Υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα κατά Ν. 3869/2010. Οι έμποροι δύνανται να υπαχθούν στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του νόμου αν έχουν απωλέσει την εμπορική τους ιδιότητα και κατ` επέκταση την πτωχευτική τους ικανότητα σε χρόνο προ της υποβολής της σχετικής αίτησης. Οι εν λόγω περιορισμοί δεν ισχύουν για τους «μικρεμπόρους». Έννοια αυτών. Συνταγματική η ρύθμιση στα πλαίσια του Ν. 3869/2010 των οφειλών του αιτούντος από ανεξόφλητες ασφαλιστικές εισφορές έναντι φορέων κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και από χρέη στο Δημόσιο. Σφάλμα του πρωτόδικου δικαστηρίου που απέρριψε λόγω αντισυνταγματικότητας την αίτηση του εκκαλούντος κατά των γ` & δ` των εφεσίβλητων (ΕΦΚΑ και Δημόσιο). Δέχεται έφεση και εξαφανίζει την 57/2020 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ρόδου. Κρατεί και δικάζει. Δέχεται εν μέρει αίτηση. Εξαιρεί από την εκποίηση την κύρια κατοικία του οφειλέτη ορίζοντας μηνιαίες δόσεις για την σύμμετρη ικανοποίηση των πιστωτών.
Αριθμός Απόφασης
69/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ
(Εκούσια Δικαιοδοσία)
Συγκροτήθηκε από τον Δικαστή Δημήτριο Χαραλαμπάκη, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίστηκε από τον Προϊστάμενο του Πρωτοδικείου Ρόδου και από τη γραμματέα Π.Σ.
Συνεδρίασε δημοσίως στο ακροατήριο του στις 28 Ιανουαρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση:
Του εκκαλούντος: Γ.Β. ….., κατοίκου Ρόδου, οδός …….., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Γεωργίου Λαμπαδάκη.
Των εφεσίβλητων: 1. Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……… ΤράπεΖα της Ελλάδος Α.Ε.», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, οδός ……….., εκπροσωπείται νόμιμα και δεν παραστάθηκε, 2. Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…….. ΑΕ.», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, οδός …….., εκπροσωπείται νόμιμα και δεν παραστάθηκε. 3. Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α), που εδρεύει στην Αθήνα, οδός ……., εκπροσωπείται νόμιμα και παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του, Ε.Α. και 4. Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών και παραστάθηκε δια του Δικαστικού πληρεξουσίου του Ν.Σ.Κ., Α.Π.
Ο εκκαλών κατέθεσε στο Ειρηνοδικείο Ρόδου την υπ` αριθμόν κατάθεσης …./07.07.2017 αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκαν: α. η υπ` αριθ. 148/2019 εν μέρει μη οριστική απόφαση, που την απέρριψε ως προς τους τρίτο και τέταρτη των καθ` ων και εν συνεχεία η υπ` αριθ. 57/2020 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Ρόδου, που τη δέχθηκε εν μέρει, ως προς τις πρώτη και δεύτερη των καθ` ων. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο αιτών και ήδη εκκαλών, δια της υπ` αριθμόν καταθέσεως Ειρηνοδικείου …../30.07.2020 και της με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……/26.08.2020 στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Ρόδου εφέσεώς του, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
(……..)
Ο αιτών, επικαλούμενος έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη, άνευ δόλου, αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του προς τους καθ’ ων πιστωτές του, που αναφέρονται στην αναλυτική κατάσταση, η οποία περιέχεται στην αίτησή του, ζητούσε να επικυρωθεί το προτεινόμενο σχέδιο διευθέτησης οφειλών του, διαφορετικά σε περίπτωση μη επίτευξης δικαστικού συμβιβασμού να ρυθμιστούν τα χρέη του κατ’ άρθρο 8 παρ. 1 και 2 του Ν. 3869/2010, αφού ληφθούν υπόψη τα εισοδήματά του, η περιουσιακή και οικογενειακή κατάστασή του, που εκθέτει αναλυτικά και να προστατευθεί από τη ρευστοποίηση η μοναδική κύρια κατοικία, ιδιοκτησίας του.
Περαιτέρω, εισήχθη προς εκδίκαση η υπ’ αριθ. κατάθεσης …../2017 αίτηση του αιτούντος, μετά από την έκδοση της υπ’ αριθ. 148/2019 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία απορρίφθηκε ως μη νόμιμη για τον τρίτο και το τέταρτο των καθ’ ων και έγινε δεκτή εν μέρει ως ουσία βάσιμη, εξαιρέθηκε από την εκποίηση η κύρια κατοικία του αιτούντος για τους λόγους που διαλαμβάνονται στην προρρηθείσα απόφαση, αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης για τις καταβολές της ρύθμισης των άρθρων 8 παρ. 2 και 9 παρ. 2 ν. 3869/2010 και ορίσθηκε δικάσιμος αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας προκειμένου να προσκομισθεί από τον επιμελέστερο των διαδίκων, εκτίμηση πιστοποιημένου εκτιμητή του κλάδου των ακινήτων της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ. του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013, η οποία θα αποτιμά την τρέχουσα εμπορική αξία της κύριας κατοικίας της αιτούσας κατά το δικαίωμα και το ποσοστό δικαιώματος που της ανήκει και μνεία του εκτιμώμενου ποσοστού απομείωσης αυτής λόγω αναγκαστικής εκτέλεσης του ακινήτου καθώς και των εξόδων του πλειστηριασμού.
Η ένδικη αίτηση είναι ορισμένη, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τον τρίτο των εφεσίβλητων, καθόσον ο αϊτών περιλαμβάνει στην αίτησή του τα στοιχεία του άρθρου 4 παρ. 1 Ν. 3869/2010, καθώς και τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010, δεδομένου ότι πέραν των αναφερομένων στις παραπάνω διατάξεις, κανένα άλλο στοιχείο δεν απαιτείται για το ορισμένο της αίτησης (βλ. και ΑΠ 743/2020 – Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος)….
Σύμφωνα με τα άρθρα 2, 4, 5, 22 και 25 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει την προσωπικότητα του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας. Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Με το νόμο 3869/2010 δόθηκε η δυνατότητα σε υπερχρεωμένους πολίτες που έχουν αποδεδειγμένη και μόνιμη αδυναμία να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους, να ρυθμίσουν την εξόφλησή τους με ευνοϊκότερους όρους και να απαλλαγούν από αυτά, εφόσον εξυπηρετήσουν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα με βάση το εισόδημα τους ένα μέρος των χρεών τους. Η δυνατότητα ρύθμισης για το φυσικό πρόσωπο των χρεών του, με απαλλαγή από αυτά, βρίσκει τη νομιμοποίησή της ευθέως στο ίδιο το κοινωνικό κράτος δικαίου που επιτάσσει να μην εγκαταλειφθεί ο πολίτης σε μία χωρίς διέξοδο και προοπτική κατάσταση από την οποία, άλλωστε, και οι πιστωτές δεν μπορούν να αντλήσουν κανένα κέρδος. Μια τέτοια απαλλαγή χρεών δεν παύει, όμως, να εξυπηρετεί ευρύτερα και το γενικό συμφέρον, κάθώς οι πολίτες επανακτούν ουσιαστικά μέσω των εν λόγω διαδικασιών την αγοραστική τους δύναμη προάγοντας την οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 3869/2010). Δια του νόμου 4336/2015 διευρύνθηκε το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του νόμου 3869/2010 ως προς τα δυνάμενα προς υπαγωγή χρέη, προστιθεμένης στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 περίπτωσης υπό στ. γ` εφόσον πλέον υπάγονται και οι ασφαλιστικές εισφορές προς τους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, όπως έχουν διαμορφωθεί με βάση τις προσαυξήσεις και τους τόκους εκπρόθεσμης καταβολής. Η δυνατότητα υπαγωγής πλέον των εν λόγω οφειλών, οι οποίες αρχικά δεν υπάγονταν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου, κρίθηκε επιβεβλημένη από το νομοθέτη, προκειμένου να επιτευχθεί ο προστατευτικός σκοπός των ρυθμίσεων του νόμου 3869/2010, που είναι η απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη του και η επάνοδός του στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Μάλιστα, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, και κατ` εξαίρεση της αρχής της καθολικότητας, δίδεται η δυνατότητα στον οφειλέτη να επιλέξει τη ρύθμιση που θα ακολουθήσει ως προς τις εν λόγω οφειλές, καθώς ο οφειλέτης που έχει ρυθμίσει καθ` οιονδήποτε τρόπο τις ανωτέρω οφειλές κάνοντας χρήση ενός άλλου θεσμικού πλαισίου, θα πρέπει να εγκαταλείψει την εν λόγω ρύθμιση, εφόσον επιθυμεί να υπαχθεί στις διατάξεις του νόμου 3869/2010, όπως τροποποιήθηκαν, καλούμενος ο ίδιος να σταθμίσει τυχόν επιπτώσεις που συνεπάγεται η μη προσήκουσα καταβολή των υποχρεώσεων αυτών. Κατά τα ως άνω, ουδόλως θίγεται με την εισαγωγή της ανωτέρω διάταξης η εγγύηση του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης, όπως αυτή εξειδικεύεται στην αρχή της προστασίας του ασφαλιστικού κεφαλαίου και της οικονομικής βιωσιμότητας των φορέων κοινωνικής ασφάλισης με τη δημιουργία εντονότατων προβλημάτων στην οικονομική τους βιωσιμότητα, καθώς η είσπραξη των εν λόγω οφειλών είναι λίαν επισφαλής, αν όχι αδύνατη, και οι φορείς δεν δύνανται να στηρίζουν σε αυτές τη βιωσιμότητα τους. Η περικοπή οφειλών υπερχρεωμένων ήδη πολιτών δεν στερεί τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης από αναγκαίους πόρους, όταν η αβεβαιότητα είσπραξης σε σχέση με τη δυνατότητα εξοφλήσεως είναι ιδιαίτερα υψηλή. Άλλωστε, ο υπερχρεωμένος οφειλέτης ακριβώς λόγω της ιδιότητας του δεν θα μπορούσε να ανταπεξέλθει ούτως ή άλλως στις υποχρεώσεις του έναντι αυτών, συνεπώς θα οδηγείτο στο ίδια αποτέλεσμα, ήτοι τη συσσώρευση οφειλών μη δυνάμενων να εισπραχθούν και την απώλεια παροχών. Άλλωστε, η ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη και η ενδεχόμενη απαλλαγή του από αυτά δεν επέρχεται αμέσως συνεπεία της αιτήσεως του, αλλά τίθεται σειρά προϋποθέσεων, με συμμετοχή στη διαδικασία και των πιστωτών. Η δε απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη συνιστά την κατάληξη μιας διαδικασίας, συνδυαζόμενη ενδεχομένως με τη ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη (ΜΠρΑθ 9556/2019 – Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος).
Δια του μοναδικού λόγου της εφέσεώς του, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι η ρύθμιση των οφειλών των φυσικών προσώπων, όταν προκύπτει από ασφαλιστικές εισφορές, είναι συνταγματική. Σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, προκύπτει ότι η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 γ` του Ν. 3869/2010, δια της οποίας υπάγονται σε ρύθμιση με τον νόμο των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και οι ασφαλιστικές εισφορές δεν είναι αντισυνταγματική, εφόσον διασφαλίζει την μερική έστω αποπληρωμή των εισφορών και δεν μπορεί να είναι το μόνο χρέος που εισάγεται ενώπιον δικαστηρίου προς ρύθμιση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε ως μη νόμιμη την αίτηση ως προς τους τρίτο και τέταρτο των καθ’ ων έσφαλε και δεκτού γενομένου του σχετικού λόγου εφέσεως, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, πρέπει να εξαφανιστεί η πρωτοβάθμια απόφαση και αφού κρατηθεί η υπόθεση, να δικαστεί επί της ουσίας.
Με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 ορίζεται ότι “φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών αυτών και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής”. Σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του ν. 3869/2010 είναι ο οφειλέτης να έχει περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του. Ο ν. 3869/2010 θεωρεί δεδομένη την έννοια του δόλου από τη γενική θεωρία του αστικού δικαίου. Στο πεδίο του τελευταίου ο δόλος, ως μορφή πταίσματος, προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 330 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι “ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της οχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νόμιμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές”. Η εν λόγω διάταξη θεσπίζει δύο μορφές πταίσματος, το δόλο και την αμέλεια. Ενώ όμως δίνει ορισμό της αμέλειας, τον προσδιορισμό του δόλου αφήνει στην επιστήμη και τη νομολογία. Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή και στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 27 παρ. 1 ΠΚ, που ορίζει ότι “με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης· επίσης όποιος γνωρίζει ότι με την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται”. Η τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει το δόλο σε άμεσο και ενδεχόμενο. Ορίζει δε ότι με άμεσο δόλο πράττει αυτός που “θέλει” την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει όμως ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξης του και, παρά ταύτα, δεν αφίσταται αυτής. Αντίθετα, με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξης του και το “αποδέχεται”. Η διάταξη αυτή ισχύει και για τις ενοχές άλλων κλάδων του ενοχικού δικαίου και έτσι αποκτά γενικότερη σημασία που ξεπερνά το πλαίσιο της ευθύνης από προϋφιστάμενη ενοχή. Περαιτέρω, από τη διατύπωση της παρ. 1 εδάφ. α` του άρθρου 1 του ν. 3869/2010 προκύπτει ότι το στοιχείο του δόλου αναφέρεται στην “περιέλευση” του οφειλέτη σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμών. Επομένως, το στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει, τόσο κατά το χρόνο ανάληψης της οφειλής, όσο και κατά το χρόνο μετά την ανάληψη της τελευταίας. Ο δόλος πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, είτε είναι αρχικός είτε είναι μεταγενέστερος. Το κρίσιμο ζήτημα είναι το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε. Στην περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010, ο οφειλέτης ενεργεί δολίως όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνον ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωσή του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως είτε γνώριζε κατά την ανάληψη των χρεών ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών.
Συνεπώς, η εξαιτίας του δόλου μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη δεν είναι αναγκαίο να εμφανιστεί μετά την ανάληψη του χρέους αλλά μπορεί να υπάρχει και κατά την ανάληψη αυτού, όταν δηλαδή ο οφειλέτης ήδη από την αρχή, αναλαμβάνοντας το χρέος, γνωρίζει ότι με βάση τα εισοδήματά του και τις εν γένει ανάγκες του δεν μπορεί να το εξυπηρετήσει. Περίπτωση ενδεχόμενου δόλου συντρέχει και όταν ο οφειλέτης συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, προβλέποντας ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγήσει σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και όμως αποδέχεται το αποτέλεσμα αυτό. Αξίωση πρόσθετων στοιχείων για τη συγκρότηση του δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη κατά την ανάληψη του χρέους, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος ή η παράλειψη του πιστωτικού ιδρύματος να προβεί στις αναγκαίες έρευνες της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου. Ο δόλος του οφειλέτη στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών χρεών του περιορίζεται στην πρόθεσή του και μόνο, δηλαδή σε ένα υποκειμενικό στοιχείο, χωρίς να είναι ανάγκη προσθήκης και άλλων αντικειμενικών στοιχείων όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος και η παράλειψη, από την πλευρά των τελευταίων, να ενεργήσουν την αναγκαία έρευνα, πριν χορηγήσουν την πίστωση, της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, πράγμα το οποίο, άλλωστε, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου (ΑΠ 515/2018). Από το συνδυασμό των προαναφερόμενων συνάγεται ότι για να είναι ορισμένη και επομένως παραδεκτή, κατά το άρθρο 262 ΚΠολΔ, η ένσταση της πιστώτριας Τράπεζας ότι ο οφειλέτης περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων των προς αυτήν χρηματικών οφειλών από ενδεχόμενο δόλο, με την έννοια ότι συμφώνησε με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, παρότι πρόβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του, με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό, πρέπει να αναφέρει: α) τα τραπεζικά προϊόντα που ο οφειλέτης συμφώνησε, το αρχικό και τελικό ύψος αυτών, β) το χρόνο που τα συμφώνησε, γ) τις οικονομικές δυνατότητες αυτού κατά το χρόνο δημιουργίας των οφειλών ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οιονομικές του δυνατότητες, καθώς και δ) ότι, με βάση τα ως άνω οικονομικά δεδόμένα, πρόβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό (ΑΠ 515/2018, ΑΠ 1174/2019 – Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση, οι δεύτερη και τρίτη των εφεσίβλητων, με τις προτάσεις τους στον πρώτο βαθμό, προέβαλαν την ένσταση υπάρξεως δολιότητας στο πρόσωπο του αιτούντος, εκθέτοντας ότι αυτός προέβη σε αλόγιστο υπερδανεισμό, ο οποίος υπερέβαινε τις δυνατότητες του οικογενειακού εισοδήματος και προϋπολογισμού του, έτσι ώστε, ήδη κατά τη λήψη των δανείων, να μην είναι σε θέση να τα αποπληρώσει σε βάθος χρόνου. Ο ισχυρισμός αυτός είναι πρωτίστως αόριστος, καθόσον δεν προτείνονται με σαφήνεια και πληρότητα τα γεγονότα που θεμελιώνουν την στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α` του ν. 3869/2010 ένσταση της δολιότητας, καίτοι βαρύνονται με την προβολή και απόδειξή τους οι πιστωτές. Ειδικότερα, δεν αναφέρεται πότε ο αιτών ανέλαβε κάθε δανειακή του υποχρέωση και ποιο το ύψος της ούτε τα εισοδήματά του κατά το συγκεκριμένο χρόνο, ώστε συγκρινόμενα να θεμελιώνεται αδυναμία εξυπηρέτησης των δανείων και εν γένει των οφειλών του, με βάση τις υφιστάμενες τότε αλλά και δυνάμενες να προβλεφθούν μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες. Επίσης, δεν αναφέρονται μεταγενέστερα περιστατικά, τα οποία συγκροτούν δική του υπαιτιότητα για την περιέλευσή του σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών περιστατικά δηλαδή τέτοια, τα οποία συνετέλεσαν στο να οδηγηθούν σε αυτήν την κατάσταση, τα οποία γνώριζε ή μπορούσε να προβλέψει.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010 «Φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών αυτών και απαλλαγή». Σύμφωνα με το σκοπό του νόμου, στη ρύθμιση του νόμου υπάγονται μόνο φυσικά πρόσωπα, και μάλιστα πρόσωπα που δεν ασκούν αυτοτελή αυτονομική δραστηριότητα, που να τους προσδίδει την ιδιότητα του εμπόρου. Προσθέτως, υπάγονται και όσοι ήταν έμποροι, έπαψαν όμως την εμπορία ή την οικονομική τους δραστηριότητα χωρίς κατά την παύση αυτή να έχουν παύσει τις πληρωμές τους (άρθρο 2 παρ. 3 του ΠτΚ). Από τη ρύθμιση του νόμου αποκλείονται τα φυσικά πρόσωπα που έχουν πτωχευτική ικανότητα. Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠτΚ (Ν. 3588/2007) πτωχευτική ικανότητα έχουν οι έμποροι. Σύμφωνα με το αρθρ. 1 του ΕμπΝ και τη διδασκαλία του εμπορικού δικαίου έμπορος είναι ο κατά σύνηθες επάγγελμα ασκών εμπορικές πράξεις. Οι έμποροι επομένως για τους οποίους μάλιστα βάσει του άρθρου 8 παρ. 2 του Διατάγματος περί αρμοδιότητος των εμποροδικείων ισχύει το τεκμήριο της εμπορικότητας, σύμφωνα με το οποίο όλες οι συναλλαγές που γίνονται από τον έμπορο τεκμαίρεται ότι γίνονται χάριν της εμπορίας που αποκλείονται από την εφαρμογή του νόμου. Γι` αυτούς, σε περίπτωση αδυναμίας εκπληρώοεως των ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεων τους κατά τρόπο γενικά και μόνιμο (παύση πληρωμών), ισχύουν οι ρυθμίσεις του ΠτΚ και όχι αυτές του ν. 3869/2010. Επομένως, κρίσιμο διάστημα για την εφαρμογή ή μη του νόμου, αποτελεί η ιδιότητα του αιχούντος οφειλέτη ως εμπόρου ή μη, βασικά, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως (Αθ. Κρητικός Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων ν. 3869/2010, 2014 σελ. 39). Παρά την έλλειψη ρητής στο νόμο διάταξης με την οποία εξαιρούνται του χαρακτηρισμού τους ως εμπόρων, με την έννοια του άρθρου 1 ΕμπΝ, «οι μικροέμποροι» όπως αποκαλούνται, τόσο από την επιστήμη όσο και από την νομολογία γίνεται δεκτός ο ως άνω αποκλεισμός (βλ. ΕφΑθ 11433/1995, ΔΕΕ 1996/490, ΕιρΘηβ 18/2011 – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κρητικός, Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων προσώπων, 2014, σελ. 36 επ., Βενιέρης- Κατσάς, Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, σελ. 67 επ.). Μικροεμπορία ασκούν πρόσωπα που διενεργούν εμπορικές πράξεις κατά το ΒΔ 1835, αλλά δεν δραστηριοποιούνται σε ριψοκίνδυνη κερδοσκοπική διαμεσολάβηση και κατ’ ουσίαν παρέχουν προσωπική εργασία με αντίτιμο κάποια αμοιβή (ΑΠ 1215/2018 – Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Νόμος). Η με διαφορετική διατύπωση, είναι πρόσωπα που ασκούν εμπορικές πράξεις και αποκομίζουν από αυτές κέρδος, το οποίο όμως αποτελεί ρισσότερο αμοιβή του σωματικού τους, κόπου και μόχθου και όχι αποτέλεσμα κερδοσκοπικών συνδυασμών και δραστηριότητα που ενέχει οργάνωση κεφαλαίου και εργασίας, λόγω της οποίας υπάρχει κερδοσκοπική εκμετάλλευση των αγοραζόμενων υλών και της εργασίας των χρησιμοποιούμενων τρίτων προσώπων και των μηχανικών ή άλλων εγκαταστάσεων (βλ. ΕφΑθ 5739/2002, ΕπισκΕμπΔ 2003/190).
Περαιτέρω, ο τρίτος εφεσίβλητος επαναφέρει την πρωτοδίκως υποβληθείσα ένσταση απαραδέκτου, λόγω μη ειλικρινούς δηλώσεως του εκκαλούντος, αναφορικά με το παύση της εμπορικής του ιδιότητας, ήτοι ότι αυτός προσδιορίζεται μετά το χρόνο παύσης των πληρωμών του. Ως εκ τούτου, ισχυρίζεται ότι ο εκκαλών είχε την εμπορική ιδιότητα και πτωχευτική ικανότητα, με αποτέλεσμα το απαράδεκτο της αιτήσεώς του. Επ’ αυτών, λεκτέον ότι, η ενασχόληση του αιτούντος με την ως άνω δραστηριότητα του ηλεκτρολόγου, ουδέποτε του προσέδωσε την εμπορική ιδιότητα. Αντίθετα, ο αϊτών είναι φυσικό πρόσωπο που δεν έχει πτωχευτική ικανότητα, διότι η δραστηριότητα που ασκούσε, του προσέδιδε την ιδιότητα του μικροεμπόρου. Ειδικότερα, ο αιτών εργαζόταν αυτοπροσώπως, παρέχοντας δηλαδή την προσωπική του εργασία, χωρίς ποτέ να απασχολήσει εργατικό προσωπικό, ενώ δεν διέθετει και ηλεκτρολογικά προϊόντα προς μεταπώληση, παρά μόνο για την άσκηση της άνω δραστηριότητάς του. Επιπλέον, δεν διαμεσολαβούσε στην κυκλοφορία των οικοδομικών υλικών, κατά τρόπο που να φέρει τα στοιχεία της αβεβαιότητας και του κινδύνου. Δεν υφίσταται, δηλαδή, από την πλευρά του κερδοσκοπική εκμετάλλευση των αγοραζόμενων υλών, καθώς το όποιο κέρδος αποκομίζει από αυτή τη δραστηριότητα, αποτελούσε αμοιβή του σωματικού του κόπου. Η ανωτέρω δραστηριότητα του αιτούντος, του προσδίδει την έννοια του μικροεμπόρου, η οποία δεν εμποδίζει την υπαγωγή του στις διατάζεις του νόμου 3869/2010, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη. Κατά συνέπεια τούτου, απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμος ο ισχυρισμός του ως άνω εφεσίβλητου, ότι ελλείπει η ουσιαστική προϋπόθεση της έλλειψης πτωχευτικής ικανότητας στο πρόσωπο του αιτούντος, λόγω αυτής του της δραστηριότητας.
Τέλος, ο ισχυρισμός του τρίτου εφεσίβλητου, που προέβαλε περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του αιτούντος, διότι ο τελευταίος προέβη σε δανεισμό από τα Τραπεζικά ιδρύματα μη βιώσιμης οφειλής, τυγχάνει απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά, πέραν της αόριστης παράθεσής τους, δεν συνιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος του αιτούντος κατά τα υπό του άρθρου 281 ΑΚ τιθέμενα κριτήρια. Εξάλλου, στη συγκεκριμένη περίπτωση ο αιτών ασκεί νόμιμο δικαίωμά του και το σχέδιο διευθέτησής του, συνιστά πρόταση προς τις πιστώτριές του και δεν δεσμεύει το Δικαστήριο, που θα εκτιμήσει ελεύθερα την πρόταση αυτή με βάση τα σχετικά στοιχεία και τα διδάγματα της κοινής πείρας για τις συνθήκες και τις ανάγκες διαβίωσης του αιτούντος.
Από την ένορκη εξέταση της μάρτυρος του αιτούντος, που εξετάσθηκε ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η κατάθεση του οποίου περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, τα έγγραφα που προσκόμισαν και επικαλούνται οι παριστάμενοι διάδικοι, τα οποία όλα ανεξαιρέτως έλαβε υπ` όψη του το Δικαστήριο, από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ. 4 ΚΠολΔ), σε συνδυασμό με την αυτεπάγγελτη έρευνα των γεγονότων (744 ΚΠολΔ) και από την εν γένει προφορική διαδικασία στο ακροατήριο, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ο αιτών, ηλικίας σήμερα 51 ετών, είναι παντρεμένος με τη ……., ηλικίας 50 ετών και έχουν αποκτήσει δύο τέκνα, τον …….., ηλικίας 26 ετών, ο οποίος εργάζεται ως πυροσβέστης και την ………., ηλικίας 22,5 ετών, φοιτήτρια, όπως προκύπτει από την από 29.05.2017 βεβαίωση οικογενειακής κατάστασης του Τμήματος Αστικής και Δημοτικής Κατάστασης της Διεύθυνσης Αστικής και Δημοτικής Κατάστασης του Υπουργείου Εσωτερικών. Τόσο κατά τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης όσο και κατά το χρόνο συζήτησής της, ο αιτών είναι άνεργος, εγγεγραμμένος στα μητρώα ανέργων του ΟΑΕΔ, χωρίς να λαμβάνει επίδομα ανεργίας και ως εκ τούτου στερείται εισοδήματος. Η σύζυγός του εργάζεται τα τελευταία 12 έτη ως υπάλληλος σούπερ-μάρκετ στην εταιρεία «………. ΑΕ.». Το μέσο μηνιαίο εισόδημά της, το οποίο παράλληλα αποτελεί και το μέσο μηνιαίο οικογενειακό τους εισόδημα, ανέρχεται σε 830,00 ευρώ περίπου. Στο παρελθόν, ο αιτών εργαζόταν ως ηλεκτρολόγος-ελεύθερος επαγγελματίας. Ωστόσο, περί τα τέλη του έτους 2010 και αρχές του έτους 2011, διαπιστώθηκε ότι έπασχε από σκλήρυνση κατά πλάκας, οπότε και αυξήθηκαν τα έξοδά του στην προσπάθεια αντιμετώπισης του προβλήματος υγείας που του παρουσιάστηκε, αναγκάστηκε δε να μεταβεί αρκετές φορές σε νοσοκομεία του εξωτερικού, προκειμένου να ακολουθήσει συγκεκριμένη θεραπεία για την καλύτερη αντιμετώπιση του προβλήματος του, με έξοδα, τα οποία κάλυψε από τις αποταμιεύσεις του και της συζύγου του, καταβάλλοντας όμως ταυτόχρονα τις μηνιαίες δόσεις του προς τους πιστωτές του (βλ. και κατάθεση μάρτυρος).
Πλην όμως, δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις επαγγελματικές του υποχρεώσεις, οπότε και την 31.12.2013, προέβη σε διακοπή εργασιών της επιχείρησής του, προκειμένου να αφοσιωθεί στη θεραπεία της πάθησής του. Έκτοτε παραμένει άνεργος. Το δε οικογενειακό τους εισόδημα έχει υποστεί μεγάλη μείωση τα τελευταία χρόνια, λόγω του προαναφερόμενου προβλήματος υγείας και της διακοπής της επαγγελματικής του δραστηριότητας αλλά και της μείωσης των μισθών στον ιδιωτικό τομέα στα πλαίσια της γενικότερης οικονομικής κρίσης που έπληξε τους μισθούς του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, χωρίς αντίθετα να έχει μειωθεί, αναλογικά, το μηνιαίο κόστος διαβίωσης τους, το οποίο συνεχώς αυξάνεται, με βάση την παρούσα οικονομική συγκυρία και τα διδάγματα κοινής πείρας (έκτακτη φορολογία, αύξηση τιμών ειδών πρώτης ανάγκης, ΕΝΦΙΑ κλπ.). Λαμβανομένων υπόψιν όσων κατά τα ανωτέρω αποδείχθηκαν και των εύλογων δαπανών διαβίωσης όπως προσδιορίζονται στην Ε.Ο.Π. της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, οι οποίες, όμως, λειτουργούν μόνο ως κατευθυντήριες γραμμές (βλ. Βενιέρη/Κατσά, Εφαρμογή του Ν. 3869/2010 για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, 3η εκδ. 2015, σελ. 498), το Δικαστήριο κρίνει, δυνάμει και των άρθρων 336 § 4 και 744 ΚΠολΔ, ότι το ποσό που προκύπτει ως απολύτως απαραίτητο για τον αιτούντα προς κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών του και της οικογένειάς του, ήτοι για διατροφή, πληρωμή λογαριασμών (ύδρευσης, ηλεκτρικού ρεύματος, τηλεφωνίας, κοινοχρήστων), για έξοδα θέρμανσης και μετακίνησης, ένδυση- υπόδηση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, καθώς και για άλλα τυχόν έκτακτα έξοδα, (τα τέκνα τους, ενήλικα πλέον, ενόψει των συνθηκών ηλικίας και ικανότητας προς εργασία δεν εμπίπτουν στην έννοια του προστατευόμενου μέλους (άρθρο 1486 ΑΚ) ανέρχεται συνολικά σε περίπου 700 ευρώ μηνιαίως, με βάση τις συνθήκες διαβίωσης του συγκεκριμένου οφειλέτη. Για τον υπολογισμό του ανωτέρω ποσού, συνεκτιμάται ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο οφειλέτης ο οποίος ζητεί να υπαχθεί στις ευεργετικές ρυθμίσεις του νόμου, πρέπει από την πλευρά του να μειώσει στο ελάχιστο τις δαπάνες του μόνο στις απολύτως απαραίτητες και αναγκαίες για το προβλεπόμενο από το νόμο χρονικό διάστημα της ρύθμισης. Όπως δε κατατέθηκε, για την κάλυψη των ανωτέρω αναγκών αλλά και την καταβολή της μηνιαίας δόσης, που ορίστηκε να καταβάλλει ο αιτών με την από 22.09.2017 προσωρινή διαταγή, τον συνδράμουν οικονομικά οι γονείς του, οι οποίοι είναι συνταξιούχοι. Επιπροσθέτως, σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της αίτησης, ο αιτών είχε αναλάβει από τους καθ’ ων τα αναφερόμενα στην αίτηση δάνεια, τα οποία σύμφωνα με το νόμο θεωρούνται με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμα και σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3 του Ν. 3869/2010 τα ανέγγυα υπολογίζονται με τους νόμιμους τόκους έως την κοινοποίηση της αίτησης, ενώ τα εμπραγμάτως ασφαλισμένα έως την έκδοση απόφασης. Συγκεκριμένα, οφείλει: 1. προς την 1η των καθ’ ων πιστώτρια, όπως προκύπτει από την από 10.01.2017 αναλυτική βεβαίωση οφειλών, σε συνδυασμό με τις προσκομιζόμενες δανειακές συμβάσεις: α. ως οφειλέτης, δυνάμει της υπ’ αρ ……… σύμβασης στεγαστικού δανείου με αριθμό λογαριασμού …………(καταγγελμένη), ποσό 172.763,49 ευρώ (απαίτηση εμπραγμάτως εξασφαλισμένη με εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί της κύριας κατοικίας του, ιδιοκτησίας του), β. ως οφειλέτης, δυνάμει της υπ’ αρ ……….. σύμβασης στεγαστικού δανείου, με αριθμό λογαριασμού ………..(καταγγελμένη), ποσό 106.181,96 ευρώ (απαίτηση εμπραγμάτως εξασφαλισμένη με εγγραφή προσημείωσης υποθήκης επί της κύριας κατοικίας του), γ. ως οφειλέτης, δυνάμει σύμβασης πιστωτικής κάρτας, με αριθμό λογαριασμού …………. (καταγγελμένη), ποσό 5.440,68 ευρώ, δ. ως οφειλέτης, δυνάμει σύμβασης πιστωτικής κάρτας, με αριθμό λογαριασμού …………. (καταγγελμένη), ποσό 33.140,13 ευρώ, ε. ως οφειλέτης, δυνάμει της υπ’ αρ ………. σύμβασης καταναλωτικής πίστης, με αριθμό λογαριασμού ……….. (καταγγελμένη), ποσό 16.626,40 ευρώ, στ. ως οφειλέτης δυνάμει της υπ’ αρ. ……….σύμβασης καταναλωτικής πίστης, με αριθμό λογαριασμού …………. (καταγγελμένη), ποσό 17.158,43 ευρώ, ζ. ως οφειλέτης, δυνάμει της υπ’ αρ ………σύμβασης καταναλωτικής κτίστης, με αριθμό λογαριασμού …………. (καταγγελμένη), ποσό 164,04 ευρώ, η. ως οφειλέτης, δυνάμει της υπ` αρ ……….σύμβασης στεγαστικής πίστης, με αριθμό λογαριασμού ………… (καταγγελμένη), ποσό 3.945,62 ευρώ, θ. ως οφειλέτης, δυνάμει της υπ` αρ ………… σύμβασης στεγαστικής πίστης, με αριθμό λογαριασμού ……………(καταγγελμένη), ποσό 1.413,07 ευρώ, ι. ως οφειλέτης, δυνάμει της υπ` αρ. ………… σύμβασης καταναλωτικής πίστης, με αριθμό λογαριασμού ………..(καταγγελμένη), ποσό 192,33 ευρώ, ια. ως οφειλέτης, δυνάμει της υπ` αρ ……….. σύμβασης καταναλωτικής πίστης, με αριθμό λογαριασμού …………..ποσό 102,23 ευρώ και ιβ. ως οφειλέτης, δυνάμει της υπ` αρ ………….σύμβασης καταναλωτικής πίστης, με αριθμό λογαριασμού …………..ποσό 270,71 ευρώ, και συνολικά το ποσό των 357.399,09 ευρώ, 2. Προς τη 2η των καθ` ων πιστώτρια, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από 16.01.2017 αναλυτική βεβαίωση οφειλών: α. ως οφειλέτης, δυνάμει του με αριθμό λογαριασμού …………ελεύθερου δανείου, ποσό 16.268,63 ευρώ (ληξιπρόθεσμη οφειλή) και β. ως οφειλέτης δυνάμει της με αρ. λογ. ……….. πιστωτικής κάρτας, ποσό 7.727,32 ευρώ (ληξιπρόθεσμη οφειλή και συνολικά το ποσό των 23.995,95 ευρώ, 3. Προς τον τρίτο των καθ` ων-εφεσίβλητο, το ποσό των 43.591,20 ευρώ και 4. Προς την τέταρτη των καθ` ων-εφεσίβλητη, το ποσό των 27.263,57 ευρώ. Η συνολική του δε οφειλή ανέρχεται στο ποσό των 452.249,81 ευρώ.
Όσον αφορά τα περιουσιακά στοιχεία του αιτούντος, από τις προσκομιζόμενες δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης και συμβολαιογραφική πράξη, αποδείχθηκε ότι έχει την πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή ενός διώροφου διαμερίσματος, με στοιχεία πίνακα «…….», συνολικής μικτής επιφάνειας 116 τ.μ., αποτελούμενο από ισόγειο 58 τ.μ. και όροφο 58 τ.μ., που αποτελεί τμήμα οριζόντιας ιδιοκτησίας σε οικοδομή ανεγερθείσα επί ενός οικοπέδου, κειμένου εντός της πόλεως Ρόδου και επί της οδού ………. Το συγκεκριμένο ακίνητο αποτελεί την κύρια κατοικία της οικογένειάς του. Το απέκτησε δε, δυνάμει του υπ` αριθ. ……./01.06.2006 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Ρόδου, …………. και η αντικειμενική του αξία ανέρχεται στο ποσό των 89.523,00 ευρώ (βλ. ΕΝΦΙΑ 2016). Περαιτέρω, ως προς την κινητή περιουσία του αιτούντος, στη φορολογική του δήλωση (Ε1) φαίνεται ότι έχει στην πλήρη κυριότητά του ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο, με αριθμό κυκλοφορίας …….., εργοστασιακής κατασκευής ……….εμπορικής ονομασίας ……….με ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας το 20Ό4, του οποίου η σημερινή εμπορική αξία εκτιμάται στο ποσό των 500,00 ευρώ (αξία ανταλλακτικών), για το οποίο όμως, ήδη από την 21.09.2006, έχουν κατατεθεί πινακίδες και άδεια κυκλοφορίας στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., αφού έχει καταστραφεί ολοσχερώς λόγω ατυχήματος και δεν χρησιμοποιείται ούτε πρόκειται να χρησιμοποιηθεί στο μέλλον. Πέραν αυτών, δεν διαθέτει άλλο περιουσιακό στοιχείο.
Ο αιτών αρχικά ήταν συνεπής στην αποπληρωμή των δανειακών του υποχρεώσεων. Το σοβαρό πρόβλημα υγείας όμως, που του παρουσιάστηκε ξαφνικά, όπως προαναφέρθηκε και τον οδήγησε σε μεγάλες ιατρικές δαπάνες, η παύση των εργασιών της επιχείρησής του λόγω της σωματικής του αδυναμίας να τη συνεχίσει, η συνεχιζόμενη έκτοτε ανεργία του, αφού αδυνατεί να εξεύρει εργασία που να προσιδιάζει στις ιδιαίτερες ανάγκες του, η φοίτηση της κόρης του σε πανεπιστήμιο εκτός Ρόδου και η μείωση των μηνιαίων αποδοχών της συζύγου του, είχαν σαν αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει δυσχέρεια και να αδυνατεί να ανταπεξέλθει στις οικονομικές του υποχρεώσεις προς τις καθ` ων πιστώτριές του καθόσον το οικογενειακό μηνιαίο εισόδημά του, από το ποσό των 2.000,00 ευρώ κατά το χρόνο έναρξης της δανειοδότησής του (2006), μειώθηκε στο ποσό των 850,00 ευρώ κατά το έτος 2015, ενώ έβαινε μειούμενο και κατά τα επόμενα έτη, μέχρι την κατάθεση της υπό κρίση αίτησης. Η δε ανάληψη των δανειακών του υποχρεώσεων έγινε σε χρονικό διάστημα που τα εισοδήματά του ήταν αυξημένα και μπορούσε να είναι συνεπής στην εξυπηρέτησή τους, μη δυνάμενος να προβλέψει τις επερχόμενες δυσμενείς οικονομικές συνθήκες και το πρόβλημα υγείας του. Συνεπεία των ανωτέρω, η σχέση μεταξύ ρευστότητας και των οφειλών του αιτούντος κατά την τρέχουσα χρονική περίοδο είναι αρνητική, χωρίς να αναμένεται να βελτιωθεί στο εγγύς μέλλον, λόγω της αρνητικής οικονομικής συγκυρίας, των πολύ χαμηλών εισοδημάτων του και των συνεχώς αυξανομένων δανειακών του υποχρεώσεων.
Περαιτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι η ρύθμιση των χρεών του αιτούντος θα γίνει με μηνιαίες καταβολές επί τρία χρόνια, κατά τη διάταξη της παρ. 12 του άρθρου 8 του ν. 3869/2010. Ειδικότερα, ο αιτών-εκκαλών (3) ετών, ήτοι σε 36 (τριάντα έξι) ισόποσες μηνιαίες δόσεις των 300,00 ευρώ, καταβλητέες εντός του πρώτου δεκαημέρου εκάστου μηνός, το ποσό των 10.800,00 ευρώ, συμμέτρως διανεμόμενες στις απαιτήσεις των καθ’ ων- εφεσίβλητων.
Σε κάθε δε επιμέρους οφειλή του έναντι εκάστου πιστωτή – καθ’ ης η αίτηση αναλογούν τα εξής ποσά: 1. Για την πρώτη εφεσίβλητη, το ποσό των 225,00 ευρώ, 2. Για τη δεύτερη εφεσίβλητη, το ποσό των 21,00 ευρώ, 3. Για τον τρίτο εφεσίβλητο, το ποσό των 30,00 ευρώ και 4. Για την τέταρτη εφεσίβλητη, το ποσό των 24,00 ευρώ. Συνεπώς, πρέπει να ρυθμιστούν οι οφειλές του αιτούντος κατά πρώτο λόγο με μηνιαίες καταβολές των ως άνω ποσών, απευθείας στους πιστωτές του, από τα εισοδήματά του επί τρία έτη, συμφώνως με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 2 του νόμου, με αφετηρία την 1η εργάσιμη ημέρα του πρώτου μήνα αμέσως μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης. Μετά την καταβολή των ανωτέρω ποσών, θα έχει καταβληθεί έναντι της συνολικής οφειλής του αιτούντος, το ποσό των 10.800 ευρώ, με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο μέρος των ληξιπρόθεσμων οφειλών του, ήτοι (452.249,81 – 10.800,00) = 441.449,81 ευρώ, να παραμένει ακόμη ανεξόφλητο.
Εν συνεχεία, η κατ’ άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 3869/2010 παραπάνω ρύθμιση θα συνδυαστεί με την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010 ρύθμιση, εφόσον με τις καταβολές της πρώτης ρύθμισης δεν επέρχεται εξόφληση των απαιτήσεων των τρίτου και τέταρτης των καθ’ ων πιστωτών και είχε υποβληθεί αίτημα εξαίρεσης της ανήκουσας στον αιτούντα κύριας κατοικίας, που έχει ήδη εξαιρεθεί από την εκποίηση καθώς όπως κρίθηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. 148/2019 απόφασης του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου για την ένταξη της κατοικίας της στη ρύθμιση του άρθρ. 9 παρ. 2 για εξαίρεση από την εκποίηση. Σύμφωνα δε με την ανωτέρω διάταξη, προκειμένου να καθορισθεί το ποσό που υποχρεούται να καταβάλει ο οφειλέτης για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του, θα πρέπει αφενός να ληφθεί υπόψη η μέγιστη δυνατότητα αποπληρωμής του και αφετέρου το ότι θα καταβάλλει τέτοιο ποσό ώστε οι πιστώτριές του να βρίσκονται στην ίδια οικονομική θέση σε σύγκριση με την ικανοποίησή τους από τυχόν εκποίηση της κατοικίας από αναγκαστική εκτέλεση. Συνεπώς, σημασία πλέον για το τι θα καταβάλλει ο οφειλέτης για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του έχει το εκτιμώμενο ποσό του πλειστηριάσματος, βάσει της τρέχουσας εμπορικής αξίας του ακινήτου, αφαιρουμένων των εξόδων της εκτέλεσης, ενώ η τιμή πρώτης προσφοράς για τον πλειστηριασμό ακινήτου ορίζεται η εμπορική του αξία (βλ. αρθρ. 993 παρ. 2 εδ. γ` και 995 παρ. 1 εδ. δ` ΚΠολΔ καθώς και Π.Δ. 59/2016 και υπ’ αριθ. 54/2015 Απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος). Για τη διάσωση λοιπόν της κύριας κατοικίας του, ο αϊτών θα πρέπει να καταβάλει ποσό που θα ελάμβαναν οι πιστωτές του, σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι ποσό που αντιστοιχεί στην εμπορική αξία της κύριας κατοικίας του (βλ. αρθρ. 993 παρ. 2 εδ. γ` και 995 παρ. 1 εδ. δ` ΚΠολΔ), αφαιρουμένων των εξόδων της αναγκαστικής εκτέλεσης. Δεδομένου ότι ο αιτών προσκόμισε σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 54/15-12- 2015 Πράξη της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, εκτίμηση σχετικά με το εκτιμώμενο ποσό του πλειστηριάσματος της κύριας κατοικίας του, το οποίο ανέρχεται στο ποσό των 113.000,00 ευρώ, το οποίο αναλύεται σε 115.000,00 ευρώ εκτιμώμενη εμπορική αξία κύριας κατοικίας – 2.000,00 ευρώ έξοδα εκτέλεσης.
Λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής δυνατότητας του αιτούντος αλλά και της ηλικίας του, ορίζονται μηνιαίες καταβολές επί 360 μήνες, ήτοι επί 30 έτη, που θα αρχίσουν την 1η εργάσιμη ημέρα του 1ου μήνα μετά τη λήξη των καταβολών επί τριετία της προηγούμενης ρύθμισης, θα είναι δε καταβλητέες μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο έκαστου μηνάς και κάθε μηνιαία καταβολή θα ανέρχεται στο ποσό των (113.000,00 : 360) 313,89 ευρώ.
Το ως άνω ποσό θα καταβληθεί συμμέτρως στους πιστωτές του και ειδικότερα: 1. Για την πρώτη εφεσίβλητη, το ποσό των 235,89 ευρώ, 2. Για την δεύτερη εφεσίβλητη, το ποσό των 22,00 ευρώ, 3. Για τον τρίτο εφεσίβλητο, το ποσό των 31 ευρώ και 4. Για την τέταρτη εφεσίβλητη, το ποσό των 25,00 ευρώ. Παράλληλα, θα πρέπει να του χορηγηθεί περίοδος χάριτος τριών ετών, ώστε να μη συμπέσει η τελευταία αυτή ρύθμιση με την πιο πάνω των καταβολών επί τριετία. Η καταβολή των παραπάνω δόσεων θα γίνει εντόκως, αλλά χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζα της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ο τόκος θα συμπεριλαμβάνεται στην δόση που ορίσθηκε και δεν θα προστίθεται σε αυτήν. Επισημαίνεται ότι ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει αίτηση στο Ελληνικό Δημόσιο για τη μερική κάλυψη του ποσού της μηνιαίας καταβολής του σχεδίου διευθέτησης οφειλών του άρθρου 9 το οποίο ορίζει η δικαστική απόφαση, ενημερώνοντας σχετικά τους πιστωτές. Από το σκέλος αυτό της ρύθμισης θα ικανοποιηθούν, προνομιακά, με βάση την αρχή της χρονικής , προτεραιότητας, οι απαιτήσεις των πιστωτριών Τραπεζών, που απορρέουν από τις ως άνω δανειακές συμβάσεις, οι οποίες είναι εμπραγμάτως ασφαλισμένες με προσημείωση υποθήκης πρώτης τάξης επί της ως άνω κατοικίας. Η απαίτηση αυτή, μετά το πέρας της προηγούμενης ρύθμισης, δηλαδή μετά τις καταβολές επί τριετία, θα έχει διαμορφωθεί, στο ποσό των (441.449,81 – 113.000,00) 328.449,81 ευρώ. Συνεπώς, με την τήρηση της παραπάνω ρύθμισης, η οποία θα επιφέρει την μερική εξόφληση της οφειλής του εκκαλούντος, θα επέλθει απαλλαγή από το υπόλοιπο των χρεών του, καθώς δεν μπορεί να ικανοποιηθεί το υπόλοιπο της απαίτησης των πιστωτριών, γιατί δεν μπορεί από το νόμο να επιβληθεί άλλη υποχρέωση στους αιτούντες.
Κατά συνέπεια των παραπάνω, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση ως βάσιμη και στην ουσία της και να ρυθμιστούν τα χρέη του εκκαλούντος, με σκοπό την απαλλαγή του, με την τήρηση των όρων της ρύθμισης, εξαιρουμένης της εκποίησης της κύριας κατοικίας του, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 6 του Ν. 3869/2010 που ισχύει και στη δευτεροβάθμια δίκη. Επιπλέον, παράβολο ερημοδικίας για τις απολειπόμενες εφεσίβλητες δεν ορίζεται, επειδή δεν προβλέπεται στο νόμο το ένδικο βοήθημα της ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης. Ενόψει δε της (μερικής) παραδοχής της έφεσης πρέπει, σύμφωνα με την πρόβλεψη του άρθρου 495 § 3 ΚΠολΔ, να διαταχθεί η επιστροφή του παράβολου στον εκκαλούντα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των πρώτης και δεύτερης εφεσίβλητης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και στην ουσία την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθ. 57/2020 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Ρόδου, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της Εκούσιας δικαιοδοσίας.
(…)
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον αιτούντα, για χρονικό διάστημα τριών ετών, με αφετηρία την 1η εργάσιμη ημέρα του πρώτου μήνα αμέσως μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, να καταβάλει συμμέτρως στους πιστωτές του το ποσό των 300,00 ευρώ μηνιαίως και ειδικότερα: 1. Στην πρώτη εφεσίβλητη, το ποσό των 225,00 ευρώ, 2. Στη δεύτερη εφεσίβλητη, το ποσό των 21,00 ευρώ, 3. Στον τρίτο εφεσίβλητο, το ποσό των 30,00 ευρώ και 4. Στην τέταρτη εφεσίβλητη, το ποσό των 24,00 ευρώ.
ΕΞΑΙΡΕΙ της εκποίησης την κύρια κατοικία του αιτούντος, ήτοι διώροφο διαμέρισμα, με στοιχεία πίνακα «…….», συνολικής μικτής επιφάνειας 116 τ.μ., αποτελούμενο από ισόγειο 58 τ.μ. και όροφο 58 τ.μ., που αποτελεί τμήμα οριζόντιας ιδιοκτησίας σε οικοδομή ανεγερθείσα επί ενός οικοπέδου, κειμένου εντός της πόλεως Ρόδου και επί της οδού ………..
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον αιτούντα να καταβάλει για τη διάσωση της κατοικίας του, συμμέτρως στους πιστωτές του, το ποσό των 113.000,00 ευρώ, η αποπληρωμή του οποίου θα γίνει σε 30 χρόνια με τριακόσιες εξήντα (360) ισόποσες μηνιαίες δόσεις των 313,89 ευρώ εκάστη και ειδικότερα: 1. Στην πρώτη εφεσίβλητη, το ποσό των 235,89 ευρώ, 2. Στη δεύτερη εφεσίβλητη, το ποσό των 22,00 ευρώ, 3. Στον τρίτο εφεσίβλητο, το ποσό των 31 ευρώ και 4. Στην τέταρτη εφεσίβλητη, το ποσό των 25,00 ευρώ. Η καταβολή των μηνιαίων αυτών δόσεων θα ξεκινήσει την 1η εργάσιμη ημέρα του 1ου μήνα μετά τη λήξη των καταβολών επί τριετία της προηγούμενης ρύθμισης και θα γίνει εντόκως, αλλά χωρίς ανατοκισμό, με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζα της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ο τόκος θα συμπεριλαμβάνεται στην δόση που ορίσθηκε και δεν θα προστίθεται σε αυτήν.