Georgios N. Lampadakis & Associates

Αποζημίωση από καθυστέρηση πτήσης. Ισχύων Ευρωπαϊκός Κανονισμός. Συντρέχουσα αρμοδιότητα του Δικαστηρίου του τόπου του τελικού προορισμού. Ευθύνη αερομεταφορέα προς αποζημίωση σε περίπτωση που η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε έκτακτες περιστάσεις. Δέχεται αγωγή (αρ. αποφ. 2/2025 Μ.Π.Ρόδου – διαδικασία μικροδιαφορών δημοσιευμένη στην ΤΠΝ ΝΟΜΟΣ)

Posted: 7 Οκτωβρίου 2025

Αγωγή αποζημίωσης στα πλαίσια πλημμελούς εκπλήρωσης σύμβασης αεροπορικής μεταφοράς από αεροπορική εταιρεία. Τοπική αρμοδιότητα δικαστηρίων για την εκδίκαση διαφορών αποζημίωσης πελατών κατά αεροπορικής εταιρείας λόγω ματαίωσης ή καθυστέρησης αεροπορικής μεταφοράς. Όροι θεμελίωσης διεθνούς δικαιοδοσίας ελληνικών δικαστηρίων προς εκδίκαση των άνω διαφορών. Όροι ευθύνης αεροπορικού μεταφορέα κατά τον Καν 261/2004 επί άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης. Πεδίο εφαρμογής του άνω Κανονισμού και βασικές έννοιες αυτού. Δικαιώματα επιβάτη επί ματαίωσης πτήσης όπως η αξίωση καταβολής ειδικής αποζημίωσης και λήψη φροντίδας από την οικεία αεροπορική εταιρεία. Ύψος της άνω ειδικής αποζημίωσης. Λοιπές υποχρεώσεις αεροπορικού μεταφορέα επί καθυστέρησης πτήσης. Όροι κατάφασης ματαίωσης ή καθυστέρησης αντίστοιχα πτήσης σε περίπτωση μεταφοράς επιβατών σε έτερη ήδη προγραμματισμένη πτήση. Αναγκαίες περιστάσεις για την επέκταση του δικαιώματος αποζημίωσης και υπέρ επιβατών που υπέστησαν ζημία εκ της μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης τους. Προς τούτο απαιτείται να προκύπτει πως εξαιτίας καθυστερημένων πτήσεων, υφίστανται απώλεια χρόνου ίση ή ανώτερη των τριών ωρών, τουτέστιν φθάνουν στον τελικό προορισμό τους τρεις και πλέον ώρες αργότερα από την ώρα που είχε αρχικώς προγραμματίσει ο αερομεταφορέας. Μέσα άμυνας αεροπορικών μεταφορέων προς απαλλαγή τους από την ευθύνη αποζημίωσης λόγω ματαίωσης ή σημαντικής καθυστέρησης πτήσης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 19 της κυρωθείσης με το ν.3006/2002 Σύμβασης του Μόντρεαλ 28-5-1999. Οι ανωτέρω δύνανται να επικαλεστούν πως η ματαίωση ή καθυστέρησης της πτήσης οφείλεται σε συμβάν που προκλήθηκε από έκτακτες περιστάσεις που δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη κι αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα και πως προέβησαν στις δέουσες ενέργειες μείωσης της ζημίας των επιβατών. Την λήψη των άνω μέτρων οφείλει να αποδείξει η εναγόμενη εταιρεία. Προσδιορισμός των άνω περιστάσεων που μπορεί να συνδέονται με περιόδους πολιτικής αστάθειας, απροσδόκητων ελλείψεων στην ασφάλεια της πτήσης και απεργιών που επηρεάζουν τη λειτουργία του αερομεταφορέα. Έννοια «απροσδόκητων ελλείψεων στην ασφάλεια της πτήσης» όπου δεν εμπίπτουν τεχνικά προβλήματα που διαπιστώνονται κατά ή ελλείψει συντήρησης των αεροσκαφών. Περιπτώσεις που δεν είναι εφικτή η απαλλαγή του αερομεταφορέα από την ευθύνη διά της άνω ένστασης. Δέχεται αγωγή.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΜΙΚΡΟΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης 02/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΥ

Αποτελούμενο από την Δικαστή Χρυσούλα Αντωνοπούλου, Πάρεδρο Πρωτοδικείου, και την γραμματέα Αικατερίνη Τούβρα.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στη Ρόδο την 05η Νοεμβρίου 2024, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εναγόντων: 1. Γεωργίου Λαμπαδάκη του Νικολάου, δικηγόρου, κατοίκου Ρόδου, οδός ………. ………. , με Α.Φ.Μ. …………… , ατομικά για τον εαυτό του και ως ασκούντος τη γονική μέριμνα της ανήλικης θυγατέρας του ………. ………. , 2. ………. συζ. ………. ………. το γένος ………. , κατοίκου Ρόδου, οδός ………. ………. , με Α.Φ.Μ. ………… , ατομικά για τον εαυτό της και ως ασκούσας τη γονική μέριμνα της ανήλικης θυγατέρας του ………. ………. , οι οποίοι παραστάθηκαν ο μεν πρώτος αυτοπροσώπως και η δεύτερη δια του πρώτου των εναγόντων ………. ………. (AM ΔΣΡ 414) ………. που κατέθεσε εμπρόθεσμα προτάσεις στις 11.09.2023, την από 23.08.2023 εξουσιοδότηση και την από 07.01.2025 υπεύθυνη δήλωση περί μη υποχρέωσης έκδοσης γραμματίου προκαταβολής εισφορών και ενσήμων, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση αυτής.

Της εναγόμενης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία « ………. ………. ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο « ………. ………. Α.Ε.» (« ………. ………. S.A.»), που εδρεύει ………. ………. Αττικής, επί του Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών, κτήριο ………. , όπως εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. ………. , η οποία εκπροσωπήθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Φαίδρας Αγγελάκη (AM ΔΣΡ 38843), η οποία κατέθεσε προτάσεις στις 02.10.2023, την από 21.05.2024 εξουσιοδότηση του Διευθύνοντος Συμβούλου της και το με στοιχεία ………. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων και παραστάθηκε στο ακροατήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ι.Β. (AM ΔΣΡ 330 } κατά την εκφώνηση αυτής, ο οποίος κατέθεσε το με στοιχεία ………. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων.

Οι ενάγοντες κατέθεσαν την από 23.08.2023 αγωγή τους στη Γραμματεία του πρώην Ειρηνοδικείου Ρόδου με αρ. καταθ. ………. /23.08.2023, διαδικασίας μικροδιαφορών (ν. 4842/2021), κατά της αντιδίκου τους, την οποία της επέδωσαν την 01.09.2023 (σχετικά η με αριθμό ………. /01.09.2023 Έκθεση Επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………. ), ήτοι εντός δέκα (10) ημερών από την κατάθεσή της, κατά το άρθρο 468 παρ. 1 ΚΠολΔ. Στην παραπάνω έκθεση κατάθεσης δικογράφου αναγράφηκε ότι οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τα αποδεικτικά έγγραφά τους και υπόμνημα-προτάσεις εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την λήξη της προθεσμίας επίδοσης της αγωγής, δηλ. μέχρι την 02.10.2023. Οι ενάγοντες κατέθεσαν εμπρόθεσμα στη γραμματεία του δικαστηρίου, στις 11.09.2023 τις προτάσεις τους και τα αποδεικτικά τους έγγραφα, προσθήκη – αντίκρουση κατέθεσαν στις 09.10.2023. Η εναγόμενη κατέθεσε προτάσεις και αποδεικτικά έγγραφα στις 02.10.2023, προσθήκη-αντίκρουση κατέθεσε, δε, στις 06.10.2023. Μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, ορίστηκε η συζήτηση της υπόθεσης για την στην αρχή της παρούσας ορισθείσα δικάσιμο και η υπόθεση εγγράφηκε στο πινάκιο με τον αριθμό …… (…) .

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κανονισμού αριθ. 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Φεβρουαρίου 2004 για ιη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης. που θεσπίζει τα ελάχιστα δικαιώματα των επιβατών στις προαναφερόμενες περιπτώσεις, σε περίπτωση ματαίωσης της πτήσης παρέχεται το δικαίωμα στους επιβάτες να λαμβάνουν αποζημίωση το ύψος της οποίας προσδιορίζεται αναλόγως με την απόσταση του τελευταίου προορισμού στον οποίο ο επιβάτης θα φθάσει καθυστερημένα μετά την προγραμματισμένη ώρα εξ αιτίας της άρνησης επιβίβασης. Περαιτέρω, στο άρθρο 9 σε συνδυασμό με την 17η αιτιολογική σκέψη του προοιμίου του αυτού Κανονισμού προβλέπεται η υποχρέωση των αερομεταφορέων να παρέχουν επαρκή φροντίδα σε επιβάτες των οποίων οι πτήσεις παρουσιάζουν καθυστέρηση, συγκεκριμένα προβλέπεται η παροχή δωρεάν γευμάτων και αναψυκτικών ανάλογα του χρόνου αναμονής τους, η διανυκτέρευση σε ξενοδοχείο όταν αποβαίνει αναγκαία η παραμονή τους, η μεταφορά μεταξύ του αερολιμένα και καταλύματος, οι ίδιοι δε οι επιβάτες, μεταξύ άλλων, θα πρέπει να είναι σε θέση να τη συνεχίζουν υπό ικανοποιητικές συνθήκες. Επιπλέον, βάσει του συγκεκριμένου άρθρου προσφέρονται δωρεάν στους επιβάτες δύο τηλεφωνήματα, τέλεξ ή φαξ ή μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Εξάλλου, στο άρθρο 12 του Κανονισμού ορίζεται ότι αυτός (ο Κανονισμός) δεν θίγει τα δικαιώματα του επιβάτη για περαιτέρω αποζημίωση. Περαιτέρω, σύμφωνα με την 14η αιτιολογική σκέψη του προοιμίου του Κανονισμού, η οποία επαναλαμβάνει τα οριζόμενα στο άρθρο 19 της κυρωθείσης με το ν.3006/2002 Σύμβασης του Μόντρεαλ 28-5-1999, οι ως άνω θεσπιζόμενες με αυτόν υποχρεώσεις προς αποζημίωση του επιβάτη θα πρέπει να περιορίζονται ή και να μην ισχύουν όταν ένα συμβάν έχει προκληθεί από έκτακτες περιστάσεις οι οποίες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη κι αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα. Τέτοιες περιστάσεις μπορούν ειδικότερα να προκύψουν σε περιπτώσεις πολιτικής αστάθειας, καιρικών συνθηκών που δεν επιτρέπουν την πραγματοποίηση της συγκεκριμένης πτήσης, κινδύνων για την ασφάλεια των επιβατών, απροσδόκητων ελλείψεων στην ασφάλεια της πτήσης και απεργιών που επηρεάζουν τη λειτουργία του πραγματικού αερομεταφορέα. Από τα ανωτέρω οριζόμενα στο προοίμιο του Κανονισμού προκύπτει ότι κατά τον Κοινοτικό νομοθέτη τα ως άνω γεγονότα η απαρίθμηση των οποίων εξάλλου δεν είναι εξαντλητική, δεν συνιστούν αφ’ εαυτών έκτακτες περιστάσεις, αλλά ενδέχεται να οδηγήσουν στη δημιουργία τέτοιων περιστάσεων. Κατά συνέπεια όλες οι περιστάσεις που συνδέονται με τέτοια γεγονότα δεν αποτελούν οπωσδήποτε αιτίες απαλλαγής από την υποχρέωση αποζημίωσης που προβλέπει ο Κανονισμός. Μολονότι δε ο ενωσιακός νομοθέτης περιέλαβε στο σχετικό κατάλογο τις ` ` απροσδόκητες ελλείψεις στην ασφάλεια της πτήσης και μολονότι ένα τεχνικό πρόβλημα που παρουσίασε το αεροσκάφος μπορεί να περιληφθεί στις ελλείψεις αυτές, εντούτοις, οι περιστάσεις που συνδέονται με ένα τέτοιο γεγονός δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως έκτακτες. παρά μόνο εάν αφορούν γεγονός το οποίο, όπως εκείνα που απαριθμούνται στη 14η αιτιολογική σκέψη του εν λόγω Κανονισμού, δεν συνδέεται αναπόσπαστα με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του οικείου αερομεταφορέα και διαφεύγει του αποτελεσματικού ελέγχου του, λόγω της φύσης και των αιτίων του. Λόγω, όμως, των ειδικών συνθηκών υπό τις οποίες πραγματοποιούνται οι αεροπορικές μεταφορές και της περίπλοκης τεχνολογίας των αεροσκαφών επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι αερομεταφορείς αντιμετωπίζουν συνήθως κατά την άσκηση της δραστηριότητάς τους, διάφορα τεχνικά προβλήματα τα οποία αναποφεύκτως ανακύπτουν από τη λειτουργία των αεροσκαφών. Άλλωστε, προς αποτροπή ακριβώς τέτοιων προβλημάτων και προς πρόληψη συμβάντων που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των πτήσεων, τα αεροσκάφη υποβάλλονται σε τακτικούς και ιδιαίτερα αυστηρούς ελέγχους, εγγενείς στις συνήθεις συνθήκες εκμετάλλευσης των αεροπορικών επιχειρήσεων. Επομένως, η επίλυση τεχνικού προβλήματος οφειλόμενου σε έλλειψη συντήρησης αεροσκάφους πρέπει να θεωρείται ως στοιχείο αναπόσπαστα συνδεόμενο με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του αερομεταφορέα, ενώ τεχνικά προβλήματα που διαπιστώνονται κατά τη συντήρηση των αεροσκαφών ή λόγω έλλειψης τέτοιας συντήρησης δεν μπορούν να αποτελούν αυτά καθεαυτά ` ` έκτακτες περιστάσεις. Ενόψει, λοιπόν, των ανωτέρω απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει εάν τα τεχνικά προβλήματα που επικαλέστηκε ο αερομεταφορέας στην υπόθεση της κύριας δίκης ανέκυψαν από γεγονότα τα οποία δεν συνδέονται αναπόσπαστα με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του οικείου αερομεταφορέα και διαφεύγουν του αποτελεσματικού ελέγχου του (απόφαση του ΔΕΚ της 22ης Δεκεμβρίου 2008 στην υπόθεση C-549/2007 δημ. ΝΟΜΟΣ) .

Ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να προσδιορίσει τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχουν οι αερομεταφορείς σε περίπτωση ματαίωσης πτήσης ή μεγάλης καθυστέρησης, δηλαδή διάρκειας τουλάχιστον τριών ωρών, και οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, του Κανονισμού 261/2004 (απόφαση της 4ης Μαΐου 2017, …..και ….., C-315/15, EU: C:2017:342, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) . Σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις 14 και 15 καθώς και με το άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, κατά παρέκκλιση από όσα ορίζει η παράγραφος 1 του εν λόγω άρθρου, ο αερομεταφορέας απαλλάσσεται από την υποχρέωση αποζημίωσης των επιβατών που υπέχει από το άρθρο 7 του Κανονισμού 261/2004, εάν δύναται να αποδείξει ότι η ματαίωση της πτήσης ή η καθυστέρησή της, διάρκειας τουλάχιστον τριών ωρών κατά την άφιξη, οφείλεται σε «έκτακτες περιστάσεις» οι οποίες δεν θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα ή, σε περίπτωση επέλευσης μιας τέτοιας περίστασης, ότι έλαβε τα κατάλληλα για την περίπτωση μέτρα, χρησιμοποιώντας όλες τις δυνατότητες που διέθετε σε προσωπικό ή υλικά μέσα, καθώς και τις χρηματοοικονομικές του δυνατότητες, προκειμένου να αποτρέψει το ενδεχόμενο η περίσταση αυτή να έχει ως συνέπεια τη ματαίωση ή τη μεγάλη καθυστέρηση της συγκεκριμένης πτήσης (απόφαση της 4ης Απριλίου 2019, ……………, C-501/17, EU: C:2019:288, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, 26-6/2019 C-159/2018) .Κατά πάγια νομολογία, μπορούν να χαρακτηριστούν ως «έκτακτες περιστάσεις» , κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 3, του Κανονισμού, τα γεγονότα τα οποία, ως εκ της φύσεως και των αιτίων τους, δεν συνδέονται αναπόσπαστα με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του οικείου αερομεταφορέα και επί των οποίων ο αερομεταφορέας αυτός δεν έχει πραγματικό έλεγχο, οι δε δύο αυτές προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά (απόφαση της 4ης Απριλίου 2019, ………. , C-501/17, EU: C:2019:288, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, 26-6/2019 C-159/2018) . Συναφώς, επιβάλλεται η επισήμανση ότι ο χαρακτηρισμός μιας κατάστασης ως «έκτακτης περίστασης» κατά την έννοια της διάταξης αυτής πρέπει να γίνεται λαμβανομένης υπόψη μόνον της περίστασης που προκάλεσε τη ματαίωση ή τη μεγάλη καθυστέρηση της συγκεκριμένης πτήσης, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί αρχικά, αν η εν λόγω περίσταση συνιστά «γεγονός» κατά την έννοια της σκέψης 22 της απόφασης της 22ας Δεκεμβρίου 2008, ………. – ………. (C-549/07, EU: C:2008:771, 26-6/2019 C-159/2018) .

Ακολούθως, το άρθρο 6 του ανωτέρω Κανονισμού, που τιτλοφορείται «Καθυστέρηση» , ορίζει στην παρ. 1 ότι όταν πραγματικός αερομεταφορέας εκτιμά εύλογα ότι μια πτήση θα έχει καθυστέρηση σε σχέση με την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησής της……. γ) τέσσερις ώρες ή περισσότερο προκειμένου για πτήσεις που δεν εμπίπτουν στα στοιχεία α’ ή β’ (ενν. για πτήσεις μεγαλύτερες των 3.500 χιλιομέτρων), παρέχει στους επιβάτες: ι) τη βοήθεια που προβλέπεται στο άρθρο 9 παρ. 1 στοιχ.α’ και παρ. 2 και ιι) όταν ο ευλόγως αναμενόμενος χρόνος αναχωρήσεως είναι τουλάχιστον η επόμενη μέρα από τον χρόνο αναχωρήσεως που είχε ανακοινωθεί προηγουμένως, τη βοήθεια του άρθρου 9 παρ. 1 στοιχ. β’ και γ’ και ιιι) όταν η καθυστέρηση είναι τουλάχιστον πέντε ώρες, τη βοήθεια του άρθρου 8 παρ. 1 στοιχ. α’. Το άρθρο 7 του Κανονισμού αυτού, που τιτλοφορείται «Δικαίωμα αποζημίωσης» , ορίζει: «1. Όταν γίνεται παραπομπή στο παρόν άρθρο, ο επιβάτης λαμβάνει αποζημίωση ύψους: …. γ) 600 ευρώ για όλες τις πτήσεις που δεν εμπίπτουν στα στοιχεία α’ ή β’ (ενν. για πτήσεις μεγαλύτερες των 3.50 χιλιομέτρων).»

Από το άρθρο 6 του Κανονισμού προκύπτει, εξάλλου, ότι το περιεχόμενο που προσέδωσε ο ενωσιακός νομοθέτης στην έννοια της «καθυστερήσεως πτήσεως» συναρτάται αποκλειστικώς με την προγραμματισθείσα ώρα αναχωρήσεως, θεωρημένου, ως εκ τούτου, ότι μετά την ώρα αναχωρήσεως, τα υπόλοιπα στοιχεία που ασκούν επιρροή στην πτήση παραμένουν αμετάβλητα. Επομένως, μία πτήση «έχει καθυστέρηση» κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 6, εφόσον πραγματοποιείται σύμφωνα με τον αρχικός προβλεφθέντα προγραμματισμό και εφόσον η πραγματική ώρα αναχωρήσεως καθυστερήσει σε σχέση με την προγραμματισθείσα ώρα αναχωρήσεως. Σημειωτέον, ότι κατά το άρθρο 2 σημ. ιβ’ του Κανονισμού αυτού, και σε αντίθεση με την καθυστέρηση πτήσεως, η ματαίωση συνιστά τη συνέπεια του γεγονότος ότι μία αρχικός προγραμματισθείσα πτήση δεν πραγματοποιήθηκε. Εκ των ανωτέρω προκύπτει, συναφώς, ότι οι ματαιωθείσες πτήσεις και οι καθυστερήσεις πτήσεων αποτελούν δύο χωριστές κατηγορίες πτήσεων. Δεν μπορεί, επομένως, να συναχθεί από τον Κανονισμό αυτόν, ότι μία καθυστέρηση πτήσεως μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «ματαιωθείσα πτήση» απλώς λόγω μίας παρατεταμένης καθυστερήσεως, ακόμα και αν αυτή είναι σημαντική. Κατά συνέπεια, καθυστέρηση πτήσεως δεν είναι δυνατόν, ανεξαρτήτως της -έστω μεγάλης – καθυστερήσεως, να θεωρηθεί ως ματαίωση της πτήσεως, όταν ακολουθεί αναχώρηση βάσει του αρχικός προβλεφθέντος προγραμματισμού. Υπό τις συνθήκες αυτές, εφόσον οι επιβάτες μετεπιβιβάζονται σε πτήση της οποίας η ώρα αναχωρήσεως έχει καθυστέρηση σε σχέση με την αρχικώς προγραμματισθείσα ώρα αναχωρήσεως, η πτήση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «ματαιωθείσα» , παρά μόνον εάν ο αερομεταφορέας μεταφέρει τους επιβάτες με μία άλλη πτήση της οποίας ο αρχικός προγραμματισμός διαφέρει από αυτόν της αρχικώς προγραμματισθείσας πτήσεως. Επομένως, είναι δυνατόν, κατ’αρχήν, να συναχθεί ματαίωση όταν η αρχικώς προγραμματισθείσα πτήση έχει καθυστέρηση και μεταφέρεται σε μία άλλη πτήση, τουτέστιν όταν εγκαταλείπεται ο προγραμματισμός της αρχικής πτήσεως και οι επιβάτες αυτής συνεπιβιβάζονται με επιβάτες άλλης, επίσης προγραμματισθείσας πτήσεως, τούτο δε ανεξαρτήτως της πτήσεως για την οποία οι μετεπιβιβάζοντες επιβάτες είχαν κάνει κράτηση. Αντίθετα, καθυστέρηση πτήσεως δεν μπορεί, ανεξαρτήτως της -έστω μεγάλης – καθυστερήσεως, να θεωρηθεί ως ματαίωση πτήσεως, όταν αυτή πραγματοποιείται βάσει του προγραμματισμού που είχε αρχικώς προβλέψει ο αερομεταφορέας. Περαιτέρω, το άρθρο 5 παρ. 1 του ανωτέρω Κανονισμού ορίζει ότι, σε περίπτωση ματαιώσεως πτήσεως, οι επιβάτες δικαιούνται αποζημιώσεως από τον πραγματικό αερομεταφορέα σύμφωνα με το άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού. Αντιθέτως, από το γράμμα του κανονισμού αυτού, δεν προκύπτει ρητώς ότι οι επιβάτες των πτήσεων με καθυστέρηση έχουν τέτοιο δικαίωμα. Εντούτοις, όπως έχει τονίσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο με τη νομολογία του, για την ερμηνεία μιας διατάξεως του ενωσιακού δικαίου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το γράμμα της, αλλά και τα συμφραζόμενά της και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (βλ. απόφαση της 19ns. 11.2009 σε συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-402/07 και C-432/07, σκέψεις 40επ. , αποφάσεις της 19ns.9.2000 και της 7ns. 12.2006, c-306/05, ………. , Συλλογή 2006, σ. 1-11519, σκέψη 34) . Συναφώς, το διατακτικό μιας ενωσιακής πράξεως συνδέεται άρρηκτα με την αιτιολογία της και πρέπει να ερμηνεύεται, αν παρίσταται ανάγκη, λαμβανομένων υπόψη των αιτιολογικών σκέψεων που οδήγησαν στην έκδοσή της (απόφαση της 29ns.4.2004, C-298/00 Ρ, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. 1-4087, σκέψη 97 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) . Επισημαίνεται, πάντως, ότι καίτοι η δυνατότητα προβολής «έκτακτων περιστάσεων» , προκειμένου οι αερομεταφορείς να απαλλαγούν από την υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως δυνάμει του άρθρου 7 του κανονισμού αυτού, προβλέπεται στο άρθρο 5 παρ. 3 του ίδιου, το οποίο αφορά τη ματαίωση πτήσεως, εντούτοις, η 15η αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι δεν μπορεί να προβάλλεται η δικαιολογία αυτή όταν απόφαση ληφθείσα στο πλαίσιο της διαχειρίσεως της εναέριας κυκλοφορίας και αφορώσα συγκεκριμένο αεροσκάφος σε συγκεκριμένη ημέρα έχει ως αποτέλεσμα «μακρά καθυστέρηση(ή) ολονύκτια καθυστέρηση». Δεδομένου ότι η έννοια της μακράς καθυστέρησης μνημονεύεται στο πλαίσιο των εκτάκτων περιστάσεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο νομοθέτης την συνέδεσε επίσης με το δικαίωμα αποζημιώσεως. Το συμπέρασμα αυτό σιωπηρώς επιρρωννύει ο σκοπός του κανονισμού αυτού, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την In έως την 4η αιτιολογική του σκέψη, ιδίως δε από τη 2η εξ αυτών, ο εν λόγω Κανονισμός αποβλέπει στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, ανεξαρτήτως του εάν αντιμετωπίζουν άρνηση επιβιβάσεως, ματαίωση πτήσεως ή μεγάλη καθυστέρηση, καθότι όλοι υφίστανται σοβαρή αναστάτωση και ταλαιπωρία που συνδέεται με τις αερομεταφορές. Τούτο ισχύει, κατά μείζονα λόγο, δεδομένου ότι οι διατάξεις που θεσπίζουν δικαιώματα υπέρ των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αναγνωρίζουν δικαίωμα αποζημιώσεως, πρέπει να ερμηνεύονται διασταλτικός (βλ. απόφαση της 22ας. 12.2008 ό.π.) . Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι οι επιβάτες των οποίων η πτήση ματαιώθηκε και οι επιβάτες που αντιμετωπίζουν καθυστέρηση πτήσεως, υφίστανται ανάλογη ζημία, συνιστάμενη σε απώλεια χρόνου, και βρίσκονται επομένως, σε συγκρίσιμες καταστάσεις, όσον αφορά την εφαρμογή του δικαιώματος αποζημίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού. Στην περίπτωση δε, που οι επιβάτες πτήσεων με καθυστέρηση δεν αποκτούσαν δικαίωμα αποζημίωσης, θα ετύγχαναν δυσμενέστερης μεταχειρίσεως, μολονότι κατά τη μεταφορά τους, υφίστανται, ενδεχομένως, ανάλογη απώλεια χρόνου τριών ή και περισσότερων ωρών. Τέτοια διαφορετική μεταχείριση, όμως, δεν δικαιολογείται από κανέναν αντικειμενικό λόγο (βλ. απόφαση της 19ns. 11.2009 ό.π.) . Σημειωτέον δε ότι ο πραγματικός αερομεταφορέας δεν απαλλάσσεται της ευθύνης του προς αποζημίωση των επιβατών καθυστερημένης πτήσης, ακόμη κι εάν αποδείξει ότι η καθυστέρηση οφειλόταν σε έκτακτες περιστάσεις που δεν μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη κι αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα, στην περίπτωση εκ μέρους του αθέτησης της υποχρέωσης προς παροχή της προβλεπόμενης στο άρθρο 9 του Κανονισμού κατάλληλης φροντίδας προς αυτούς. Δηλαδή απαλλαγή του αερομεταφορέα από τις υποχρεώσεις παροχής βοήθειας και φροντίδας προς τους επιβάτες σε περίπτωση μεγάλης καθυστέρησης δεν επιτρέπεται ακόμη κι αν συντρέχουν έκτακτες περιστάσεις. Επομένως, η μεγάλη καθυστέρηση μιας πτήσης ενδέχεται να επιφέρει δύο είδη ζημιών στους επιβάτες: ζημίες κοινές για όλους των οποίων η ύπαρξη τεκμαίρεται αμάχητα και η αποκατάσταση μπορεί να γίνει επί τόπου με την παροχή άμεσης και τυποποιημένης φροντίδας, υπό τους όρους του Κανονισμού, χωρίς να χρειάζεται άσκηση αγωγής, και ζημίες προσωπικές, συνυφασμένες με το λόγο πραγματοποίησης του ταξιδιού, των οποίων η αποκατάσταση προϋποθέτει την κατά περίπτωση εκτίμηση της έκτασης τους και επομένως, μπορεί, να γίνει μόνο εκ των υστέρων με την παροχή εξατομικευμένης αποζημίωσης, μετά την άσκηση σχετικής αγωγής του εκάστοτε επιβάτη κατά του αερομεταφορέα υπό τους όρους της Σύμβασης του Μόντρεαλ (Απόφαση 10-1/2006 ΔΕΚ, υπόθεση C-344/2004 ……… ….. ………. , Αρμ. 2006. 1309), αλλά και υπό τους όρους του άρθρου 12 του Κανονισμού το οποίο παρέχει στους επιβάτες τη δυνατότητα διεκδίκησης περαιτέρω αποζημίωσης.

Επισημαίνεται, πάντως, ότι, καίτοι η δυνατότητα προβολής «έκτακτων περιστάσεων» , προκειμένου οι αερομεταφορείς να απαλλαγούν από την υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως δυνάμει του άρθρου 7 του κανονισμού 261/2004, προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, το οποίο αφορά τη ματαίωση πτήσεως, εντούτοις, η δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι δεν μπορεί να προβάλλεται η δικαιολογία αυτή όταν απόφαση ληφθείσα στο πλαίσιο της διαχειρίσεως της εναέριας κυκλοφορίας και αφορώσα συγκεκριμένο αεροσκάφος σε συγκεκριμένη ημέρα έχει ως αποτέλεσμα «μακρά καθυστέρηση (ή ] ολονύκτια καθυστέρηση». Δεδομένου ότι η έννοια της μακράς καθυστερήσεως μνημονεύεται στο πλαίσιο των εκτάκτων περιστάσεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο νομοθέτης την συνέδεσε επίσης με το δικαίωμα αποζημιώσεως. Το συμπέρασμα αυτό σιωπηρώς επιρρωννύει ο σκοπός του κανονισμού 261/2004, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την πρώτη έως την τέταρτη αιτιολογική του σκέψη, ιδίως δε από τη δεύτερη εξ αυτών, ο εν λόγω κανονισμός αποβλέπει στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, ανεξαρτήτως του εάν αντιμετωπίζουν άρνηση επιβιβάσεως, ματαίωση πτήσεως ή μεγάλη καθυστέρηση, καθότι όλοι υφίστανται σοβαρή αναστάτωση και ταλαιπωρία που συνδέεται με τις αερομεταφορές. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι οι διατάξεις που θεσπίζουν δικαιώματα υπέρ των επιβατών αεροπορικών μεταφορών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αναγνωρίζουν δικαίωμα αποζημιώσεως, πρέπει να ερμηνεύονται διασταλτικός (βλ. , συναφώς, απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C-549/07, ……..Συλλογή 2008, σ. 1-11061, σκέψη 17) . Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι δυνατόν να συναχθεί εξαρχής το συμπέρασμα ότι οι επιβάτες των πτήσεων με καθυστέρηση στερούνται δικαιώματος αποζημιώσεως και δεν μπορούν να εξομοιώνονται με τους επιβάτες των πτήσεων που ματαιώθηκαν σε ό, τι αφορά την αναγνώριση ενός τέτοιου δικαιώματος. Συναφώς, κάθε κοινοτική πράξη πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα με το σύνολο του πρωτογενούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά παρόμοιες καταστάσεις και να μην αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά (αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 2004, C-210/03, ………. ………. , Συλλογή 2004, σ. 1-11893, σκέψη 70, καθώς και της, C-344/04, ………. και ………. , Συλλογή 2006, σ. 1-403, σκέψη 95) . Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του κανονισμού 261/2004, ο οποίος είναι να ενισχυθεί η προστασία των επιβατών αεροπορικών μεταφορών δια της αποκαταστάσεως των ζημιών που προκαλούνται στους ενδιαφερομένους κατά τις αεροπορικές μεταφορές, οι καταστάσεις που εμπίπτουν στον κανονισμό αυτόν πρέπει να συγκριθούν σε συνάρτηση ιδίως με το είδος και τη σοβαρότητα των διαφόρων ζημιών και της ταλαιπωρίας και αναστατώσεως που υπέστησαν οι συγκεκριμένοι επιβάτες (βλ. , συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση ………. και ………. , σκέψεις 82, 85, 97 και 98) . Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι οι επιβάτες των οποίων η πτήση ματαιώθηκε και οι επιβάτες που αντιμετωπίζουν καθυστέρηση πτήσεως υφίστανται ανάλογη ζημία, συνιστάμενη σε απώλεια χρόνου, και βρίσκονται επομένως σε συγκρίσιμες καταστάσεις, όσον αφορά την εφαρμογή του δικαιώματος αποζημιώσεως που προβλέπεται -στο άρθρο 7 του κανονισμού 261/2004. Ειδικότερα, η κατάσταση των επιβατών πτήσεων με καθυστέρηση ουδόλως διακρίνεται από εκείνη των επιβατών των οποίων η πτήση ματαιώθηκε και τους προτάθηκε μεταφορά με άλλη πτήση κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γ, περίπτωση iii, του κανονισμού 261/2004, και οι οποίοι ενδέχεται να πληροφορήθηκαν τη ματαίωση της πτήσεως, in extremis, ακόμα και κατά την άφιξή τους στο αεροδρόμιο (βλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2009, C-204/08, ………. , Συλλογή 2009, σ. 1-6073, σκέψη 19) . Συνεπώς, οι επιβάτες στους οποίους προσφέρεται μεταφορά με άλλη πτήση κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο γ, περίπτωση iii, του κανονισμού 261/2004 απολάβουν του προβλεπόμενου στο άρθρο 7 του εν λόγω κανονισμού δικαιώματος αποζημιώσεως, εφόσον ο μεταφορέας δεν τους μεταφέρει με πτήση η οποία αναχωρεί το νωρίτερο μία ώρα πριν από την προγραμματισμένη ώρα αναχωρήσεως και φθάνει στον τελικό τους προορισμό σε λιγότερο από δύο ώρες μετά την προγραμματισμένη ώρα αφίξεως. Οι επιβάτες αυτοί αποκτούν επομένως δικαίωμα αποζημιώσεως όταν υφίστανται απώλεια χρόνου η οποία είναι ίση ή ανώτερη των τριών ωρών σε σχέση με τη διάρκεια που είχε αρχικώς προγραμματισθεί από τον μεταφορέα. Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι οι επιβάτες πτήσεων με καθυστέρηση δύνανται να επικαλεσθούν το προβλεπόμενο στο άρθρο 7 του κανονισμού 261/2004 δικαίωμα αποζημιώσεως όταν, εξαιτίας τέτοιων πτήσεων, υφίστανται απώλεια χρόνου ίση ή ανώτερη των τριών ωρών, τουτέστιν όταν φθάνουν στον τελικό προορισμό τους τρεις και πλέον ώρες αργότερα από την ώρα που είχε αρχικώς προγραμματίσει ο αερομεταφορέας (C-402/07 και C- 432/07).

Με την ένδικη αγωγή τους οι ενάγοντες εκθέτουν ότι είχαν προβεί σε ενιαία κράτηση με κωδικό ………. για την πτήση της εναγόμενης εταιρείας στις 11.06.2023 από τον αερολιμένα «CHARLES DE GAULLES» του Παρισιού (αρχικός προορισμός) προς τον αερολιμένα «Διαγόρας» της Ρόδου (τελικός προορισμός) με ενδιάμεση ανταπόκριση από τον αερολιμένα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ» της Αθήνας (ενδιάμεσος προορισμός), η οποία πτήση θα πραγματοποιούνταν από την εναγόμενη. Ότι η πτήση από το Παρίσι για Αθήνα ήταν προγραμματισμένη στις 17:00 (αναχώρηση από Παρίσι) και άφιξη στην Αθήνα στις 21:10 και στις 22:20 η πτήση από την Αθήνα για τη Ρόδο. Ότι παρά την έγκαιρη επιβίβαση των εναγόντων στο αεροπλάνο που θα τους μετέφερε από τη Γαλλία στην Αθήνα, το αεροπλάνο καθυστέρησε να αναχωρήσει από το Παρίσι 2 ώρες και 25 λεπτά, καθ’ όλο, δε, το χρονικό διάστημα αυτό οι ενάγοντες και οι λοιποί επιβάτες ανέμεναν εντός του αεροπλάνου της εναγομένης, ενώ εστάλη ενημερωτικό email, με την οποία πληροφορούσε η εναγόμενη τους επιβάτες ότι αιτία της καθυστέρησης ήταν η αυξημένη κυκλοφορία στον αερολιμένα των Αθηνών. Ότι εξαιτίας της πολύωρης αυτής καθυστέρησης αναχώρησης της πτήσης από το Παρίσι, έφτασαν στην Αθήνα στις 23:30 περίπου, και ως εκ τούτου έχασαν την προγραμματισμένη πτήση τους προς τη Ρόδο. Ότι αναγκάστηκαν να διανυκτερεύσουν εντός του αερολιμένα και αναχώρησαν με την αμέσως επόμενη πτήση της εναγόμενης στις 05:00 της επομένης (12.06.2023) και έφτασαν στον τελικό τους προορισμό στις 06:00 (αντί για τις 23:20 που ήταν η αρχική ώρα άφιξης στον τελικό προορισμό της 11.06.2023) . Ότι στις 13.06.2023 κατέθεσαν οι ενάγοντες μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας της εναγομένης αίτημα για καταβολή ποσού 1.200,00 € (ήτοι 400,00 € ανά άτομο), σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό 261/2004. Ότι η εναγόμενη απάντησε στις 16.06.2023 με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου αρνητικά, με την αιτιολογία ότι η καθυστέρηση οφειλόταν σε απόφαση διαχείρισης της εναέριας κυκλοφορίας, χωρίς να δώσει περαιτέρω πληροφορίες. Έτσι, ζητούν με βάση τα προβλεπόμενα στο άρθρο 7 του Κανονισμού, να καταβάλλει η εναγόμενη το ποσό των 400,00 € για έκαστο των εναγόντων και 400,00 € για το τέκνο τους, για λογαριασμό του οποίου ασκούν την ένδικη αγωγή, κι αυτά νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής τους, καθώς και να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά τους έξοδα.

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η ένδικη αγωγή, για την παραδεκτή συζήτηση της οποίας έχει υποβληθεί το από 22.08.2023 έντυπο ενημέρωσης για την δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση (άρθρο 3 παρ. 2 ν. 4640/2019), υπογεγραμμένο από την δεύτερη ενάγουσα και τον πρώτο ενάγοντα, ως πληρεξούσιο δικηγόρο των εναγόντων, για λογαριασμό τους ατομικά και ως νομίμων εκπροσώπων της ανήλικης θυγατέρας τους, αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπο ασκήθηκε ενώπιον του πρώην Ειρηνοδικείου Ρόδου (ΚΠολΔ 7, 9, 10, 14 προ της τροποποίησης και κατάργησης των Ειρηνοδικείων με το ν. 5108/2024 και το ν. 5134/2024, καθώς και του άρθρου 7 παρ. 2 Κανονισμού 1512/2012), απορριπτομένης ως αβάσιμης της ένστασης κατά τόπον αναρμοδιότητας που υπέβαλε η εναγόμενη με τις προτάσεις της, και αρμοδίως φέρεται για εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 3 ν. 5134/2024, που τροποποίησε το άρθρο 14 ΚΠολΔ) . Ειδικότερα, αναφορικά με την ένσταση κατά τόπον αναρμοδιότητας που υπέβαλε η εναγόμενη, πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με την νομολογία του ΔΕΕ, όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία ενός δικαστηρίου να αποφαίνεται επί αξιώσεων όπως οι επίδικες στην κύρια δίκη, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχει διευκρινίσει ότι, καθόσον τα δικαιώματα που βασίζονται στις διατάξεις του κανονισμού 261/2004 και σας διατάξεις της Συμβάσεως του Μόντρεαλ εντάσσονται σε διαφορετικά κανονιστικά πλαίσια, οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπει η εν λόγω Σύμβαση δεν έχουν εφαρμογή στις αγωγές που ασκήθηκαν βάσει μόνον του κανονισμού 261/2004, οι οποίες πρέπει να εξετάζονται με γνώμονα τον κανονισμό 44/2001 (πρβλ. απόφαση της 10ης Μαρτίου 2016, ………. ………. , C-94/14, EU: C:2016:148, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία) . Το ίδιο ισχύει οιο πλαίσιο διαφοράς, όπως αυτή της κύριας δίκης, στην οποία οι αξιώσεις των εναγόντων στηρίζονται τόσο στις διατάξεις του κανονισμού 261/2004 όσο και στη Σύμβαση του Μόντρεαλ. Επιπλέον, το άρθρο 67 και το άρθρο 71, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 επιτρέπουν την εφαρμογή κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που αφορούν ειδικά θέματα και περιλαμβάνονται, αντίστοιχος, σε νομοθετήματα της Ένωσης ή σε συμβάσεις στις οποίες τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη. Δεδομένου ότι οι αεροπορικές μεταφορές αποτελούν τέτοιο ειδικό θέμα, οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται στη Σύμβαση του Μόντρεαλ πρέπει να μπορούν να εφαρμόζονται εντός του ρυθμιστικού πλαισίου που θέτει η σύμβαση αυτή. Υπό τις συνθήκες αυτές, όσον αφορά, αφενός, τις αξιώσεις που στηρίζονται στα άρθρα 5, 7 και 9 του κανονισμού 261/2004 το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει, προκειμένου να αποφανθεί επί της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί, τη δική του διεθνή δικαιοδοσία, σύμφωνα με τον κανονισμό 1215/2012. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, προκειμένου να ενισχυθεί η δικαστική προστασία των προσώπων που είναι εγκατεστημένα στο έδαφος της Ένωσης παρεχομένης ταυτόχρονα της δυνατότητας στον ενάγοντα να προσδιορίζει με ευκολία το δικαστήριο στο οποίο εναγόμενο να προβλέπει ευλόγως το μπορεί να εναχθεί, οι κανόνες περιλαμβάνονται στον κανονισμό 1215/2012 διαρθρώνονται γύρω από τη γενική δικαιοδοσία του δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του εναγομένου, όπως προβλέπεται από το άρθρο 4 του κανονισμού αυτού και συμπληρώνεται από τις ειδικές βάσεις διεθνούς δικαιοδοσίας (βλ. , κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 3ης Μαΐου 2007, ………. ………. , C-386/05, EU: C:2007:262, σκέψεις 20 και 21) . Ως εκ τούτου, ο κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας του τόπου κατοικίας του εναγομένου συμπληρώνεται, στο άρθρο 7, σημείο 1, του κανονισμού 1215/2012, από έναν κανόνα ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας για τις διαφορές εκ συμβάσεως ο οποίος δικαιολογείται από την ύπαρξη στενού συνδέσμου μεταξύ της συμβάσεως και του δικαοιηρίου που καλείται να επιληφθεί της σχετικής διαφοράς (βλ. , κατ` αναλογίαν, απόφαση της 3ης Μαΐου 2007, ………. ………. , C-386/05, EU: C:2007:262, σκέψη 22) .

Κατ’ εφαρμογήν του εν λόγω κανόνα, ο εναγόμενος μπορεί επίσης να εναχθεί ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή πρέπει να εκπληρωθεί η επίδικη παροχή, καθόσον τεκμαίρεται ότι το δικαστήριο αυτό συνδέεται στενά με τη σύμβαση (βλ. , καταναλογίαν, απόφαση της 3ης Μαΐου 2007,..... , C-386/05, EU: C:2007:262, σκέψη 23) . Εξάλλου, μολονότι οι διατάξεις του τμήματος 4 του κεφαλαίου II του κανονισμού 1215/2012, σχετικά με τη «Διεθνή δικαιοδοσία σε συμβάσεις καταναλωτών» , εισάγουν επίσης κανόνα ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας υπέρ των καταναλωτών, πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 17, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι το τμήμα αυτό «δεν εφαρμόζεται στις συμβάσεις μεταφοράς, πλην των συμβάσεων στο συνολικό τίμημα των οποίων περιλαμβάνεται ο συνδυασμός δαπανών ταξιδιού και καταλύματος» (απόφαση της 11ης Απριλίου 2019, ...., C-464 .......... 18, EU: C:2019:311, σκέψη 28) . Στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο κανόνας ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας στον τομέα της παροχής υπηρεσιών, που προβλέπεται στο άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο β. δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1215/2012, ορίζει ως έχον δικαιοδοσία να εκδικάσει αγωγή αποζημιώσεως η οποία στηρίζεται σε σύμβαση αεροπορικής μεταφοράς προσώπων, κατ’ επιλογήν του ενάγοντος, το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος αναχωρήσεως ή ο τόπος αφίξεως του αεροσκάφους, όπως οι τόποι αυτοί προβλέπονται στην εν λόγω σύμβαση μεταφοράς (βλ. , κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 2009, ………. , C-204/08, EU: C:2009:439, σκέψεις 43 και 47, καθώς και της 11ης Ιουλίου 2018, ………. ………. και ………. ………. , C-88/17, EU: C:2018:558, σκέψη 18) . Αφετέρου, όσον αφορά τις αξιώσεις που στηρίζονται στις διατάξεις της Συμβάσεως του Μόντρεαλ, ιδίως δε στο άρθρο 19, σχετικά με την αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν λόγω καθυστερήσεως της πτήσεως, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να διαπιστώσει τη διεθνή δικαιοδοσία του να αποφανθεί επί του τμήματος αυτού της αγωγής υπό το πρίσμα του άρθρου-33 της εν λέγω Συμβάσεως. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το άρθρο 7, σημείο 1, το άρθρο 67 και το άρθρο 71, παράγραφος 1, του κανονισμού 1215/2012 καθώς και το άρθρο 33 της Συμβάσεως του Μόντρεαλ έχουν την έννοια ότι το δικαστήριο κράτους μέλους που επιλαμβάνεται αγωγής με αίτημα τόσο την ικανοποίηση των κατ’ αποκοπήν και τυποποιημένων δικαιωμάτων που προβλέπονται στον κανονισμό 261/2004, όσο και την αποκατάσταση περαιτέρω ζημίας η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως του Μόντρεαλ πρέπει να εκτιμά τη διεθνή δικαιοδοσία του, όσον αφορά το πρώτο αίτημα, υπό το πρίσμα του άρθρου 7, σημείο 1, του κανονισμού 1215/2012 και, όσον αφορά το δεύτερο αίτημα, υπό το πρίσμα του άρθρου 33 της Συμβάσεως αυτής (σχετικά C-213/2018) . Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή παραδεκτώς εισάγεται να εκδικαστεί κατά την ειδική διαδικασία των μικροδιαφορών (ΚΠολΔ 466 επ.) και είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1 περ. γ’ , 2 περ. α, στ. ζ. η. 3 περ.1α, περ 2α και β και περ. 4, 5,6, 7 παρ. 1 περ.β. 3 και 4, 8παρ. 1, 9 παρ. 1 και 15 του Κανονισμού 261/2004, ΑΚ 346, καθώς και 176-191 ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως να κριθεί επί της ουσίας.

Η εναγόμενη με τις προτάσεις της αρνείται την αγωγή και επικαλείται ότι όταν η καθυστέρηση αναχώρησης μιας πτήσης οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες μη δυνάμενους να προβλεφθούν, τότε ο αερομεταφορέας δεν φέρει ευθύνη για την καθυστέρηση που τυχόν σημειώνεται, ενώ μνημονεύει την ρητή υποχρέωση που υπέχουν οι αερομεταφορείς να ακολουθούν απαρέγκλιτα τις οδηγίες από τον Πύργο Ελέγχου, την Υπηρεσία Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας και τις αρμόδιες υπηρεσίες των αερολιμένων. Ισχυρίζεται δηλαδή η εναγόμενη ότι η καθυστέρηση στην πτήση αναχώρησης των εναγόντων από τον αερολιμένα της Γαλλίας οφειλόταν σε περιστάσεις, που κατά τον Κανονισμό 261/2004, είναι «έκτακτες» , οι οποίες δεν μπορούσαν να αποφευχθούν, καθώς επί αυτών δεν είχε κανένα έλεγχο η εναγόμενη αερομεταφορέας, με αποτέλεσμα εξαιτίας αυτών των έκτακτων περιστάσεων να εκφεύγει η περίπτωση των εναγόντων από την υποχρέωση προς αποζημίωση αυτών. Σύμφωνα με την ως άνω διαλαμβανόμενη νομική σκέψη, τέτοιες «έκτακτες περιστάσεις» κατά τον Κανονισμό 261/2004, δύνανται να προκύψουν σε περιπτώσεις πολιτικής αστάθειας, καιρικών συνθηκών που δεν επιτρέπουν την πραγματοποίηση της συγκεκριμένης πτήσης, κινδύνων για την ασφάλεια των επιβατών, απροσδόκητων ελλείψεων στην ασφάλεια της πτήσης και απεργιών που επηρεάζουν τη λειτουργία του πραγματικού αερομεταφορέα. Από τα ανωτέρω οριζόμενα στο προοίμιο του Κανονισμού προκύπτει ότι κατά τον Κοινοτικό νομοθέτη τα ως άνω γεγονότα η απαρίθμηση των οποίων, εξάλλου, δεν είναι εξαντλητική, δεν συνιστούν αφ’ εαυτών έκτακτες περιστάσεις, αλλά ενδέχεται να οδηγήσουν στη δημιουργία τέτοιων περιστάσεων. Κατά συνέπεια, όλες οι περιστάσεις που συνδέονται με τέτοια γεγονότα δεν αποτελούν οπωσδήποτε αιτίες απαλλαγής από την υποχρέωση αποζημίωσης που προβλέπει ο Κανονισμός, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ενωσιακός νομοθέτης περιέλαβε στο σχετικό κατάλογο τις απροσδόκητες ελλείψεις στην ασφάλεια της πτήσηςεντούτοις, οι περιστάσεις που συνδέονται με ένα τέτοιο γεγονός δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως ` ` έκτακτες. παρά μόνο εάν αφορούν γεγονός το οποίο, όπως εκείνα που απαριθμούνται στη 14η αιτιολογική σκέψη του εν λόγω Κανονισμού, δεν συνδέεται αναπόσπαστα με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του οικείου αερομεταφορέα και διαφεύγει του αποτελεσματικού ελέγχου του, λόγω της φύσης και των αιτίων του. Εντούτοις, προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωση αποζημιώσεως των επιβατών την οποία προβλέπει το άρθρο 7 του ανωτέρω κανονισμού, ο αερομεταφορέας του οποίου η πτήση καθυστέρησε σημαντικά εξαιτίας τοιαύτης έκτακτης περιστάσεως οφείλει να αποδείξει ότι η περίσταση αυτή δεν θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα και ότι ο ίδιος έλαβε τα κατάλληλα για την περίσταση μέτρα που ήταν ικανά να αντιμετωπίσουν τις συνέπειές της ( ………. /2024/3887) . Στην απόφαση, δε, της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C-549/07, ………. (Συλλογή 2008, σ. I-11061), το Δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον δεν έχουν όλες οι έκτακτες περιστάσεις απαλλακτικό χαρακτήρα, ο επικαλούμενος αυτές πρέπει να αποδείξει, επίσης, ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν με τα κατάλληλα για τη συγκεκριμένη περίπτωση μέτρα, δηλαδή τα μέτρα που, κατά τον χρόνο επελεύσεως των εκτάκτων αυτών περιστάσεων, αντιστοιχούν, ιδίως, στις συνθήκες τις οποίες δύναται να εξασφαλίσει, από τεχνικής και οικονομικής απόψεως, ο οικείος αερομεταφορέας. Συγκεκριμένα, όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο, ο αερομεταφορέας πρέπει να αποδείξει ότι, ακόμα κι αν χρησιμοποιούσε όλες τις δυνατότητες που διαθέτει σε προσωπικό ή υλικά μέσα, καθώς και τις χρηματοοικονομικές του δυνατότητες, δεν θα μπορούσε προφανώς, εκτός αν είχε υποβληθεί σε θυσίες υπερβαίνουσες τις δυνατότητες της επιχειρήσεώς του στο δεδομένο χρονικό σημείο, να αποτρέψει τη ματαίωση της πτήσεως ως ενδεχόμενη συνέπεια των εκτάκτων περιστάσεων που αντιμετώπισε (σχετικά C-549/07) . Εν προκειμένω, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, οι αποφάσεις για την διαχείριση της εναέριας κυκλοφορίας λαμβάνονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες των αερολιμένων, οι συνθήκες, δε, που λαμβάνονται υπόψη κάθε φορά εμπίπτουν στη σφαίρα εξουσίας και επιρροής των αρμόδιων υπηρεσιών των αερολιμένων, επί των οποίων οι αερομεταφορείς δεν έχουν δυνατότητα ούτε να τις μεταβάλλουν, ούτε να αποκλίνουν από αυτές, με βάση τις ανωτέρω σκέψεις, και ως εκ τούτου οι σχετικές εντολές και οδηγίες από τις αρμόδιες υπηρεσίες διαχείρισης της εναέριας κυκλοφορίας αποτελούν «έκτακτες περιστάσεις» , υπό την έννοια ιδίως ότι δεν συνδέονται με την κανονική άσκηση της δραστηριότητας του αερομεταφορέα και διαφεύγουν του αποτελεσματικού ελέγχου του, λόγω της φύσης και των αιτίων του. Συνεπώς, θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο οι «έκτακτες αυτές περιστάσεις» μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί, δηλαδή αν η εναγόμενη έλαβε τα αναγκαία και εύλογα μέτρα, σύμφωνα με τον Κανονισμό. Επομένως, με βάση τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω, όπως αυτά έχουν αποτυπωθεί σε σκέψεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η σχετική ένσταση της εναγομένης είναι ορισμένη και νόμιμη (άρθρο 5 παρ. 3 Κανονισμού 261/2004) και θα εξεταστεί επί της ουσίας.

Από την με αριθμό πρωτοκόλλου ΔΣ ΡόδουΕΒ ………. /04.09.2023 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος των εναγόντων ……………… χήρας ………. ………. το γένος ………. ενώπιον του δικηγόρου Ρόδου ………. ………. , καθώς και από όλα τα αποδεικτικά έγγραφα και στοιχεία που προσκομίζουν οι διάδικοι για τη διεξαγωγή αποδείξεων και συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα εξής: Οι ενάγοντες προέβησαν σε κράτηση στην εναγόμενη εταιρεία αερομεταφορών για προγραμματισμένη πτήση την 11.06.2023 στις 17:00 από το αεροδρόμιο «Charles De Gaulles» του Παρισιού για Αθήνα (αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος»), με προγραμματισμένη ώρα άφιξης στις 21:10, ενώ στη συνέχεια με την ίδια κράτηση θα επιβιβάζονταν σε επόμενη πτήση από την Αθήνα προς τη Ρόδο (αεροδρόμιο «Διαγόρας») με προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης της 22:20 της ίδιας ημέρας και άφιξη την 23:20. Ο κωδικός κράτησης στην εναγόμενη ήταν ο ………. . Επίσης, οι ενάγοντες είχαν προβεί εμπρόθεσμα σε έκδοση των σχετικών καρτών επιβίβασής τους. Ωστόσο, κι ενώ είχαν ήδη επιβιβαστεί την 11.06.2023 στο αεροπλάνο της εναγόμενης για να ταξιδέψουν από το Παρίσι για την Αθήνα, ενημερώθηκαν με ηλεκτρονικό μήνυμα στις 19:02 στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο του πρώτου ενάγοντος ότι η πτήση θα καθυστερούσε λόγω αυξημένης κυκλοφορίας στο Αεροδρόμιο των Αθηνών, ενώ στη συνέχεια έλαβαν και δεύτερο ηλεκτρονικό μήνυμα στις 20:22 ότι θα αποστελλόταν άμεσα ενημέρωση για την καινούργια κράτηση επιβατών που είχαν ήδη προγραμματισμένες ανταποκρίσεις πτήσεων (όπως εν προκειμένω οι ενάγοντες) . Πράγματι, οι ενάγοντες αναγκάστηκαν να αναμένουν επί δύο ώρες και είκοσι πέντε λεπτά εντός του αεροπλάνου της εναγόμενης, γεγονός που η εναγόμενης δεν αρνείται, με αποτέλεσμα να φτάσουν στον ενδιάμεσο προορισμό τους (το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» της Αθήνας) στις 23:30, χάνοντας έτσι την επόμενη προγραμματισμένη πτήση τους, η οποία είχε αναχωρήσει ήδη για το αεροδρόμιο «Διαγόρας» της Ρόδου από ας 22:20. Η εναγόμενη παρείχε στους ενάγοντες την δυνατότητα να διανυκτερεύσουν σε ξενοδοχείο της Αθήνας, δυνατότητα που όμως οι ενάγοντες δεν θέλησαν να αξιοποιήσουν, δεδομένου ότι η επόμενη προγραμματισμένη πτήση με την οποία θα αναχωρούσαν ήταν για τις 05:00 τα ξημερώματα, οπότε θα είχαν στη διάθεσή τους πολύ λίγο χρόνο, μέχρι να φτάσουν στο ξενοδοχείο και να επιστρέψουν για να βρίσκονται έγκαιρα στο αεροδρόμιο για την επιβίβασή τους στην ανωτέρω προγραμματισμένη πτήση. Ακολούθως, στις 13.06.2023 οι ενάγοντες, δια του πρώτου εξ αυτών, αιτήθηκαν με ηλεκτρονικό μήνυμα την καταβολή σε αυτούς αποζημίωσης λόγω καθυστέρησης άφιξης στον τελικό προορισμό τους άνω των τριών ωρών. Η εναγόμενη απάντησε με ηλεκτρονικό μήνυμα στους ενάγοντες στις 16.06.2023, απορρίπτοντας το αίτημά τους, επικαλούμενη ότι η καθυστέρηση οφειλόταν «… κυρίως λόγω αποφάσεων της διαχείρισης εναέριας κυκλοφορίας. Τέτοια γεγονότα αποτελούν έκτακτες περιστάσεις οι οποίες δεν Θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί ακόμη και αν όλα τα απαραίτητα μέτρα είχαν ληφθεί από τον αερομεταφορέα και σύμφωνα με τον Κανονισμό 261/2004, από τον οποίο απορρέουν τα δικαιώματα των επιβατών, δεν προβλέπεται κάποια αποζημίωση…». Ουσιαστικά δηλαδή η εναγόμενη προέβαλε ως λόγο απόρριψης του αιτήματος αποζημίωσης την ως άνω ένστασή της, ότι εν προκειμένω δεν υποχρεούται σε αποζημίωση των εναγόντων, καθώς η απόφαση της διαχείρισης εναέριας κυκλοφορίας αποτελεί «έκτακτη περίσταση» κατά την έννοια του Κανονισμού. Εντούτοις, παρότι η απόφαση καθυστέρησης της πτήσης από το Παρίσι προς την Αθήνα οφειλόταν σε συνθήκες έκτακτες, αναγόμενες σε αποφάσεις της Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας του Αεροδρομίου της Αθήνας, στις οποίες η εναγόμενη δεν ήταν δυνατό να αντιλέξει ή να αποκλίνει, ώστε πράγματι να θεωρούνται αυτές «έκτακτες περιστάσεις» κατά την έννοια του Κανονισμού, μη εμπίπτουσες στη σφαίρα εξουσίας και επιρροής της εναγόμενης, η τελευταία ουδέν στοιχείο εισέφερε που θα μπορούσε να αποδείξει ότι η «έκτακτη» αυτή περίσταση δεν θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα και ότι η ίδια έλαβε τα κατάλληλα για την περίσταση μέτρα που ήταν ικανά να αντιμετωπίσουν τις συνέπειές της. Δηλαδή η εναγόμενη θα έπρεπε, για την αποδοχή της σχετικής ένστασής της, να αποδείξει, ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν με τα κατάλληλα για τη συγκεκριμένη περίπτωση μέτρα, δηλαδή τα μέτρα που, κατά τον χρόνο επελεύσεως των εκτάκτων αυτών περιστάσεων, αντιστοιχούν, ιδίως, συνθήκες τις οποίες δύναται να εξασφαλίσει, από τεχνικής οικονομικής απόψεως, η ίδια, καθώς και ότι ακόμα κι αν χρησιμοποιούσε όλες τις δυνατότητες που διαθέτει σε προσωπικό ή υλικά μέσα, καθώς και τις χρηματοοικονομικές της δυνατότητες, δεν θα μπορούσε προφανώς, εκτός αν είχε υποβληθεί σε θυσίες υπερβαίνουσες τις δυνατότητες της επιχειρήσεώς της στο δεδομένο χρονικό σημείο, να αποτρέψει την καθυστέρηση της πτήσεως ως ενδεχόμενη συνέπεια των εκτάκτων περιστάσεων που αντιμετώπισε. Εν προκειμένω, ωστόσο, η εναγόμενη ουδέν εισέφερε για την απόδειξη της υποβληθείσας ένστασής της, η οποία τυγχάνει συνεπώς απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη. Τουναντίον, οι ενάγοντες προσκόμισαν το από 18.03.2024 ηλεκτρονικό μήνυμα της Γενικής Διεύθυνσης Πολιτικής Αεροπορίας, από το οποίο πληροφορούνταν ότι η «…………. δεν έχει προσκομίσει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η καθυστέρηση της πτήσης ……….. Παρίσι-Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2023 δικαιολογήθηκε από έκτακτες περιστάσεις που δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν ακόμη κι αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα..» , από το οποίο προκύπτει ότι η εναγόμενη ουδέν είχε εισφέρει για την απόδειξη της πραγματικής ύπαρξης «έκτακτων περιστάσεων» και της εκ μέρους της λήψης των εύλογων μέτρων, σε συμφωνία με τον Κανονισμό 261/2004. Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλλει στους ενάγοντες το αναφερόμενο στο διατακτικό ποσό, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Τα δικαστικά έξοδα θα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της δυσχέρειας της ερμηνείας των εφαρμοζόμενων κανόνων δικαίου (179 ΚΠολΔ) .

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγόμενη να καταβάλλει σε έκαστο των εναγόντων το ποσό των 400,00 € , ήτοι 400,00 € για τον πρώτο ενάγοντα, 400,00 € για την δεύτερη ενάγουσα και 400,00 € για την ανήλικη κόρη των δύο πρώτων εναγόντων, όπως αυτή εκπροσωπείται νόμιμα από τους ίδιους που έχουν τη γονική της μέριμνα, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής τους.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στη Ρόδο την 07/01/2025 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ