποτροπή της μακροχρόνιας δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Η ανατροπή της κατάσχεσης δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αλλά απαγγέλλεται με δικαστική απόφαση του Ειρηνοδικείου (και ήδη Μονομελούς Πρωτοδικείου) του τόπου εκτέλεσης που δικάζει με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. (ΕφΛαρ 463/2023, ΤΝΠ Ισοκράτης»). Η προθεσμία του άρθρου 1019 παρ. 1 ΚΠολΔ αρχίζει να τρέχει από την επόμενη ημέρα της κατάσχεσης (άρθ. 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, με την διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 1019 ΚΠολΔ εισάγονται εξαιρέσεις από το γενικό κανόνα της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου και σύμφωνα με αυτές, στις προθεσμίες της παραγράφου 1 δεν υπολογίζονται: α) το χρονικό διάστημα από την έκδοση της απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 966 παρ. 3 και 4 ΚΠολΔ μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού, που ορίσθηκε σύμφωνα με αυτήν, β) το χρονικό διάστημα αναστολής εκτέλεσης, που χορηγήθηκε με δικαστική απόφαση ή επήλθε με κοινή συναίνεση επισπεύδοντας και οφειλέτη και πιστοποιείται με συμβολαιογραφική πράξη καθώς και γ) ο χρόνος από 1 ως 31 Αυγούστου. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, πέραν των ρητώς αλλά όχι περιοριστικώς προβλεπόμενων στην παρ. 2 του άρθρου 1019 ΚΠολΔ περιπτώσεων, θα πρέπει η διάταξη αυτή να εφαρμόζεται αναλογικώς και σε άλλες περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο δανειστής βρίσκεται σε νομική ή πραγματική αδυναμία συνέχισης της εκτελεστικής διαδικασίας, διότι ο νομοθέτης, κατά τη θέσπιση της παρ. 2 του άρθρου 1019 ΚΠολΔ, θέλησε να μη συνυπολογίζονται στις παραπάνω προθεσμίες εκείνα τα χρονικά διαστήματα απροσδιόριστης χρονικής διάρκειας, κατά τα οποία εκ του νόμου παρεμποδίζεται και αδρανεί η εκκρεμής διαδικασία του πλειστηριασμού. Έτσι, μεταξύ άλλων, δεν υπολογίζονται και αφαιρούνται από τις προθεσμίες του έτους και των 6 μηνών του άρθρου 1019 παρ. 1 ΚΠολΔ και τα διαστήματα, κατά τα οποία ο δανειστής εμποδιζόταν να συνεχίσει την εκτέλεση για λόγους μη οφειλόμενους σε δική του αδράνεια, όπως ιδίως όταν αυτό επιβάλλεται από νομικούς λόγους ή σε περίπτωση νομοθετικής πρόβλεψης αναστολής πλειστηριασμών ή το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ανεστάλησαν νομοθετικά οι πλειστηριασμοί λόγω διενέργειας εκλογών. Ρητά μάλιστα στις διατάξεις των άρθρων 959 παρ. 8 και 998 παρ. 2 ΚΠολΔ ορίζεται ότι ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός δεν μπορεί να γίνει από την 1 Αυγούστου έως τις 31 Αυγούστου, καθώς και την προηγούμενη και την επόμενη εβδομάδα της ημέρας των εκλογών για την ανάδειξη βουλευτών, αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Οργάνων Τοπικής Αυτοδιοίκησης, απαγόρευση που ισχύει και για τις επαναληπτικές εκλογές και μόνο για τις περιφέρειες που διεξάγονται τέτοιες. Στην ενιαύσια προθεσμία έχει γίνει δεκτό από μία μερίδα της νομολογίας ότι δεν θα πρέπει να προσμετράται ο μακρύς, σύμφωνα με τις νέες ρυθμίσεις των άρθρων 954 παρ. 2 περ. εκαι 973 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ, χρόνος των επτά μηνών, που μεσολαβεί υποχρεωτικώς μεταξύ της κατάσχεσης και της ημερομηνίας του πλειστηριασμού, καθώς και ο χρόνος των δύο έως τριών μηνών που προβλέπεται επί δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού. Υπό το προισχύσαν καθεστώς, έστω και αν αυτό προέβλεπε σημαντικό μικρότερο χρονικό διάστημα, που έπρεπε να μεσολαβεί μεταξύ κατάσχεσης και πλειστηριασμού ουδέποτε τέθηκε ζήτημα μη συνυπολογισμού αυτού του μεσοδιαστήματος, ενώ βασικός στόχος του Ν. 4335/2015 αποτέλεσε η ταχύτερη ολοκλήρωση της εκτέλεσης, με συνέπεια η παράλειψη ορισμού του ανωτέρω διαστήματος ως μη υπολογιζόμενου κατά την παρ. 2 του άρθρου 1019 ΚΠολΔ να μην οφείλεται σε ακούσιο νομοθετικό κενό [Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη), Ερμηνεία ΚΠολΔ, 2021, σ. 967 με περαιτέρω παραπομπές]. Το εν λόγω χρονικό διάστημα είναι ρητώς προβλεπόμενο στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και γνωστό εκ των προτέρων ως προς τη διάρκειά του. Η μη εξαίρεση των προθεσμιών αυτών από την ενιαύσια προθεσμία του άρθρου 1019 ΚΠολΔ αποτέλεσε συνειδητή επιλογή του δικονομικού νομοθέτη, ήδη κατά τη θέση σε ισχύ του Ν. 4335/2015, γεγονός που επαληθεύεται με την επιλογή του, κατά τη θέσπιση και του Ν. 4842/2021, να μειώσει την προθεσμία του άρθρου 954 παρ. 2 περ. ε ΚΠολΔ κατά δύο μήνες για τα κινητά και να τη διατηρήσει ίδια για τα ακίνητα, χωρίς να επιμηκύνει την προθεσμία του άρθρου 1019 ΚΠολΔ και χωρίς να εξαιρέσει ρητά την προθεσμία του άρθρου 954 παρ. 2 περ. ε ΚΠολΔ από την ενιαύσιο προθεσμία του άρθρου 1019 ΚΠολΔ, παρά τη μετά τη θέση σε ισχύ του Ν. 4335/2015 επικράτηση στη νομολογία των δικαστηρίων της αντίθετης από το παρόν Δικαστήριο ακολουθούμενη ερμηνευτικής άποψης (ΕιρΑΘ 817/2019, ΕιρΘεσ 249/2019, ΤΝΠ «Νόμος»). Μετά και την τροποποίηση κατά τα ανωτέρω με τον νέο Ν. 4842/2021 καθίσταται αδιαμφισβήτητα πλέον σαφές ότι ο δικονομικός νομοθέτης τελεί εν γνώσει του χρονικού πλαισίου του άρθρου 1019 ΚΠολΔ, ώστε να μη μπορεί να γίνεται λόγος για απροσχεδίαστο από τον νόμο και, συνεπώς, διορθωτέο μέσω της ερμηνείας κενό. Συνεπώς, εμμένοντας ο νομοθέτης στην ενιαύσια προθεσμία, είναι βέβαιο ότι προσδοκά την ολοκλήρωση της εκτελεστικής διαδικασίας εντός αυτής (ΕιρΑΘ 385/2024, ΤΝΠ «Νόμος», Γ. Διαμαντόπουλος, Προσβολή παραδοχών απόφασης, η οποία απορρίπτει αίτηση ανατροπής κατάσχεσης. Λόγοι αφορώντες στη διαδρομή της προθεσμίας της ΚΠολΔ 1019 §1, σε Ερανισμοί και Ανταποδόσεις Θέμιδος, Τόμος 4, σελ. 2021, σελ. 765-782, Απαλαγάκη X., Οι προπαρασκευαστικές προθεσμίες των άρθρων 954 §2 περ. ε` και 993 §2 ΚΠολΔ και ο συνυπολογισμός τους ή μη στην προθεσμία ανατροπής της κατασχέσεως, κατά το άρθρο 1019 ΚΠολΔ, ΕπΑκ 3/2023, 545-548).

Με την κρινόμενη αίτησή του, ο αϊτών, επικαλούμενος έννομο συμφέρον, ζητεί, για τους ειδικότερα αναφερόμενους λόγους, να ανατραπεί η αναγκαστική κατάσχεση που επιβλήθηκε για το ποσό των 297.903,04 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων με την υπ’ αριθ. ………../2-11-2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή, της περιφέρειας του Εφετείου Δωδεκανήσου, με έδρα το Πρωτοδικείο Ρόδου, …………….., με βάση το πρώτο (α) εκτελεστό απόγραφο της υπ’ αριθ. 766/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, σε βάρος ακινήτου του, το οποίο περιγράφεται λεπτομερώς στην αίτηση και για τον λόγο ότι από την επιβολή της κατάσχεσης μέχρι την άσκηση της αίτησης, έχει παρέλθει χρονικό διάστημα που υπερβαίνει το ένα έτος και να γνωστοποιήσει το Δικαστήριο την απόφαση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Η αίτηση παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, δεδομένου
ότι η κατάσχεση επιβλήθηκε στην …………. Ρόδου, δηλαδή στην περιφέρεια του παρόντος Δικαστηρίου [άρθ. 1019 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν τον Ν. 5134/2024 σε συνδυασμό με το άρθρο 4 παρ. 1 Ν. 5108/2024 «Ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, χωροταξική αναδιάρθρωση των δικαστηρίων της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ A 65/2-5-2024)], για να συζητηθεί κατά την προκειμένη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθ. 682 επ. ΚΠολΔ), είναι δε νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 68 και 1019 ΚΠολΔ και, επομένως, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από όλα τα προσκομιζόμενα με επίκληση από τους διαδίκους έγγραφα πιθανολογούνται τα εξής πραγματικά περιστατικά: Με βάση πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ’ αριθ. 766/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου με την οποία ο απών υποχρεώθηκε, εις ολόκληρον με τη ………. συζ. …………….., να καταβάλει στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………………» το ποσό των 184.419,76 ευρώ εντόκως από τις 13-7-2012, ανατοκιζόμενων των τόκων ανά εξάμηνο και το ποσό των 1.850 ευρώ για δικαστική δαπάνη, επισπεύσθηκε από την καθ’ ης, ενεργώντας ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………..», η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………………», κατά του αιτούντος, αναγκαστική εκτέλεση με την επίδοση σε αυτόν στις 7-9-2022 της από 5-9-2022 επιταγής προς εκτέλεση κάτωθι αντιγράφου του παραπάνω πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής. Κατόπιν, δυνάμει της υπ’ αριθ. …………./2-11-2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Δωδεκανήσου, με έδρα το Πρωτοδικείο Ρόδου, ………………, με βάση το πρώτο (α) εκτελεστό απόγραφο της υπ’ αριθ. 766/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση για το ποσό των 100.000 ευρώ, το οποίο αποτελεί μέρος της απαίτησης (κεφαλαίου) της επισπεύδουσας, με τη ρητή επιφύλαξη της επισπεύδουσας για την είσπραξη του υπόλοιπου επιταχθέντος ποσού, πλέον τόκων και εξόδων, που καταχωρίστηκε στα βιβλία του Κτηματολογίου … με αριθμό ………./2022, σε ακίνητο του αιτούντος, και ειδικότερα επί του δικαιώματος πλήρους και αποκλειστικής (ποσοστού 100%) κυριότητας επί χώρου του ισογείου ορόφου με αριθμό πίνακα πέντε (5) του κτιρίου τέσσερα -πέντε (4-5) ή άλλως της Πτέρυγας Γάμα (Γ), που αποτελείται από ένα (1) δωμάτιο, έχει καθαρή επιφάνεια 374 τ.μ., επιφάνεια κοινόχρηστων 42 τ.μ., δηλαδή συνολική μικτή επιφάνεια 416 τ.μ., καθαρό όγκο 1421 κ.μ., ποσοστιαία αναλογία συνιδιοκτησίας 22/1000 εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου, αντιστοιχούσα σε 350 τ.μ. εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου. Το παραπάνω ακίνητο βρίσκεται στο Κτίριο Τέσσερα – Πέντε (4-5) ή Πτέρυγα Γάμα (Γ), που αποτελείται από τρία (3) υπόγεια (το Γάμα (Γ), το Βήτα (Β) και το Άλφα (Α) υπόγειο), από ισόγειο, πρώτο (Α) και δεύτερο (Β) πάνω από το ισόγειο όροφο, πολυώροφου οικοδομικού συγκροτήματος (βιοτεχνικό κέντρο) που αποτελείται από τέσσερα (4) συνεχόμενα κτίρια (πτέρυγες) συνδεδεμένα μεταξύ τους ως εξής: 1. Κτίριο Ένα-Δύο (1-2) ή Πτέρυγα Άλφα (Α), 2. Κτίριο Τρία (3) ή Πτέρυγα Βήτα (Β), 3. Κτίριο Τέσσερα – Πέντε (4-5) ή Πτέρυγα Γάμα (Γ) και 4. Κτίριο Έξι – Επτά (6-7) ή Πτέρυγα Δέλτα (Δ). Το ως άνω οικοδομικό συγκρότημα έχει ανεγερθεί σε οικόπεδο έκτασης 15.915 τ.μ. της κτηματικής περιφέρειας ………. Ρόδου, με κτηματολογικά στοιχεία: Τόμος …………., Φύλλο ……….., Μερίδα…………. Γαιών …….. και φάκελος …………, νομικής φύσης «μουλκ» και συνορεύει ανατολικά με δημόσια οδό, νότια με μερίδα γαιών ….., δυτικά με μερίδα γαιών ………. και βόρεια με μερίδα με μερίδα ………….. και ……….. Αποτελεί ανεξάρτητη και αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία και υπήχθη στις διατάξεις των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Ν. 3741/29, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 1024/1971, δυνάμει της υπ’ αριθ. …………./24-08-1981 πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της Συμβολαιογράφου Ρόδου, ……………., όπως αυτή διορθώθηκε και συμπληρώθηκε δυνάμει της με αριθ. ……………../18-03-1985 πράξης της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου, νόμιμα καταχωρισθέντων στα βιβλία του Κτηματολογίου…. με τις με αριθμό …………/13-10-1981 και ………………/07-06-1985 πράξεις αντίστοιχα. Με την ως άνω κατασχετήρια έκθεση ακινήτου, ορίστηκε ως αρχική ημερομηνία ηλεκτρονικού πλειστηριασμού η 21η Ιουνίου 2023, ημέρα Τετάρτη, από ώρα 10:00 έως 12:00 της ίδιας ημέρας με τιμή πρώτης προσφοράς το ποσό των τετρακοσίων τριάντα χιλιάδων (430.000) ευρώ και υπάλληλος του πλειστηριασμού ορίστηκε η Συμβολαιογράφος Ρόδου …………….. Ο ηλεκτρονικός πλειστηριασμός ωστόσο δεν πραγματοποιήθηκε κατά την ως άνω ορισθείσα ημερομηνία λόγω της διενέργειας των βουλευτικών εκλογών της 25ης Ιουνίου 2023. Εν συνεχεία με την υπ’ αριθ. ………../4-7-2024 πράξη δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Ρόδου …………. συζ. ……………., το γένος ………, που εδρεύει στη …, οδός …………, αριθ. …, ορίστηκε με επίσπευση της καθης η αίτηση με την ίδια παραπάνω ιδιότητά της νέα ημερομηνία ηλεκτρονικού πλειστηριασμού, με την ίδια τιμή πρώτης προσφοράς (430.000 ευρώ), η 23η Οκτωβρίου 2024, ημέρα Τετάρτη και από ώρα 10:00 έως 12:00. Από την επόμενη ημέρα επιβολής της κατάσχεσης (01-1-2022) και μέχρι την κατάθεση της υπό κρίση αίτησης (12-9-2024) μεσολάβησε χρονικό 680 ημερών από το οποίο πρέπει να αφαιρεθούν, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1019 παρ. 2 ΚΠολΔ, τα εξής χρονικά διαστήματα: (α) το χρονικό διάστημα της προηγούμενης και της επόμενης εβδομάδας της ημέρας των βουλευτικών εκλογών της 21ης Μαΐου 2023 και συγκεκριμένα από 14-5-2023 έως 28-5-2023 λόγω αναστολής διαδικασίας διενέργειας πλειστηριασμών ένεκα της διενέργειας των βουλευτικών εκλογών, σύμφωνα με το υπ’ αριθ. …/2-5-2023 έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης και το άρθρο 998 παρ. 2 ΚΠολΔ, δηλαδή δέκα πέντε (15) ημέρες, (β) το χρονικό διάστημα της προηγούμενης και της επόμενης εβδομάδας της ημέρας των βουλευτικών εκλογών της 25ης Ιουνίου 2023 και συγκεκριμένα από 18-6-2023 έως 2-7-2023 λόγω αναστολής διαδικασίας διενέργειας πλειστηριασμών ένεκα της διενέργειας των βουλευτικών εκλογών, σύμφωνα με το υπ’ αριθ. …../12-6-2023 έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης και το άρθρο 998 παρ. 2 ΚΠολΔ, δηλαδή δέκα πέντε (15) ημέρες, (γ) το διάστημα από 1 μέχρι και 31 Αυγούστου 2023, δηλαδή τριάντα μία (31) ημέρες, (δ) το χρονικό διάστημα της προηγούμενης και της επόμενης εβδομάδας της ημέρας των περιφερειακών και δημοτικών εκλογών της 8ης Οκτωβρίου 2023 και των επαναληπτικών εκλογών της 15ης Οκτωβρίου 2023 στον Δήμο … Δωδεκανήσου και συγκεκριμένα από 1-10-2023 έως 22-10-2023 λόγω αναστολής διαδικασίας διενέργειας πλειστηριασμών ένεκα της διενέργειας των περιφερειακών και δημοτικών εκλογών, σύμφωνα με το υπ αριθ. …../22-9-2023 έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης και το άρθρο 998 παρ. 2 ΚΠολΔ, δηλαδή είκοσι δύο (22) ημέρες, (ε) το χρονικό διάστημα από 20-11-2023 έως 8-1-2024 λόγω πανελλαδικής αποχής των Συμβολαιογράφων από τα καθήκοντα τους κατόπιν σχετικών αποφάσεων της γενικής συνέλευσης του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείων Αθηνών-Πειραιώς-Αιγαίου & Δωδεκανήσου, δηλαδή πενήντα (50) ημέρες, στ) το χρονικό διάστημα της προηγούμενης και της επόμενης εβδομάδας της ημέρας των Ευρωεκλογών της 9ης Ιουνίου 2024 και συγκεκριμένα από 2-6-2024 έως 16-6-2024, σύμφωνα με το υπαριθ. …./29-5-2024 έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης και το άρθρο 998 παρ. 2 ΚΠολΔ, δηλαδή δέκα πέντε (15) ημέρες, ζ) το διάστημα από 1 μέχρι και 31 Αυγούστου 2024, δηλαδή τριάντα μία (31) ημέρες και συνολικά (15+15+31+22+50+15+31=) 179 ημέρες. Επομένως, μετά την αφαίρεση των αμέσως παραπάνω χρονικών διαστημάτων, δηλαδή συνολικού χρονικού διαστήματος 179 ημερών, απομένει χρονικό διάστημα (680-179 =) 501 ημερών, το οποίο έχει μεσολαβήσει ανάμεσα στην κατάσχεση και στην άσκηση της κρινόμενης αίτησης, χωρίς να έχει διενεργηθεί πλειστηριασμός. Πέρα από την αφαίρεση των αμέσως παραπάνω χρονικών διαστημάτων δεν πρέπει να αφαιρεθεί κανένα άλλο διάστημα και μάλιστα ούτε το επτάμηνο διάστημα από την κατάσχεση μέχρι τον πλειστηριασμό που ορίστηκε αρχικά ούτε το δίμηνο διάστημα από τη νέα επίσπευση του πλειστηριασμού που δεν διενεργήθηκε και εξής, τα οποία, σύμφωνα με τον νόμο (άρθ. 993 παρ. 2 και 973 παρ. 1 ΚΠολΔ αντίστοιχα), πρέπει αναγκαία να μεσολαβούν κατ’ ελάχιστον ανάμεσα στην κατάσχεση (ή τη νέα επίσπευση πλειστηριασμού αντίστοιχα) και στον πλειστηριασμό, καθώς, σύμφωνα με όσα αναλυτικά αναφέρθηκαν στην ως άνω νομική σκέψη, τα χρονικά αυτά διαστήματα δεν αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 1019 παρ. 2 ΚΠολΔ ούτε μπορούν να αφαιρεθούν κατ αναλογία της παραπάνω διάταξης, εφόσον ο νομοθέτης γνώριζε τις προθεσμίες των ως άνω άρθρων και δεν τις εξαίρεσε από την προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 1019 παρ. 1 ΚΠολΔ ετήσια προθεσμία (ΜΠΑΘ 5694/2024, ΕιρΑΘ 530/2021, ΕιρΑΘ 529/2021, ΕιρΑΘ 272/2020, ΕιρΑΘ 443/2019, ΤΝΠ «Ισοκράτης» με περαιτέρω παραπομπές). Με βάση όλα τα παραπάνω, από την επομένη της επιβολής της ένδικης κατάσχεσης έως την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει μεσολαβήσει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους, ακόμη και μετά την αφαίρεση των αναφερόμενων παραπάνω χρονικών διαστημάτων, που δεν υπολογίζονται κατά τον νόμο στην ετήσια προθεσμία του άρθρου 1019 παρ. 1 ΚΠολΔ, χωρίς στο μεταξύ να διενεργηθεί πλειστηριασμός. Τέλος, πιθανολογήθηκε ότι ο αϊτών έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την ανατροπή της παραπάνω κατάσχεσης, δεδομένου ότι ο ίδιος έχει στην πλήρη και αποκλειστική κυριότητά του το περιγραφόμενο παραπάνω κατασχεθέν ακίνητο και ως εκ τούτου ωφελείται από την ελευθέρωσή του από το βάρος της ένδικης κατάσχεσης. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση ως ουσιαστικά βάσιμη και να διαταχθεί η ανατροπή της προσβαλλόμενης αναγκαστικής κατάσχεσης κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, ενώ τα δικαστικά έξοδα του αιτούντος δεν θα επιβληθούν σε βάρος της καθ’ ης, ελλείψει σχετικού αιτήματος του (άρθ. 106 ΚΠολΔ).

                                                                           ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την ανατροπή της αναγκαστικής κατάσχεσης, που επιβλήθηκε με επίσπευση της καθ’ ης η αίτηση δυνάμει της υπ’ αριθ. …………./2-11-2022 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Δωδεκανήσου, με έδρα το Πρωτοδικείο Ρόδου, ………………., επί του δικαιώματος πλήρους και αποκλειστικής (ποσοστού 100%) κυριότητας του αιτούντος επί χώρου του ισογείου ορόφου με αριθμό πίνακα … του κτιρίου τέσσερα -πέντε (4-5) ή άλλως της Πτέρυγας Γάμα (Γ), που αποτελείται από ένα (1) δωμάτιο, έχει καθαρή επιφάνεια 374 τ.μ., επιφάνεια κοινόχρηστων 42 τ.μ., δηλαδή συνολική μικτή επιφάνεια 416 τ.μ., καθαρό όγκο 1421 κ.μ.» ποσοστιαία αναλογία συνιδιοκτησίας 22/1000 εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου, αντιστοιχούσα σε 350 τ.μ. εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου. Το παραπάνω ακίνητο βρίσκεται στο Κτίριο … ή Πτέρυγα Γάμα (Γ), που αποτελείται από τρία (3) υπόγεια (το Γάμα (Γ), το Βήτα (Β) και το Άλφα (Α) υπόγειο), από ισόγειο, πρώτο (Α) και δεύτερο (Β) πάνω από το ισόγειο όροφο, πολυώροφου οικοδομικού συγκροτήματος (βιοτεχνικό κέντρο) που αποτελείται από τέσσερα (4) συνεχόμενα κτίρια (πτέρυγες) συνδεδεμένα μεταξύ τους ως εξής: 1. Κτίριο Ένα – Δύο (1 -2) ή Πτέρυγα Άλφα (Α), 2. Κτίριο Τρία (3) ή Πτέρυγα Βήτα (Β), 3. Κτίριο … ή Πτέρυγα Γάμα (Γ) και 4. Κτίριο Έξι – Επτά (6-7) ή Πτέρυγα Δέλτα (Δ). Το ως άνω οικοδομικό συγκρότημα έχει ανεγερθεί σε οικόπεδο έκτασης 15.915 τ.μ. της κτηματικής περιφέρειας …. Ρόδου, με κτηματολογικά στοιχεία: Τόμος .., Φύλλο …, Μερίδα … … και φάκελος …………., νομικής φύσης «Μουλκ» και συνορεύει ανατολικά με δημόσια οδό, νότια με μερίδα γαιών …., δυτικά με μερίδα γαιών …………. και βόρεια με μερίδα με μερίδα γαιών ………….. και …, η οποία αποτελεί ανεξάρτητη και αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία και υπήχθη στις διατάξεις των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Ν. 3741/29, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 1024/1971, δυνάμει της υπ’ αριθ. ………./24-08-1981 πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της Συμβολαιογράφου Ρόδου, …………….., όπως αυτή διορθώθηκε και συμπληρώθηκε δυνάμει της με αριθ. ……………./18-03-1985 πράξης της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου, νόμιμα καταχωρισθέντων στα βιβλία του Κτηματολογίου … με τις με αριθμό …………./13-10-1981 και ………………/07-06-1985 πράξεις αντίστοιχα.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη γνωστοποίηση της παρούσας απόφασης με επιμέλεια της Γραμματείας του παρόντος Δικαστηρίου αμέσως και χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στην επί του πλειστηριασμού υπάλληλο και Συμβολαιογράφο Ρόδου,……………. συζ. ……………., το γένος ………….., που εδρεύει στη ………., οδός …………….., αριθ. ………….., ή στον νόμιμο αναπληρωτή αυτής, προκειμένου να απόσχει από κάθε περαιτέρω ενέργεια εκτέλεσης και να ζητήσει να εγγράφει σχετική με την ανατροπή της κατάσχεσης σημείωση στο οικείο βιβλίο του Κτηματολογίου ….

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στη Ρόδο, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στις 17-12-2024, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
(για τη δημοσίευση)

Αποζημίωση από καθυστέρηση πτήσης. Ισχύων Ευρωπαϊκός Κανονισμός. Συντρέχουσα αρμοδιότητα του Δικαστηρίου του τόπου του τελικού προορισμού. Ευθύνη αερομεταφορέα προς αποζημίωση σε περίπτωση που η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε έκτακτες περιστάσεις. Δέχεται αγωγή (αρ. αποφ. 2/2025 Μ.Π.Ρόδου – διαδικασία μικροδιαφορών δημοσιευμένη στην ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ)

Αγωγή αποζημίωσης στα πλαίσια πλημμελούς εκπλήρωσης σύμβασης αεροπορικής μεταφοράς από αεροπορική εταιρεία. Τοπική αρμοδιότητα δικαστηρίων για την εκδίκαση διαφορών αποζημίωσης πελατών κατά αεροπορικής εταιρείας λόγω ματαίωσης ή καθυστέρησης αεροπορικής μεταφοράς. Όροι θεμελίωσης διεθνούς δικαιοδοσίας ελληνικών δικαστηρίων προς εκδίκαση των άνω διαφορών. Όροι ευθύνης αεροπορικού μεταφορέα κατά τον Καν 261/2004 επί άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης. Πεδίο εφαρμογής του άνω Κανονισμού και βασικές έννοιες αυτού. Δικαιώματα επιβάτη επί ματαίωσης πτήσης όπως η αξίωση καταβολής ειδικής αποζημίωσης και λήψη φροντίδας από την οικεία αεροπορική εταιρεία. Ύψος της άνω ειδικής αποζημίωσης. Λοιπές υποχρεώσεις αεροπορικού μεταφορέα επί καθυστέρησης πτήσης. Όροι κατάφασης ματαίωσης ή καθυστέρησης αντίστοιχα πτήσης σε περίπτωση μεταφοράς επιβατών σε έτερη ήδη προγραμματισμένη πτήση. Αναγκαίες περιστάσεις για την επέκταση του δικαιώματος αποζημίωσης και υπέρ επιβατών που υπέστησαν ζημία εκ της μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης τους. Προς τούτο απαιτείται να προκύπτει πως εξαιτίας καθυστερημένων πτήσεων, υφίστανται απώλεια χρόνου ίση ή ανώτερη των τριών ωρών, τουτέστιν φθάνουν στον τελικό προορισμό τους τρεις και πλέον ώρες αργότερα από την ώρα που είχε αρχικώς προγραμματίσει ο αερομεταφορέας. Μέσα άμυνας αεροπορικών μεταφορέων προς απαλλαγή τους από την ευθύνη αποζημίωσης λόγω ματαίωσης ή σημαντικής καθυστέρησης πτήσης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 19 της κυρωθείσης με το ν.3006/2002 Σύμβασης του Μόντρεαλ 28-5-1999. Οι ανωτέρω δύνανται να επικαλεστούν πως η ματαίωση ή καθυστέρησης της πτήσης οφείλεται σε συμβάν που προκλήθηκε από έκτακτες περιστάσεις που δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη κι αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα και πως προέβησαν στις δέουσες ενέργειες μείωσης της ζημίας των επιβατών. Την λήψη των άνω μέτρων οφείλει να αποδείξει η εναγόμενη εταιρεία. Προσδιορισμός των άνω περιστάσεων που μπορεί να συνδέονται με περιόδους πολιτικής αστάθειας, απροσδόκητων ελλείψεων στην ασφάλεια της πτήσης και απεργιών που επηρεάζουν τη λειτουργία του αερομεταφορέα. Έννοια «απροσδόκητων ελλείψεων στην ασφάλεια της πτήσης» όπου δεν εμπίπτουν τεχνικά προβλήματα που διαπιστώνονται κατά ή ελλείψει συντήρησης των αεροσκαφών. Περιπτώσεις που δεν είναι εφικτή η απαλλαγή του αερομεταφορέα από την ευθύνη διά της άνω ένστασης. Δέχεται αγωγή.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΙΚΡΟΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης 02/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ

Αποτελούμενο από την Δικαστή Χρυσούλα Αντωνοπούλου, Πάρεδρο Πρωτοδικείου, και την γραμματέα Αικατερίνη Τούβρα.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στη Ρόδο την 05η Νοεμβρίου 2024, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εναγόντων: 1. Γεωργίου Λαμπαδάκη του Νικολάου, δικηγόρου, κατοίκου Ρόδου, οδός ………. ………. , με Α.Φ.Μ. …………… , ατομικά για τον εαυτό του και ως ασκούντος τη γονική μέριμνα της ανήλικης θυγατέρας του ………. ………. , 2. ………. συζ. ………. ………. το γένος ………. , κατοίκου Ρόδου, οδός ………. ………. , με Α.Φ.Μ. ………… , ατομικά για τον εαυτό της και ως ασκούσας τη γονική μέριμνα της ανήλικης θυγατέρας του ………. ………. , οι οποίοι παραστάθηκαν ο μεν πρώτος αυτοπροσώπως και η δεύτερη δια του πρώτου των εναγόντων ………. ………. (AM ΔΣΡ 414) ………. που κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις στις 11.09.2023, την από 23.08.2023 εξουσιοδότηση και την από 07.01.2025 υπεύθυνη δήλωση περί μη υποχρέωσης έκδοσης γραμματίου προκαταβολής εισφορών και ενσήμων, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση αυτής.

Της εναγόμενης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία « ………. ………. ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο « ………. ………. Α.Ε.» (« ………. ………. S.A.»), που εδρεύει ………. ………. Αττικής, επί του Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών, κτήριο ………. , όπως εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. ………. , η οποία εκπροσωπήθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Φαίδρας Αγγελάκη (AM ΔΣΡ 38843), η οποία κατέθεσε προτάσεις στις 02.10.2023, την από 21.05.2024 εξουσιοδότηση του Διευθύνοντος Συμβούλου της και το με στοιχεία ………. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων και παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ι.Β. (AM ΔΣΡ 330 } κατά την εκφώνηση αυτής, ο οποίος κατέθεσε το με στοιχεία ………. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων.

Οι ενάγοντες κατέθεσαν την από 23.08.2023 αγωγή τους στη Γραμματεία του πρώην Ειρηνοδικείου Ρόδου με αρ. καταθ. ………. /23.08.2023, διαδικασίας μικροδιαφορών (ν. 4842/2021), κατά της αντιδίκου τους, την οποία της επέδωσαν την 01.09.2023 (σχετικά η με αριθμό ………. /01.09.2023 Έκθεση Επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………. ), ήτοι εντός δέκα (10) ημερών από την κατάθεσή της, κατά το άρθρο 468 παρ. 1 ΚΠολΔ. Στην παραπάνω έκθεση κατάθεσης δικογράφου αναγράφηκε ότι οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τα αποδεικτικά έγγραφά τους και υπόμνημα-προτάσεις εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την λήξη της προθεσμίας επίδοσης της αγωγής, δηλ. μέχρι την 02.10.2023. Οι ενάγοντες κατέθεσαν εμπρόθεσμα στη γραμματεία του δικαστηρίου, στις 11.09.2023 τις προτάσεις τους και τα αποδεικτικά τους έγγραφα, προσθήκη – αντίκρουση κατέθεσαν στις 09.10.2023. Η εναγόμενη κατέθεσε προτάσεις και αποδεικτικά έγγραφα στις 02.10.2023, προσθήκη-αντίκρουση κατέθεσε, δε, στις 06.10.2023. Μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, ορίστηκε η συζήτηση της υπόθεσης για την στην αρχή της παρούσας ορισθείσα δικάσιμο και η υπόθεση εγγράφηκε στο πινάκιο με τον αριθμό …… (…) .

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κανονισμού αριθ. 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Φεβρουαρίου 2004 για ιη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης. που θεσπίζει τα ελάχιστα δικαιώματα των επιβατών στις προαναφερόμενες περιπτώσεις, σε περίπτωση ματαίωσης της πτήσης παρέχεται το δικαίωμα στους επιβάτες να λαμβάνουν αποζημίωση το ύψος της οποίας προσδιορίζεται αναλόγως με την απόσταση του τελευταίου προορισμού στον οποίο ο επιβάτης θα φθάσει καθυστερημένα μετά την προγραμματισμένη ώρα εξ αιτίας της άρνησης επιβίβασης. Περαιτέρω, στο άρθρο 9 σε συνδυασμό με την 17η αιτιολογική σκέψη του προοιμίου του αυτού Κανονισμού προβλέπεται η υποχρέωση των αερομεταφορέων να παρέχουν επαρκή φροντίδα σε επιβάτες των οποίων οι πτήσεις παρουσιάζουν καθυστέρηση, συγκεκριμένα προβλέπεται η παροχή δωρεάν γευμάτων και αναψυκτικών ανάλογα του χρόνου αναμονής τους, η διανυκτέρευση σε ξενοδοχείο όταν αποβαίνει αναγκαία η παραμονή τους, η μεταφορά μεταξύ του αερολιμένα και καταλύματος, οι ίδιοι δε οι επιβάτες, μεταξύ άλλων, θα πρέπει να είναι σε θέση να τη συνεχίζουν υπό ικανοποιητικές συνθήκες. Επιπλέον, βάσει του συγκεκριμένου άρθρου προσφέρονται δωρεάν στους επιβάτες δύο τηλεφωνήματα, τέλεξ ή φαξ ή μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Εξάλλου, στο άρθρο 12 του Κανονισμού ορίζεται ότι αυτός (ο Κανονισμός) δεν θίγει τα δικαιώματα του επιβάτη για περαιτέρω αποζημίωση. Περαιτέρω, σύμφωνα με την 14η αιτιολογική σκέψη του προοιμίου του Κανονισμού, η οποία επαναλαμβάνει τα οριζόμενα στο άρθρο 19 της κυρωθείσης με το ν.3006/2002 Σύμβασης του Μόντρεαλ 28-5-1999, οι ως άνω θεσπιζόμενες με αυτόν υποχρεώσεις προς αποζημίωση του επιβάτη θα πρέπει να περιορίζονται ή και να μην ισχύουν όταν ένα συμβάν έχει προκληθεί από έκτακτες περιστάσεις οι οποίες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη κι αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα. Τέτοιες περιστάσεις μπορούν ειδικότερα να προκύψουν σε περιπτώσεις πολιτικής αστάθειας, καιρικών συνθηκών που δεν επιτρέπουν την πραγματοποίηση της συγκεκριμένης πτήσης, κινδύνων για την ασφάλεια των επιβατών, απροσδόκητων ελλείψεων στην ασφάλεια της πτήσης και απεργιών που επηρεάζουν τη λειτουργία του πραγματικού αερομεταφορέα. Από τα ανωτέρω οριζόμενα στο προοίμιο του Κανονισμού προκύπτει ότι κατά τον Κοινοτικό νομοθέτη τα ως άνω γεγονότα η απαρίθμηση των οποίων εξάλλου δεν είναι εξαντλητική, δεν συνιστούν αφ’ εαυτών έκτακτες περιστάσεις, αλλά ενδέχεται να οδηγήσουν στη δημιουργία τέτοιων περιστάσεων. Κατά συνέπεια όλες οι περιστάσεις που συνδέονται με τέτοια γεγονότα δεν αποτελούν οπωσδήποτε αιτίες απαλλαγής από την υποχρέωση αποζημίωσης που προβλέπει ο Κανονισμός. Μολονότι δε ο ενωσιακός νομοθέτης περιέλαβε στο σχετικό κατάλογο τις ` ` απροσδόκητες ελλείψεις στην ασφάλεια της πτήσης και μολονότι ένα τεχνικό πρόβλημα που παρουσίασε το αεροσκάφος μπορεί να περιληφθεί στις ελλείψεις αυτές, εντούτοις, οι περιστάσεις που συνδέονται με ένα τέτοιο γεγονός δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως έκτακτες. παρά μόνο εάν αφορούν γεγονός το οποίο, όπως εκείνα που απαριθμούνται στη 14η αιτιολογική σκέψη του εν λόγω Κανονισμού, δεν συνδέεται αναπόσπαστα με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του οικείου αερομεταφορέα και διαφεύγει του αποτελεσματικού ελέγχου του, λόγω της φύσης και των αιτίων του. Λόγω, όμως, των ειδικών συνθηκών υπό τις οποίες πραγματοποιούνται οι αεροπορικές μεταφορές και της περίπλοκης τεχνολογίας των αεροσκαφών επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι αερομεταφορείς αντιμετωπίζουν συνήθως κατά την άσκηση της δραστηριότητάς τους, διάφορα τεχνικά προβλήματα τα οποία αναποφεύκτως ανακύπτουν από τη λειτουργία των αεροσκαφών. Άλλωστε, προς αποτροπή ακριβώς τέτοιων προβλημάτων και προς πρόληψη συμβάντων που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των πτήσεων, τα αεροσκάφη υποβάλλονται σε τακτικούς και ιδιαίτερα αυστηρούς ελέγχους, εγγενείς στις συνήθεις συνθήκες εκμετάλλευσης των αεροπορικών επιχειρήσεων. Επομένως, η επίλυση τεχνικού προβλήματος οφειλόμενου σε έλλειψη συντήρησης αεροσκάφους πρέπει να θεωρείται ως στοιχείο αναπόσπαστα συνδεόμενο με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του αερομεταφορέα, ενώ τεχνικά προβλήματα που διαπιστώνονται κατά τη συντήρηση των αεροσκαφών ή λόγω έλλειψης τέτοιας συντήρησης δεν μπορούν να αποτελούν αυτά καθεαυτά ` ` έκτακτες περιστάσεις. Ενόψει, λοιπόν, των ανωτέρω απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει εάν τα τεχνικά προβλήματα που επικαλέστηκε ο αερομεταφορέας στην υπόθεση της κύριας δίκης ανέκυψαν από γεγονότα τα οποία δεν συνδέονται αναπόσπαστα με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του οικείου αερομεταφορέα και διαφεύγουν του αποτελεσματικού ελέγχου του (απόφαση του ΔΕΚ της 22ης Δεκεμβρίου 2008 στην υπόθεση C-549/2007 δημ. ΝΟΜΟΣ) .

Ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να προσδιορίσει τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχουν οι αερομεταφορείς σε περίπτωση ματαίωσης πτήσης ή μεγάλης καθυστέρησης, δηλαδή διάρκειας τουλάχιστον τριών ωρών, και οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, του Κανονισμού 261/2004 (απόφαση της 4ης Μαΐου 2017, …..και ….., C-315/15, EU: C:2017:342, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) . Σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις 14 και 15 καθώς και με το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, κατά παρέκκλιση από όσα ορίζει η παράγραφος 1 του εν λόγω άρθρου, ο αερομεταφορέας απαλλάσσεται από την υποχρέωση αποζημίωσης των επιβατών που υπέχει από το άρθρο 7 του Κανονισμού 261/2004, εάν δύναται να αποδείξει ότι η ματαίωση της πτήσης ή η καθυστέρησή της, διάρκειας τουλάχιστον τριών ωρών κατά την άφιξη, οφείλεται σε «έκτακτες περιστάσεις» οι οποίες δεν θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα ή, σε περίπτωση επέλευσης μιας τέτοιας περίστασης, ότι έλαβε τα κατάλληλα για την περίπτωση μέτρα, χρησιμοποιώντας όλες τις δυνατότητες που διέθετε σε προσωπικό ή υλικά μέσα, καθώς και τις χρηματοοικονομικές του δυνατότητες, προκειμένου να αποτρέψει το ενδεχόμενο η περίσταση αυτή να έχει ως συνέπεια τη ματαίωση ή τη μεγάλη καθυστέρηση της συγκεκριμένης πτήσης (απόφαση της 4ης Απριλίου 2019, ……………, C-501/17, EU: C:2019:288, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, 26-6/2019 C-159/2018) .Κατά πάγια νομολογία, μπορούν να χαρακτηριστούν ως «έκτακτες περιστάσεις» , κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, του Κανονισμού, τα γεγονότα τα οποία, ως εκ της φύσεως και των αιτίων τους, δεν συνδέονται αναπόσπαστα με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του οικείου αερομεταφορέα και επί των οποίων ο αερομεταφορέας αυτός δεν έχει πραγματικό έλεγχο, οι δε δύο αυτές προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά (απόφαση της 4ης Απριλίου 2019, ………. , C-501/17, EU: C:2019:288, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, 26-6/2019 C-159/2018) . Συναφώς, επιβάλλεται η επισήμανση ότι ο χαρακτηρισμός μιας κατάστασης ως «έκτακτης περίστασης» κατά την έννοια της διάταξης αυτής πρέπει να γίνεται λαμβανομένης υπόψη μόνον της περίστασης που προκάλεσε τη ματαίωση ή τη μεγάλη καθυστέρηση της συγκεκριμένης πτήσης, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί αρχικά, αν η εν λόγω περίσταση συνιστά «γεγονός» κατά την έννοια της σκέψης 22 της απόφασης της 22ας Δεκεμβρίου 2008, ………. – ………. (C-549/07, EU: C:2008:771, 26-6/2019 C-159/2018) .

Ακολούθως, το άρθρο 6 του ανωτέρω Κανονισμού, που τιτλοφορείται «Καθυστέρηση» , ορίζει στην παρ. 1 ότι όταν πραγματικός αερομεταφορέας εκτιμά εύλογα ότι μια πτήση θα έχει καθυστέρηση σε σχέση με την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησής της……. γ) τέσσερις ώρες ή περισσότερο προκειμένου για πτήσεις που δεν εμπίπτουν στα στοιχεία α’ ή β’ (ενν. για πτήσεις μεγαλύτερες των 3.500 χιλιομέτρων), παρέχει στους επιβάτες: ι) τη βοήθεια που προβλέπεται στο άρθρο 9 παρ. 1 στοιχ.α’ και παρ. 2 και ιι) όταν ο ευλόγως αναμενόμενος χρόνος αναχωρήσεως είναι τουλάχιστον η επόμενη μέρα από τον χρόνο αναχωρήσεως που είχε ανακοινωθεί προηγουμένως, τη βοήθεια του άρθρου 9 παρ. 1 στοιχ. β’ και γ’ και ιιι) όταν η καθυστέρηση είναι τουλάχιστον πέντε ώρες, τη βοήθεια του άρθρου 8 παρ. 1 στοιχ. α’. Το άρθρο 7 του Κανονισμού αυτού, που τιτλοφορείται «Δικαίωμα αποζημίωσης» , ορίζει: «1. Όταν γίνεται παραπομπή στο παρόν άρθρο, ο επιβάτης λαμβάνει αποζημίωση ύψους: …. γ) 600 ευρώ για όλες τις πτήσεις που δεν εμπίπτουν στα στοιχεία α’ ή β’ (ενν. για πτήσεις μεγαλύτερες των 3.50 χιλιομέτρων).»

Από το άρθρο 6 του Κανονισμού προκύπτει, εξάλλου, ότι το περιεχόμενο που προσέδωσε ο ενωσιακός νομοθέτης στην έννοια της «καθυστερήσεως πτήσεως» συναρτάται αποκλειστικώς με την προγραμματισθείσα ώρα αναχωρήσεως, θεωρημένου, ως εκ τούτου, ότι μετά την ώρα αναχωρήσεως, τα υπόλοιπα στοιχεία που ασκούν επιρροή στην πτήση παραμένουν αμετάβλητα. Επομένως, μία πτήση «έχει καθυστέρηση» κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 6, εφόσον πραγματοποιείται σύμφωνα με τον αρχικός προβλεφθέντα προγραμματισμό και εφόσον η πραγματική ώρα αναχωρήσεως καθυστερήσει σε σχέση με την προγραμματισθείσα ώρα αναχωρήσεως. Σημειωτέον, ότι κατά το άρθρο 2 σημ. ιβ’ του Κανονισμού αυτού, και σε αντίθεση με την καθυστέρηση πτήσεως, η ματαίωση συνιστά τη συνέπεια του γεγονότος ότι μία αρχικός προγραμματισθείσα πτήση δεν πραγματοποιήθηκε. Εκ των ανωτέρω προκύπτει, συναφώς, ότι οι ματαιωθείσες πτήσεις και οι καθυστερήσεις πτήσεων αποτελούν δύο χωριστές κατηγορίες πτήσεων. Δεν μπορεί, επομένως, να συναχθεί από τον Κανονισμό αυτόν, ότι μία καθυστέρηση πτήσεως μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «ματαιωθείσα πτήση» απλώς λόγω μίας παρατεταμένης καθυστερήσεως, ακόμα και αν αυτή είναι σημαντική. Κατά συνέπεια, καθυστέρηση πτήσεως δεν είναι δυνατόν, ανεξαρτήτως της -έστω μεγάλης – καθυστερήσεως, να θεωρηθεί ως ματαίωση της πτήσεως, όταν ακολουθεί αναχώρηση βάσει του αρχικός προβλεφθέντος προγραμματισμού. Υπό τις συνθήκες αυτές, εφόσον οι επιβάτες μετεπιβιβάζονται σε πτήση της οποίας η ώρα αναχωρήσεως έχει καθυστέρηση σε σχέση με την αρχικώς προγραμματισθείσα ώρα αναχωρήσεως, η πτήση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «ματαιωθείσα» , παρά μόνον εάν ο αερομεταφορέας μεταφέρει τους επιβάτες με μία άλλη πτήση της οποίας ο αρχικός προγραμματισμός διαφέρει από αυτόν της αρχικώς προγραμματισθείσας πτήσεως. Επομένως, είναι δυνατόν, κατ’αρχήν, να συναχθεί ματαίωση όταν η αρχικώς προγραμματισθείσα πτήση έχει καθυστέρηση και μεταφέρεται σε μία άλλη πτήση, τουτέστιν όταν εγκαταλείπεται ο προγραμματισμός της αρχικής πτήσεως και οι επιβάτες αυτής συνεπιβιβάζονται με επιβάτες άλλης, επίσης προγραμματισθείσας πτήσεως, τούτο δε ανεξαρτήτως της πτήσεως για την οποία οι μετεπιβιβάζοντες επιβάτες είχαν κάνει κράτηση. Αντίθετα, καθυστέρηση πτήσεως δεν μπορεί, ανεξαρτήτως της -έστω μεγάλης – καθυστερήσεως, να θεωρηθεί ως ματαίωση πτήσεως, όταν αυτή πραγματοποιείται βάσει του προγραμματισμού που είχε αρχικώς προβλέψει ο αερομεταφορέας. Περαιτέρω, το άρθρο 5 παρ. 1 του ανωτέρω Κανονισμού ορίζει ότι, σε περίπτωση ματαιώσεως πτήσεως, οι επιβάτες δικαιούνται αποζημιώσεως από τον πραγματικό αερομεταφορέα σύμφωνα με το άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού. Αντιθέτως, από το γράμμα του κανονισμού αυτού, δεν προκύπτει ρητώς ότι οι επιβάτες των πτήσεων με καθυστέρηση έχουν τέτοιο δικαίωμα. Εντούτοις, όπως έχει τονίσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο με τη νομολογία του, για την ερμηνεία μιας διατάξεως του ενωσιακού δικαίου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το γράμμα της, αλλά και τα συμφραζόμενά της και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (βλ. απόφαση της 19ns. 11.2009 σε συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-402/07 και C-432/07, σκέψεις 40επ. , αποφάσεις της 19ns.9.2000 και της 7ns. 12.2006, c-306/05, ………. , Συλλογή 2006, σ. 1-11519, σκέψη 34) . Συναφώς, το διατακτικό μιας ενωσιακής πράξεως συνδέεται άρρηκτα με την αιτιολογία της και πρέπει να ερμηνεύεται, αν παρίσταται ανάγκη, λαμβανομένων υπόψη των αιτιολογικών σκέψεων που οδήγησαν στην έκδοσή της (απόφαση της 29ns.4.2004, C-298/00 Ρ, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. 1-4087, σκέψη 97 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) . Επισημαίνεται, πάντως, ότι καίτοι η δυνατότητα προβολής «έκτακτων περιστάσεων» , προκειμένου οι αερομεταφορείς να απαλλαγούν από την υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως δυνάμει του άρθρου 7 του κανονισμού αυτού, προβλέπεται στο άρθρο 5 παρ. 3 του ίδιου, το οποίο αφορά τη ματαίωση πτήσεως, εντούτοις, η 15η αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι δεν μπορεί να προβάλλεται η δικαιολογία αυτή όταν απόφαση ληφθείσα στο πλαίσιο της διαχειρίσεως της εναέριας κυκλοφορίας και αφορώσα συγκεκριμένο αεροσκάφος σε συγκεκριμένη ημέρα έχει ως αποτέλεσμα «μακρά καθυστέρηση(ή) ολονύκτια καθυστέρηση». Δεδομένου ότι η έννοια της μακράς καθυστέρησης μνημονεύεται στο πλαίσιο των εκτάκτων περιστάσεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο νομοθέτης την συνέδεσε επίσης με το δικαίωμα αποζημιώσεως. Το συμπέρασμα αυτό σιωπηρώς επιρρωννύει ο σκοπός του κανονισμού αυτού, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την In έως την 4η αιτιολογική του σκέψη, ιδίως δε από τη 2η εξ αυτών, ο εν λόγω Κανονισμός αποβλέπει στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, ανεξαρτήτως του εάν αντιμετωπίζουν άρνηση επιβιβάσεως, ματαίωση πτήσεως ή μεγάλη καθυστέρηση, καθότι όλοι υφίστανται σοβαρή αναστάτωση και ταλαιπωρία που συνδέεται με τις αερομεταφορές. Τούτο ισχύει, κατά μείζονα λόγο, δεδομένου ότι οι διατάξεις που θεσπίζουν δικαιώματα υπέρ των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αναγνωρίζουν δικαίωμα αποζημιώσεως, πρέπει να ερμηνεύονται διασταλτικός (βλ. απόφαση της 22ας. 12.2008 ό.π.) . Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι οι επιβάτες των οποίων η πτήση ματαιώθηκε και οι επιβάτες που αντιμετωπίζουν καθυστέρηση πτήσεως, υφίστανται ανάλογη ζημία, συνιστάμενη σε απώλεια χρόνου, και βρίσκονται επομένως, σε συγκρίσιμες καταστάσεις, όσον αφορά την εφαρμογή του δικαιώματος αποζημίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού. Στην περίπτωση δε, που οι επιβάτες πτήσεων με καθυστέρηση δεν αποκτούσαν δικαίωμα αποζημίωσης, θα ετύγχαναν δυσμενέστερης μεταχειρίσεως, μολονότι κατά τη μεταφορά τους, υφίστανται, ενδεχομένως, ανάλογη απώλεια χρόνου τριών ή και περισσότερων ωρών. Τέτοια διαφορετική μεταχείριση, όμως, δεν δικαιολογείται από κανέναν αντικειμενικό λόγο (βλ. απόφαση της 19ns. 11.2009 ό.π.) . Σημειωτέον δε ότι ο πραγματικός αερομεταφορέας δεν απαλλάσσεται της ευθύνης του προς αποζημίωση των επιβατών καθυστερημένης πτήσης, ακόμη κι εάν αποδείξει ότι η καθυστέρηση οφειλόταν σε έκτακτες περιστάσεις που δεν μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη κι αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα, στην περίπτωση εκ μέρους του αθέτησης της υποχρέωσης προς παροχή της προβλεπόμενης στο άρθρο 9 του Κανονισμού κατάλληλης φροντίδας προς αυτούς. Δηλαδή απαλλαγή του αερομεταφορέα από τις υποχρεώσεις παροχής βοήθειας και φροντίδας προς τους επιβάτες σε περίπτωση μεγάλης καθυστέρησης δεν επιτρέπεται ακόμη κι αν συντρέχουν έκτακτες περιστάσεις. Επομένως, η μεγάλη καθυστέρηση μιας πτήσης ενδέχεται να επιφέρει δύο είδη ζημιών στους επιβάτες: ζημίες κοινές για όλους των οποίων η ύπαρξη τεκμαίρεται αμάχητα και η αποκατάσταση μπορεί να γίνει επί τόπου με την παροχή άμεσης και τυποποιημένης φροντίδας, υπό τους όρους του Κανονισμού, χωρίς να χρειάζεται άσκηση αγωγής, και ζημίες προσωπικές, συνυφασμένες με το λόγο πραγματοποίησης του ταξιδιού, των οποίων η αποκατάσταση προϋποθέτει την κατά περίπτωση εκτίμηση της έκτασης τους και επομένως, μπορεί, να γίνει μόνο εκ των υστέρων με την παροχή εξατομικευμένης αποζημίωσης, μετά την άσκηση σχετικής αγωγής του εκάστοτε επιβάτη κατά του αερομεταφορέα υπό τους όρους της Σύμβασης του Μόντρεαλ (Απόφαση 10-1/2006 ΔΕΚ, υπόθεση C-344/2004 ……… ….. ………. , Αρμ. 2006. 1309), αλλά και υπό τους όρους του άρθρου 12 του Κανονισμού το οποίο παρέχει στους επιβάτες τη δυνατότητα διεκδίκησης περαιτέρω αποζημίωσης.

Επισημαίνεται, πάντως, ότι, καίτοι η δυνατότητα προβολής «έκτακτων περιστάσεων» , προκειμένου οι αερομεταφορείς να απαλλαγούν από την υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως δυνάμει του άρθρου 7 του κανονισμού 261/2004, προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, το οποίο αφορά τη ματαίωση πτήσεως, εντούτοις, η δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι δεν μπορεί να προβάλλεται η δικαιολογία αυτή όταν απόφαση ληφθείσα στο πλαίσιο της διαχειρίσεως της εναέριας κυκλοφορίας και αφορώσα συγκεκριμένο αεροσκάφος σε συγκεκριμένη ημέρα έχει ως αποτέλεσμα «μακρά καθυστέρηση (ή ] ολονύκτια καθυστέρηση». Δεδομένου ότι η έννοια της μακράς καθυστερήσεως μνημονεύεται στο πλαίσιο των εκτάκτων περιστάσεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο νομοθέτης την συνέδεσε επίσης με το δικαίωμα αποζημιώσεως. Το συμπέρασμα αυτό σιωπηρώς επιρρωννύει ο σκοπός του κανονισμού 261/2004, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την πρώτη έως την τέταρτη αιτιολογική του σκέψη, ιδίως δε από τη δεύτερη εξ αυτών, ο εν λόγω κανονισμός αποβλέπει στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, ανεξαρτήτως του εάν αντιμετωπίζουν άρνηση επιβιβάσεως, ματαίωση πτήσεως ή μεγάλη καθυστέρηση, καθότι όλοι υφίστανται σοβαρή αναστάτωση και ταλαιπωρία που συνδέεται με τις αερομεταφορές. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι οι διατάξεις που θεσπίζουν δικαιώματα υπέρ των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αναγνωρίζουν δικαίωμα αποζημιώσεως, πρέπει να ερμηνεύονται διασταλτικός (βλ. , συναφώς, απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C-549/07, ……..Συλλογή 2008, σ. 1-11061, σκέψη 17) . Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι δυνατόν να συναχθεί εξαρχής το συμπέρασμα ότι οι επιβάτες των πτήσεων με καθυστέρηση στερούνται δικαιώματος αποζημιώσεως και δεν μπορούν να εξομοιώνονται με τους επιβάτες των πτήσεων που ματαιώθηκαν σε ό, τι αφορά την αναγνώριση ενός τέτοιου δικαιώματος. Συναφώς, κάθε κοινοτική πράξη πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με το σύνολο του πρωτογενούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά παρόμοιες καταστάσεις και να μην αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά (αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2004, C-210/03, ………. ………. , Συλλογή 2004, σ. 1-11893, σκέψη 70, καθώς και της, C-344/04, ………. και ………. , Συλλογή 2006, σ. 1-403, σκέψη 95) . Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του κανονισμού 261/2004, ο οποίος είναι να ενισχυθεί η προστασία των επιβατών αεροπορικών μεταφορών δια της αποκαταστάσεως των ζημιών που προκαλούνται στους ενδιαφερομένους κατά τις αεροπορικές μεταφορές, οι καταστάσεις που εμπίπτουν στον κανονισμό αυτόν πρέπει να συγκριθούν σε συνάρτηση ιδίως με το είδος και τη σοβαρότητα των διαφόρων ζημιών και της ταλαιπωρίας και αναστατώσεως που υπέστησαν οι συγκεκριμένοι επιβάτες (βλ. , συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση ………. και ………. , σκέψεις 82, 85, 97 και 98) . Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι οι επιβάτες των οποίων η πτήση ματαιώθηκε και οι επιβάτες που αντιμετωπίζουν καθυστέρηση πτήσεως υφίστανται ανάλογη ζημία, συνιστάμενη σε απώλεια χρόνου, και βρίσκονται επομένως σε συγκρίσιμες καταστάσεις, όσον αφορά την εφαρμογή του δικαιώματος αποζημιώσεως που προβλέπεται -στο άρθρο 7 του κανονισμού 261/2004. Ειδικότερα, η κατάσταση των επιβατών πτήσεων με καθυστέρηση ουδόλως διακρίνεται από εκείνη των επιβατών των οποίων η πτήση ματαιώθηκε και τους προτάθηκε μεταφορά με άλλη πτήση κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γ, περίπτωση iii, του κανονισμού 261/2004, και οι οποίοι ενδέχεται να πληροφορήθηκαν τη ματαίωση της πτήσεως, in extremis, ακόμα και κατά την άφιξή τους στο αεροδρόμιο (βλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2009, C-204/08, ………. , Συλλογή 2009, σ. 1-6073, σκέψη 19) . Συνεπώς, οι επιβάτες στους οποίους προσφέρεται μεταφορά με άλλη πτήση κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γ, περίπτωση iii, του κανονισμού 261/2004 απολάβουν του προβλεπόμενου στο άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού δικαιώματος αποζημιώσεως, εφόσον ο μεταφορέας δεν τους μεταφέρει με πτήση η οποία αναχωρεί το νωρίτερο μία ώρα πριν από την προγραμματισμένη ώρα αναχωρήσεως και φθάνει στον τελικό τους προορισμό σε λιγότερο από δύο ώρες μετά την προγραμματισμένη ώρα αφίξεως. Οι επιβάτες αυτοί αποκτούν επομένως δικαίωμα αποζημιώσεως όταν υφίστανται απώλεια χρόνου η οποία είναι ίση ή ανώτερη των τριών ωρών σε σχέση με τη διάρκεια που είχε αρχικώς προγραμματισθεί από τον μεταφορέα. Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι οι επιβάτες πτήσεων με καθυστέρηση δύνανται να επικαλεσθούν το προβλεπόμενο στο άρθρο 7 του κανονισμού 261/2004 δικαίωμα αποζημιώσεως όταν, εξαιτίας τέτοιων πτήσεων, υφίστανται απώλεια χρόνου ίση ή ανώτερη των τριών ωρών, τουτέστιν όταν φθάνουν στον τελικό προορισμό τους τρεις και πλέον ώρες αργότερα από την ώρα που είχε αρχικώς προγραμματίσει ο αερομεταφορέας (C-402/07 και C- 432/07).

Με την ένδικη αγωγή τους οι ενάγοντες εκθέτουν ότι είχαν προβεί σε ενιαία κράτηση με κωδικό ………. για την πτήση της εναγόμενης εταιρείας στις 11.06.2023 από τον αερολιμένα «CHARLES DE GAULLES» του Παρισιού (αρχικός προορισμός) προς τον αερολιμένα «Διαγόρας» της Ρόδου (τελικός προορισμός) με ενδιάμεση ανταπόκριση από τον αερολιμένα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ» της Αθήνας (ενδιάμεσος προορισμός), η οποία πτήση θα πραγματοποιούνταν από την εναγόμενη. Ότι η πτήση από το Παρίσι για Αθήνα ήταν προγραμματισμένη στις 17:00 (αναχώρηση από Παρίσι) και άφιξη στην Αθήνα στις 21:10 και στις 22:20 η πτήση από την Αθήνα για τη Ρόδο. Ότι παρά την έγκαιρη επιβίβαση των εναγόντων στο αεροπλάνο που θα τους μετέφερε από τη Γαλλία στην Αθήνα, το αεροπλάνο καθυστέρησε να αναχωρήσει από το Παρίσι 2 ώρες και 25 λεπτά, καθ’ όλο, δε, το χρονικό διάστημα αυτό οι ενάγοντες και οι λοιποί επιβάτες ανέμεναν εντός του αεροπλάνου της εναγομένης, ενώ εστάλη ενημερωτικό email, με την οποία πληροφορούσε η εναγόμενη τους επιβάτες ότι αιτία της καθυστέρησης ήταν η αυξημένη κυκλοφορία στον αερολιμένα των Αθηνών. Ότι εξαιτίας της πολύωρης αυτής καθυστέρησης αναχώρησης της πτήσης από το Παρίσι, έφτασαν στην Αθήνα στις 23:30 περίπου, και ως εκ τούτου έχασαν την προγραμματισμένη πτήση τους προς τη Ρόδο. Ότι αναγκάστηκαν να διανυκτερεύσουν εντός του αερολιμένα και αναχώρησαν με την αμέσως επόμενη πτήση της εναγόμενης στις 05:00 της επομένης (12.06.2023) και έφτασαν στον τελικό τους προορισμό στις 06:00 (αντί για τις 23:20 που ήταν η αρχική ώρα άφιξης στον τελικό προορισμό της 11.06.2023) . Ότι στις 13.06.2023 κατέθεσαν οι ενάγοντες μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας της εναγομένης αίτημα για καταβολή ποσού 1.200,00 € (ήτοι 400,00 € ανά άτομο), σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό 261/2004. Ότι η εναγόμενη απάντησε στις 16.06.2023 με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου αρνητικά, με την αιτιολογία ότι η καθυστέρηση οφειλόταν σε απόφαση διαχείρισης της εναέριας κυκλοφορίας, χωρίς να δώσει περαιτέρω πληροφορίες. Έτσι, ζητούν με βάση τα προβλεπόμενα στο άρθρο 7 του Κανονισμού, να καταβάλλει η εναγόμενη το ποσό των 400,00 € για έκαστο των εναγόντων και 400,00 € για το τέκνο τους, για λογαριασμό του οποίου ασκούν την ένδικη αγωγή, κι αυτά νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής τους, καθώς και να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά τους έξοδα.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η ένδικη αγωγή, για την παραδεκτή συζήτηση της οποίας έχει υποβληθεί το από 22.08.2023 έντυπο ενημέρωσης για την δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση (άρθρο 3 παρ. 2 ν. 4640/2019), υπογεγραμμένο από την δεύτερη ενάγουσα και τον πρώτο ενάγοντα, ως πληρεξούσιο δικηγόρο των εναγόντων, για λογαριασμό τους ατομικά και ως νομίμων εκπροσώπων της ανήλικης θυγατέρας τους, αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπο ασκήθηκε ενώπιον του πρώην Ειρηνοδικείου Ρόδου (ΚΠολΔ 7, 9, 10, 14 προ της τροποποίησης και κατάργησης των Ειρηνοδικείων με το ν. 5108/2024 και το ν. 5134/2024, καθώς και του άρθρου 7 παρ. 2 Κανονισμού 1512/2012), απορριπτομένης ως αβάσιμης της ένστασης κατά τόπον αναρμοδιότητας που υπέβαλε η εναγόμενη με τις προτάσεις της, και αρμοδίως φέρεται για εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 3 ν. 5134/2024, που τροποποίησε το άρθρο 14 ΚΠολΔ) . Ειδικότερα, αναφορικά με την ένσταση κατά τόπον αναρμοδιότητας που υπέβαλε η εναγόμενη, πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με την νομολογία του ΔΕΕ, όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία ενός δικαστηρίου να αποφαίνεται επί αξιώσεων όπως οι επίδικες στην κύρια δίκη, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχει διευκρινίσει ότι, καθόσον τα δικαιώματα που βασίζονται στις διατάξεις του κανονισμού 261/2004 και σας διατάξεις της Συμβάσεως του Μόντρεαλ εντάσσονται σε διαφορετικά κανονιστικά πλαίσια, οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπει η εν λόγω Σύμβαση δεν έχουν εφαρμογή στις αγωγές που ασκήθηκαν βάσει μόνον του κανονισμού 261/2004, οι οποίες πρέπει να εξετάζονται με γνώμονα τον κανονισμό 44/2001 (πρβλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 2016, ………. ………. , C-94/14, EU: C:2016:148, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) . Το ίδιο ισχύει οιο πλαίσιο διαφοράς, όπως αυτή της κύριας δίκης, στην οποία οι αξιώσεις των εναγόντων στηρίζονται τόσο στις διατάξεις του κανονισμού 261/2004 όσο και στη Σύμβαση του Μόντρεαλ. Επιπλέον, το άρθρο 67 και το άρθρο 71, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 επιτρέπουν την εφαρμογή κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που αφορούν ειδικά θέματα και περιλαμβάνονται, αντίστοιχος, σε νομοθετήματα της Ένωσης ή σε συμβάσεις στις οποίες τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη. Δεδομένου ότι οι αεροπορικές μεταφορές αποτελούν τέτοιο ειδικό θέμα, οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται στη Σύμβαση του Μόντρεαλ πρέπει να μπορούν να εφαρμόζονται εντός του ρυθμιστικού πλαισίου που θέτει η σύμβαση αυτή. Υπό τις συνθήκες αυτές, όσον αφορά, αφενός, τις αξιώσεις που στηρίζονται στα άρθρα 5, 7 και 9 του κανονισμού 261/2004 το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει, προκειμένου να αποφανθεί επί της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί, τη δική του διεθνή δικαιοδοσία, σύμφωνα με τον κανονισμό 1215/2012. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, προκειμένου να ενισχυθεί η δικαστική προστασία των προσώπων που είναι εγκατεστημένα στο έδαφος της Ένωσης παρεχομένης ταυτόχρονα της δυνατότητας στον ενάγοντα να προσδιορίζει με ευκολία το δικαστήριο στο οποίο εναγόμενο να προβλέπει ευλόγως το μπορεί να εναχθεί, οι κανόνες περιλαμβάνονται στον κανονισμό 1215/2012 διαρθρώνονται γύρω από τη γενική δικαιοδοσία του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του εναγομένου, όπως προβλέπεται από το άρθρο 4 του κανονισμού αυτού και συμπληρώνεται από τις ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας (βλ. , κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 3ης Μαΐου 2007, ………. ………. , C-386/05, EU: C:2007:262, σκέψεις 20 και 21) . Ως εκ τούτου, ο κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας του τόπου κατοικίας του εναγομένου συμπληρώνεται, στο άρθρο 7, σημείο 1, του κανονισμού 1215/2012, από έναν κανόνα ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας για τις διαφορές εκ συμβάσεως ο οποίος δικαιολογείται από την ύπαρξη στενού συνδέσμου μεταξύ της συμβάσεως και του δικαοιηρίου που καλείται να επιληφθεί της σχετικής διαφοράς (βλ. , κατ` αναλογίαν, απόφαση της 3ης Μαΐου 2007, ………. ………. , C-386/05, EU: C:2007:262, σκέψη 22) .

Κατ’ εφαρμογήν του εν λόγω κανόνα, ο εναγόμενος μπορεί επίσης να εναχθεί ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή πρέπει να εκπληρωθεί η επίδικη παροχή, καθόσον τεκμαίρεται ότι το δικαστήριο αυτό συνδέεται στενά με τη σύμβαση (βλ. , καταναλογίαν, απόφαση της 3ης Μαΐου 2007,..... , C-386/05, EU: C:2007:262, σκέψη 23) . Εξάλλου, μολονότι οι διατάξεις του τμήματος 4 του κεφαλαίου II του κανονισμού 1215/2012, σχετικά με τη «Διεθνή δικαιοδοσία σε συμβάσεις καταναλωτών» , εισάγουν επίσης κανόνα ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ των καταναλωτών, πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 17, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι το τμήμα αυτό «δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις μεταφοράς, πλην των συμβάσεων στο συνολικό τίμημα των οποίων περιλαμβάνεται ο συνδυασμός δαπανών ταξιδιού και καταλύματος» (απόφαση της 11ης Απριλίου 2019, ...., C-464 .......... 18, EU: C:2019:311, σκέψη 28) . Στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο κανόνας ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας στον τομέα της παροχής υπηρεσιών, που προβλέπεται στο άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο β. δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1215/2012, ορίζει ως έχον δικαιοδοσία να εκδικάσει αγωγή αποζημιώσεως η οποία στηρίζεται σε σύμβαση αεροπορικής μεταφοράς προσώπων, κατ’ επιλογήν του ενάγοντος, το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος αναχωρήσεως ή ο τόπος αφίξεως του αεροσκάφους, όπως οι τόποι αυτοί προβλέπονται στην εν λόγω σύμβαση μεταφοράς (βλ. , κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 2009, ………. , C-204/08, EU: C:2009:439, σκέψεις 43 και 47, καθώς και της 11ης Ιουλίου 2018, ………. ………. και ………. ………. , C-88/17, EU: C:2018:558, σκέψη 18) . Αφετέρου, όσον αφορά τις αξιώσεις που στηρίζονται στις διατάξεις της Συμβάσεως του Μόντρεαλ, ιδίως δε στο άρθρο 19, σχετικά με την αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν λόγω καθυστερήσεως της πτήσεως, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να διαπιστώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του να αποφανθεί επί του τμήματος αυτού της αγωγής υπό το πρίσμα του άρθρου-33 της εν λέγω Συμβάσεως. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το άρθρο 7, σημείο 1, το άρθρο 67 και το άρθρο 71, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 καθώς και το άρθρο 33 της Συμβάσεως του Μόντρεαλ έχουν την έννοια ότι το δικαστήριο κράτους μέλους που επιλαμβάνεται αγωγής με αίτημα τόσο την ικανοποίηση των κατ’ αποκοπήν και τυποποιημένων δικαιωμάτων που προβλέπονται στον κανονισμό 261/2004, όσο και την αποκατάσταση περαιτέρω ζημίας η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως του Μόντρεαλ πρέπει να εκτιμά τη διεθνή δικαιοδοσία του, όσον αφορά το πρώτο αίτημα, υπό το πρίσμα του άρθρου 7, σημείο 1, του κανονισμού 1215/2012 και, όσον αφορά το δεύτερο αίτημα, υπό το πρίσμα του άρθρου 33 της Συμβάσεως αυτής (σχετικά C-213/2018) . Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή παραδεκτώς εισάγεται να εκδικαστεί κατά την ειδική διαδικασία των μικροδιαφορών (ΚΠολΔ 466 επ.) και είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1 περ. γ’ , 2 περ. α, στ. ζ. η. 3 περ.1α, περ 2α και β και περ. 4, 5,6, 7 παρ. 1 περ.β. 3 και 4, 8παρ. 1, 9 παρ. 1 και 15 του Κανονισμού 261/2004, ΑΚ 346, καθώς και 176-191 ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως να κριθεί επί της ουσίας.

Η εναγόμενη με τις προτάσεις της αρνείται την αγωγή και επικαλείται ότι όταν η καθυστέρηση αναχώρησης μιας πτήσης οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες μη δυνάμενους να προβλεφθούν, τότε ο αερομεταφορέας δεν φέρει ευθύνη για την καθυστέρηση που τυχόν σημειώνεται, ενώ μνημονεύει την ρητή υποχρέωση που υπέχουν οι αερομεταφορείς να ακολουθούν απαρέγκλιτα τις οδηγίες από τον Πύργο Ελέγχου, την Υπηρεσία Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας και τις αρμόδιες υπηρεσίες των αερολιμένων. Ισχυρίζεται δηλαδή η εναγόμενη ότι η καθυστέρηση στην πτήση αναχώρησης των εναγόντων από τον αερολιμένα της Γαλλίας οφειλόταν σε περιστάσεις, που κατά τον Κανονισμό 261/2004, είναι «έκτακτες» , οι οποίες δεν μπορούσαν να αποφευχθούν, καθώς επί αυτών δεν είχε κανένα έλεγχο η εναγόμενη αερομεταφορέας, με αποτέλεσμα εξαιτίας αυτών των έκτακτων περιστάσεων να εκφεύγει η περίπτωση των εναγόντων από την υποχρέωση προς αποζημίωση αυτών. Σύμφωνα με την ως άνω διαλαμβανόμενη νομική σκέψη, τέτοιες «έκτακτες περιστάσεις» κατά τον Κανονισμό 261/2004, δύνανται να προκύψουν σε περιπτώσεις πολιτικής αστάθειας, καιρικών συνθηκών που δεν επιτρέπουν την πραγματοποίηση της συγκεκριμένης πτήσης, κινδύνων για την ασφάλεια των επιβατών, απροσδόκητων ελλείψεων στην ασφάλεια της πτήσης και απεργιών που επηρεάζουν τη λειτουργία του πραγματικού αερομεταφορέα. Από τα ανωτέρω οριζόμενα στο προοίμιο του Κανονισμού προκύπτει ότι κατά τον Κοινοτικό νομοθέτη τα ως άνω γεγονότα η απαρίθμηση των οποίων, εξάλλου, δεν είναι εξαντλητική, δεν συνιστούν αφ’ εαυτών έκτακτες περιστάσεις, αλλά ενδέχεται να οδηγήσουν στη δημιουργία τέτοιων περιστάσεων. Κατά συνέπεια, όλες οι περιστάσεις που συνδέονται με τέτοια γεγονότα δεν αποτελούν οπωσδήποτε αιτίες απαλλαγής από την υποχρέωση αποζημίωσης που προβλέπει ο Κανονισμός, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ενωσιακός νομοθέτης περιέλαβε στο σχετικό κατάλογο τις απροσδόκητες ελλείψεις στην ασφάλεια της πτήσηςεντούτοις, οι περιστάσεις που συνδέονται με ένα τέτοιο γεγονός δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως ` ` έκτακτες. παρά μόνο εάν αφορούν γεγονός το οποίο, όπως εκείνα που απαριθμούνται στη 14η αιτιολογική σκέψη του εν λόγω Κανονισμού, δεν συνδέεται αναπόσπαστα με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του οικείου αερομεταφορέα και διαφεύγει του αποτελεσματικού ελέγχου του, λόγω της φύσης και των αιτίων του. Εντούτοις, προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωση αποζημιώσεως των επιβατών την οποία προβλέπει το άρθρο 7 του ανωτέρω κανονισμού, ο αερομεταφορέας του οποίου η πτήση καθυστέρησε σημαντικά εξαιτίας τοιαύτης έκτακτης περιστάσεως οφείλει να αποδείξει ότι η περίσταση αυτή δεν θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα και ότι ο ίδιος έλαβε τα κατάλληλα για την περίσταση μέτρα που ήταν ικανά να αντιμετωπίσουν τις συνέπειές της ( ………. /2024/3887) . Στην απόφαση, δε, της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C-549/07, ………. (Συλλογή 2008, σ. I-11061), το Δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον δεν έχουν όλες οι έκτακτες περιστάσεις απαλλακτικό χαρακτήρα, ο επικαλούμενος αυτές πρέπει να αποδείξει, επίσης, ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν με τα κατάλληλα για τη συγκεκριμένη περίπτωση μέτρα, δηλαδή τα μέτρα που, κατά τον χρόνο επελεύσεως των εκτάκτων αυτών περιστάσεων, αντιστοιχούν, ιδίως, στις συνθήκες τις οποίες δύναται να εξασφαλίσει, από τεχνικής και οικονομικής απόψεως, ο οικείος αερομεταφορέας. Συγκεκριμένα, όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο, ο αερομεταφορέας πρέπει να αποδείξει ότι, ακόμα κι αν χρησιμοποιούσε όλες τις δυνατότητες που διαθέτει σε προσωπικό ή υλικά μέσα, καθώς και τις χρηματοοικονομικές του δυνατότητες, δεν θα μπορούσε προφανώς, εκτός αν είχε υποβληθεί σε θυσίες υπερβαίνουσες τις δυνατότητες της επιχειρήσεώς του στο δεδομένο χρονικό σημείο, να αποτρέψει τη ματαίωση της πτήσεως ως ενδεχόμενη συνέπεια των εκτάκτων περιστάσεων που αντιμετώπισε (σχετικά C-549/07) . Εν προκειμένω, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, οι αποφάσεις για την διαχείριση της εναέριας κυκλοφορίας λαμβάνονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες των αερολιμένων, οι συνθήκες, δε, που λαμβάνονται υπόψη κάθε φορά εμπίπτουν στη σφαίρα εξουσίας και επιρροής των αρμόδιων υπηρεσιών των αερολιμένων, επί των οποίων οι αερομεταφορείς δεν έχουν δυνατότητα ούτε να τις μεταβάλλουν, ούτε να αποκλίνουν από αυτές, με βάση τις ανωτέρω σκέψεις, και ως εκ τούτου οι σχετικές εντολές και οδηγίες από τις αρμόδιες υπηρεσίες διαχείρισης της εναέριας κυκλοφορίας αποτελούν «έκτακτες περιστάσεις» , υπό την έννοια ιδίως ότι δεν συνδέονται με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του αερομεταφορέα και διαφεύγουν του αποτελεσματικού ελέγχου του, λόγω της φύσης και των αιτίων του. Συνεπώς, θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο οι «έκτακτες αυτές περιστάσεις» μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί, δηλαδή αν η εναγόμενη έλαβε τα αναγκαία και εύλογα μέτρα, σύμφωνα με τον Κανονισμό. Επομένως, με βάση τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω, όπως αυτά έχουν αποτυπωθεί σε σκέψεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η σχετική ένσταση της εναγομένης είναι ορισμένη και νόμιμη (άρθρο 5 παρ. 3 Κανονισμού 261/2004) και θα εξεταστεί επί της ουσίας.

Από την με αριθμό πρωτοκόλλου ΔΣ ΡόδουΕΒ ………. /04.09.2023 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος των εναγόντων ……………… χήρας ………. ………. το γένος ………. ενώπιον του δικηγόρου Ρόδου ………. ………. , καθώς και από όλα τα αποδεικτικά έγγραφα και στοιχεία που προσκομίζουν οι διάδικοι για τη διεξαγωγή αποδείξεων και συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα εξής: Οι ενάγοντες προέβησαν σε κράτηση στην εναγόμενη εταιρεία αερομεταφορών για προγραμματισμένη πτήση την 11.06.2023 στις 17:00 από το αεροδρόμιο «Charles De Gaulles» του Παρισιού για Αθήνα (αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος»), με προγραμματισμένη ώρα άφιξης στις 21:10, ενώ στη συνέχεια με την ίδια κράτηση θα επιβιβάζονταν σε επόμενη πτήση από την Αθήνα προς τη Ρόδο (αεροδρόμιο «Διαγόρας») με προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης της 22:20 της ίδιας ημέρας και άφιξη την 23:20. Ο κωδικός κράτησης στην εναγόμενη ήταν ο ………. . Επίσης, οι ενάγοντες είχαν προβεί εμπρόθεσμα σε έκδοση των σχετικών καρτών επιβίβασής τους. Ωστόσο, κι ενώ είχαν ήδη επιβιβαστεί την 11.06.2023 στο αεροπλάνο της εναγόμενης για να ταξιδέψουν από το Παρίσι για την Αθήνα, ενημερώθηκαν με ηλεκτρονικό μήνυμα στις 19:02 στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο του πρώτου ενάγοντος ότι η πτήση θα καθυστερούσε λόγω αυξημένης κυκλοφορίας στο Αεροδρόμιο των Αθηνών, ενώ στη συνέχεια έλαβαν και δεύτερο ηλεκτρονικό μήνυμα στις 20:22 ότι θα αποστελλόταν άμεσα ενημέρωση για την καινούργια κράτηση επιβατών που είχαν ήδη προγραμματισμένες ανταποκρίσεις πτήσεων (όπως εν προκειμένω οι ενάγοντες) . Πράγματι, οι ενάγοντες αναγκάστηκαν να αναμένουν επί δύο ώρες και είκοσι πέντε λεπτά εντός του αεροπλάνου της εναγόμενης, γεγονός που η εναγόμενης δεν αρνείται, με αποτέλεσμα να φτάσουν στον ενδιάμεσο προορισμό τους (το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» της Αθήνας) στις 23:30, χάνοντας έτσι την επόμενη προγραμματισμένη πτήση τους, η οποία είχε αναχωρήσει ήδη για το αεροδρόμιο «Διαγόρας» της Ρόδου από ας 22:20. Η εναγόμενη παρείχε στους ενάγοντες την δυνατότητα να διανυκτερεύσουν σε ξενοδοχείο της Αθήνας, δυνατότητα που όμως οι ενάγοντες δεν θέλησαν να αξιοποιήσουν, δεδομένου ότι η επόμενη προγραμματισμένη πτήση με την οποία θα αναχωρούσαν ήταν για τις 05:00 τα ξημερώματα, οπότε θα είχαν στη διάθεσή τους πολύ λίγο χρόνο, μέχρι να φτάσουν στο ξενοδοχείο και να επιστρέψουν για να βρίσκονται έγκαιρα στο αεροδρόμιο για την επιβίβασή τους στην ανωτέρω προγραμματισμένη πτήση. Ακολούθως, στις 13.06.2023 οι ενάγοντες, δια του πρώτου εξ αυτών, αιτήθηκαν με ηλεκτρονικό μήνυμα την καταβολή σε αυτούς αποζημίωσης λόγω καθυστέρησης άφιξης στον τελικό προορισμό τους άνω των τριών ωρών. Η εναγόμενη απάντησε με ηλεκτρονικό μήνυμα στους ενάγοντες στις 16.06.2023, απορρίπτοντας το αίτημά τους, επικαλούμενη ότι η καθυστέρηση οφειλόταν «… κυρίως λόγω αποφάσεων της διαχείρισης εναέριας κυκλοφορίας. Τέτοια γεγονότα αποτελούν έκτακτες περιστάσεις οι οποίες δεν Θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί ακόμη και αν όλα τα απαραίτητα μέτρα είχαν ληφθεί από τον αερομεταφορέα και σύμφωνα με τον Κανονισμό 261/2004, από τον οποίο απορρέουν τα δικαιώματα των επιβατών, δεν προβλέπεται κάποια αποζημίωση…». Ουσιαστικά δηλαδή η εναγόμενη προέβαλε ως λόγο απόρριψης του αιτήματος αποζημίωσης την ως άνω ένστασή της, ότι εν προκειμένω δεν υποχρεούται σε αποζημίωση των εναγόντων, καθώς η απόφαση της διαχείρισης εναέριας κυκλοφορίας αποτελεί «έκτακτη περίσταση» κατά την έννοια του Κανονισμού. Εντούτοις, παρότι η απόφαση καθυστέρησης της πτήσης από το Παρίσι προς την Αθήνα οφειλόταν σε συνθήκες έκτακτες, αναγόμενες σε αποφάσεις της Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας του Αεροδρομίου της Αθήνας, στις οποίες η εναγόμενη δεν ήταν δυνατό να αντιλέξει ή να αποκλίνει, ώστε πράγματι να θεωρούνται αυτές «έκτακτες περιστάσεις» κατά την έννοια του Κανονισμού, μη εμπίπτουσες στη σφαίρα εξουσίας και επιρροής της εναγόμενης, η τελευταία ουδέν στοιχείο εισέφερε που θα μπορούσε να αποδείξει ότι η «έκτακτη» αυτή περίσταση δεν θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα και ότι η ίδια έλαβε τα κατάλληλα για την περίσταση μέτρα που ήταν ικανά να αντιμετωπίσουν τις συνέπειές της. Δηλαδή η εναγόμενη θα έπρεπε, για την αποδοχή της σχετικής ένστασής της, να αποδείξει, ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν με τα κατάλληλα για τη συγκεκριμένη περίπτωση μέτρα, δηλαδή τα μέτρα που, κατά τον χρόνο επελεύσεως των εκτάκτων αυτών περιστάσεων, αντιστοιχούν, ιδίως, συνθήκες τις οποίες δύναται να εξασφαλίσει, από τεχνικής οικονομικής απόψεως, η ίδια, καθώς και ότι ακόμα κι αν χρησιμοποιούσε όλες τις δυνατότητες που διαθέτει σε προσωπικό ή υλικά μέσα, καθώς και τις χρηματοοικονομικές της δυνατότητες, δεν θα μπορούσε προφανώς, εκτός αν είχε υποβληθεί σε θυσίες υπερβαίνουσες τις δυνατότητες της επιχειρήσεώς της στο δεδομένο χρονικό σημείο, να αποτρέψει την καθυστέρηση της πτήσεως ως ενδεχόμενη συνέπεια των εκτάκτων περιστάσεων που αντιμετώπισε. Εν προκειμένω, ωστόσο, η εναγόμενη ουδέν εισέφερε για την απόδειξη της υποβληθείσας ένστασής της, η οποία τυγχάνει συνεπώς απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη. Τουναντίον, οι ενάγοντες προσκόμισαν το από 18.03.2024 ηλεκτρονικό μήνυμα της Γενικής Διεύθυνσης Πολιτικής Αεροπορίας, από το οποίο πληροφορούνταν ότι η «…………. δεν έχει προσκομίσει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η καθυστέρηση της πτήσης ……….. Παρίσι-Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2023 δικαιολογήθηκε από έκτακτες περιστάσεις που δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη κι αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα..» , από το οποίο προκύπτει ότι η εναγόμενη ουδέν είχε εισφέρει για την απόδειξη της πραγματικής ύπαρξης «έκτακτων περιστάσεων» και της εκ μέρους της λήψης των εύλογων μέτρων, σε συμφωνία με τον Κανονισμό 261/2004. Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλλει στους ενάγοντες το αναφερόμενο στο διατακτικό ποσό, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Τα δικαστικά έξοδα θα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δυσχέρειας της ερμηνείας των εφαρμοζόμενων κανόνων δικαίου (179 ΚΠολΔ) .

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλλει σε έκαστο των εναγόντων το ποσό των 400,00 € , ήτοι 400,00 € για τον πρώτο ενάγοντα, 400,00 € για την δεύτερη ενάγουσα και 400,00 € για την ανήλικη κόρη των δύο πρώτων εναγόντων, όπως αυτή εκπροσωπείται νόμιμα από τους ίδιους που έχουν τη γονική της μέριμνα, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής τους.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στη Ρόδο την 07/01/2025 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Υπερχρεωμένα νοικοκυριά (Ν. 3869/2010). Δεκτή η αίτηση οφειλετών-ζεύγους, ρύθμιση των χρεών τους και προστασία της κύριας κατοικίας τους ( αρ. αποφ. 82/2025 Μ.Π.Ρόδου δημοσιευμένη στην ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ)

Αίτηση δικαστικής ρύθμισης οφειλών υπερχρεωμένων δανειοληπτών και εξαίρεσης της κύριας κατοικίας τους από την εκποίηση κατ΄ άρθρο 4§1 του Ν. 3869/2010. Δυνητική κατά την τρέχουσα νομοθεσία η απόπειρα εξωδικαστικού συμβιβασμού μεταξύ των μερών προ της συζήτησης της αιτήσεως. Για να είναι βάσιμη απαιτείται ο αιτών να είναι φυσικό πρόσωπο που περιήλθε άνευ δόλου σε κατάσταση πάγιας και μόνιμης αδυναμίας αποπληρωμής του συνόλου των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του προς τρίτους. Ορισμένο της άνω αιτήσεως. Βασικά στοιχεία για την κατάφαση μη δόλιας περιέλευσης του αιτούντος σε υπερχρέωση. Πρόγραμμα δικαστικής ρύθμισης οφειλών του αιτούντος κατ άρθρο 8§2 του Ν. 3869/2010. Συνεκτιμώμενα από το δικαστήριο οικονομικά κριτήρια του αιτούντος για τον προσδιορισμό του ύψους των άνω δόσεων. Πρόγραμμα εξαίρεσης της κύριας κατοικίας του οφειλέτη από την εκποίηση κατ άρθρπ 9§2 του Ν. 3869/2010. Μέγιστο ποσό αποπληρωμής οφειλών εκ μέρους του αιτούντος στα πλαίσια του άνω προγράμματος. Τρόπος κατανομής των δόσεων στα πλαίσια παράλληλης εφαρμογής των άνω δύο προγραμμάτων κατά τρόπο ώστε να μην υπερβαίνουν την μέγιστη ικανότητα αποπληρωμής οφειλών εκ μέρους του οφειλέτη σε συνδυασμό με την μη χειροτέρευση της θέσης των δανειστών εν σχέσει με την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης. Τυχόν καταβολές του οφειλέτη προ συζήτησης της αίτησης του και άνευ προσωρινής διαταγής δεν λογίζονται ως δόσεις στα πλαίσια του προγράμματος κατ άρθρο 8§3 του Ν. 3869/2010 αλλά καταβολές έναντι της συνολικής οφειλής κατ΄ άρθρο 416 ΑΚ. Δέχεται εν μέρει αίτηση.

Αριθμός 82/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από την Δικαστή, Χρυσούλα Αντωνοπούλου, Δόκιμη Πρωτοδίκη Ειδικής Επετηρίδας και τη Γραμματέα Αικατερίνη Τουβρα.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του την 09η Οκτωβρίου 2024 για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση:

ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ-ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ: 1. ……….. του ………, με Α.Φ.Μ. ………., 2. ……… συζ. ………… το γένος ……….., με Α.Φ.Μ. ………., αμφότερων κατοίκων ……………. Ρόδου, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Λαμπαδάκη (ΑΜ ΔΣΡ 414), ο οποίος κατέθεσε έγραφες προτάσεις επί της έδρας και το με στοιχεία Ρ…… γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΡ.

ΤΗΣ ΚΑΘ` ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΑΙΤΗΣΗ: υπό ειδική εκκαθάριση ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», και το διακριτικό τίτλο «……….», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ………., η οποία έχει τεθεί σε ειδικά” εκκαθάριση σύμφωνα με το άρθρο 68 ν. 3601/2007 και εκπροσωπείται νόμιμα από τον ειδικό εκκαθαριστή αυτής ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «……… ΕΝΙΑΙΑ ΕΙΔΙΚΩΝ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΕΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΙΔΙΚΟΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ», η οποία εδρεύει στο ……… Αττικής, οδός ………. και ………., η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Εισάγεται προς συζήτηση η από 18.04.2018 με αρ. καταθ. …./18.04.2018 κλήση για την επαναφορά της συζήτησης της από 08.01.2013 με αρ. καταθ. …./2013 αίτησης για την υπαγωγή των αιτούντων στο αρθρο 4 ν. 3869/2010, όπως αυτός ισχύει. Ν ανωτέρω κλήση αρχικά είχε προσδιοριστεί για την δικασιμο της 07.11.2018, ότε αναβλήθηκε για την 21.10.2020, εν συνεχεία αναβλήθηκε εκ νέου για την δικάσιμο της 02.03.2022, τότε, δε, αναβλήθηκε για την δικάσιμο της 15.11.2023, οπότε αναβλήθηκε για την 24.01.2024, οπότε αναβλήθηκε για την 29.05.2024 και τέλος αναβλήθηκε για την στην αρχή της παρούσας ορισθείσα δικάσιμο.

Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το σχετικό πινάκιο στη σειρά της και κατά τη συζήτηση της στο ακροατήριο, παραστάθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος των αιτούντων, ο οποίος ζήτησε να γίνουν δεκτά τα αναφερόμενα στην κλήση, στην αίτηση και στις προτάσεις του.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από την με αριθμό …..Γ’/26.04.2018 Έκθεση Επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………, που προσκομίζουν και επικαλούνται οι αιτούντες, προκύπτει όχι ακριβές και επικυρωμένο αντίγραφο της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../18.04.2018 κλήσης για την επαναφορά της συζήτησης, μετά πράξης ορισμού δικασίμου και κλήσης προς συζήτηση για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 07.11.2018 επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην καθ’ ης, η οποία δεν παραστάθηκε κατά την εκφώνηση αυτής. Η αίτηση με αρ. καταθ. …./21013 επεδόθη στην καθ` ης τράπεζα με την ………./04.02.2013 Έκθεση Επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή …………., κατά την δικάσιμο, δε, της 15.02.2017 η καθ’ ης παραστάθηκε κανονικά και κατέθεσε προτάσεις επί της έδρας. Επί της αίτησης εξεδόθη η 51/2018 απόφαση του πρώην Ειρηνοδικείου Ρόδου, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να προοκομιστούν Ε1 και εκκαθαριστικά σημειώματα των αιτούντων ετών 2008 έως το χρόνο της συζήτησης της αίτησης. Συνεπώς, παρότι η καθ’ ης δεν παραστάθηκε κατά τη συζήτηση, με την οποία επαναφέρθηκε η αίτηση με την ένδικη κλήση, η συζήτηση αυτή θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης (254 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την υπό κρίση αίτηση, η οποία επαναφέρεται με την ένδικη κλήση, οι αιτούντες, επικαλούμενοι έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους προς την πιστώτριά τους, που αναφέρεται στην περιεχόμενη αναλυτική κατάσταση της αίτησης τους, ζητούν, όπως σαφώς συνάγεται από το όλο περιεχόμενο αυτής και αφού ληφθούν υπόψη η περιουσιακή και οικογενειακή τους κατάσταση που εκθέτουν αναλυτικά, την επικύρωση του σχεδίου διευθέτησης των οφειλών τους, άλλως επικουρικώς, τη ρύθμιση των χρεών τους, με την υπαγωγή τους στις διατάξεις του ν. 3869/2010 και την εξαίρεση της κύριας κατοικίας τους από την ρευστοποίηση, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υποβάλλουν, μέχρι συνολικού ποσού ανερχόμενου στο 85% της εμπορικής αξίας του ακινήτου τους, καθώς και να μην επιδικαστεί δικαστική δαπάνη βάσει του άρθρου 8 παρ. 6 ν. 3869/2010, άλλως να συμψηφιστεί αυτή μεταξύ των διαδίκων.

Με το παραπάνω περιεχόμενο η αίτηση αρμόδια κατ’ αρθρ. 3 ν.3869/2010 ασκήθηκε ενώπιον του πρώην Ειρηνοδικείου Ρόδου και αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο κατέστη αρμόδιο καθύλην, μετά την τροποποίηση του ν. 5108/2024 και του ν. 5134/2024, δυνάμει των οποίων καταργήθηκαν τα Ειρηνοδικεία, ως αυτού στην περιφέρεια αρμοδιότητας του οποίου βρίσκεται η κατοικία των αιτούντων, κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των όρθρων 741 επ. ΚΠολΔ (αρθρο 3 ν. 3869/2010), μετά την τροποποίηση του άρθρου 2 του ν. 3869/2010 με το άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 4161/2013 (ΦΕΚ Α’ 143/14.06.2013, όπως ισχύει). Κατόπιν της τροποποίησης των άρθρων 2 και 4 του ν. 3869/2010 από το ν. 4161/2013, για τις αιτήσεις οι οποίες κατατέθηκαν μετά τη θέση σε ισχύ του νέου νόμου (Φ.Ε.Κ. Α 143/14-6-2013): α) η προδικασία απόπειρας συμβιβασμού με προσφυγή στη διαμεσολάβηση είναι δυνητικοί (άρθρο 2 παρ. 1 ν. 3869/2010 ως τροποποιήθηκε με το αρθρ. 11 παρ. 2 ν. 4161/2013), ενώ εξάλλου β) δυνητική και μόνο προς διευκόλυνση του προδικαστικού συμβιβασμού -όχι ως στοιχείο παραδεκτού- είναι και η προσκόμιση των συνοδευτικών της αίτησης εγγράφων και της υπεύθυνης δήλωσης που προβλέπονται στο άρθρο 4 παρ. 1-2 ν. 3869/2010 ως τροποποιήθηκε με το αρθρ. 12 παρ. 1 ν. 4161/2013. Περαιτέρω, από την αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου στα αντίστοιχα τηρούμενα αρχεία προέκυψε άτι δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση του αρθρ. 4 παρ. 1 ν. 3869/2010 των αιτούντων για ρύθμιση των οφειλών του στο Δικαστήριο αυτό ή σε άλλο της χώρας, ούτε έχει εκδοθεί άλλη απόφαση για ρύθμιση, σύμφωνα με το αρθρ. 13 παρ. 2 ν. 3869/2010 (βλ. τη με αρ. …../10.10.2024 βεβαίωση της Γραμματείας του Πρωτοδικείου Αθηνών-Τμήματος Ρύθμισης Οφειλών). Επίσης, η ένδικη αίτηση, περιλαμβάνει τα στοιχεία που ορίζουν τα άρθρα 1 και 4 παρ. 1 ν. 3869/2010, αλλά και τα άρθρο 118 και 747 παρ. 2 ΚΠολΔ και συγκεκριμένα αναφέρονται στο υπό κρίση δικόγραφο: 1) μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών των αιτούντων, 2) έλλειψη στο πρόσωπό τους πτωχευτικής ικανότητας, 3) κατάσταση της περιουσίας και των εισοδημάτων τους, 4) την πιστώτριά τους και τις απαιτήσεις της κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, 5) σχέδιο διευθέτησης των οφειλών και 6) αίτημα ρύθμισης αυτών με σκοπό την προβλεπόμενη από το νόμο απαλλαγή. Κρίνεται συνεπώς ορισμένη, απορριπτόμενου του ισχυρισμού περί αοριστίας, που είχε υποβληθεί από την καθ’ ης κατά την αρχική συζήτηση της αίτησης, δεδομένου ότι πέραν των αναφερομένων στις παραπάνω διατάξεις, κανένα άλλο στοιχείο δεν απαιτείται για το ορισμένο της αίτησης (ΑΠ 439/2019, ΑΠ 213/2018, ΜΠρΘες 1186/2020, ΕιρΣερ 13/2021, ΕιρΠατρ 1591/2019 δημ. αμφ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕιρΘες 3151/2017 αδημ.), τα αναφερόμενα δε από εκείνη ως ελλείποντα στοιχεία (συγκυρίες που οδήγησαν τους αιτούντες στη δανειοδότηση, το Ποσό που εισέπραξαν από την πώληση της προγενέστερης κατοικίας τους) δεν αποτελούν στοιχεία του ορισμένου της αίτησης, αλλά είναι αντικείμενο απόδειξης και ανταπόδειξης κατά την έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας και ειδικότερα των όρων της υπαγωγής των αιτούντων στη ρύθμιση του ν. 3869/2010.

Περαιτέρω, η κρινόμενη αίτηση είναι και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 6 παρ. 3, 8 παρ. 1-2, 9 και 11 παρ.1 ν. 3869/2010, όπως τροποποιήθηκε με το νόμο 4161/2013, όπως όλα τα ανωτέρω τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 56-68 του ν. 4549/2018, κάποιες διατάξεις του οποίου σύμφωνα με το αρθρο 68 του τελευταίου, καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του (14-06-2018) αιτήσεις, πλην του αιτήματος περί επικύρωσης του σχεδίου διευθέτησης οφειλών του, αφού η επικύρωση του σχεδίου διευθέτησης δεν αποτελεί αντικείμενο της αίτησης του αρθρ. 4 παρ. 1 του νόμου αυτού, αλλά νόμιμη συνέπεια της ελεύθερης συμφωνίας των διαδίκων, στην περίπτωση που κανένας πιστωτής δεν προβάλει αντιρρήσεις για το αρχικό ή το τροποποιημένο σχέδιο διευθέτησης οφειλών ή συγκατατίθενται όλοι σε αυτό. Τέλος, μη νόμιμο είναι και το επικουρικό αίτημα για συμψηφισμό της δικαστικής δαπάνης, καθώς σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 6 του νόμου δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται. Πρέπει, άρα, η αίτηση, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, αφού το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν επιτεύχθηκε συμβιβασμός και καταβλήθηκαν και τα νόμιμα τέλη για τη συζήτησή της.

Η καθ’ ης η κλήση-αίτηση με τις προτάσεις της, που είχε καταθέσει κατά τη συζήτηση αρχικώς της αίτησης κατά την δικάσιμο της 15.02.2017 (καθώς η συζήτηση της αίτησης είναι, ως εκτέθηκε, ενιαία, μετά την έκδοση της 51/2018 απόφασης με την διατάχθηκε επανάληψη συζήτησης κατά το άρθρο 254 και 741 ΚΠολΔ), είχε προβάλλει ένσταση καταχρηστικής άσκησης των δικαιωμάτων εκ μέρους των καλούντων-αιτούντων, καθώς, με βάση το σχέδιο ρύθμισης που προτείνουν οι ίδιοι, επιθυμούν να καταβάλλουν προς την καθ` ης ποσό ανερχόμενο σε 211.131,00 € σε διάστημα 35 ετών, ενώ η συνολική τους οφειλή κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης την 15.02.2017 προσέγγιζε τις 300.000,00 €, γεγονός που αποτελεί υπέρβαση του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος και της καλής πίστης. Εντούτοις, η σχετική ένσταση τυγχάνει απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, καθώς μόνο το γεγονός ότι οι αιτούντες προτείνουν ένα ποσό, το οποίο, με βάση τη στάθμιση των οικονομικών τους δυνατοτήτων, εκτιμούν πως είναι σε θέση να καταβάλλουν προς την καθ’ ης, δεν αποτελεί υπέρβαση του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος και της καλής πίστης, αλλά ουνίτη α νόμιμο δικαίωμα τους να προβούν σε πρόταση για σχέδιο ρύθμισης προς την καθ’ ης, σύμφωνα με τις διαταξεις του ν. 3869/2010. Περαιτέρω, η καθ’ ης ζητά τη ρευστοποίηση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας των αιτούντων, ενώ επικουρικά ζητά, αν γίνει δεκτή η αίτηση, να ρυθμιστεί η ικανοποίηση των απαιτήσεών της σε συνολικό ποσό ανερχόμενο στο 80% της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, όπως αυτή θα αποτιμηθεί από το Δικαστήριο.

Από όλα -δίχως εξαίρεση- τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, καθώς και από εκείνα, που απλώς προσκομίζονται στο δικαστήριο, χωρίς να γίνεται επίκλησή τους, τα αυτεπαγγέλτως συλλεχθέντα – παραδεκτά, όπως προκύπτει από τα άρθρα 744 και 759 παράγραφος 3 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1384/2018 www.areiospagos.gr, ΑΠ 277/2018, ΑΠ 1779/2017, ΑΠ 636/2017, ΑΠ 66/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), τις άμεσες και έμμεσες ομολογίες που συνάγονται από τους ισχυρισμούς των διαδίκων (αρθρο 261 ΚΠολΔ) σε συνδυασμό με τα διδάγματα κοινής πείρας που το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του αυτεπάγγελτα (άρθρο 336 ΚΠολΔ), καθώς και από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα, ………….., που εξετάστηκε κατά την αρχική δικάσιμο, επί της οποίας εξεδόθη η 51/2018 απόφαση που διέταξε επανάληψη συζήτησης της 15.02.2017- αποδείχθηκαν κατά την κρίση του δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περκπατικά: Οι αιτούντες είναι σύζυγοι και έχουν αποκτήσει δύο τέκνα, τη ……….., ηλικίας σήμερα 18 ετών, και τον …………, ηλικίας σήμερα 14 ετών. Ο πρώτος αιτών εργάζεται ως εποχιακός υπάλληλος στο εστιατόριο με την επωνυμία «…………….», με μηνιαίες αποδοχές κατά το έτος 2012 για το διάστημα της τουρισττκής σεζόν ανερχόμενες στα 950,00 € περίπου το μήνα, ενώ τους υπόλοιπους πέντε μήνες το χρόνο ελάμβανε το επίδομα ανεργίας ανερχόμενο στο ποσό των 432,00 € μηνιαίος. Η δεύτερη αιτούσα, δε, εργάζεται ως βρεφονηπιοκόμος σε δημοτικό βρεφικό σταθμό της πόλης της Ρόδου, με αποδοχές ανερχόμενες κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης στο ποσό των 936,92 €. Οι αιτούντες συνήψαν με την τράπεζα «…………» την με αρ. σύμβασης …………/09.01.2008 σύμβαση στεγαστικού δανείου, με την οποία έλαβαν ποσό 232.191,52 € για την αποπεράτωση οικοδομικών εργασιών κύριας κατοικίας, με διάρκεια 35 ετών, με επιτόκιο καθ’ όλη τη διάρκεια του δανείου, κυμαινόμενο, ανερχόμενο σε διατραπεζικό επιτόκιο ευρωπαϊκής αγοράς-Euribor μηνιαίας διάρκειας προσαυξημένο κατά 1% συν της αναλογούσας εισφοράς του ν. 128/75, με καταβολή 420 μηνιαίων δόσεων, ενώ με την από 09.01.2008 πρόσθετη πράξη αυτού, συμφωνήθηκε το επιτόκιο του ανωτέρω δανείου σταθερό προς 2,8% ετησίως συν της αναλογούσας εισφοράς του ν. 128/75 για διάστημα 12 μηνών και εν συνεχεία κυμαινόμενου. Το εν λόγω δάνειο έλαβαν οι αιτούντες, προκειμένου να ολοκληρώσουν την κατοικία που αγόρασαν στο Δ.Δ. ……….., κείμενη σε οικόπεδο επιφανείας 2.000 τ.μ., όπου ανεγέρθη διώροφη οικοδομή, με στοιχεία Κ1, αποτελούμενη από υπόγειο, ισόγειο και πρώτο όροφο με εσωτερική σκάλα, επιφανείας 89,40 τ.μ. το υπόγειο, 24,57 τ.μ. και 20 τ.μ. ημιυπαίθριο χώρου στο ισόγειο και 55,17 τ.μ. ο πρώτος όροφος, ήτοι συνολικής επιφανείας 189,40 τ.μ. Την κατοικία αυτή οι αιτούντες απέκτησαν με το ……/20.12.2007 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Ρόδου ………συζύγου …………, κατά 1/2 εξ αδιαιρέτου έκαστος, έναντι αναφερόμενου στο συμβόλαιο τιμήματος 67.808,48 €. Για την αγορά της, δε, πέραν του ποσού του δανείου, χρησιμοποίησαν και τα χρήματα που αποκόμισαν από την πώληση της προγενέστερης μέχρι τότε κατοικίας τους στην οδό …………. στην πόλη της Ρόδου. Το ύψος του ποσού, που πωλήθηκε η ανωτέρω οικία δεν προέκυψε από τα προσκομιοθέντα έγγραφα της δικογραφίας, καθώς οι αιτούντες δεν προσκόμισαν το συμβόλαιο πώλησης του ανωτέρω ακινήτου τους. Ωστόσο, ο εξετασθείς μάρτυρας στο ακροατήριο κατέθεσε ότι η κατοικία αυτή ήταν πολύ παλιά και σε κακή κατάσταση, γεγονός που έχει αρνητική επίπτωση στην τιμή πώλησης του ακινήτου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το ακίνητο, για το οποίο έλαβαν το επίδικο στεγαστικό δάνειο, δεν κόστισε το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο ποσό, καθώς αφενός οι αιτούντες έλαβαν ως στεγαστικό δάνειο το ποσό των 231.191,52 €, αφετέρου καθώς τούτο αντλείται στα διδάγματα της κοινής πείρας, με δεδομένο ότι πρόκειται για ένα μεγάλο σε επιφάνεια ακίνητο σε ιδιαίτερα καλή περιοχή της Ρόδου, και ως εκ τούτου η εμπορική του αξία είναι πολύ μεγαλύτερη της αναγραφόμενης στο συμβόλαιο. Εντούτοις, ο μάρτυρας των αιτούντων κατέθεσε ότι το ακίνητο αυτό παρέμεινε ημιτελές στο υπόγειο τμήμα αυτού, γεγονός που προκύπτει και την από 02.11.2012 εκτίμηση της αξίας ακινήτου της μηχανικού ………….. Το ανωτέρω ακίνητο αποτελεί την κύρια και μοναδική κατοικία των αιτούντων, η σημερινή εμπορική αξία του οποίου ανέρχεται , με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, αλλά και την αξία αντίστοιχων ακινήτων στην περιοχή καθώς και την από 02.11.2012 εκτίμηση αξίας ακινήτου της πολιτικού μηχανικού ………… το ποσό των 200.000,00 €, ενώ η αντικειμενική αξία αυτού μετά του οικοπέδου ανέρχεται στις 106.253,42 € (σχετικά το φύλλο υπολογισμού αντικειμενικής αξίας γης και κτισμάτων έτους 2024, από το οποίο προκύπτει ότι η αξία των κτισμάτων ανέρχεται στις 98.55342 € και η αξία γης ανέρχεται στις 7.700,00 €). Κατά το χρόνο λήψης του επιδίκου δανείου, οι αιτούντες αποδείχθηκε πως είχαν μηνιαία εισοδήματα, σε σημαντικό βαθμό μεγαλύτερα σε σχέση με αυτά κατά το χρόνο παύσης των πληρωμών τους προς την καθης, και ειδικότερα αποδείχθηκε πως ο πρώτος αιτών δήλωνε ετήσια εισοδήματα ανερχόμενο στο ποσό των 11.140,07 €, ενώ η δεύτερη αιτούσα δήλωνε ετησίως εισόδημα ανερχόμενο στο ποσό των 15.324,94 € (σχετικά εκκαθαριστικό σημείωμα έτους 2009). Προσέτι, ο πρώτος αιτών προέκυψε πως είχε, ανεξαρτήτως των δηλωθέντων στη φορολογική του δήλωση, εισοδήματα από την εποχιακή του εργασία ανερχόμενα στο ποσό των 2.300,00 € μηνιαίως (σχετικά η βεβαίωση της επιχείρησης που εργάζεται, η οποία χορηγήθηκε για τραπεζική χρήση, γεγονός που σήμαινε ότι ελάμβανε κατά το διάστημα των επτά μηνών εποχιακής εργασίας του ποσό 16.000,00 €). Εξάλλου, η αλήθεια των δηλούμενων στην Δ.Ο.Υ. ποσών από τον πρώτο αιτούντα δεν έχει εξακριβωθεί, γεγονός που συνάγεται από τις βεβαιώσεις αποδοχών του εργοδότη του, οι οποίες δεν συμβαδίζουν με τα δηλούμενα από τον πρώτο αιτούντα ποσά στις φορολογικές του δηλώσεις, κατά το διάστημα προ της λήψης του επιδίκου δανείου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε πως από το έτος 2011 μειώθηκαν οι μηνιαίες αποδοχές αμφότερων των αιτούντων, καθώς ο πρώτος αιτών ελάμβανε μηνιαίως από την εποχιακή του εργασία περίπου 1.000,00 €, ενώ και οι αποδοχές της δεύτερης αιτούσας περιορίστηκαν και ανέχονταν στα 940,00 € περίπου το μήνα (έναντι 1.250,00 € μηνιαίως που ελάμβανε μέχρι το έτος οικονομικό έτος 2010-σχετικά εκκαθαριστικά σημειώματα ετών 2010 και 2012, καθώς και η από 21.10.2015 βεβαίωση αποδοχών του εργοδότη πρώτου αιτούντος και ο μισθοδοτικός φάκελος της δεύτερης αιτούσας). Επομένως, οι μηνιαίες αποδοχές των αιτούντων αποδείχθηκε πως από το έτος 2011 και εφεξής μειώθηκαν σε σημαντικό βαθμό, με περιορισμό των μηνιαίων αποδοχών τους από το ποσό των 2.770,00 € που ελάμβαναν μέχρι το έτος 2010 [το οποίο προκύπτει από το ποσό των 2.300,00 € μηνιαίως που ελάμβανε ο πρώτος αιτών κατά τους επτά μήνες εποχιακής απασχόλησης του ετησίως, πλέον των 432,00 € που ελάμβανε κατά το διάστημα της επιδοτούμενης ανεργίας του κατά τους πέντε μήνες ετησίως, καθώς και από το ποσό των 1.250,00 € των μηνιαίων αποδοχών της δεύτερης αιτούσας] στο ποσό των 1.700,00 € περίπου μηνιαίως [το οποίο προκύπτει από το ποσό των 1.000,00 € που ελάμβανε ο πρώτος αιτών κατά το διάστημα των επτά μηνών της εποχιακής του απασχόλησης, πλέον των 432,00 € μηνιαίως κατά το διάστημα της επιδοτούμενης ανεργίας του, καθώς και το ποσό 950,00 € μηνιαίως από τις αποδοχές της δεύτερης αιτούσας]. Πέραν της ανωτέρω μείωσης των εισοδημάτων των αιτούντων, οι ίδιοι απέκτησαν στο τέλος του 2010 και δεύτερο τέκνο, γεγονός το οποίο συνεπάγεται αύξηση των μηνιαίων εξόδων και υποχρεώσεών τους. Πέραν τούτων, προέκυψε πως οι αιτούντες κατά το χρόνο λήψης του επιδίκου δανείου έπρεπε να καταβάλλουν, προκειμένου να είναι συνεπείς προς τις δανειακές τους υποχρεώσεις, ποσό ανερχόμενο στα 977,85 € μηνιαίως, ποσό που ανταποκρινόταν στις οικονομικές δυνατότητες των αιτούντων κατά το χρόνο λήψης του επιδίκου δανείου, το οποίο, ωστόσο, μετά τη μείωση των εισοδημάτων τους κατέστη αδύνατο να μπορούν να αποπληρώνουν με συνέπεια και, επομένως, έχουν περιέλθει σε γενική και μόνιμη αδυναμία καταβολής των ληξιπρόθεσμων δόσεων τους προς την καθ ης. Οι αιτούντες έχουν, ο μεν πρώτος αυτών ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο μάρκας ………., με αρχική ημερομηνία κυκλοφορίας έτους 2009, σημερινής εμπορικής αξίας περίπου 7.500,00€, η δεύτερη αιτούσα ένα ΙΧΕ μάρκας …… , ημερομηνίας πρώτης κυκλοφορίας έτους 2002, σημερινής εμπορικής αξίας περίπου 2.500,00€, ενώ ο πρώτος αιτών έχει και μια δίκυκλη μοτοσυκλέτα μάρκας ………… παλαιότητας 18 ετών, σημερινής αξίας ανερχόμενης στα 500,00 €. Ως προς τα τέκνα, δε, των αιτούντων, η θυγατέρα αυτών φοιτά σήμερα στο Τμήμα Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου στη Μυτιλήνη, όπου ο πρώτος αιτών μισθώνει οικία για αυτήν με μηνιαίο μίσθωμα ανερχόμενο στα 150,00 €. Εξαιτίας, συνεπώς, των μειωμένων, σε σχέση με το χρόνο λήψης του επιδίκου δανείου, εισοδημάτων των αιτούντων, έχει καταστεί δυσχερής για τους αιτούντες η κάλυψη των ληξιπρόθεσμων δανειακών υποχρεώσεων τους, καθόσον η σχέση ρευστότητας προς τις ληξιπρόθεσμες οφειλές τους, αφού ληφθούν υπόψη και οι απαιτούμενες δαπάνες για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών τους, είναι αρνητική, υπό την έννοια ότι η ρευστότητά τους δεν της επιτρέπει να ανταποκριθούν στην κάλυψη των βιοτικών αναγκών τους και συνάμα στην εξυπηρέτηση των οφειλών τους για τις οποίες όφειλαν, κατά το χρόνο που σταμάτησαν να αποπληρώνουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις, να καταβάλλουν μηνιαίως το ποσό των 977,85 € ευρώ περίπου (βλ. το 10% της τελευταίας ενήμερης δόσης όπως αποτυπώνεται στην προσκομιζόμενη από 02.11.20Ι5 κατάσταση οφειλών). Το ποσό αυτό κατέστη αδύνατο, μετά τη μείωση των εισοδημάτων τους, να καταβάλλουν οι αιτούντες, αδυναμία που συνεχίζεται και κατά τη συζήτηση της αίτησης τους, με τη σημερινά διαμορφούμενη δόση, προστιθέμενων των τόκων και εξόδων, που οφείλουν να καταβάλλουν οι αιτούντες. Εξάλλου, η αρνητική αυτή σχέση μεταξύ της ρευστότητας και των οφειλών τους προέκυψε πως δεν βελτιώθηκε σημαντικό από το έτος 2013 έως το έτος 2018 (σχετικά τα εκκαθαριστικά τους σημειώματα), ενώ) προέκυψε πως εμφάνισε σχετική βελτίωση από το 2019 έως το έτος 2023, ανερχόμενα κατά το έτος 2023 στο ποσό των 11.598,77 € για τον πρώτο αιτούντα και στα 13.923,75 € για την δεύτερη αιτούσα το έτος 2023, ήτοι περί τα 2.125,00 € μηνιαίως για αμφότερους τους αιτούντες. Μάλιστα, σύμφωνα με τα ανωτέρω η παύση εξυπηρέτησης του επιδίκου δανείου δεν μπορεί να αποδοθεί ότι προκλήθηκε από δόλο, καθώς ο δανεισμός των αιτούντων δεν κρίνεται υπερβολικός, ούτε έγινε με σκοπό την απόκτηση ενός ανώτερου βιοτικού επιπέδου από εκείνο το οποίο μπορούσαν κατά το χρόνο λήψης του επιδίκου δανείου να υποστηρίξουν με τα οικονομικά τους δεδομένα, αποδεχόμενοι μάλιστα τούτο. Εξάλλου, η βασική οφειλή τους δημιουργήθηκε για την κάλυψη της αγοράς και κατασκευής της κατοικίας τους. Αλλωστε από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι οι αιτούντες προέβησαν σε υπέρμετρο και δυσανάλογο δανεισμό προκειμένου να ικανοποιήσουν υπέρμετρες καταναλωτικές ανάγκες και να αποκτήσουν ένα επίπεδο διαβίωσης αρκετά υψηλότερο σε σχέση με εκείνο που τα εισοδήματά τους μπορούσαν να καλύψουν, ιδίως ενόψει των εισοδημάτων τους, που κατά το χρόνο λήψης του επίδικου δανείου ανέρχονταν στα 2.770,0 € μηνιαίως. Λαμβανομένων υπόψη ίων εύλογων δαπανών διαβίωσης, όπως προσδιορίζονται στην Ε.Ο.Π. της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, οι οποίες, όμως, λειτουργούν μόνο ως κατευθυντήριες γραμμές (βλ. Ι. Βενιέρη – Θ. Κατσά, Εφαρμογή του ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, 3η εκδ. 2015, σελ. 498), το Δικαστήριο κρίνει, δυνάμει και των άρθρων 336 παρ. 4 και 744 ΚΠολΔ, ότι το ποσό που προκύπτει ως απολύτως απαραίτητο για τους αιτούντες προς κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών των ίδιων και της οικογενείας τους, ήτοι για διατροφή, πληρωμή λογαριασμών (ύδρευσης, ηλεκτρικού ρεύματος, τηλεφωνίας, κοινοχρήστων δαπανών εν γένει), για έξοδα θέρμανσης και μετακίνησης, ένδυση – υπόδηση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, καθώς και για άλλα τυχόν έκτακτα έξοδα, καθώς και για τα έξοδα της κόρης των αιτούντων που φοιτά στη Μυτιλήνη, ανέρχεται συνολικά σε περίπου 1.600,00 €. Κατόπιν των ανωτέρω συντρέχουν στο πρόσωπο των αιτούντων οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή τους στη ρύθμιση του ν. 3869/2010. Ειδικότερα, τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010, καθώς προβάρεται σχετικό αίτημα μετά το οποίο είναι υποχρεωτική η εξαίρεση από την εκποίηση για το Δικαστήριο. Έτσι, η Ρύθμιση των χρεών τους θα γίνει κατά πρώτο λόγο με μηνιαίες καταβολές απευθείας στις καθ’ων η αίτηση, από τα εισοδήματά τους, για χρονικό διάστημα τριών ετών (36 μηνών). Το προς διάθεση ποσό, για το χρονικό διάστημα των τριών ετών λαμβανομένων υπόψη των εισοδημάτων και των βιοτικών αναγκών, όπως ανωτέρω προσδιορίστηκαν, ανέρχεται σε 100,00 ευρώ μηνιαίως. Σημειώνεται ότι στο πλαίσιο της εκδοθείσας προσωρινής διαταγής του Δικαστηρίου τούτου, οι αιτούντες δεν διατάχθηκαν να καταβάλλουν μέχρι τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης στην καθ` ης οιοδήποτε ποσό, παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι κατέβαλαν το προταθέν από τους ίδιους ποσό των 270,00 € μηνιαίως. Περαιτέρω, προκύπτει ότι ρευστοποίηση των κινητών πραγμάτων (αυτοκινήτων και μοτοσυκλέτας) των αιτούντων δεν είναι ευχερής και δεν θα αποφέρει σημαντικό ποσό, αν αυτά) διαταχθεί, δεδομένης της παλαιότητας αυτών, καθώς το αυτοκίνητο μάρκας ………… σήμερα είναι δεκαπέντε ετών, ενώ το αυτοκίνητο μάρκας ………… σήμερα είναι είκοσι δύο ετών, η μοτοσυκλέτα, δε, είναι ουσιαστικά ελάχιστης εμπορικής αξίας. Η οριστική δόση που θα κληθούν οι αιτούντες τελικά να καταβάλλουν στο πλαίσιο του άρθρου S παρ. 2 ν. 3869/2010 θα οριστεί μετά την κατανομή με τη μηνιαία δόση της ρύθμισης του άρθρου 9 παρ. 2 για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της. Κατά την παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 3869/2010, όπως αυτός ισχύει μετά την τροποποίηση του με το ν. 4161/2013, «» Επιπλέον, με τη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 3 του ν. 45-49/2018 (ΦΕΚ Α’ 105/ 14-6-2018), κατά το χρονικό διάστημα των καταβολών της παραγράφου 2 του άρθρου 8, δηλαδή) 3ετία ή 5ετία, ανάλογα με το νόμο που θα δικαστεί η αίτηση, το δικαστήριο κατανέμει το ποσό που μπορεί να καταβάλλει ο οφειλέτης μεταξύ της ρύθμισης οφειλών του άρθρου 8 και του σχεδίου διευθέτησης οφειλών του άρθρου 9 παρ. 2, διασφαλίζοντας ότι οι πιστωτές δεν θα βρεθούν χωρίς τη συναίνεσή τους σε χειρότερη οικονομική θέση απ αυτην, στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης. Ειδικότερα, από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4549/2018 (άρθρο 62), προκύπτει ότι ο νομοθέτης επιθυμούσε την χρονική σύμπτωση των δύο ρυθμίσεων, οι οποίες πλέον θα ξεκινούν από την έκδοση της απόφασης και δεν θα συνυπολογίζονται πλέον οι μηνιαίες καταβολές από την κατάθεση της αίτησης μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης, στον χρόνο αλλά μόνο στο ποσό. θα πρέπει, δηλαδή, οι πιστωτές να λάβουν, από την έναρξη της ρύθμισης άρθρου 8 παρ. 2 και παράλληλα με αυτήν, οπωσδήποτε ποσό ίσο με αυτό του ανταλλάγματος της διάσωσης της κατοικίας, το οποίο θα συνεχίσει ο οφειλέτης να καταβάλλει και μετά την πάροδο της τριετίας ή πενταετίας και μέχρι το τέλος της ρύθμισης του 9 παρ. 2, ενώ ταυτόχρονα ο οφειλέτης δεν θα πρέπει να επιβαρυνθεί με καταβολές ποσού μεγαλύτερου από την ικανότητα αποπληρωμής του με βάση τα εισοδήματά του. Με βάση τη ρύθμιση αυτή και με δεδομένο ότι οι πιστωτές θα πρέπει οπωσδήποτε να λάβουν κατά τη διάρκεια της ρύθμισης του άρθρ. 8 παρ. 2 ποσό ίσο με αυτό του ανταλλάγματος της διάσωσης, η μεν ρύθμιση του άρθρ. 9 παρ. 2 εξυπηρετείται εξαρχής, αυτή δε του άρθρ. 8 παρ. 2 έχει αντικείμενο μόνο αν υπάρχει πλεόνασμα από το υποχρεωτικό αντάλλαζα της διάσωσης.

Ακολούθως, η ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 8 παρ. 2 θα συνδυαστεί με την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 ν. 3869/2010 όπως τα πιο πάνω άρθρα τροποποιήθηκαν με τον νόμο 4161/2013 και στην συνέχεια με τις διατάξεις των άρθρων 56-68 του ν. 4549/2018. Εν προκειμένω αποδείχθηκε ότι το ακίνητο που περιγράφεται ανωτέρω αποτελεί την κύρια κατοικία των αιτούντων, η αντικειμενική αξία του οποίου ανέρχεται στις 106.253,42 €. Εξάλλου, η καθ` ης κανένα στοιχείο δεν εισέφερε στη δική από το οποίο να συνάγεται ότι αυτή προσδιορίζεται σε διαφορετικό ποσό. Ετσι, θα πρέπει να οριστούν μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας των αιτούντων, για την οποία (διάσωση)οι αιτούντες, θα πρέπει να καταβάλλουν το 80% της αντικειμενικής αξίας της, δηλαδή το ποσό των (80% Χ 106.253,42 =) 85.002,74 ευρώ στο οποίο και εξαντλείται η υποχρέωση τους, αφού τα χρέη τους είναι μεγαλύτερα του 80% της αντικειμενικής αξίας της κύριας κατοικίας, ανερχόμενα συγκεκριμένα στο ποσό των 300.733,54 € (σχετικά η από 02.11.2015 βεβαίωση οφειλών). Η αποπληρωμή του ποσού των 85.002,74 θα γίνεται εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου εκάστου μηνός, εντόκως, χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, που ίσχυε σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδας κατά τον τελευταίο μήνα για τον οποίο υφίσταται μέτρηση, αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ο δε Χρόνος εξόφλησης πρέπει να οριστεί σε είκοσι (20) Χρόνια (240 μηνιαίες δόσεις), ποσού 354,18 €, πλέον του ανωτέρω επιτοκίου, λαμβανομένων υπόψη της διάρκειας της δανειακής σύμβασης, του συνόλου των χρεών τους, της οικονομικής τους δυνατότητας και της ηλικίας τους. Η μηνιαία, επομένως, δόση θα ανέρχεται στο ποσό των 354,18 ευρώ. Οι καταβολές για τη ρύθμιση αυτή θα πρέπει να γίνονται εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου εκάστου μήνα, από τον πρώτο μήνα μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης. Αναφορικά με τις καταβολές που πραγματοποίησαν οι αιτούντες από την κατάθεση της αίτησης τους μέχρι σήμερα δεν τίθεται ζήτημα αναζήτησης ή επιστροφής και τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, καθόσον αυτές δεν αποτελούν καταβολές ρύθμισης του άρθρου 8 παρ. 2 του ν. 3869/2010, αφού εν τελεί, για την εν λόγω ρύθμιση ορίστηκαν μηδενικές καταβολές, αλλά απλές καταβολές έναντι των χρεών τους κατά τη διάταξη του άρθρου 417 επ. ΑΚ, λαμβανομένων υπ’οψιν των οικονομικών δεδομένων τους κατά τη συζήτηση της προσωρινής διαταγής. Άλλωστε, το συνολικό ποσό των καταβολών αυτών συνυπολογίζεται στο συνολικό χρέος και αφαιρείται από αυτό. Ακολούθως, όπως προαναφέρθηκε η μηνιαία δυνατότητα αποπληρωμής των αιτούντων για τα επόμενα τρία έτη ορίστηκε στο ποσό των 100,00 ευρώ και το ποσό των 354,18 ευρώ η μηνιαία δάση που αντιστοιχεί στο αντάλλαγμα διάσωσης της κύριας κατοικίας τους. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, να οριστούν δόσεις κατά το άρθρο 8 παρ. 2 ποσού 100,00 € μηνιαίως, να διασωθεί η κύρια κατοικία των αιτούντων και να υποχρεωθούν αυτοί να καταβάλλουν το οριζόμενα στο διατακτικό ποσό για τη διάσωση αυτής. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 6 του ν. 3869/2010. Τέλος, δεν ορίζεται παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας, διότι δυνατότητα άσκησης τέτοιας ανακοπής δεν παρέχεται από το ν. 3869/2010 (βλ. άρθρο 14 ν. 3869/2010), αλλά και της ενιαίας συζήτησης μετά την αρχικώς εκδοθείσα απόφαση.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε απορριπτέο.

Δέχεται κατά τα λοιπά εν μέρει την αίτηση·

Ρυθμίζει τα χρέη των αιτούντων ορίζοντας καταβολές για τρία (3) έτη (36 μήνες) αρχόμενης της σχετικής υποχρέωσης από τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, ποσού εκατό ευρώ (100,00 €) συμμέτρως για τα πιστωτικά προϊόντα που έλαβαν οι αιτούντες.

Εξαιρεί από την εκποίηση την κύρια κατοικία των αιτούντων ήτοι ένα ακίνητο στην περιοχή ……….. Ρόδου, αποτελούμενο από διώροφη κατοικία με στοιχεία Κ1, επιφανείας συνολικά 189,40 εμ., που ανήκει κατά 50% εξ αδιαιρέτου εις έκαστο εξ αυτών, κείμενη σε οικόπεδο επιφανείας 2.000 τ.μ., με κτηματολογικά στοιχεία Τόμος Γαιών …. ….., Φύλλο …, μερίδα …. Γ και φάκελος …. του Κτηματολογίου Ρόδου.

Υποχρεώνει τους αιτούντες για τη διάσωση της ως άνω κύριας κατοικίας να καταβάλλουν στην καθ, ης το συνολικό ποσό των 85·002,74 ευρώ για χρονικό διάστημα είκοσι (20) ετών (240 μηνών), σε μηνιαίες συνεχείς δόσεις εκάστης ποσού τριακοσίων πενήντα τεσσάρων ευρώ και δεκαοχτώ λεπτών (354,18 €). Η αποπληρωμή του ποσού αυτού θα γίνεται εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου εκάστου μήνα, από τον πρώτο μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης μάνα, εντόκως, χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της ΤτΕ αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στη Ρόδο, στις 14/2/2025, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ